Αναδημοσιεύουμε άρθρο του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη, Αν. Καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντή του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολίτικής και Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH), από το «Κουτί της Πανδώρας»
Το καταιγιστικό 2020 μάς αφήνει με εξίσου καταιγιστικά, κυριολεκτικά αγωνιώδη ερωτήματα, που κάνουν τον παραδοσιακό «απολογισμό» περισσότερο απαραίτητο απ’ ό,τι συνήθως. Κρίνω όμως πως, για να είναι χρήσιμο το εγχείρημα, απαιτείται μια ‒και πάλι περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως‒ διασταλτική θέαση της χρονικής διάστασης.
Για να αποτιμήσουμε επαρκώς τη χρονιά που φεύγει, θα πρέπει να υιοθετήσουμε μιαν οπτική μακροσκοπική, πέρα και πάνω από το κορυφαίο συμβάν της πανδημίας: μια ματιά που θα εκτείνεται ικανά στο παρελθόν έτσι ώστε να μας επιτρέπει και αποτίμηση των δυναμικών που κυοφορούνται για το μέλλον. Καθώς ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με μιαν ιστορικά ανεπανάληπτη κρίση, καλούμαστε να προβούμε όχι τόσο σε έναν ακόμη «ετήσιο απολογισμό» όσο στον απολογισμό μιας ιστορικής εποχής.
Η επαρκής εποπτεία του βραχέος χρόνου είναι βέβαια πάντοτε απαραίτητη: γνώση και εκτιμήσεις για τη μεγάλη επερχόμενη ύφεση, το επερχόμενο τσουνάμι των λουκέτων, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά της ανεργίας, τον προκλητικά χυδαίο πλουτισμό των δισεκατομμυριούχων (κατά $ 1,9 τρις μέσα στο χρόνο). Είναι όλα τους κομβικά και αποκαλυπτικά, όμως πρόκειται για πληροφορίες άμεσα ορατές που ‒περισσότερο ή λιγότερα εύκολα‒ μπορεί κανείς να ανακαλύψει με στοιχειώδεις αναζητήσεις στο διαδίκτυο.
Θεωρώ πως έχει μεγαλύτερη σημασία να προβληματιστούμε ‒sine ira et studio‒ για τις απώτερες δομικές καταβολές της τρέχουσας πραγματικότητας, και για τους αιτιώδεις μηχανισμούς που τη διέπουν. Αυτό επιμερίζεται σε τρεις κυρίως θεματικές: (α) το χαρακτήρα της τελευταίας κρίσης, της επονομαζόμενης «Μεγάλης Ύφεσης», (β) το τοπίο που διαμόρφωσαν οι προσπάθειες αντιμετώπισής της, και (γ) τις οικονομικές και πολιτικές συντεταγμένες της περιόδου μετά το ‒από όλους προσδοκώμενο‒ ξεπέρασμα του COVID-19 με μείζον καταληκτικό ερώτημα το νέο πολιτειακό τοπίο που αναδύεται.
Η «Μεγάλη Ύφεση» (μέσα από ένα σύντομο ιστορικό)
Ακούγεται ίσως παράδοξο, όμως για να κατανοήσουμε τη μεγάλη κρίση του 2008-09, πρέπει να πάμε στις αρχές-μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν άρχισε πλέον να γίνεται ευρέως αντιληπτό το φαινόμενο που, με όρους γενικά περιγραφικούς, θα μπορούσαμε ν αποκαλέσουμε «μειωμένες κερδοφορίες». Ήταν απόρροια της σχετικά ενισχυμένης θέσης των εργαζόμενων που είχε επέλθει μεταπολεμικά, μια κατάσταση πραγμάτων συνυφασμένη με το Κράτος Πρόνοιας, και ένα καθεστώς μισθολογικών αυξήσεων αντίστοιχων με τη μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας.
Η απάντηση που δόθηκε ήταν ο νεοφιλελευθερισμός ‒όχι ως ένα ασαφές σύνθημα-μομφή, όπως υπαινίσσονται πολλοί απολογητές, αλλά ως μια απολύτως συγκεκριμένη λογική στην άσκηση πολιτικής. Τα κύρια στοιχεία του περιλάμβαναν απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και των χρηματιστικών συναλλαγών, ιδιωτικοποίηση μεγάλων τμημάτων του δημόσιου τομέα, αποδέσμευση της παραγωγικότητας από το μισθό, επικυριαρχία της νομισματικής πάνω στη δημοσιονομική πολιτική, καθώς και άρση των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίου, αγαθών και υπηρεσιών (ό,τι αργότερα αποκλήθηκε «παγκοσμιοποίηση»).
Από τα ‒επί μακρόν περιθωριακά‒ γραπτά των Χάγιεκ και Φρίντμαν, ο νεοφιλελευθερισμός απόκτησε υλικό πεδίο εφαρμογής πρώτα στη Χιλή του Πινοσέτ, μετά στις ΗΠΑ του Ρέιγκαν και στη Βρετανία της Θάτσερ, και στη συνέχεια, σταδιακά, στην ευρωπαϊκή ήπειρο μέσα από την αρχιτεκτονική της ΕΟΚ (αργότερα ΕΕ). Εξαιτίας της ολοένα διευρυνόμενης επιρροής υπερεθνικών οργανισμών όπως το ΔΝΤ και η Διεθνής Τράπεζα, άρχισε όμως να επεκτείνεται και στις υπανάπτυκτες χώρες ‒εξέλιξη που, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη δεξιόστροφη μεταλλαγή της Σοσιαλδημοκρατίας, έτεινε να προσλάβει τα χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας. Ήταν η εποχή του τέλους των ιδεολογιών και των τάξεων, του ίδιου του «τέλους της Ιστορίας» όπως αμετροεπώς υποστηρίχθηκε.
Οι νεοφιλελεύθερες παρεμβάσεις πράγματι βοήθησαν τις κερδοφορίες να ανακάμψουν, όμως η δογματική προσδοκία των trickle-down economics (περί της διάχυσης των οικονομικών οφελών ‒ της λεγόμενης «μεγαλύτερης πίτας»‒ στην κοινωνία) διαψεύστηκε: αυτό που έμελλε να αποτελέσει ειδοποιό γνώρισμα της περιόδου μετά το 1980 δεν ήταν η επέκταση της ευμάρειας, αλλά η έκρηξη των ανισοτήτων μέσα από την ολοένα και μεγαλύτερη συρρίκνωση του μεριδίου της εργασίας. Από την άλλη, ούτε η πίτα μεγάλωνε όσο οι νεοφιλελεύθεροι θιασώτες ανέμεναν (το παγκόσμιο ΑΕΠ αύξανε με πολύ χαμηλότερους ρυθμούς απ’ ό,τι τις
προηγούμενες δεκαετίες), ούτε και το κράτος περιορίστηκε: τουναντίον, οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν ανακατευθυνόμενες όμως από την κοινωνική πρόνοια προς εξοπλισμούς και επιδοτήσεις σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Το δόγμα των trickle-down economics εξακολουθεί να εκπέμπεται και στις μέρες μας ως αυτονόητο, όμως η πρακτική όχι μόνο σε επιστημονικά δεδομένα δε βασίζεται, αλλά είναι υποβολιμαία φαύλη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, επικαλούμενος τα πορίσματα πρόσφατης ποσοτικής μελέτης, ο Robert Reich χαρακτήρισε (σε άρθρο του στον Guardian ) το όλο σκεπτικό «ανοησίες», «μια άγρια απάτη». Το ζήτημα της μισθολογικής καθίζησης των εργαζομένων είναι εξαιρετικά κομβικό διότι παραπέμπει άμεσα σε μια μείζονα διαδικασία της νεοφιλελεύθερης εποχής: στο γεγονός ότι, για να διατηρήσουν την πρόσβασή τους σε βασικά αγαθά όπως υγεία, παιδεία, κατοικία κτλ., λαϊκά και μεσαία στρώματα έπρεπε πλέον να δανείζονται: στις ΗΠΑ, λ.χ., ενώ το 1995 τα ιδιωτικά χρέη ήταν κάτι λιγότερο από $5 τρις, το 2008 είχαν εκτοξευτεί στα $13,9 τρις, με το μέσο χρέος ανά νοικοκυριό να εκτινάσσεται από $40.000 το 1980, σε $130.000 το 2007.
Έχει σημασία να συνειδητοποιήσει κανείς ‒και να προβληματιστεί για‒ την υφή και τις δυναμικές αυτής της διαδικασίας. Οι μισθοί παρέμεναν παγωμένοι ή έπεφταν, και αυτό βοηθούσε στην ανάκαμψη της κερδοφορίας, όμως στο φόντο της περιορισμένης αγοραστικής δύναμης (της μειωμένης ζήτησης του εργαζόμενου πληθυσμού παρά τις αυξανόμενες ανάγκες του), όλο και μικρότερο μέρος των νέων κερδών επενδύονταν παραγωγικά. Πού πήγαιναν τότε αυτά τα κέρδη; Η απάντηση είναι απλή: στην κερδοσκοπία ή, ακριβέστερα, σε «επενδύσεις» στον επιθετικά κερδοσκοπικό δανεισμό (predatory lending). Αναζητώντας τις πιο επικερδείς τοποθετήσεις, οι κεφαλαιούχοι άρχισαν να στρέφονται ολοένα και περισσότερο στη χρηματιστική αγορά: λ.χ., στην αγορά μετοχών που εξέδιδαν τα διάφορα κερδοσκοπικά ταμεία και οι επενδυτικές τράπεζες (όπως η Lehman Brothers) που, ουσιαστικά ανεξέλεγκτες στο απορρυθμισμένο θεσμικό πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, είχαν πλέον τη δυνατότητα να παράγουν τίτλους με αντίκρισμα ενυπόθηκα δάνεια διαπραγματεύσιμα στις χρηματιστηριακές αγορές.
Μπορεί τα προσδοκόμενα οφέλη από αυτές τις επενδύσεις στον κερδοσκοπικό δανεισμό να ήταν μικρότερα από εκείνα των άλλοτε παραγωγικών δραστηριοτήτων, ήταν όμως εξαιρετικά υψηλά σε σχέση με ό,τι επέτρεπε το πραγματικό περιβάλλον της μειωμένης ζήτησης. Με τον τρόπο αυτό το πρόβλημα του συνδρόμου μειωμένοι μισθοί-μειωμένη ζήτηση αντιμετωπίστηκε μεν προσωρινά (συντείνοντας στην τεχνητή διατήρηση των έστω αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά τη δεκαετία του ’90 και των αρχών του 2000), όμως δεν επιλύθηκε, απλώς μετατέθηκε στο μέλλον ‒πρόκειται για την ουσία του φαινομένου που αποκαλούμε «φούσκες»: τοποθετήσεις σε τίτλους δανείων προς λαϊκά και μεσαία στρώματα που, ενώ για ένα διάστημα επέτρεπαν την υλοποίηση ζήτησης που οι περιορισμένες μισθολογικές απολαβές τους δε θα μπορούσαν αλλιώς να υποστηρίξουν (στηρίζοντας έτσι, παράλληλα, και την εικόνα της τεχνητής ευμάρειας), ήταν ωστόσο αδύνατον να συνεχίσουν να εξυπηρετούνται (ακριβώς λόγω της ισχνότητας των μισθών). Ήταν αναπόφευκτο η φούσκα κάποτε να σκάσει.
Με δεδομένη την τεράστια αλληλοδιείσδυση των κομβικών οικονομικών δρώντων η ούτω αποκαλούμενη χρηματοπιστωτική κρίση επεκτάθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την οικονομία. Τα κράτη έσπευσαν να στηρίξουν τις τοξικά εκτεθειμένες και καταρρέουσες τράπεζες (το γνώριμό μας φαινόμενο των «κόκκινων δανείων»), και ήταν αυτό που κατά βάση εκτίναξε το δημόσιο χρέος. Η ελληνική εκδοχή του δράματος είναι άλλωστε πολύ γνωστή. Για να σωθούν οι αντιπαραγωγικές ελίτ έπρεπε η κοινωνία πρώτα να ενοχοποιηθεί και στη συνέχεια να γονατίσει.
«Μια σχεδόν από τα ίδια» ως διαχείριση…
Είναι άκρως εντυπωσιακό πως για να αντιμετωπίσει τη νεοφιλελεύθερη κατάρρευση, το νεοφιλελεύθερο Κράτος δεν είχε κανένα πρόβλημα να πετάξει στα σκουπίδια τις κατευθύνσεις της νεοφιλελεύθερης θεωρίας. Η «σωτηρία» των τοξικών καπιταλιστών ήταν άλλωστε πάντοτε κρίσιμο κεντρικό γνώρισμα της εξακολουθητικά κραταιάς κρατικής παρέμβασης (όπως, λ.χ., στην Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ‒αρκετά πριν την κρίση του 2008). Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει επίσης να ερμηνεύσουμε και φαινόμενα όπως η περίφημη «ποσοτική χαλάρωση» της ΕΚΤ: τεράστια ποσά που ρίχτηκαν στη οικονομία, όχι όμως για να στηρίξουν ευθέως και πρωτογενώς κάποιου είδους «παραγωγική ανασυγκρότηση», αλλά για να επιτρέψουν στους ίδιους τραγικούς δρώντες να συνεχίσουν το κοινωνιοκτόνο έργο τους (πάντα βέβαια επενδυμένο ιδεολογικά με την ανυπόστατη προσδοκία των trickle-down economics).
Η «μνημονιακή» συνταγή που απαρέγκλιτα ακολουθείται έκτοτε (παραγωγική στασιμότητα ή συρρίκνωση, και προϋπολογισμοί που οφείλουν να διατηρούνται ισοσκελισμένοι ή πλεονασματικοί) αποτελούν έτοιμη συνταγή για παρατεταμένο εργασιακό μεσαίωνα και κοινωνική καταστροφή. Οι νέοι θεσμοί που δημιουργήθηκαν (όπως, λ.χ., το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) παρέχουν βέβαια μιαν αυξημένη δυνατότητα διαχείρισης των νέων αναπόφευκτων κρίσεων, όμως οι μηχανισμοί επιτήρησης της λιτότητας που περιλαμβάνουν καθιστούν την αντιμετώπιση των αιτιών του προβλήματος αδύνατη. Παρά τις διαλείπουσες μιντιακές φανφάρες, οι επενδύσεις ως ποσοστό των πραγματοποιούμενων κερδών είναι ισχνές ή φθίνουσες, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται με πρωτόφαντα αργούς ρυθμούς, ενώ η αυστηρή επιτήρηση των νέων δανειοδοτήσεων περιορίζει ακόμη περισσότερο την αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων (της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού) εκθρέφοντας εξακολουθητικά έναν δυστοπικό φαύλο κύκλο. Στο πλαίσιο αυτό η ανεργία συγκαλύπτεται με «επικοινωνιακά» μέσα από τη «δημιουργική» διαχείριση των στατιστικών μεγεθών και το διαρκές όνειδος της «ευελιξίας» (ευφημισμού που αποσκοπεί σε γλωσσική συγκάλυψη της καταστρατήγησης όσων εργασιακών δικαιωμάτων δεν έχουν ακόμη καταργηθεί).
Στις συνθήκες αυτές, οι μαζικές ενέσεις ρευστότητας που πραγματοποίησαν οι κεντρικές τράπεζες (το ενεργητικό της ΕΚΤ, λ.χ., εκτινάχθηκε από το 15% στο 40% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης), και στη συνέχεια τα χαμηλά έως και αρνητικά επιτόκια, δεν επέφεραν αύξηση της λαϊκής αγοραστικής δύναμης (συνεπώς και του επενδυτικού κινήτρου) ή ενίσχυση των καθαυτό παραγωγικών δραστηριοτήτων, έτειναν αντίθετα να δημιουργήσουν νέες τοξικές φούσκες (που αποτυπώνονται στην άνοδο των χρηματιστηριακών δεικτών και στα απορρέοντα bonus των υψηλόβαθμων golden boys) που, όπως και οι προηγούμενες, είναι αναπόφευκτο αργά ή γρήγορα να σκάσουν.
Όλοι οι σοβαροί αναλυτές αναγνωρίζουν πως το απορρυθμισμένο νεοφιλελεύθερο σύστημα βιώνει ένα παρατεταμένο καθεστώς ανισορροπίας και καλούν για επιστροφή σε ένα κάποιο είδος κανονικότητας ‒λ.χ., με αποκατάσταση των βασικών τραπεζικών λειτουργιών και αύξηση των επιτοκίων. Όμως κάτι τέτοιο θα είχε ολέθριες συνέπειες: τα ήδη δυσθεώρητα δημόσια χρέη θα εκτοξεύονταν, ακόμη σκληρότερη λιτότητα θα έπρεπε να επιβληθεί, και οι κοινωνίες θα έπρεπε να υποστούν τις επιπτώσεις ακόμη χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης.
Σε αυτό το παγκόσμιο πλαίσιο είναι που ξέσπασε η πανδημία. Μήπως η συμπεριφορά των κρατών προοιωνίζεται εγκατάλειψη της νεοφιλελεύθερης οπτικής, όπως ευρύτατα υποστηρίχθηκε (ακόμη και από συστημικούς αναλυτές);
Ο αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός
Προσπαθώντας να αποτιμήσουμε το τοπίο που έχει δημιουργηθεί στη στροφή του χρόνου της πανδημίας, δεν παρέλκει καταρχάς να επισημάνουμε δυο βασικά στοιχεία: αφενός (α) ότι ο «νεοφιλελευθερισμός» (διαστάσεις όπως η «χρηματιστικοποίηση» και το εν γένει πλασματικό κεφάλαιο, η τάση για διαρκή διεθνοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων, κτλ.) είναι συνυφασμένη με τον ίδιο τον καπιταλισμό ‒η διαφορά, η ιδιαιτερότητα της παρούσης περιόδου δεν είναι ποιοτική, είναι ποσοτική· και αφετέρου (β) ότι η κεϋνσιανή μεταπολεμική περίοδος δεν ήταν παρά ένα ιστορικό διάλειμμα που επήλθε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής πολιτικής συγκυρίας. Ο καπιταλισμός τείνει αφ’ εαυτού του (οντολογικά θα μπορούσε να πει κανείς) προς την απορρύθμιση, στο δόγμα του «αόρατου χεριού της αγοράς», με ένα κράτος που θα προβαίνει σε διαχείριση της κοινωνικής αναπαραγωγής όχι πρωτογενώς (ως μείζον καθήκον), αλλά δευτερογενώς, ως απόρροια της ικανοποιητικής κερδοφορίας που θεωρείται ότι θα επιφέρει και διάχυση της ευμάρειας. Όπως και προηγουμένως επισημάνθηκε, η δογματική προσδοκία έχει επανειλημμένα αποδειχτεί έωλη, όμως το ερώτημα που εδώ μας απασχολεί είναι άλλο: είμαστε άραγε μπροστά σε μια νέα εποχή ‒ας πούμε‒ κεϋνσιανισμού;
Μια εποχή που, καθώς οι ανεπάρκειες της περίφημης ιδιωτικής πρωτοβουλίας έχουν πλέον πρόδηλα καταδειχτεί, το κράτος θα ξαναπαίξει το μεταπολεμικό προνοιακό του ρόλο; Έλεγα μόλις ότι δεν είναι λίγοι αυτοί που το υποστηρίζουν, είτε ως εκτίμηση της διαμορφούμενης κατάστασης, είτε ως πρόταση-σύσταση που απευθύνουν προς τις κυβερνήσεις. Όταν όμως δεν πρόκειται για απλή προπαγανδιστική κίνηση λαϊκού κατευνασμού (του τύπου εκείνου που ενώ ‒ανέξοδα και υποκριτικά‒ χειροκροτά τους υγειονομικούς την ίδια ώρα μειώνει τις δημόσιες δαπάνες για την υγεία), πρόκειται για αφέλεια.
Ας δούμε εν συντομία πώς και γιατί.
Είναι βέβαια γεγονός ότι την επαύριο της πανδημίας τα κράτη έσπευσαν να παρέμβουν προκειμένου να περιορίσουν τόσο τις υγειονομικές όσο και τις οικονομικές επιπτώσεις της. Όμως τα διάφορα πακέτα αναθέρμανσης είναι έκτακτα και, σε κάθε περίπτωση, μόνο ένας ιδιαίτερα μικρός αριθμός χωρών είναι σε θέση να τα διατηρήσει για κάποιο υπολογίσιμο χρονικό διάστημα. Για τη συντριπτική πλειοψηφία, η επιστροφή σε μια πραγματικότητα περικοπών (κατά περίπτωση δραματικών) θα είναι άμεση, και θα περιλαμβάνει το γνωστό συνδυασμό: αυξήσεις έμμεσων φόρων και «δημοσιονομική πειθαρχία», ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, περαιτέρω συρρίκνωση των μισθών. Πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, μάλιστα, εκτιμά πως οι περισσότερες φτωχές χώρες που έλαβαν βοήθεια κατά τη διάρκεια της πανδημίας θα δουν το ΑΕΠ τους να μειώνεται πάνω από 20% μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Από αυτήν την άκρως προβληματική κατάσταση δεν εξαιρείται βέβαια ούτε η ΕΕ ‒κάθε άλλο. Οι πόροι του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (μεγάλοι, πλην καταφανώς ανεπαρκείς) συνδέονται με αυστηρούς όρους για «μεταρρυθμίσεις» (ένας άλλος ευφημισμός για περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις και περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων), ενώ στα καθ’ ημάς η εικόνα αναδύεται με αρκετά ευκρινή τρόπο στην πολλαπλώς προβεβλημένη «έκθεση Πισσαρίδη»: περιορισμοί στη διάρκεια και το επίπεδο των επιδομάτων ανεργίας, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, μείωση των εργοδοτικών εισφορών και άνοιγμα στην ιδιωτική ασφάλιση, ακραίος παραγκωνισμός της δημόσιας υγείας, συγχώνευση σχολικών μονάδων και «επιχειρηματικό» πανεπιστήμιο. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε την υποχρέωση του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού για το 2021 που, θέλοντας και μη, θα προκαλέσει μια νέα μνημονιακή λαίλαπα.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν έχει σχέση με το κεϋνσιανό New Deal. Τότε το κράτος χρηματοδοτούσε παραγωγικές δραστηριότητες· τώρα (όπως και μετά την κρίση του 2008) το κράτος διασπαθίζει χρήματα της κοινωνίας για να αποτρέψει την κατάρρευση των ιδιωτικών τραπεζών με τη φρούδα ελπίδα ότι κάτι τέτοιο αρκεί για να επέλθει ουσιαστική παραγωγική ανασυγκρότηση. Όμως ο μεγάλος όγκος των πόρων εξακολουθεί να κατευθύνεται σε μη παραγωγικές, χρηματιστηριακές δραστηριότητες (τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια δεν αναιρούν την πραγματικότητα της καταρρέουσας ζήτησης) που εκτινάσσουν βέβαια ακόμη περισσότερο τις περιουσίες των δισεκατομμυριούχων, αλλά δεν αποτελούν παρά νέες φούσκες, παρόμοιες ή και ακόμη μεγαλύτερες από εκείνες της τελευταίας μεγάλης κρίσης.
Και η εικόνα δεν αλλάζει ούτε αν λάβουμε υπόψη μας τις διάφορες αναγκαστικές εθνικοποιήσεις που παρατηρήθηκαν το τελευταίο διάστημα και όλες κινούνται στο γνωστό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο: γίνονται ώστε να αποσβεστούν με δημόσιο χρήμα ιδιωτικές ζημίες προτού ακολουθηθούν από επανιδιωτικοποιήσεις.
Συνοψίζοντας, έχει τεράστια σημασία να αναρωτηθούμε όμως και για τις αμιγώς πολιτικές συνέπειες ή προεκτάσεις που έχει αυτή η πραγματικότητα. Μετά από χρόνια αναιμικής ανάπτυξης και τοξικών χρηματοπιστωτικών πρακτικών, ο καπιταλισμός μπαίνει στην πιο βαθιά κρίση της ιστορίας του, στο φόντο τεράστιων χρεών. Τα κράτη ενεργοποιούνται, όμως ο κώδικας και η λογική αυτής της ενεργοποίησης ενέχει περισσότερη λιτότητα, μεγαλύτερη απορρύθμιση, περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και συρρίκνωση του δημόσιου χώρου, βίαιη περιστολή εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Κάθε μέρα που περνάει, ο καπιταλισμός γίνεται ολοένα και πιο απροκάλυπτα βίαιος, και αυτό είναι που συνιστά το πλαίσιο των νέων πολιτειακών λειτουργιών.
Οι συναφείς διαστάσεις είναι γνωστές: επίταση της επιθετικότητας απέναντι σε αδύναμα κοινωνικά στρώματα, αύξηση των κατασταλτικών πρακτικών, εκτενής χειραγώγηση των ΜΜΕ, κοντολογίς μια διαδικασία περαιτέρω αποδέσμευσης της νεοφιλελεύθερης οικονομικής λειτουργίας από τους όποιους περιορισμούς της επέβαλαν οι δημοκρατικοί κανόνες. Το βιώσαμε τελευταία στην Ελλάδα της εντεινόμενης προληπτικής καταστολής, το βλέπουμε σε χώρες όπως η Ουγγαρία του Ορμπάν και η Βραζιλία του Μπολσονάρου, το είδαμε στις ΗΠΑ του Τραμπ και τη Γαλλία του «νόμου για την ασφάλεια». Πρόκειται για στοιχείο δομικό, για μια οδυνηρή πολιτειακή μετάλλαξη: τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό. Στις συνθήκες αυτές είναι αναπόφευκτο οι κοινωνίες να αντιδράσουν. Η διαδικασία θα είναι μακρά και επίπονη, όμως οι κοινωνικοί αγώνες που θα ξεσπάσουν επιφορτίζονται με το καθήκον της αποτελεσματικής κάλυψης του πολιτικού κενού που προκλήθηκε από την υποταγή των νέων ρεφορμιστικών σχηματισμών που αναδύθηκαν μετά την Αραβική Άνοιξη. Αυτό το τελευταίο συνιστά και τη μεγάλη πρόκληση της νέας δεκαετίας.