Διαβάστε παρακάτω άρθρο του σ. Σεραφείμ Σεφεριάδη* για τη νεολαιίστικη εξέγερση που ξέσπασε το Δεκέμβρη του 2008 μετά τη εν ψυχρώ δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου
Ο «Δεκέμβρης» ήταν εξέγερση ‒λέξη που, πριν μια δεκαετία, είχε καταστεί ανοίκεια και ίσως νοηματικά απροσδιόριστη. Έκτοτε, όμως, το μείζον αίτημά του ‒«Θέλω να ζήσω» (στις καταβολές του νεολαιίστικο όμως τοις πράγμασι πάνδημο)‒ απέκτησε ξεκάθαρες και οδυνηρά απτές εμπειρικές αναφορές. Στις μέρες μας εξακολουθεί να τις διατηρεί και να τις πολλαπλασιάζει. Πρέπει όμως να επιχειρηθεί νηφάλιος και ενσυνείδητος απολογισμός ‒μια αποτίμηση που να λειτουργεί όχι σαν επετειακή κενολογία (σαν τόσες και τόσες που κατακλύζουν τη δημόσια σφαίρα), αλλά σαν κρίσιμος διεκδικητικός πόρος για το σήμερα και το αύριο των ‒ταχύτατα πολλαπλασιαζόμενων‒ υποτελών. Τρία είναι τα κύρια σημεία στα οποία ‒θεωρώ ότι‒ αξίζει να επικεντρωθεί κανείς: (α) οι αιτίες και το προφητικό του περιεχόμενο· (β) η μετέπειτα διαχείρισή του· και (γ) το διεκδικούμενο μέλλον του.
Φύση
Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ‒μια πράξη άλογης και ακραίας κατασταλτικής βίας‒ λειτούργησε σαν τη «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι», προκαλώντας κοινωνική έκρηξη. Πρέπει όμως να προβληματιστεί κανείς για τις συνθήκες που, σε καιρό ακόμα «ανάπτυξης», είχαν από καιρό γεμίσει αυτό το ποτήρι. Τι άλλο από τα ίδια τα χαρακτηριστικά αυτής της ανάπτυξης ‒απάνθρωπα και απολύτως προεικαστικά όσων έμελλε να επέλθουν: ελαστικές μορφές εργασίας και επισφάλεια (δηλαδή συγκαλυμμένη ανεργία), μια δημόσια σφαίρα σε φάση σταθερής υποβάθμισης, επιθετική ανάδειξη του ανελέητα ανταγωνιστικού ατομισμού ως πρότυπου αριστείας. Το Δεκεμβριανό ξέσπασμα είδε στον αναίτιο θάνατο ενός μαθητή να συμπυκνώνεται ο απατηλός και βίαιος χαρακτήρας της σύγχρονης συστημικής λειτουργίας. Με την κραυγή του κατήγγειλε (και προειδοποίησε) ότι ο «εκσυγχρονισμός», οι έωλες δοξασίες περί «τέλους της ιστορίας» και των ιδεολογιών, καθώς και οι υποσχέσεις των κυρίαρχων για «καλύτερες μέρες» ή «εξόδους από τα διάφορα τούνελ», δεν ήταν παρά χρηματοπιστωτικές φούσκες που σύντομα θα έσκαγαν συμπαρασύροντας τις κοινωνίες σε νέες, ακόμα απεχθέστερες συνθήκες. Όμως ως συγκρουσιακό γεγονός και πρακτική, η Δεκεμβριανή έκρηξη ανέδειξε τρία ακόμη εξαιρετικά κρίσιμα στοιχεία.
Το πρώτο αφορά τις διεκδικητικές μορφές που κυριάρχησαν ‒μορφές που η σύγχρονη επιστημονική έρευνα θα κατέτασσε, ως επί το πλείστον, στην κατηγορία της πολιτικής βίας. Έχει σημασία να αναρωτηθεί κανείς, όμως, γιατί; Και η απάντηση δεν είναι βέβαια πως η νεολαία και τα λαϊκά στρώματα που κινητοποιήθηκαν ρέπουν εγγενώς προς το βίαιο ‒κάθε άλλο. Η μορφή δράσης που κάθε φορά υιοθετείται σε μια διεκδίκηση δεν απορρέει από κάποια γονιδιακού τύπου «ουσία» του δρώντος, αλλά είναι προϊόν διαλόγου με το κοινωνικό και, κυρίως, το πολιτικό της περιβάλλον. Κι αυτό που τότε ‒όπως, δυστυχώς, και σήμερα‒ δέσποζε στον τομέα αυτόν ήταν το εκκωφαντικό διεκδικητικό έλλειμμα όσων πολιτικών φορέων είχαν σε προηγούμενο χρόνο επαγγελθεί την εκπροσώπηση των υποτελών, μόνο και μόνο για να βολευτούν σε κυβερνητικούς και παρα-κυβερνητικούς θώκους ‒βαφτίζοντας το ψάρι κρέας, λέγοντας πως η νύχτα είναι μέρα, εξαγγέλλοντας πως το μαύρο είναι άσπρο. Η πρακτική της δόλια ψευδούς εκπροσώπησης, η καταπάτηση αυτής της τόσο ζωτικής και καταστατικής αρχής στην πολιτική ζωή των απλών ανθρώπων, γεννά σε πρώτο χρόνο σοκ και απελπισία, γεννά όμως και προωθητική οργή, κι αυτό δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη.
Στο ίδιο πλαίσιο φάνηκαν όμως και άλλα, εξίσου σημαντικά. Φάνηκε, καταρχάς, πως για να επέλθει η διάχυση μιας μετασχηματιστικής δράσης απαιτείται ο σωστός της χρονισμός, αυτό που είθισται πλέον να αποκαλείται «τάιμινγκ»: αν η διαμαρτυρία δεν εκδηλωνόταν (στις περιστάσεις ηρωικά) τη στιγμή που εκδηλώθηκε, ούτε θα επεκτεινόταν ούτε και θα διαρκούσε όσο διήρκησε. Πρόκειται για συμπύκνωση-οδηγό για τις πολιτικές στάσεις όσων στρατεύονται στο συστημικό μετασχηματισμό: όπως εξηγούσε και ο Λένιν, η πρόκληση για όσους θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο συνίσταται στο ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα ‒ή, αλλιώς, ούτε σεχταρισμός ούτε οπορτουνισμός. Κι αν αυτό επιτευχθεί, τότε η κινηματική διάχυση, ας μην έχουμε καμιάν αμφιβολία, θα είναι ταχύτατη και γεωμετρική: το «αυτές οι νύχτες είναι του Αλέξη» γράφτηκε σε δεκάδες πόλεις, σε δεκάδες γλώσσες. Αποτελεί αυτό μια κομβική παρακαταθήκη, ένα ακόμη κρίσιμο συμπέρασμα: αν μια δράση δώσει πειστικά το στίγμα της γνήσιας ανατρεπτικής πρόθεσης και προοπτικής, το μήνυμά της είναι ικανό να διαδοθεί και να συγκλονίσει, άρδην μεταβάλλοντας φαινομενικά παγιωμένα κοινωνικά και πολιτικά ισοζύγια. Όσοι σήμερα κρύβουν την υποταγή τους πίσω από το επιχείρημα των «διεθνώς αρνητικών συσχετισμών» ας το αναλογιστούν, με βάση τόσο τη διεθνική διάχυση του Δεκέμβρη όσο και άλλα, εξίσου γλαφυρά, παραδείγματα ‒ιστορικά (λ.χ. την επίδραση που άσκησε η Οκτωβριανή επανάσταση) αλλά και σύγχρονα (λ.χ. το διεθνές κύμα αλληλεγγύης υπέρ του ΟΧΙ! Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου).
Δεύτερο μείζον στοιχείο που ο Δεκέμβρης αποκάλυψε ήταν η πραγματικά τεράστια εμβέλεια και ισχύς που ‒σε περιστάσεις απότομης και πυκνής συνειδητοποίησης της συστημικού παραλογισμού‒ μπορούν να αποκτήσουν ρηξιακά μηνύματα τα οποία, σε συνθήκες υποταγμένης κανονικότητας, μπορεί να φαντάζουν απελπιστικά μειοψηφικά. Σε συνάφεια με τα προηγούμενα περί της σχεσιακής (και όχι ουσιοκρατικής) υφής των «συσχετισμών», το συμπέρασμα είναι πως η ιστορία των ανατροπών δεν ήταν ποτέ ‒και βέβαια ούτε και στις μέρες μας είναι‒ μια ιστορία γραμμική και αυστηρά εξελικτική. Ισχύουν εδώ παραλληλισμοί με τη μετατροπή μιας συσσωρευμένης ποσότητας σε ποιότητα ή, πιο ποιητικά, με το μπρεχτικό «η πιο μαύρη νύχτα θα φέρει το φως»: οι συνειδήσεις προχωρούν με άλματα· πραγματικότητες που δείχνουν παγιωμένες μπορούν να ανατραπούν εξαιρετικά γρήγορα· ό,τι μοριακά συντελείται κάτω από την αδιάφορη επιφάνεια μπορεί να ‒και σχεδόν κατά κανόνα είναι‒ απροσδόκητα συγκλονιστικό. Όμως για να επιτελέσει μιαν εξίσου συγκλονιστική επίδραση στην καθημερινότητα των ανθρώπων απαιτείται προετοιμασία, προσεκτικά βήματα και όραμα που να έχει καταστεί επιχειρησιακά ευκρινές και πραγματοποιήσιμο· αλλιώς δεν θα κάνει άλλο παρά να δίνει τροφή στην ποίηση των «αενάως ηττημένων» ή σε επιχειρήματα όσων, κρυφά ή φανερά, υποστηρίζουν το δόγμα ΤΙΝΑ. Πρόκειται για το τρίτο κρίσιμο σημείο που ο Δεκέμβρης ανέδειξε: τα πολιτικά όρια του «αυθόρμητου».
Η Δεκεμβριανή εξέγερση διαχύθηκε σα χείμαρρος, όμως βρέθηκε ανέτοιμη να μετασχηματίσει την καταγγελτική της κραυγή σε πολιτικά ώριμο ‒θετικό‒ αίτημα με προοπτική κλιμάκωσης και διεύρυνσης. Στην ελλειμματική αυτή συνθήκη πολλοί (άλλοι αφελώς καλοπροαίρετα, άλλοι καταχθόνια ιδιοτελώς) μας καλούν να εθιστούμε: σε μιαν άποψη που διατείνεται πως «ας ξεκινήσουν οι δράσεις κι όλα τα άλλα θα έρθουν από μόνα τους» ή, αλλιώς, στον εξωραϊσμό του ισχυρισμού ότι πολιτικά εχέφρων στάση απέναντι στη συστημική βαρβαρότητα είναι να «μη δίνουμε απαντήσεις», αλλά μόνο να επερωτούμε. Όμως είναι φανερό πως δεν είναι έτσι ‒και οποιαδήποτε αποτίμηση της ιστορίας των συλλογικών δράσεων περίτρανα το αποδεικνύει. Για να επιτύχουν στους στόχους τους οι συλλογικές δράσεις (προπάντων οι ριζικά μετασχηματιστικές) απαιτούν κατάλληλο μεταβατικό πρόγραμμα και σοβαρά επεξεργασμένη στρατηγική ‒τίποτα δε θα τους χαριστεί και καμιά επιτυχία τους δε θα έρθει τυχαία. Όσοι εμμονικά εξακολουθούν να διατείνονται το αντίθετο ας αναλογιστούν πως την ίδια άποψη (έστω με παραλλαγές) υποστηρίζουν δι-ιστορικά και όλοι οι βολεμένοι των κοινωνικών αγώνων· εκείνοι που τη στιγμή της διεξαγωγής τους είναι απόντες όμως πρώτοι σπεύδουν, όταν η κρίσιμη συγκυρία παρέλθει, να καρπωθούν τα επιμύθια και να διαστρέψουν το εξεγερτικό μήνυμα στο πλαίσιο ανέξοδων ‒και απίστευτα φλύαρων‒ αφηγήσεων μουσειακού τύπου.
Με τα ζητήματα αυτά σε παρατεταμένη διαπραγμάτευση, ξέσπασε όμως η κρίση και επιχειρήθηκε η διαχείριση της κληρονομιάς του Δεκέμβρη.
Διαχείριση
Όταν, με την βίωση της κρίσης σε πραγματικό χρόνο, οι πρακτικές των ένοπλων φρουρών (της απώτερης ουσίας του κράτους) άρχισαν να γίνονται ευρύτερα γνωστές στην ελληνική κοινωνία, όλοι οι σοφοί της θεωρίας των δυο άκρων και του ‒απίστευτα φιλειρηνικού‒ ευφυολογήματος «καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» βρέθηκαν σε αμηχανία. Είχαμε πια μπροστά μας, με τον πιο αδιάψευστο τρόπο, τη συνασπισμένη βία χρυσοκάνθαρων καιροσκόπων και τοκογλύφων (εθνικών και διεθνικών) που, με προκάλυμμα ένα από καιρό αναξιόπιστο και απαξιωμένο πολιτικό σύστημα, επιχείρησαν να αποτελειώσουν ό,τι η προηγούμενη φούσκα της «ανάπτυξής» τους είχε αφήσει όρθιο. Οι κοινωνίες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, επανα-συσπειρώθηκαν και αντέδρασαν ‒σε κατεύθυνση που, αντίθετα με το γνωστικά ράθυμο αφήγημα των ημερών, δεν ήταν προς το ρατσισμό, την ξενοφοβία και την ακροδεξιά αλλά, το ακριβώς αντίθετο, στο δρόμο της δημοκρατικής διεύρυνσης και εμβάθυνσης, της διεθνικής αλληλεγγύης και της προώθησης καταστατικών αρχών του ανθρωπισμού: μαζικές και μαχητικές γενικές απεργίες· πρωτοβουλίες και κινήματα βάσης που αξιοποιούσαν και ‒ρητά ή υπόρρητα‒ έστελναν συντροφικούς χαιρετισμούς στο Δεκέμβρη και το διεκδικητικό του σθένος· τέλος ‒ίσως το κυριότερο‒ τεράστιες πολιτικές ανατροπές. Στην Ελλάδα ο παγιωμένος δικομματισμός της Μεταπολίτευσης, που στα 2008 φάνταζε αμετάτρεπτος, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος.
Η εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ ‒πολιτικού χώρου που μόνος αυτός μέσα στον πολιτικό ορυμαγδό του 2008 έδειξε διάθεση να ακούσει και να προβληματιστεί από τη Δεκεμβριανή εξεγερτική κραυγή‒ συμπύκνωνε δυο πραγματικότητες: αφενός το ότι Αριστερά έξω από τις κινηματικές διεργασίες δεν νοείται· και αφετέρου ότι συλλογικές δράσεις και κοινωνικά κινήματα με γνήσιο μετασχηματιστικό δυναμικό θα τείνουν, αργά ή γρήγορα, να αναζητήσουν μιαν εύρωστη πολιτική εκπροσώπηση. (Δεν βλάπτει εδώ να θυμόμαστε, παραφράζοντας τον Μαρξ, πως ο αγώνας των υποτελών είναι ‒πριν και πάνω απ’ όλα‒ ένας πολιτικός αγώνας.)
Στην πρόκληση αυτής της πολιτικής εκπροσώπησης ανταποκρίθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ‒επαγγελλόμενος μια δυνατότητα κάλυψης του δημοκρατικού ελλείμματος και του διεκδικητικού κενού που είχαν συνδυαστικά προκαλέσει τη Δεκεμβριανή έκρηξη, και προτείνοντας ένα σχεδιασμό για αντιμετώπιση της συστημικής κρίσης και των βάναυσων επιπτώσεών της. Όμως αμφότερες οι επικλήσεις ήταν ελλιπείς και, στην πορεία, καταλυτικά ανεπαρκείς. Το ζήτημα αυτό δεν αφορά βέβαια άμεσα το Δεκέμβρη, όμως η πραγμάτευσή του διατηρεί ακέραια τη σημασία της κατά το ότι το ερώτημα που έθεσε ο Δεκέμβρης εξακολουθεί να αναζητά μιαν εύρωστη πολιτική απάντηση ‒μιαν απάντηση στον ακριβή αντίποδα αυτού που η κρατική διαχείριση επί των ημερών ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε.
Το κραυγαλέο πολιτικό έλλειμμα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια φράση-συμπέρασμα που αφορά όλους τους ρεφορμιστικούς σχηματισμούς στη μακρά ιστορία των αγώνων των υποτελών: πως οι μεταρρυθμίσεις εντός του συστήματος είναι μόνο ρηχές και προσωρινές όταν το σύστημα βρίσκεται σε φάση επέκτασης, και απολύτως αδύνατες (ή μόνο κατ’ όνομα «μεταρρυθμίσεις») όταν αυτό περιέρχεται σε φάση συρρίκνωσης. Σε μια τέτοια φάση βρισκόμαστε σήμερα. Όσο κι αν επιχειρηματολογούν περί του αντιθέτου οι ‒όχι πάντα ανιδιοτελείς‒ υποστηριχτές του συστημικού δρόμου, η πραγματικότητα τους διαψεύδει· και εν όψει της νέας κρίσης που μπρος στα μάτια μας επωάζεται, θα τους διαψεύσει ακόμη περισσότερο.
Το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ, ένα εγχείρημα του τύπου «συγκρούομαι με την κυριαρχία χωρίς όμως ακριβώς να συγκρουστώ», βρέθηκε έτσι εκ των πραγμάτων (και σε απίστευτα βραχύ χρονικό διάστημα) απέναντι στις προσδοκίες όλων όσων τον εξέθρεψαν και στον συγκρότησαν. Στις περιστάσεις, το πολιτικό του έλλειμμα ταχύτατα μετεξελίχθηκε και σε ηθικό: ας αναλογιστούμε επ’ αυτού τους σημερινούς βολεμένους ‒η ταυτότητά τους άλλαξε όμως οι απεχθείς λειτουργίες τους παραμένουν. Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε επί των ημερών ΣΥΡΙΖΑ έφτασε έτσι να μοιάζει τραγικά παραπλήσια με ό,τι ακριβώς είχε προκαλέσει τη Δεκεμβριανή κραυγή: συστημική υποταγή, αέναες ‒και, όχι σπάνια, απλώς ανόητες‒ απόπειρες εξωραϊσμού των επιπτώσεων της κρίσης σε πλειάδα τομέων της δημόσιας ζωής, προβολή ενός ζοφερού μέλλοντος χωρίς καν τη δυνατότητα επίκλησης μιας κάποιας νέας φούσκας. Το «θέλω να ζήσω» γίνεται έτσι και πάλι απίστευτα επίκαιρο, γίνεται επιτακτικό.
Είναι στο πλαίσιο αυτό που καλούμαστε σήμερα να προβούμε σε αποτίμηση της Δεκεμβριανής εξέγερσης. Δέκα χρόνια μετά, σοβεί μια σοβαρή μάχη σημασιοδοτήσεων που από την έκβασή της θα κριθούν, σε μεγάλο βαθμό, και οι αγώνες που στο επόμενο διάστημα αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν.
Παρακαταθήκες
Εικάζω πως τρία είναι τα μοτίβα που πιο πολύ θα χρησιμοποιηθούν. Το πρώτο ‒και, από άποψη γνωστική, το πλέον ράθυμο‒ απλώς θα καταγγέλλει τη «βία». Ως συνήθως, θα παραλείπεται από τις σχετικές αναφορές η συστημική και θεσμοθετημένη βία που είναι η πιο απόλυτη και ανελέητη ακριβώς διότι, βασιζόμενη στη συστηματική εκμετάλλευση των κοινωνιών, επιτυγχάνει την απόκρυψή της πίσω από δήθεν αμερόληπτους κώδικες. Οι απλοί άνθρωποι, η νεολαία και τα λαϊκά στρώματα νιώθουν βαθιά μέσα τους το δόλιο χαρακτήρα τέτοιων επικλήσεων και ‒σε πρώτο ή δεύτερο χρόνο‒ τις απορρίπτουν. Περισσότερο χώρο στη διαχείριση της μνήμης του Δεκέμβρη διεκδικούν τα άλλα δυο μοτίβα, αμφότερα παραλλαγές μιας παραλυτικής οπτικής του «αδιεξόδου».
Η πρώτη θα επαναλαμβάνει τα περί των αενάως αρνητικών συσχετισμών, κατά περίπτωση υπαινισσόμενη στατικές αποτιμήσεις περί της δήθεν οργανικής «συντηρητικοποίησης» και εκφασισμού των κοινωνιών, πάντοτε ερήμην της πολιτικής διαμεσολάβησης των κοινωνικών αιτημάτων που, μεταξύ άλλων, και αυτά τα ίδια τα ερμηνευτικά μοτίβα πραγματοποιούν. Το μεγαλειώδες συμπέρασμα από τέτοιου τύπου αναλύσεις θα είναι (τι άλλο;): Δε γίνεται τίποτα, ας απολαύσουμε αυτό που έχουμε και…λίγα τα λόγια (άλλωστε οι φορείς της οπτικής αυτής ‒κατ’ εξοχήν βολεμένοι οι ίδιοι‒ πράγματι έχουν το κατιτίς τους να απολαύσουν).
Η τελευταία παραλλαγή θα στέκεται ευλαβικά στο επετειακό στοιχείο με τρόπο αντιδραστικά μουσειακό: διαλύοντας αναλυτικές κατηγορίες· επιβάλλοντας διάχυση του ειδικού στο γενικό· προβαίνοντας σε επιθετικές εισηγήσεις περί του ότι δεν υπάρχουν ‒και δεν μπορούν να υπάρξουν‒ πραγματικά συμπεράσματα από το Δεκέμβρη· πως στα εγκόσμια δεν υπάρχει μείζον και έλασσον, πρωτογενές και δευτερογενές· πως κάθε κοινωνικό φαινόμενο έχει «πολλές αιτίες» και… (πολύ απλά) τρέχα-γύρευε. Για τις «αναλύσεις» αυτές, η απάντηση στο ερώτημα «Τι μας λέει ο Δεκέμβρης για το μέλλον μας;» η απάντηση είναι απλή: Απολύτως τίποτα!
Όμως για τους υποτελείς (και σε αντίθεση με τα ως άνω τρία μοτίβα), η μνήμη του Δεκέμβρη έχει πολλά ‒πάρα πολλά‒ να δώσει. Σταχυολογώντας ό,τι το σύντομο αυτό κείμενο μπόρεσε να αναδείξει ας κρατήσουμε τα εξής: Καθώς η ανάπτυξη που το σύστημα επαγγέλλεται είναι ό,τι η κρίση του δεν μπόρεσε να γκρεμίσει (μια πραγματική κόλαση), αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν αγώνες που, αν είναι γνήσια μετασχηματιστικοί, θα έχουν τεράστια διεθνή απήχηση. Συναφώς, η φαινομενική ισχύς των ισχυρών δεν πρέπει διόλου να αποθαρρύνει: ο βασιλιάς είναι απόλυτα αντιδραστικός και, ως εκ τούτου, γυμνός. Στους αγώνες που επέρχονται πρέπει όμως να καταστούν σαφή τα συμπεράσματα όλης της προηγούμενης περιόδου ‒σε πείσμα όλων όσων είτε δεν ξέρουν είτε δεν θέλουν να τα εξαγάγουν. Καθώς σοβαρές μεταρρυθμίσεις εντός του συστήματος δεν είναι εφικτές, συνάγεται ότι οι μετασχηματιστικές στοχεύσεις πρέπει να διατείνονται και μεταβατικά να υλοποιούν ένα όραμα εύρωστα εναλλακτικό: με έλεγχο στα βασικά μέσα παραγωγής με τρόπο που ο πλούτος που οι κοινωνίες παράγουν να μη βρίσκεται καθηλωμένος στο λογισμικό της ατομικής αποθησαύρισης, αλλά να υπηρετούν τις συλλογικές ανάγκες. Αυτό απαιτεί έλλογες ρήξεις ή, αλλιώς, ρήξεις που να είναι στρατηγικά έλλογες. Όλα αυτά απαιτούν μια νέα Αριστερά που, σε αντίθεση με την κατ’ όνομα σημερινή, να ξέρει τι ακριβώς σημαίνει και πώς μπορεί να διεκδικηθεί το όραμα του σοσιαλισμού. Ας μην αφήσουμε το Δεκέμβρη να μετεξελιχθεί σε ένα ακόμη ανούσιο μουσείο του θλιβερά αδιέξοδου. Οι παρακαταθήκες του μας εναπόκεινται.