Η πετρελαιοκηλίδα που προκλήθηκε μετά από διαρροή σε διυλιστήριο της Repsol στις ακτές του Περού κοντά στην πρωτεύουσα Λίμα, έχει προκαλέσει τη χειρότερη περιβαλλοντική καταστροφή στην πρόσφατη ιστορία της χώρας.
Το διυλιστήριο La Pampilla χτυπήθηκε από το τσουνάμι που έφτασε στις ακτές του Περού μετά από έκρηξη ηφαιστείου στη θαλάσσια περιοχή της Τόνγκα του νότιου Ειρηνικού ωκεανού στις 14 Γενάρη.
Τεράστια καταστροφή
Υπολογίζεται ότι το ατύχημα οδήγησε στη διαρροή περίπου 6.000 βαρελιών αργού πετρελαίου στις ακτές της Λίμα. Στις 20 Γενάρη οι τοπικές αρχές απαγόρευσαν την είσοδο σε 21 παραλίες οι οποίες κρίθηκαν επικίνδυνες, καθώς εκτιμάται πως η πετρελαιοκηλίδα καλύπτει μια θαλάσσια έκταση 320 γηπέδων ποδοσφαίρου.
Η θάλασσα ξεβράζει στις ακτές νεκρά θαλασσοπούλια, φώκιες, δελφίνια, ψάρια, οστρακοειδή, αλλά και πιγκουίνους Humboldt, ενός προστατευόμενου είδους που ζει αποκλειστικά στις ακτές του Περού και της Χιλής. Όσο για τους εκατοντάδες ανθρώπους που ζουν από την αλιεία, η πετρελαιοκηλίδα σημαίνει στέρηση του βασικού τους μέσου επιβίωσης.
Η ισπανική Repsol, στην οποία ανήκει το διυλιστήριο, εκτιμά ότι η αποκατάσταση της βλάβης θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Φλεβάρη. Όταν βέβαια μιλάμε για αποκατάσταση, ανεξάρτητα από τη μέθοδο που ακολουθείται, δεν μιλάμε για πλήρη αφαίρεση του πετρελαίου. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος είναι η χρήση χημικών που απομακρύνει το πετρέλαιο από την επιφάνεια της θάλασσας, οδηγώντας το στον πυθμένα. Γενικά, προκειμένου να καθαρίσει πλήρως μια θαλάσσια περιοχή με εκτεταμένη ρύπανση αυτού του είδους απαιτούνται χρόνια ή και δεκαετίες. Μέχρι τότε, το θαλάσσιο οικοσύστημα και οι ακτές θα συνεχίσουν να επηρεάζονται από τη ρύπανση, καθώς ποσότητες πετρελαίου θα εξακολουθούν να περιβάλλουν και να καταναλώνονται από τους θαλάσσιους οργανισμούς, περνώντας συνολικά στην τροφική αλυσίδα.
Η εταιρεία πάντως έχει προσλάβει κάποιους από τους ψαράδες της περιοχής στις εργασίες καθαρισμού της πετρελαιοκηλίδας, προσπαθώντας να δείξει ένα «ευαίσθητο» πρόσωπο στην τοπική κοινωνία. Αυτό βέβαια δεν τους βοηθάει ιδιαίτερα, καθώς οι εργασίες αποκατάστασης θα ολοκληρωθούν σχετικά σύντομα, ενώ τα ψάρια της περιοχής θα συνεχίσουν να μην είναι ασφαλή για κατανάλωση και συνολικά οι τοπικές οικονομικές δραστηριότητες θα χρειαστούν χρόνο για να επανέλθουν στην προηγούμενη τους κατάσταση.
Η κυβέρνηση ζητά αποζημιώσεις, η Repsol κατηγορεί το τσουνάμι
Η κυβέρνηση του Περού κατηγορεί την πολυεθνική ενέργειας Repsol ότι δεν είχε σχέδιο αντίδρασης σε περίπτωση διαρροής πετρελαίου στη θάλασσα και ζητά αποζημιώσεις. Κάτι βέβαια που μια κυβέρνηση οφείλει να έχει ελέγξει εκ των προτέρων και όχι να διαπιστώνει μετά από ένα καταστροφικό ατύχημα.
Όσο για την εταιρεία, ισχυρίζεται λίγο-πολύ ότι δεν είχε τρόπο να αντιμετωπίσει την καταστροφή, ότι η ίδια δεν ευθύνεται, ούτε και ξέρει ποιος έχει την ευθύνη! Εμμέσως πλην σαφώς, η εταιρεία ισχυρίζεται ότι εφόσον η πετρελαιοκηλίδα είναι αποτέλεσμα μιας φυσικής καταστροφής, η ίδια δεν θα μπορούσε να έχει κάνει τίποτα για να την αποτρέψει.
Πόσο ασφαλείς είναι οι εγκαταστάσεις των πετρελαϊκών;
Η πετρελαιοκηλίδα στις ακτές της Λίμα είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουν κυβερνήσεις και μεγάλες επιχειρήσεις τα «ατυχήματα» που τους ξεφεύγουν και παίρνουν καταστροφικές διαστάσεις: πετώντας το μπαλάκι της ευθύνης η μια στην άλλη, στα φυσικά φαινόμενα, στην κακή τύχη, κλπ.
Ατυχήματα όπως αυτό στο διυλιστήριο της Repsol, ή όπως η έκρηξη στην υποθαλάσσια πλατφόρμα άντλησης της BP στον Κόλπο του Μεξικού το 2010, είτε συμβαίνουν μετά από κάποια φυσική καταστροφή, είτε μετά από ανθρώπινο λάθος ή κακή κατάσταση των εγκαταστάσεων, δεν πρόκειται να σταματήσουν να συμβαίνουν. Καταρχήν γιατί δεν μπορεί να σταματήσει κανείς τα φυσικά φαινόμενα όπως οι σεισμοί, οι τυφώνες, ακόμη και οι σπάνιες σε μέγεθος και επιπτώσεις ηφαιστειακές εκρήξεις και τα επακόλουθά τους. Τα φυσικά φαινόμενα είναι κάτι δεδομένο και αδύνατο να προβλεφθούν με ακρίβεια ή να σταματήσουν.
Κάποια από αυτά τα φαινόμενα θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν, αλλά η συνήθης πρακτική στις εγκαταστάσεις των πολυεθνικών ενέργειας είναι ότι υπάρχουν ελλιπή μέτρα ασφάλειας λόγω της προσπάθειας να μειώσουν τα κόστη λειτουργίας των μονάδων παραγωγής τους. Οι συνέπειες αυτών των πρακτικών αργά ή γρήγορα αποδεικνύονται καταστροφικές.
Έτσι, το ατύχημα στη Λίμα αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα των τρομακτικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες η ενεργειακή πολιτική του συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Από την μια οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας επιλέγονται αποσπασματικά και ευκαιριακά με μόνο κριτήριο το αν μπορούν να είναι κερδοφόρες για κάποια μεγάλη εταιρεία (στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα προκαλώντας επίσης μεγάλες περιβαλλοντικές καταστροφές), και από την άλλη τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να αποτελούν μια κομβική επιλογή του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων παγκόσμια.
Ένα καταστροφικό μοντέλο
Μόνο που τα καύσιμα αυτά, δεν είναι μόνο υπεύθυνα για την επιβάρυνση της ατμόσφαιρας με επικίνδυνους αέριους ρύπους, αλλά απειλούν και με σοβαρά ατυχήματα από το στάδιο της εξόρυξης, μέχρι την αποθήκευση, τη μεταφορά και την καύση τους. Το ίδιο ισχύει και με την πυρηνική ενέργεια που το τελευταίο διάστημα κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος και μάλιστα με ακόμη πιο τρομακτικά και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.
Η συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο ανοίγει και ένα άλλο ζήτημα, αυτό των «ορίων» της ρεφορμιστικής Αριστεράς που αρνείται να έρθει σε σύγκρουση με το σύστημα. Απ’ τη στιγμή που η πολυεθνική δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της, θα αποτελούσε μια πρώτης τάξης ευκαιρία να της απαγορευτεί η δραστηριότητα και να περάσει στον έλεγχο και την ιδιοκτησία του κράτους. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είναι στις πρώτες επιλογές μια κυβέρνησης, ειδικά στο Περού όπου βρίσκεται στην προεδρία ένας αριστερός, ο Καστίγιο, που περιέλαβε στο προεκλογικό του πρόγραμμα την εθνικοποίηση των πετρελαϊκών. Ωστόσο, με την εκλογή του έκανε ξεκάθαρο προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν έχει τέτοιες διαθέσεις…
Στο Περού αλλά και παγκόσμια, το περιβαλλοντικό κίνημα αλλά και το σύνολο της κοινωνίας πρέπει να ανοίξει την συζήτηση για την κοινωνικοποίηση κάτω από κοινωνικό και εργατικό έλεγχο του κλάδου της ενέργειας. Έχει αποδειχτεί ξανά και ξανά ότι όσο βρίσκεται στα χέρια του κεφαλαίου θα συνεχίζει να μας «προσφέρει» ατυχήματα, εκμετάλλευση των εργαζομένων, οικονομικά σκάνδαλα, στήριξη δικτατοριών, περιβαλλοντική καταστροφή, αυξήσεις στις τιμές και επιβάρυνση της κλιματικής κρίσης. Και αυτό ως κοινωνίες δεν πρέπει να το ανεχτούμε.