«Αν πιάσουμε κάποιον έμπορο ναρκωτικών – θανατική καταδίκη!»
Ντόναλντ Τραμπ, σε πρόσφατη ομιλία του στο Πίτσμπουργκ
Τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ 200.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης, κοκαΐνης, ή αναλγητικών ενισχυμένων με την ουσία φαιντανύλη, ένα συνθετικό οπιοειδές που πολλές φορές συνταγογραφείται για την καταπολέμηση του πόνου σε διάφορες παθήσεις. Από αυτούς οι 62.000 πέθαναν μόνο μέσα σε ένα χρόνο, το 2016. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες επιδημίες θανάτων που οφείλεται στη χρήση οπιοειδών ναρκωτικών. Εδώ και χρόνια, οι ειδικοί έκρουαν τον κώδωνα του κίνδυνου ζητώντας από τις αμερικάνικες κυβερνήσεις να αναλάβουν δράση.
Ο Τράμπ, τώρα, προσπαθεί να δείξει ότι «έχει πάρει το θέμα ζεστά». Έτσι, προσπαθεί να περάσει ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο από το Κογκρέσο με βάση το οποίο όποιος πιαστεί να πουλάει ναρκωτικά, θα αντιμετωπίζει τη θανατική ποινή. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο το οποίο κινείται στη λογική του «πολέμου ενάντια στα ναρκωτικά». Υπάρχουν όμως πολλές φωνές στις ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούν ότι αυτό το νέο πακέτο μέτρων δε θα έχει κανένα αποτέλεσμα ενάντια στην επιδημία των θανάτων από ναρκωτικά.
Πόλεμος ενάντια στα ναρκωτικά: Μια αποτυχημένη στρατηγική
Στην πραγματικότητα ο «πόλεμος ενάντια στα ναρκωτικά» δεν είναι κάτι νέο, αλλά μια διαρκής κατάσταση που βρίσκεται σε ισχύ στις ΗΠΑ εδώ και χρόνια. Πρόκειται για μια τακτική που όχι μόνο δε βοήθησε στη σύλληψη «εμπόρων ναρκωτικών», αλλά πολλές φορές οδήγησε και στην αύξηση του εμπορίου. Τα μόνα μέτρα που πάρθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του «πολέμου», ήταν οι μαζικές περικοπές στα κοινωνικά προγράμματα παροχής υγείας σε τοξικοεξαρτημένα άτομα, το κλείσιμο πολλών κέντρων απεξάρτησης και η αυστηροποίηση των τιμωριών ενάντια στην πώληση και τη χρήση ναρκωτικών. Στα πλαίσια του προγράμματος έγιναν επίσης στρατιωτικές επεμβάσεις στις χώρες παραγωγής των ναρκωτικών, ως επί το πλείστον στη Λατινική Αμερική.
Η λογική αυτού του δόγματος ήταν απλή: οι αυστηροί νόμοι και η τάξη θα λύσουν το πρόβλημα των ναρκωτικών. Όμως αυτό δεν έγινε ποτέ. Στην πραγματικότητα ακόμα και οι χώρες με την πιο αυστηρή νομοθεσία για τα ναρκωτικά, όπως η Σιγκαπούρη και οι Φιλιππίνες, συνεχίζουν να μαστίζονται από το πρόβλημα. Ακόμα και στις ίδιες τις ΗΠΑ, το μόνο αποτέλεσμα που είχε ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών», ήταν η περαιτέρω υποβάθμιση των γειτονιών όπου εμφανιζόταν το πρόβλημα και όχι η μείωση του ποσοστού των τοξικοεξαρτημένων ατόμων, ούτε βέβαια των θανάτων, που αντίθετα έχουν εκτοξευθεί.
Επιπλέον, το να πιαστούν οι μεγαλέμποροι ναρκωτικών είναι κάτι που απαιτεί κινήσεις πέρα από τους γνωστούς λεονταρισμούς. Πέρα από το γεγονός ότι η πλειοψηφία τους ανήκει στην «αφρόκρεμα» της κοινωνίας, φροντίζουν τα δίκτυα διακίνησης ναρκωτικών να μη σχετίζονται άμεσα με τους ίδιους. Ακόμα και γνωστοί μεγαλέμποροι, όπως μέλη των καρτέλ της Κολομβίας και του Μεξικού, περισσότερο κινδυνεύουν να δολοφονηθούν από «συνάδελφους» τους παρά να καταδικαστούν σε θάνατο, ενώ οι έμποροι που πιάνονται, που συνήθως είναι τα πιο χαμηλά στην ιεραρχία μέλη των καρτέλ, είναι και οι ίδιοι εθισμένοι στα ναρκωτικά.
Στην ουσία δηλαδή, το «μεγάλο κυνήγι» που εξαπολύει ο Τραμπ δεν είναι ενάντια στα αφεντικά των καρτέλ, αλλά στα «μικρά ψάρια», που προέρχονται κατά κανόνα από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές, ανήκουν σε μειονότητες, ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας… Έτσι, δεν είναι απίθανο να δούμε το επόμενο διάστημα να καταδικάζονται (ακόμη και σε θάνατο;…) τοξικοεξαρτημένα άτομα, την ώρα που οι πραγματικοί εγκέφαλοι που ελέγχουν τη διακίνηση θα εξακολουθούν να καλοπερνάν στα ακριβά σαλόνια τους και να συνεχίζουν τις επικερδείς τους δραστηριότητες.
Ο ρόλος των φαρμακευτικών
Ο σημαντικότερος λόγος όμως για τον οποίο παρατηρείται η έξαρση στους θανάτους από υπερβολική δόση οπιοειδών, δεν είναι το παραδοσιακό εμπόριο ναρκωτικών στους δρόμους των γκέτο, αλλά διαφορετικές, στο όριο της νομιμότητας διαδικασίες… Πρόκειται για την ανεξέλεγκτη και χωρίς συνταγογράφηση πώληση οπιοειδών (κυρίως ισχυρών ηρεμιστικών ή αναλγητικών) από τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες και τους διανομείς τους στις ΗΠΑ. Πολύ συχνά, αυτές οι εταιρείες κάνουν τα «στραβά μάτια» στους πελάτες τους, ανάμεσα στους οποίους φιγουράρουν γιατροί και «κλινικές αντιμετώπισης του πόνου», που λειτουργούν παράνομα. Αυτά τα φάρμακα στην Ευρώπη παρέχονται μόνο μέσω συνταγογράφησης, την οποία μπορούν να κάνουν μόνο εξειδικευμένοι γιατροί (όπως ψυχίατροι, ογκολόγοι, χειρούργοι, παθολόγοι με ειδικές άδειες). Ακόμη κι αυτό συμβαίνει σε περιορισμένη κλίμακα και για ειδικές περιπτώσεις ασθενειών. Στις ΗΠΑ όμως, φαίνεται ότι ούτε η ίδια η DEA (Οργανισμός για την Καταπολέμηση των Ναρκωτικών) δεν μπορεί να ελέγξει αυτές τις πρακτικές.
Οι στρατοί των λομπιστών
Πριν από μερικές εβδομάδες, στην εκπομπή του CBS «60 Minutes», εμφανίστηκε ένα πρώην μεγάλο στέλεχος της DEA, ο Joe Ranazzissi, ο οποίος ήταν επί πολλά χρόνια ο διευθυντής του τμήματος της DEA που ασχολούνταν με τον έλεγχο των φαρμακευτικών εταιρειών. Σύμφωνα με τον Ranazzissi, το βασικό όπλο της DEA απέναντι σε αυτές τις εταιρείες είναι η κατάσχεση των ύποπτων φορτίων και στη συνέχεια, η απόδοση ποινών (πρόστιμα και φυλακίσεις) όταν αποδεικνύεται ότι η φαρμακευτική ή ο διανομέας παρανομεί.
Όμως από την στιγμή που αρχίζει η έρευνα ενάντια σε μια φαρμακευτική εταιρεία, οι υπάλληλοι της DEA που τη διεξάγουν βρίσκονται αντιμέτωποι με στρατούς από λομπίστες και δικηγόρους των φαρμακευτικών, οι οποίοι έχουν μόνο ένα στόχο: να εκτροχιάσουν ή και να οδηγήσουν αυτές τις έρευνες σε αδιέξοδο, χρησιμοποιώντας νομικά κόλπα.
Και σα να μην έφτανε αυτό, συνήθως αυτοί οι λομπίστες, είναι άνθρωποι που είχαν πολυετή εργασιακή εμπειρία στην DEA και ξέρουν τι ακριβώς να κάνουν για να εξυπηρετήσουν τους νέους εργοδότες τους.
Αυτή η διαπλοκή ανάμεσα στο πολιτικό και το επιχειρηματικό κατεστημένο, μέσω της λεγόμενης «περιστρεφόμενης πόρτας», όπου κυβερνήσεις και πολυεθνικές ανταλλάζουν στελέχη, έχει βέβαια ως μοναδικό κερδισμένο το μεγάλο κεφάλαιο και οι πολυεθνικές του φαρμάκου δεν αποτελούν καμία εξαίρεση.
Σύμφωνα με τον Ranazzissi, το πρόβλημα των ναρκωτικών στις ΗΠΑ τροφοδοτείται από την ανεξέλεγκτη δράση των φαρμακευτικών εταιρειών και των διανομέων τους σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι μέσω του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών.
Η λύση βρίσκεται αλλού
Το πρόβλημα φυσικά των ναρκωτικών, δεν είναι πρόβλημα της ύπαρξης των ουσιών. Η ρίζα του προβλήματος είναι στις κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν ανθρώπους να θέλουν να «αποδράσουν», να μην αντέχουν αυτή την πραγματικότητα, να προτιμούν τη φυγή από τη ζωή.
Και ακριβώς γι’ αυτό, η λύση για το πρόβλημα της εξάρτησης από τα ναρκωτικά, επειδή είναι κοινωνική, δεν μπορεί να δοθεί από τους καπιταλιστές. Η λύση βρίσκεται σε ένα αποτελεσματικό και δημόσιο σύστημα Υγείας, το οποίο θα περιλαμβάνει εκτεταμένα προγράμματα πρόληψης, απεξάρτησης και επανένταξης τοξικοεξαρτημένων ατόμων στην κοινωνία. Ένα σύστημα υγείας που θα δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της ψυχικής υγείας, έτσι ώστε να βρίσκουν ψυχολογική στήριξη οι πιο ευπαθείς ομάδες της κοινωνίας.
Για να γίνουν αυτά, απαιτείται η εθνικοποίηση των φαρμακοβιομηχανιών κάτω από συνθήκες εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, έτσι ώστε να παράγονται τα πραγματικά αναγκαία φάρμακα, στις πραγματικά αναγκαίες ποσότητες, μετά από αυστηρούς ελέγχους.
Την ίδια ώρα τα φάρμακα που απαιτούνται για να σώσουν ζωές πρέπει να παρέχονται δωρεάν ώστε να έχουν πρόσβαση σε αυτά οι πιο φτωχοί κάτοικοι του πλανήτη, ενώ τα επικίνδυνα, εθιστικά φάρμακα πρέπει να διανέμονται με ιδιαίτερη προσοχή και αυστηρούς ελέγχους, με βάση τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλά και τους περιορισμούς που θέτει η επιστήμη.
Βέβαια, τελική λύση στο πρόβλημα των εξαρτήσεων μπορεί να αποτελέσει μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι θα καταφέρνουν να είναι ευτυχισμένοι – κάτι που όμως προσκρούει στον Τράμπ, τις φαρμακευτικές και το αρρωστημένο σύστημα που ζούμε…