Του Χρήστου Κεφαλή*
Προ ημερών, στις 7/4/2020, δημοσιεύθηκε στη Καθημερινή ένα ατυχές άρθρο της Μαρίας Αθανασίου «Ήρωες ή μισθοφόροι;», με θέμα τους γιατρούς της Κούβας[1]. Η αρθρογράφος, αφού αναφέρεται στην άφιξη Κουβανών γιατρών στην Ιταλία σε αποστολή για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, αναρωτιέται, ούτε λίγο ούτε πολύ, αν οι διεθνείς αποστολές και η συνεργασία της Κούβας με άλλες χώρες στον τομέα της υγείας αντιπροσωπεύει πραγματική βοήθεια ή πρόκειται για εκμετάλλευση από την Κούβα του ανθρώπινου πόνου των ασθενών:
«Την ίδια στιγμή, όμως, που η κουβανική κυβέρνηση διαφημίζει αυτή την παράδοση αλληλεγγύης προς τους συνανθρώπους σε κάθε γωνιά της Γης, δρέποντας συχνά πολιτικά οφέλη από αυτή την πρωτότυπη ιατρική διπλωματία, μαρτυρίες από πρώην μέλη του “στρατού” κάνουν λόγο για εκμετάλλευση και για επικερδείς μπίζνες με αντικείμενο τον ανθρώπινο πόνο, που φέρνει στα κρατικά ταμεία δισεκατομμύρια δολάρια».
Θα μπορούσε βέβαια να σχολιάσει κανείς ποικιλότροπα αυτές τις εκτιμήσεις της αρθρογράφου. Από την τοποθέτησή της, μοιάζει να συνάγεται ότι η Κούβα εκμεταλλεύεται τον ανθρώπινο πόνο στέλνοντας γιατρούς στην Ιταλία, ενώ οι ΗΠΑ που δεν στέλνουν σέβονται τον ανθρώπινο πόνο και απέχουν από την εκμετάλλευσή του. Με αυτή τη λογική θα μπορούσε να αποδείξει κανείς ότι τα δεκάδες εκατομμύρια ανασφάλιστοι στις ΗΠΑ ή η φτωχολογιά στις υποβαθμισμένες συνοικίες του Παρισιού ή οι άστεγοι των μεγαλουπόλεων σε όλο τον κόσμο, είναι τυχεροί όταν αρρωσταίνουν και πεθαίνουν χωρίς ιατρική φροντίδα, γιατί έτσι αποφεύγουν τον κίνδυνο να τους εκμεταλλευτούν οι Κουβανοί γιατροί ή οι γιατροί των χωρών τους.
Ωστόσο, δεν θα επιμείνουμε σε αυτή τη γραμμή σχολιασμού. Παίρνοντας αφορμή από το άρθρο της Καθημερινής θα παραθέσουμε στη συνέχεια ορισμένα στοιχεία για το σύστημα υγείας της Κούβας και τη συνεισφορά της στην ιατρική περίθαλψη παγκόσμια, αλλά και ορισμένες μαρτυρίες από παρατηρητές που κάθε άλλο παρά μεροληπτικοί υπέρ της μπορεί να θεωρηθούν.
Το σύστημα υγείας της Κούβας
Η Κούβα είναι η μόνη χώρα από το πρώην μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπου αποφεύχθηκε η καθεστωτική κατάρρευση και η ανεξέλεγκτη καπιταλιστικοποίηση, η οποία έλαβε χώρα στις υπόλοιπες. Ως αποτέλεσμα διατηρήθηκε ο δημόσιος χαρακτήρας του συστήματος υγείας, βασισμένου στην αρχή της δωρεάν περίθαλψης για όλους. Το κουβανικό σύνταγμα κατοχυρώνει την υποχρέωση του κράτους να παρέχει επαρκή ιατρική περίθαλψη σε όλους τους πολίτες του.
Η δωρεάν ιατρική περίθαλψη δεν διατηρήθηκε μόνο αλλά και βελτιώθηκε στην περίοδο μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, όταν η Κούβα περιήλθε σε δεινή οικονομική θέση λόγω απώλειας των διεθνών στηριγμάτων της. Στην περίοδο αυτή, γνωστή ως Ειδική Περίοδο, ιδιαίτερα στα 1990-1995, το ΑΕΠ της Κούβας μειώθηκε κατά το ένα τρίτο, ενώ τεράστια προβλήματα προκαλούνταν και προκαλούνται επίσης από το αμερικάνικο εμπάργκο, που στερεί ως σήμερα τη χώρα από εντελώς αναγκαία είδη ή την αναγκάζει να τα προμηθεύεται πολύ ακριβότερα από άλλες χώρες. Αν και αυτή η κατάσταση έφερε τον πληθυσμό στα όρια της πείνας, η Κούβα αντέδρασε αυξάνοντας το ποσοστό του ΑΕΠ για την υγεία και μπόρεσε βαθμιαία να αντιμετωπίσει την κρίση. Ακόμη περισσότερο το σύστημα υγείας δομήθηκε πιο αποτελεσματικά, δίνοντας έμφαση στην προληπτική μέριμνα σε πρωτοβάθμιο επίπεδο και αυξάνοντας τον αριθμό των γιατρών, ώστε να υπάρχει στενή παρακολούθηση της υγείας και άμεση ιατρική φροντίδα, προλαβαίνοντας μάλλον τις ασθένειες παρά αντιμετωπίζοντάς τις όταν έχουν καταστεί βαριές.
Χάρη σε αυτές τις πολιτικές η Κούβα μπόρεσε να ανεβάσει συστηματικά το επίπεδο υγείας του πληθυσμού της, γεγονός που εκφράζεται σε μια σειρά αδιαμφισβήτητους δείκτες.
Σήμερα το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας στην Κούβα είναι 4 ‰ και το συνολικό ποσοστό θνησιμότητας παιδιών κάτω των 5 ετών είναι 5 ‰. Το ποσοστό αυτό συγκρίνεται ευνοϊκά με εκείνο των πιο προηγμένων χωρών της ΕΕ, παρότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κούβας είναι πολύ χαμηλότερο. Ενδεικτικά, η παιδική θνησιμότητα κάτω των 5 ετών στον Καναδά είναι η ίδια, 5 ‰, στην Ιταλία 3 ‰, στη Γερμανία 3,7 ‰, στην Ελλάδα 3,8 ‰. Στις ΗΠΑ, τη μητρόπολη του καπιταλισμού, είναι 6,5 ‰, δηλαδή μεγαλύτερη από την Κούβα, ενώ σε παραπλήσιες με την Κούβας χώρες, 12,7 ‰ στο Μεξικό και 28,8 ‰ στη Δομινικανή Δημοκρατία[2].
Παρόμοια θετική είναι η εικόνα και στο προσδόκιμο ζωής, έναν άλλο δείκτη, που ανεβαίνει σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες. Το 2018 το προσδόκιμο ζωής στην Κούβα ήταν 78,6 χρόνια (80,6 για τις γυναίκες και 76,7 για τους άνδρες), ενώ των ΗΠΑ 78,9. Ενδεικτικά, της Φιλανδίας ήταν 81,7, της Κύπρου 80,8 και της Ελλάδας 82,1 χρόνια, ενώ από την άλλη, του Μεξικού ήταν 75 χρόνια και της Δομινικανής Δημοκρατίας 73,9, στη δε γειτονική στην Κούβα, δραματικά υποβαθμισμένη Αϊτή ήταν μόλις 63,7 χρόνια[3].
Τέλος, από το 2015 η Κούβα είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που πέτυχε να εξαλείψει τη μετάδοση του AIDS και της σύφιλης από μητέρα σε παιδί, λαμβάνοντας σχετική πιστοποίηση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας γι’ αυτό της το επίτευγμα[4].
Η Κούβα έχει επιτύχει αυτά τα θετικά αποτελέσματα με τη συστηματική αύξηση του αριθμού των γιατρών, η οποία επιτρέπει να παρέχεται άμεση και συνεχής ιατρική φροντίδα και παρακολούθηση σε όλο τον πληθυσμό. Σήμερα η Κούβα είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο σε αναλογία γιατρών στο γενικό πληθυσμό, με 67 γιατρούς/10.000 ανθρώπους ή περί τις 70.000 γιατρούς συνολικά (στοιχεία του 2007-2013). Ενδεικτικά πάλι στην Ελλάδα ο αριθμός αυτός είναι 54, στον Καναδά 20,7, στις ΗΠΑ 24,5, στο Μεξικό 21, στη Ναμίμπια 3,7 και στη Σομαλία 0,5.
Το σύστημα υγείας της Κούβας δομείται σε τρία επίπεδα. Το πρώτο είναι το τοπικό επίπεδο των Consultorios (Συμβουλευτικά Γραφεία Γειτονιάς), το οποίο καλύπτει το 99% των Κουβανών. Ένα τέτοιο γραφείο απασχολεί συνήθως ένα οικογενειακό γιατρό και μια νοσοκόμα, εξυπηρετώντας μια περιοχή περίπου 150 οικογενειών ή 600 ατόμων. Σε αυτό καταφεύγουν πρώτα όσοι αρρωσταίνουν και χρειάζονται ιατρική φροντίδα, ενώ ο γιατρός ανά τακτά διαστήματα, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν, επισκέπτεται τους περίοικους, τους εξετάζει και τους δίνει συμβουλές για τη βελτίωση της υγείας τους.
Το δεύτερο επίπεδο είναι οι πολυκλινικές (polyclínicos). Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 η Κούβα διέθετε 492 πολυκλινικές, με 83 στην Αβάνα. Κάθε πολυκλινική αναπτύσσει προγράμματα για 30 έως 40 συμβουλευτικά γραφεία, παρέχοντας περίθαλψη σε ασθενείς των οποίων η ασθένεια μπορεί να αντιμετωπιστεί σε μερικές ώρες.
Τέλος, στο τρίτο επίπεδο των νοσοκομείων, παραπέμπονται οι σοβαρές περιπτώσεις που χρειάζονται μεγαλύτερης διάρκειας και εξειδικευμένη ιατρική φροντίδα.
Η έμφαση στο σύστημα υγείας της Κούβας πέφτει στο πρωτοβάθμιο επίπεδο, σε βαθμό που, σύμφωνα με τις στατιστικές, το 97% της ιατρικής περίθαλψης προέρχεται από τους οικογενειακούς γιατρούς[5].
Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι επίσης η φαρμακοβιομηχανία και η βιοτεχνολογική βιομηχανία της Κούβας. Η BioCubaFarma, ένα μεγάλο συγκρότημα με έδρα την Αβάνα, απασχολεί 22.000 εργαζόμενους παράγοντας πάνω από το 60% των φαρμάκων στον κατάλογο φαρμάκων της χώρας. Τα προϊόντα της εξάγονται σε 40 χώρες, περιλαμβάνοντας μερικά παγκόσμια γνωστά σκευάσματα για μια ποικιλία ασθενειών, που αποτελούν κουβανικές πατέντες.
Η Κούβα έχει επιτύχει αυτά τα θετικά αποτελέσματα με ελάχιστους πόρους συγκριτικά με εκείνους που δαπανώνται στα συστήματα υγείας των προηγμένων δυτικών χωρών. Ενδεικτικά, αν και μεγαλύτερη ως ποσοστό του ΑΕΠ, η δαπάνη υγείας στην Κούβα το 2005 ήταν 193 δολάρια ανά άτομο, ενώ στις ΗΠΑ ήταν 4.540 δολάρια. Η διαφορά είναι ότι στις ΗΠΑ τεράστια ποσά σπαταλούνται στα μπόνους των μεγαλογιατρών και των διευθυντικών στελεχών των ιδιωτικών κλινικών, στην πολυφαρμακία και στο πολυδάπανο και αντιπαραγωγικό σύστημα ιδιωτικής ασφάλισης, με αποτέλεσμα, παρά την πολλαπλάσια κατά κεφαλή δαπάνη, δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι να μένουν ανασφάλιστοι και χωρίς ιατρική περίθαλψη[6].
Ο ιατρικός διεθνισμός της Κούβας
Μετά τη νίκη της επανάστασης το 1959 η Κούβα έχασε ένα μεγάλο μέρος του επιστημονικού δυναμικού της, μαζί και γιατρούς, που έφυγαν στο εξωτερικό. Περίπου οι μισοί γιατροί και το 85% των καθηγητών ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας εγκατέλειψαν το νησί. Επιπλέον, ένα υψηλό ποσοστό του πληθυσμού ήταν τότε αναλφάβητοι ή ημι-αλφαβητισμένοι. Ωστόσο, με την καθιέρωση της δωρεάν καθολικής εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα, η Κούβα κάλυψε τα κενά της και άρχισε να βοηθά χώρες του Τρίτου Κόσμου με μεγάλες ελλείψεις στον τομέα της υγείας, σε συμφωνία με τη διεθνιστική ιδεολογία της κουβανικής επανάστασης.
Η συνδρομή της Κούβας σε άλλες χώρες ιδιαίτερα σε στιγμές ανθρωπιστικών κρίσεων και καταστροφών πάει πίσω στη δεκαετία του 1970, στο μεγάλο σεισμό που είχε σημειωθεί το 1970 στο Περού, με περί τις 70.000 θύματα. Στις πρόσφατες δεκαετίες η Κούβα συνεισέφερε καθοριστικά με ιατρικές αποστολές στην αντιμετώπιση της επιδημίας της χολέρας στην Αϊτή μετά το μεγάλο σεισμό του 2010 που κατέστρεψε το νησί, καθώς και στην αντιμετώπιση της επιδημίας του Έμπολα στα 2013-2016 στην Αφρική.
Αυτή η συνεισφορά έχει αναγνωριστεί πλατιά, μερικές φορές ακόμη και από τα πιο mainline συστημικά μέσα. Για παράδειγμα, ο συντηρητικός Independent ανέφερε για την ιατρική αποστολή της Κούβας στην Αϊτή:
«Είναι οι πραγματικοί ήρωες της καταστροφής του σεισμού στην Αϊτή, της ανθρώπινης καταστροφής στην πόρτα της Αμερικής, την οποία ο Μπαράκ Ομπάμα δεσμεύτηκε να ανακουφίσει με μια μνημειώδη ανθρωπιστική αποστολή των ΗΠΑ. Εκτός του ότι αυτοί οι ήρωες προέρχονται από την Κούβα, το μεγαλύτερο εχθρό της Αμερικής, της οποίας οι γιατροί και οι νοσηλευτές έχουν εκθέσει τις αμερικανικές προσπάθειες σε καταισχύνη. Μια ιατρική ταξιαρχία 1.200 Κουβανών λειτουργεί σε όλη τη χώρα που έχει διαλυθεί από το σεισμό και μολυνθεί από τη χολέρα, ως μέρος της διεθνούς ιατρικής αποστολής του Φιντέλ Κάστρο που έχει κερδίσει πολλούς φίλους στο σοσιαλιστικό κράτος, αλλά ελάχιστη διεθνή αναγνώριση… Τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα δείχνουν ότι το κουβανικό ιατρικό προσωπικό , που εργάζεται σε 40 κέντρα στην Αϊτή, έχει θεραπεύσει περισσότερους από 30.000 ασθενείς με χολέρα από τον Οκτώβρη. Είναι το μεγαλύτερο ξένο απόσπασμα, παρέχοντας θεραπεία σε περίπου 40% όλων των ασθενών με χολέρα»[7].
Όσο για την κρίση του ιού του Έμπολα στην Αφρική, ο Πρόεδρος της Σιέρα Λεόνε Μπάι Κορόμα, υποδεχόμενος την κουβανική αποστολή στο Φριτάουν τον Οκτώβρη του 2014, είχε δηλώσει σχετικά με τη βοήθεια της Κούβας: «Αυτή είναι μια φιλία που βιώσαμε από τη δεκαετία του 1970 και σήμερα αποδείξατε ότι είστε ένας μεγάλος φίλος της χώρας»[8].
Παράλληλα με τη συμβολή της σε στιγμές κρίσης, η Κούβα διατηρεί μόνιμη ιατρική συνεργασία με δεκάδες χώρες του Τρίτου Κόσμου, με δεκάδες χιλιάδες γιατρούς της να απασχολούνται μόνιμα στα συστήματα υγείας τους, παρέχοντας πολύτιμες υπηρεσίες στα πιο υποβαθμισμένα στρώματα του πληθυσμού. Μέρος αυτών των υπηρεσιών είναι για παράδειγμα η «Επιχείρηση Θαύμα» (Operation Milagros), ένα πρόγραμμα οφθαλμολογικής φροντίδας που ξεκίνησε το 2004, εμπλέκοντας την Κούβα, τη Βενεζουέλα και 34 ακόμη χώρες. Στο πλαίσιό του υποβλήθηκαν σε θεραπεία πολλά εκατομμύρια ασθενείς, των οποίων αποκαταστάθηκαν ή βελτιώθηκαν με εγχειρήσεις στην Κούβα και αλλού οι βλάβες της όρασής τους.
Το 1999 ιδρύθηκε στην Αβάνα η Λατινοαμερικάνικη Σχολή Ιατρικής (ELAM), από την οποία έχουν αποφοιτήσει μέχρι σήμερα πάνω από 20.000 γιατροί από 113 χώρες, κυρίως του Τρίτου Κόσμου, αλλά ακόμη και από τις ΗΠΑ. Οι φοιτητές επιλέγονται από φτωχές οικογένειες, που δεν θα είχαν τη δυνατότητα αλλιώς να σπουδάσουν στις χώρες τους, και αναλαμβάνουν την υποχρέωση μετά την αποφοίτησή τους να επιστρέψουν και να υπηρετήσουν στις κοινότητές τους, που έχουν τεράστιες ανάγκες. Τα πτυχία της ELAM αναγνωρίζονται σε όλες τις χώρες, μεταξύ αυτών και στις ΗΠΑ. Ένα μεγάλο μέρος των φοιτητών σπουδάζουν με υποτροφία, όπως έγινε, π.χ., με 1000 φοιτητές από το Πακιστάν μετά το μεγάλο σεισμό του 2005 και ισχύει επίσης για τις πιο φτωχές χώρες της Αφρικής, ενώ οι χώρες των υπόλοιπων, πέρα από τις παρεχόμενες υποτροφίες, επιβαρύνονται με ένα συγκριτικά μικρό κόστος[9].
Μια συνταρακτική «αποκάλυψη» στο άρθρο της Καθημερινής αφορά στο γεγονός ότι η Κούβα πληρώνεται για τις ιατρικές υπηρεσίες της: «Σήμερα υπολογίζεται ότι 50.000 Κουβανοί γιατροί εργάζονται σε εξήντα επτά χώρες, κυρίως στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική, φέρνοντας στα κρατικά ταμεία σχεδόν 11 δισ. δολάρια τον χρόνο». Η εφημερίδα υπονοεί ότι πρόκειται για ένα τεράστιο ποσό και ότι η Κούβα εκμεταλλεύεται την ανάγκη των χωρών με τις οποίες συνεργάζεται.
Κατ’ αρχήν, ο αριθμός των 11 δις δολαρίων, που δίνεται σε ένα εξίσου κακόβουλο άρθρο του Time[10], με παρατιθέμενη πηγή μια βραζιλιάνική εφημερίδα, ελέγχεται ως υπερβολικός. Για το 2018 η κουβανική κυβέρνηση δίνει 6,8 δις δολάρια έσοδα από παρεχόμενες ιατρικές υπηρεσίες στο εξωτερικό[11], και είναι απίθανο το ποσό να αυξήθηκε το 2019, όταν χώρες όπως η Βραζιλία και η Βολιβία έδιωξαν χιλιάδες Κουβανούς γιατρούς.
Ένα δεύτερο σημείο εδώ αφορά τη διαφορά ανάμεσα σε ιατρικές αποστολές που αναλαμβάνει η Κούβα σε έκτακτες κρίσεις και στη μόνιμη ιατρική συνεργασία με διάφορες χώρες. Οι αμειβόμενες υπηρεσίες αφορούν στη μόνιμη συνεργασία που βασίζεται σε διμερείς συμφωνίες. Σε περιπτώσεις κρίσεων, αντίθετα, η συνδρομή μπορεί να είναι δωρεάν όταν πρόκειται για πολύ φτωχές χώρες ή αλλιώς η χώρα που δέχεται τη βοήθεια να συνεισφέρει στο τέλος ένα μέρος των εξόδων, χωρίς αυτό να προβλέπεται σε μια επίσημη συμφωνία. Επιπρόσθετα, ένα υπολογίσιμο μέρος της ιατρικής βοήθειας της Κούβας προσφερόταν από το 1998 στο πλαίσιο του «Ολοκληρωμένου Προγράμματος Υγείας» (Programa Integral de Salud, PIS), το οποίο ήταν δωρεάν για την επωφελούμενη χώρα[12].
Αλλά πέραν αυτού, η παρουσίαση των 7 ή 11 δις δολαρίων που αποκομίζει η Κούβα από τις παρεχόμενες ιατρικές υπηρεσίες σε ξένες χώρες ως κάποιο δυσθεώρητο ποσό και ως απόδειξη «εκμετάλλευσης» αυτών των χωρών είναι τουλάχιστον φαιδρή. Το ίδιο το ποσό, αν και κρίσιμο για την κουβανική οικονομία, είναι συγκριτικά μικρό και οι οικονομικοί όροι αρκετά ευνοϊκοί για τις επωφελούμενες χώρες.
Ως μέτρο σύγκρισης –και για να δώσουμε ένα πραγματικό παράδειγμα εκμετάλλευσης– μόνο μια αμερικάνικη πολυεθνική, η Nike, είχε το 2014 24,1 δις δολάρια έσοδα από τις πωλήσεις αθλητικών ειδών της σε όλο τον κόσμο. Η Nike παράγει τα γνωστά αθλητικά παπούτσια της με υπεργολαβίες στην Κίνα, Νότια Κορέα, Βιετνάμ, και άλλες ασιατικές χώρες. Το 2000, όταν η λιανική τιμή των παπουτσιών αυτών ήταν στις ΗΠΑ 149,5 δολάρια, το άμεσο κόστος εργασίας για την παραγωγή τους ήταν 1,5 δολάρια ή το 1% της λιανικής τιμής. Παρόμοια ήταν η αναλογία και για άλλες πολυεθνικές. Για παράδειγμα, το 2010 για το iPhone 4 της Apple, με λιανική τιμή 549 δολάρια, μόνο 10 δολάρια πήγαιναν στο κόστος εργασίας για την παραγωγή και τη συναρμολόγηση των εξαρτημάτων στην Κίνα, ή 1,8% της τελικής τιμής πώλησης[13]. Από το υπόλοιπο, ένα μικρό μέρος έμενε στους υπεργολάβους και η μερίδα του λέοντος καρπωνόταν από τις πολυεθνικές, στηρίζοντας τα προκλητικά εισοδήματα και τα μπόνους των διευθυντικών στελεχών τους.
Είναι λοιπόν το λιγότερο γελοίο να μέμφονται τα συστημικά μέσα την Κούβα για «εκμετάλλευση» του ανθρώπινου πόνου, όταν αποκομίζει ένα εύλογο έσοδο από υπηρεσίες που ωφελούν εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Ένα έσοδο, επιπλέον, που δεν μετατρέπεται σε καταθέσεις στους φορολογικούς παραδείσους, όπως τα κέρδη των καρχαριών του κεφαλαίου, αλλά στηρίζει το επίπεδο διαβίωσης των Κουβανών πολιτών και το ίδιο το σύστημα υγείας της Κούβας.
Στο άρθρο της Καθημερινής προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι οι Κουβανοί γιατροί γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την κυβέρνηση, που κρατά χαμηλές τις αμοιβές τους στην ίδια την Κούβα και παρακρατά μέρος της αμοιβής των απασχολούμενων στο εξωτερικό για να συγκεντρώνει συνάλλαγμα. Η αρθρογράφος επικαλείται μάλιστα ως μάρτυρα όχι κανέναν άλλο παρά τον Μπολσονάρο, έναν εγνωσμένου κύρους «δημοκράτη», ο οποίος, λέει, «χαρακτήρισε τους 8.000 Κουβανούς γιατρούς που εργάζονταν στη χώρα του “σκλάβους της Κούβας” και σημείωσε ότι “θρέφουν την κουβανική δικτατορία”».
Πέραν του γεγονότος ότι οι πραγματικά χαμηλοί μισθοί των γιατρών στην Κούβα αυξήθηκαν πρόσφατα κατά 150%, εκείνο που μπορεί να παρατηρηθεί είναι ότι η πολιτική αυτή επιβάλλεται στην κουβανική κυβέρνηση όχι με δική της θέληση αλλά από τις συνέπειες του αμερικάνικου εμπάργκο. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η Κούβα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2019, οι συνολικές ζημιές για την κουβανική οικονομία στο διάστημα Απρίλης 2018-Μάρτης 2019 ανέρχονταν σε περίπου 4,4 δις δολάρια, χοντρικά περίπου το μισό από το εισαγόμενο ιατρικό συνάλλαγμα[14].
Το κουβανικό κράτος επενδύει μεγάλα ποσά για την εκπαίδευση των γιατρών του, μπροστά στα οποία τα οφέλη που αποκομίζει από την προσφορά ιατρικών υπηρεσιών στο εξωτερικό είναι μέτρια και λογικά. Αν οι υπηρεσίες αυτές είναι τόσο επικερδείς, γιατί οι ΗΠΑ και η ΕΕ δεν οργανώνουν ένα αντίστοιχο ιατρικό πρόγραμμα σε όλο τον κόσμο, για να αντλήσουν αυτές τα τεράστια κέρδη, και αφήνουν το πεδίο ελεύθερο στη μικρή και ταπεινή Κούβα;
Στο μεταξύ, βέβαια, ο ίδιος ο Μπολσονάρο αναγκάστηκε να ανακρούσει πρύμνα κρατώντας 1800 από τους Κουβανούς γιατρούς που είχε αποπέμψει στη Βραζιλία και σήμερα παρακαλά για την επιστροφή των υπόλοιπων ενόψει της πανδημίας του κορονοϊού. Οι Κουβανοί γιατροί προσέφεραν και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές των χωρών όπου εργάζονται. Μετά από την αποχώρησή τους από τη Βραζιλία αποδείχτηκε ότι οι Βραζιλιάνοι γιατροί, γαλουχημένοι με τα «ιδανικά της ελεύθερης αγοράς», δεν ήθελαν να εργαστούν εκεί και οι σχετικές θέσεις έμειναν κενές. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η διαφορά, ότι στην Κούβα οι γιατροί διαπαιδαγωγούνται με τα ιδανικά της επανάστασης, που θέτουν σε πρώτο πλάνο την αλληλεγγύη σε όσους έχουν ανάγκη, ώστε τους φαίνεται φυσικό να προσφέρουν εκεί όπου καλούνται από το ιατρικό καθήκον[15].
Οι κατηγορίες της Καθημερινής για επέμβαση της Κούβας στα εσωτερικά της Βενεζουέλας και άλλων χωρών με αφορμή τα ιατρικά προγράμματα είναι εξίσου βαρυσήμαντες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κουβανού φυγάδα γιατρού Κάρλος Αβίλα που εργάστηκε για 7 χρόνια στη Βενεζουέλα, πληροφορούμαστε, «πριν από το δημοψήφισμα του 2004 για την παραμονή ή όχι του Ούγκο Τσάβες στην προεδρία της Βενεζουέλας, οι γιατροί στέλνονταν πόρτα πόρτα, για να μοιράσουν δώρα και φάρμακα, ώστε να ενισχυθεί η υποστήριξη για τον Τσάβες».
Αυτό μάλιστα, είναι μια ωμή επέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα μιας ξένης χώρας. Μπροστά της ωχριά ακόμη και η αμερικάνικη επέμβαση στο Ιράκ, όπου μετά την απομάκρυνση του Σαντάμ οι ΗΠΑ προκάλεσαν τέτοιο χάος, ώστε οι νεκροί της περιόδου να κυμαίνονται, σύμφωνα με μελέτες, από 500.000 ως 1.000.000. Ίσως μάλιστα θα πρέπει να καταργηθεί το σχετικό λήμμα της Wikipedia όπου δίνονται αυτά τα απρεπή και εντελώς διογκωμένα στοιχεία[16], και να αντικατασταθεί με ένα άλλο, για τα θύματα της κουβανικής ιατρικής επέμβασης στη Βενεζουέλα…
Στο μεταξύ, δεν θα ήταν περιττό να αναφερθεί ότι πέρα από το εμπάργκο που διαρκεί επί έξι δεκαετίες, το 2006 η κυβέρνηση Μπους θέσπισε το «Πρόγραμμα Λόγου Τιμής Κουβανών Ιατρικών Επαγγελματιών», που ενθάρρυνε τους Κουβανούς γιατρούς σε αποστολές στο εξωτερικό να αποσκιρτήσουν στις ΗΠΑ, με το δέλεαρ της χορήγησης βίζας και της εργασίας τους εκεί με πολλαπλάσιες αμοιβές. Αυτό, προφανώς, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Κούβας, αλλά υπηρεσία στην υπόθεση της «ελευθερίας»[17]. Ωστόσο, αν και το πρόβλημα είναι υπαρκτό, μόνο μια μειοψηφία Κουβανών γιατρών έχουν ανταποκριθεί στο δέλεαρ. Αν οι γιατροί της Κούβας ήταν δούλοι, γιατί δεν επωφελήθηκαν μαζικά της ευκαιρίας για να αποκτήσουν την «ελευθερία» τους;
Αντί άλλης απάντησης, θα παραθέσουμε μια δήλωση του Τζ. ΜακΓκόβερν, Δημοκρατικού γερουσιαστή από τη Μασαχουσέτη, το 2007, όταν εγκαινιάστηκε αυτό το πρόγραμμα: «Η ιδέα ότι παρεμβαίνουμε για να προσπαθήσουμε να προσελκύσουμε Κουβανούς γιατρούς που προσπαθούν να διαχειριστούν τους φτωχούς στη Λατινική Αμερική είναι κυνική και νομίζω ότι είναι αντιπαραγωγική. Πολλοί φτωχοί άνθρωποι που δεν είχαν υγειονομική περίθαλψη έχουν τώρα υγειονομική περίθαλψη. Ποιο είναι το λάθος σε αυτό; Γιατί πρέπει να προσπαθήσουμε να υπονομεύσουμε αυτό το πρόγραμμα; Θα έπρεπε να έχουμε εμείς ένα παρόμοιο πρόγραμμα»[18].
Αντί επιλόγου
Το 2016, στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων με τις ΗΠΑ, τότε βελτιωμένων προσωρινά, επισκέφθηκε την Κούβα μια αμερικάνικη αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Μπραντ Όουεν, αναπληρωτή κυβερνήτη της Ουάσιγκτον. Η αντιπροσωπεία περιλάμβανε ακόμη γερουσιαστές της πολιτείας της Ουάσιγκτον, πανεπιστημιακούς, στελέχη στο αμερικανικό σύστημα υγείας, στελέχη από πολυεθνικές εταιρείες όπως η AMAZON, κ.ά. – με δυο λόγια ανθρώπους που δύσκολα θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς για μεροληψία υπέρ της Κούβας. Αντί άλλου επιλόγου, θα παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα από τις εντυπώσεις τους, όπως καταγράφηκαν σε επίσημη έκθεση της Πολιτείας της Ουάσιγκτον[19].
Μπραντ Όουεν, Αναπληρωτής Κυβερνήτης της Πολιτείας της Ουάσιγκτον:
«Έχω ηγηθεί πολλών αποστολών εμπορίου και συλλογής πληροφοριών κατά τη διάρκεια των 20 χρόνων μου ως Αναπληρωτής Κυβερνήτης και πρέπει να πω ότι η πρόσφατη στην Κούβα για να μάθουμε για το εξαιρετικά καταξιωμένο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης ήταν ένα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και επωφελείς. Η δέσμευση που έχει αναλάβει αυτό το μικρό έθνος για την υγεία του λαού του είναι απόλυτη. Η Κούβα έχει επενδύσει σε κοινοτικές κλινικές, νοσοκομεία και ιατρικές σχολές που τα σέβονται παγκοσμίως. Φοιτητές έρχονται στην Κούβα από όλο τον κόσμο για να γίνουν γιατροί και στη συνέχεια να ασκούν πρακτική σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ».
Νταν Ντίξον, Providence Health & Services, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου Global to Local:
«Μη ξέροντας τι να περιμένω δεδομένων των σκοτεινών χρόνων της χώρας, ένιωσα έκπληκτος, εντυπωσιασμένος και ταπεινωμένος από όσα έχει επιτύχει η Κούβα με αμελητέους πόρους. Ένα ζωντανό και λειτουργικό σύστημα υγείας – με έμφαση στην ευεξία και την πρόληψη και γοργά αναπτυσσόμενοι κλάδοι βιοτεχνολογίας και ιατρικής τεχνολογίας. Μάθαμε πώς ένα σύστημα υγείας που αφιερώνεται στην ευημερία των πολλών μπορεί να αποδίδει. Επίσης, μάθαμε ότι μέσω αξιοσημείωτης καινοτομίας έχουν αναπτύξει εμβόλια και διαδικασίες για το διαβήτη και τον καρκίνο· επιτεύγματα που εμείς δεν έχουμε ακόμη εφαρμόσει στην ιατρική μας πρακτική… Οι επαγγελματίες με τους οποίους συναντηθήκαμε σημείωναν ότι αυτό που τους έκανε πιο υπερήφανους για το έργο τους… ήταν η υποστήριξη για την έκκλησή τους να εξασφαλιστεί ότι όλοι είχαν την ευκαιρία και τη δυνατότητα να ζήσουν μια υγιεινή ζωή και σε υγιείς κοινότητες».
Λίζα Μπράουν, Πρύτανης του Washington State University – Spokane (Επιστήμες Υγείας):
«Η Κούβα έχει δημιουργήσει ένα σύστημα παροχής πρωτοβάθμιας περίθαλψης με βάση τη γειτονιά που οργανώνεται μέσω ενός πανεθνικού συστήματος “πολυκλινικών” που αξίζει να έρθουμε σε επαφή μαζί του, καθώς οι επίσημες σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κούβας βελτιώνονται. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η επιτυχία τους στην πρόληψη της μετάδοσης μεταδοτικών νόσων και η προσοχή τους στην υγεία της μητέρας και του παιδιού… Επισκεφθήκαμε την BioCubaFarma, μια εντυπωσιακή ομάδα ολοκληρωμένων βιοτεχνολογιών, φαρμακευτικών και ιατρικών ειδών… Υπάρχει ένα δίκτυο κοινοτικών ιατρικών σχολών που εκπαιδεύει τους γιατρούς σε κάθε επαρχία της Κούβας και δέχεται φοιτητές από περισσότερες από 90 χώρες. Επισκεφτήκαμε την ELAM (Λατινοαμερικάνικη Σχολή Ιατρικής) και μάθαμε για το μοντέλο και το πρόγραμμα σπουδών».
Ας τα συγκρίνουμε αυτά με την κατάσταση που αποκάλυψε και το χάος που προκάλεσε η τωρινή πανδημία του κορονοϊού στις ΗΠΑ. Ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης να δηλώνει ότι δεν μπορεί να επιβληθεί στην πόλη καραντίνα γιατί θα πέσουν οι αξίες των μετοχών αν κλείσει το χρηματιστήριο· οι πολυεθνικοί κολοσσοί που μοσχοπουλούν σε όλο τον κόσμο οπλικά συστήματα και κάθε λογής υψηλές τεχνολογίες να σπεύδουν κακήν-κακώς να παράγουν αναπνευστήρες γιατί κανείς δεν είχε μεριμνήσει να υπάρχει ένα στοκ 100 χιλιάδων για κάποια έκτακτη ανάγκη· ο Τραμπ να αλλάζει γραμμή κάθε μισή ώρα και οι γιατροί στα νοσοκομεία της Νέας Υόρκης να παραπονιούνται ότι τους λείπουν ακόμη και τα στοιχειώδη μέσα προστασίας, αναλώσιμα και εξοπλισμός.
Κανείς δεν λέει ότι η ιατρική περίθαλψη στην Κούβα είναι ιδεώδης και ότι η βοήθεια που παρέχει σε άλλες χώρες στον τομέα της υγείας δίνεται δωρεάν και από απλή αφιλοκερδή φροντίδα για τον άνθρωπο. Όμως η Κούβα έχει επιτύχει πολλά και στα δυο μέτωπα, δίνοντας ένα εξαιρετικά θετικό παράδειγμα αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθός της και τα μέσα που διαθέτει. Εκείνο που αναρωτιέται κανείς είναι πόσα προβλήματα θα μπορούσε να λυθούν παγκόσμια αν τα τεράστια μέσα και οι πόροι μιας υπερδύναμης όπως οι ΗΠΑ, αντί να συγκεντρώνονταν στα χέρια μια αδηφάγας πλουτοκρατικής ελίτ, χρησιμοποιούνταν για τους ίδιους σκοπούς στους οποίους έχει επιδοθεί η Κούβα.
Αυτό ακριβώς το ερώτημα επιδιώκουν να μπλοκάρουν οι σχολιαστές στα συστημικά ΜΜΕ. Είναι βέβαια κρίμα να βλέπουμε μια σοβαρή εφημερίδα του συντηρητικού χώρου όπως η Καθημερινή να ξεπέφτει σε αυτό το επίπεδο. Όπως και να έχει, με τα κακεντρεχή σχόλιά τους για τις «ιατρικές μπίζνες» της Κούβας εκθέτουν μόνο τον εαυτό τους.