Τα νέα ρεύματα πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης που αναπτύσσονται σε διεθνές επίπεδο συνδέονται στενά με το θέμα της καταπίεσης των γυναικών και των ΛΟΑΤ ατόμων και ανοίγουν τη συζήτηση σχετικά με το πώς αυτές οι διακρίσεις και οι ανισότητες μπορούν επιτέλους να πάψουν να υφίστανται.
Το παρακάτω άρθρο της συντρόφισσας Έμμα Κουίν, από το ιρλανδικό «Σοσιαλιστικό Κόμμα – CWI» (αδελφή οργάνωση του «Ξ» στην Ιρλανδία) ασχολείται με την εμπειρία της Ρώσικης Επανάστασης και τα ριζοσπαστικά προοδευτικά μέτρα που εισήγαγε το κόμμα των Μπολσεβίκων, μέτρα τα οποία αντιμετωπίζονταν ως τα αρχικά βήματα που θα επέφεραν την πλήρη απελευθέρωση των γυναικών και των ΛΟΑΤ ατόμων.
Μετάφραση Άρτεμη Φύσσα
Κανένα άλλο γεγονός στην ιστορία δεν έχει διαστρεβλωθεί τόσο από το καπιταλιστικό κατεστημένο, όσο η Ρώσικη Επανάσταση του 1917. Μέσα στις αναθεωρητικές προσεγγίσεις της επανάστασης, ο ρόλος τον οποίο έπαιξαν τότε οι γυναίκες ελάχιστα αναφέρεται – και όσα κατακτήθηκαν για τις γυναίκες από την επανάσταση, ακόμα λιγότερο.
Η ολοκληρωτική ανατροπή του καπιταλισμού και της φεουδαρχίας από το Μπολσεβίκικο Κόμμα και τη ρώσικη εργατική τάξη το 1917 επέφερε μία ριζοσπαστική αλλαγή στην κοινωνία. Οι Μπολσεβίκοι μπόρεσαν να πάρουν την εξουσία ακριβώς επειδή υπήρξαν η φωνή των καταπιεσμένων μαζών, των εργατών, των φτωχών και των γυναικών. Η ανισότητα πλούτου και η καταπίεση είναι σήμερα πιο εξόφθαλμες παρά ποτέ, με τη συνολική περιουσία του πλουσιότερου 1% να ξεπερνά εκείνη του υπόλοιπου 99% μέσα στο 2016. Εντός αυτού του πλαισίου της αυξανούμενης ανισότητας, η καταπίεση των γυναικών και της ΛΟΑΤ κοινότητας παγκοσμίως συνεχίζεται ακόμα και στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, ενώ αναδεικνύεται ως ένα πολιτικό ζήτημα εξαιρετικής σημασίας για τη νεολαία διεθνώς. Από αυτή τη σκοπιά είναι σημαντικό να αντλήσουμε μαθήματα από το παρελθόν – και πράγματι δεν υπάρχουν πιο σημαντικά μαθήματα από εκείνα που μάς έδωσε η Ρώσικη Επανάσταση.
Οι Μπολσεβίκοι, ενώ τόνιζαν το ρόλο που παίζει η εργατική τάξη ως σύνολο στην αλλαγή της κοινωνίας, αναγνώριζαν παράληλα το ότι οι γυναίκες υφίσταντο διπλή καταπίεση, η οποία είχε τις ρίζες της τόσο στο καπιταλιστικό σύστημα, όσο και στην αγροτικού τύπου πατριαρχία. Για τους Μπολσεβίκους η απελευθέρωση των γυναικών ήταν κεφαλαιώδους σημασίας όσον αφορά τον αγώνα για μία σοασιαλιστική κοινωνία. Ο Λένιν συμπύκνωσε τη σημασία αυτού του ζητήματος το 1920, όταν δήλωσε πως:
«οι προλετάριοι δεν μπορούν να χειραφετηθούν έως ότου κατακτηθεί η ολοκληρωτική χειραφέτηση των γυναικών».[1]
Οι γυναίκες είχαν ηγετικούς ρόλους στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο και ο αντίκτυπος της επανάστασης μετασχημάτισε τη συνείδηση και τις ζωές των γυναικών της εργατικής τάξης σε μία ευρεία κλίμακα.
Αντιπολεμική αναταραχή και οι γυναίκες του Μπολσεβίκικου Κόμματος
Κατά την περίοδο της επανάστασης, οι γυναίκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πτώση του τσαρικού καθεστώτος και τη νίκη των Μπολσεβίκων. Περισσότερο από κάθε άλλη πολιτική δύναμη της εποχής, οι Μπολσεβίκοι γνώριζαν και κατανοούσαν τη σημασία που είχε αυτό. Όταν δεκάδες χιλιάδες γυναίκες βγήκαν στους δρόμους το Φλεβάρη του 1917, στα γεγονότα δηλαδή που πυροδότησαν την επανάσταση του Φλεβάρη, διεκδικούσαν δικαιοσύνη, ειρήνη, αλλά και ψωμί για όλες και όλους.
Η διαδήλωση ξέσπασε την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, η οποία είχε καθιερωθεί στη Ρωσία μόλις 4 χρόνια νωρίτερα, το 1913 δηλαδή, από την Konkordia Samoilova, η οποία ήταν μέλος του κόμματος των Μπολεσβίκων.[2] Οι γυναίκες οι οποίες ανήκαν στο κόμμα των Μπολσεβίκων έπαιξαν έναν οργανωτικό ρόλο-κλειδί στο στήσιμο της διαδήλωσης. Έφτιαξαν έναν ευρύ κύκλο γυναικών, ο οποίος κινητοποιούσε τις εργάτριες και τις συζύγους των φαντάρων, παρά τη συνεχή παρενόχληση από τις αρχές.
Το Μπολσεβίκικο Κόμμα, συμπεριλαμβανόμενων των γυναικών οι οποίες ήταν μέλη του, υφίστατο βαριά καταστολή από το 1914, εξαιτίας της αποφασιστικής αντίθεσής τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πολλοί είχαν βρεθεί φυλακισμένοι ή εξόριστοι. Τόσο αυτό, όσο και οι κακουχίες που ο πόλεμος είχε επιβάλλει στην εργατική τάξη, έδωσαν την ιδέα στις γυναίκες μέλη του κόμματος να τιμήσουν τη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας, διοργανώνοντας μία αντιπολεμική διαδήλωση.
Στις 23 Φλεβάρη, η εργατική τάξη της Πετρούπολης πλημμύρισε τους δρόμους, με τις γυναίκες επικεφαλής, να καλούν το λαό να τις ακολουθήσει, ενώ ταυτόχρονα ζητούσαν από τους φαντάρους να μη χρησιμοποιησουν τα όπλα τους και αντ’ αυτού, να διαδηλώσουν μαζί τους.
Η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας το 1917
«Τη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας, στις 23 Φλεβάρη 1917, είχε προκηρυχθεί απεργία στα περισσότερα εργοστάσια και βιομηχανίες. Οι γυναίκες βρίσκονταν σε ιδιαίτερα αγωνιστική διάθεση – όχι μόνο οι εργάτριες, αλλά και οι μάζες των γυναικών που περίμεναν στις ουρές για ψωμί και κηροζίνη. Είχανε μαζική παρουσία στους δρόμους, κάνανε πολιτικές συναντήσεις, έφτασαν ως τη Δούμα της πόλης, ζητώντας ψωμί, σταμάτησαν τα τραμ. ’’Σύντροφοι, βγείτε έξω’’, φώναζαν με ενθουσιασμό. Πήγαν στα εργοστάσια και τις βιομηχανίες και κάλεσαν τους εργάτες να παρατήσουν τα εργαλεία τους. Συνολικά, η Ημέρα της Γυναίκας σημείωσε τρομερή επιτυχία και ξεσήκωσε το επαναστατικό πνεύμα»
έγραψαν η Άννα και η Μαρία Ουλιάνοφ στην Πράβδα, στις 5 Μαρτίου 1917.[3]
Το Μπολσεβίκικο Κόμμα αναγνώρισε τη σημασία της ριζοσπαστικοποίησης των γυναικών κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού που ακολούθησε την Επανάσταση του Φλεβάρη, όταν ξέσπασε ένα απεργιακό κύμα το οποίο συμπεριλάμβανε τις γυναίκες που δούλευαν στα πλυσταριά, στις υπηρεσίες, ως οικιακές βοηθοί, ως βοηθοί στα μαγαζιά και ως σερβιτόρες. Κατά τη διάρκεια αυτής τη περιόδου, το Κόμμα των Μπολσεβίκων βρέθηκε στο προσκήνιο της οργάνωσης του αγώνα των εργατριών. Οι Μπολσεβίκοι –κυρίως οι γυναίκες μέλη του κόμματος– κατέβαλαν μία μεγάλη προσπάθεια για να προσεγγίσουν τις εργάτριες και τις γυναίκες των στρατιωτών, πετυχαίνοντας να δημιουργήσουν μια βάση ανάμεσα σ’ αυτά τα προσφάτως πολιτικοποιημένα στρώματα των γυναικών και μάλιστα παρά τις δυσκολίες του ριζωμένου σεξισμού, των ευθυνών του νοικοκυριού και το μαζικό αναλφαβητισμό.
Η Σοφία Κοντσαρσκάια, μέλος του Μπολσεβίκικου Κόμματος, ήταν επικεφαλής του συνδικάτου των εργατριών στα καθαριστήρια και έπαιξε ρόλο-κλειδί στην οργάνωση της δράσης τους.[4] Οι επαναστάτριες εγκαθίδρυσαν γυναικείες ομάδες μελέτης για τις απεργούς, σε μία προσπάθεια να πολιτικοποιήσουν και να μορφώσουν τα μέλη τους. Μέσω της απεργιακής τους δράσης, οι γυναίκες βρέθηκαν μέσα στον ευρύτερο αγώνα της εργατικής τάξης και η ταξική τους συνείδηση ενισχύθηκε.
Οι πιο προοδευτικοί νόμοι στην ιστορία
Στις 17 Δεκεμβρίου 1917, μόλις επτά εβδομάδες από το σχημαματισμό του πρώτου κράτους των εργατών παγκοσμίως, ο θρησκευτικός γάμος καταργήθηκε και μία πολύ εύκολα προσβάσιμη διαδικασία διαζυγίου θεσμοθετήθηκε. Τον επόμενο μήνα ο Οικογενειακός Κώδικας τέθηκε σε ισχύ. Ο κώδικας κατοχύρωνε τη νομική ισότητα για τις γυναίκες, ενώ καταργούσε τη «νοθογένεια» των παιδιών. Αξιζεί να σημειωθεί –και με αυτό τον τρόπο να σημειωθεί το πόσο ζωτικής σημασίας θεωρούνταν αυτό το θέμα– ότι ο Οικογενειακός Κώδικας εισήχθη από τους Μπολσεβίκους ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να τερματίσουν τον Παγκόσμιο Πόλεμο, να αποτρέψουν έναν εμφύλιο, να απελευθερώσουν τους αγρότες και να δώσουν ώθηση στη βιομηχανία και την οικονομία.
Μετά το 1920 ο Οικογενειακός Κώδικας συμπληρώθηκε και κάθε αλλαγή συνοδεύονταν από πλατύ δημόσιο διάλογο. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της, η ρώσικη σοσιαλιστική προπαγάνδα μιλούσε υπέρ της ισότητας των γυναικών, αλλά το στοιχείο εκείνο που ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για τους Μπολσεβίκους, ήταν η υποδούλωση της γυναίκας στην παραδοσιακή οικογένεια. Πριν την επανάσταση η ζωή μιας γυναίκας ήταν αυστηρά προκαθορισμένη – έπρεπε να παντρευτεί, να είναι μονογαμική, να κάνει παιδιά, να είναι δεμένη «στην αιώνια αγγαρεία της κουζίνας και της φροντίδας».[5] Η ποιότητα ζωής των γυναικών ήταν κάτι που δε λαμβάνονταν ποτέ υπόψη, ενώ η ευτυχία και η ικανοποίησή τους θεωρούνταν ανάξια λόγου. Οι Μπολσεβίκοι στόχευσαν αμέσως στην αμφισβήτηση αυτής της λογικής – και παράλληλα στην αμφισβήτηση του ρόλου της ρώσικης Ορθόδοξης Εκκλησίας και της πατριαρχίας.
Η Ινέσσα Αρμάντ, διευθύντρια του Zhenotdel, του Γραφείου Γυναικών που είχε εγκαθιδρυθεί, έλεγε:
«…όσο οι παλιές δομές της οικογένειας, της οικιακής ζωής και της ανατροφής των παιδιών δεν καταργούνται, θα είναι αδύνατο να ανατρέψουμε την εκμετάλλευση, την υποδούλωση, θα είναι αδύνατο να χτίσουμε το σοσιαλισμό».[6]
Αμφισβητώντας την παραδοσιακή οικογένεια
Η επανάσταση έκανε μια ηρωική προσπάθεια να αποδομήσει την αποκαλούμενη «οικογενειακή εστία» και άρχισε να εισάγει ένα σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο περιλάμβανε οίκους μητρότητας, κλινικές, σχολεία, βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς, κοινωνικά μαγειρία και πλυντήρια, όλα με στόχο να απελευθερώσουν τις γυναίκες από τα δεσμά του σπιτιού. Η άδεια μητρότητας μετ’ αποδοχών εισήχθη για τις γυναίκες εργατρίες και αφορούσε την περίοδο τόσο πριν, όσο και μετά τον τοκετό, ενώ το εργατικό δίκαιο προέβλεπε την πρόσβαση των γυναικών εργατριών σε ειδικά δωμάτια, στους χώρους εργασίας, ώστε να μπορούν να θηλάσουν.
Η έκτρωση νομιμοποιήθηκε το 1920 και περιγράφτηκε από το Λ. Τρότσκι ως ένα από τα «πιο σπουδαία αστικά πολιτικά και πολιτισμικά δικαιώματα» μίας γυναίκας.[7] Η έκτρωση μπορούσε να γίνει δωρέαν, μέσω κρατικών δομών και προτεραιότητα δινόταν στις εργαζόμενες γυναίκες.
Το Νοέμβριο του 1918, έλαβε χώρα η πρώτη πανρωσική συνδιάσκεψη των Εργαζομένων Γυναικών, η οποία διοργανώθηκε από τις Αλεξάνδρα Κολοντάι και Ινέσσα Αρμάντ και την οποία παρακολούθησαν περισσότερες από χίλιες γυναίκες. Οι διοργανώτριες επανέλαβαν ότι η χειραφέτηση των γυναικών πάει χέρι με χέρι με το χτίσιμο του σοσιαλισμού.[8] Δεν πέρασε πολύς καιρός αφότου έγιναν αυτές οι αλλαγές, όταν οι δυνάμεις της αντίδρασης προκάλεσαν εμφύλιο πόλεμο, σε μία χώρα η οποία είχε ήδη σπαραχθεί από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγο αφότου ξεκίνησε ο εμφύλιος, δημιουργήθηκε το Γραφείο των Γυναικών, ή Zhenotdel. Ο σκοπός του ήταν να απευθυνθεί στις γυναίκες, να τις βοηθήσει να δραστηριοποιηθούν, να μορφωθούν και να μάθουν ποια ήταν τα καινούργια τους δικαιώματα. Το Γραφείο διοργάνωνε μαθήματα, πολιτικές συζητήσεις και εργαστήρια σχετικά με το πως μπορούν να οργανώνονται οι απαραίτητες για τις γυναίκες εγκαταστάσεις σ’ έναν εργασιακό χώρο, όπως παιδικοί σταθμοί κλπ. Εργάτριες απεσταλμένες από τις συναδέλφους τους από τα εργοστάσια παρακολουθούσαν τα μαθήματα που διοργάνωνε το Γραφείο, τα οποία διαρκούσαν από 3 έως 6 μήνες κι έπειτα γυρνούσαν στις συναδέλφους τους μεταφέροντάς τους την εμπειρία και τις γνώσεις που είχαν αποκτήσει.
Το Γραφείο των Γυναικών είχε καταφέρει να ενισχύσει τη συνείδηση ανάμεσα στις μάζες των εργαζομένων γυναικών, πάνω σ’ ένα εύρος ζητήματων, συμπεριλαμβανομένης της φροντίδας των παιδιών, του σπιτιού καθώς και της δημόσιας υγείας, ενώ διεύρυνε τους ορίζοντες χιλιάδων γυναικών. Με την έλευση του 1922 ο αριθμός των γυναικών που είχαν γίνει μέλη του Κομμουνιστικού –πλέον– κόμματος ξεπερνούσε τις 30.000.
Παρά τις ελλείψεις που προκαλούσε ο πόλεμος, ο Κόκκινος Στρατός εφοδιάσε το Γραφείο των Γυναικών μ΄ενα ειδικό τρένο, καθώς και με πρόσβαση στο σιδηροδρομικό δίκτυο, βοηθώντας τες κατ’ αυτόν τον τρόπο να ταξιδεύουν σε όλη τη χώρα και να χτίζουν τοπικά παραρτήματα του Γραφείου. Χιλιάδες γυναίκες έγιναν μέλη. Τα παραρτήματα διοργάνωναν μικρές, ή και μεγαλύτερες συναντήσεις, στις οποίες συζητούνταν ζητήματα που αφορούσαν τις γυναίκες.
Η Χριστίνα Σουβόροβα, μία γυναίκα που ασχολούνταν με τα οικιακά σε μία μικρή πόλη του βορρά, περιέγραψε τη σχέση και την αίσθηση της ένταξης που βίωνε κατά τη διάρκεια των εβδομαδιαίων συναντήσεων μεταξύ των συζύγων των στρατιωτών –όπως η ίδια– και της τοπικής γραμματείας του Μπολσεβίκικου Κόμματος, λέγοντας:
«Μιλούσαμε για την απελευθέρωση και την ισότητα των γυναικών, αλλά και για ζεστούς νιπτήρες για το μούλιασμα των ρούχων· ονειρευόμασταν να έχουμε τρεχούμενο νερό μέσα στο διαμέρισμα… Η τοπική κομματική επιτροπή μάς αντιμετώπιζε με ειλικρινή προσοχη, μάς άκουγε με σεβασμό, μάς υποδείκνυε τα λάθη μας με λεπτότητα, διδάσκοντας μας, λίγο-λίγο, σοφία και έλλογη σκέψη. Νιώθαμε σα να ήμασταν μία ευτυχισμένη οικογένεια».[9]
Σεξουαλική Απελευθέρωση
Κατά τη διάρκεια της μετεπαναστατικής περιόδου, οι Μπολσεβίκοι διασφάλισαν τη διεξαγωγή ενός πλατύ και ανεμπόδιστου διαλόγου σχετικά με τη σεξουαλικότητα, κάτι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς, την ίδια ώρα που αγωνίζονταν να αντέξουν, περιμένοντας την επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης σε άλλες χώρες. Η στάση αυτή εκπορευόταν από τη φιλοσοφία που είχαν σχετικά με τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης.
Οι αλλαγές που εισήγαγαν στην οικογένεια και την οικογενειακή δομή οδήγησαν πολλούς και πολλές στο ν’ αλλάξουν την προσέγγισή τους στο ζήτημα των σχεσέων. Το 1921, μία έρευνα της Κομμουνιστικής Νεολαίας έδειξε ότι μόλις το 21% των ανδρών και το 14% των γυναικών έβλεπαν το γάμο ως ιδανικό. Το 66% των γυναικών προτιμούσε μακροχρόνιες σχέσεις, βασισμένες στην αγάπη και το 10% προτιμούσε σχέσεις με διαφορετικούς συντρόφους. Το 1918, στη Μόσχα, είχαν εκδοθεί 7.000 διαζύγια, ενώ είχαν συναφθεί 6.000 γάμοι.
Η Αλεξάνδρα Κολοντάι υπερασπιζόταν τις ριζικές αυτές αλλαγές, διευκρινίζοντας ότι
«η παλιά οικογένεια, εντός της οποίας ο άντρας ήταν τα πάντα και η γυναίκα τίποτα, η τυπική οικογένεια εντός της οποίας η γυναίκα δεν είχε δική της βούληση, προσωπικό χρόνο και δικά της χρήματα αλλάζει μπροστά στα μάτια μας…» [x]
Οι Μπολσεβίκοι πίστευαν ότι οι σχέσεις πρέπει να βασίζονται στην επιλογή, τη σύμπνοια των χαρακτήρων και όχι την οικονομική εξάρτηση. Προσπάθησαν να υπονομεύσουν την πατριαρχική οικογένεια, δημιουργώντας δημόσιες υπηρεσίες οι οποίες αντικαθιστούσαν τις οικιακές δραστηριότητες και επέτρεπαν τη δημιουργία ελεύθερου χρόνου – στοιχείου απαραίτητου για τη γυναικεία απελευθέρωση και για το χτίσιμο του σοσιαλισμού.
Από το 1917 έως το 1920 ο δημόσιος διάλογος σχετικά με το σεξ, οι «εξερευνήσεις» και τα πειράματα είχαν εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Εκατοντάδες φυλλάδια, περιοδικά και μυθιστορήματα είχαν γραφτεί σχετικά με το σεξ. Η ριζοσπαστικοποιήση της κοινωνίας δε σταμάτησε μετά την επανάσταση. Η Πράβδα τύπωσε πολλά άρθρα και γράμματα που παρουσιάζαν απόψεις σχετικά με το σεξ. Οι νέες και οι νέοι ήταν ιδιαιτέρως πρόθυμοι να εξερευνήσουν τη σεξουαλικότητά τους – για παράδειγμα μια νεαρή γυναίκα έγραψε στον «Κόκκινο Μαθητή» το 1927:
«Νιώθω ότι τα κορίτσια όπως εμείς, ενώ δεν έχουμε ακόμα πετύχει πλήρη ισότητα με τους άνδρες, έχουμε παρ’ όλα αυτά άποψη και όραμα. Οι Σταχτοπούτες έχουν πια εξαφανιστεί. Τα κορίτσια μας ξέρουν τι θέλουν από εναν άντρα και πολλές από εμάς κοιμόμαστε μ’ έναν άνδρα, χωρίς ανησυχίες, χάρη σε μία υγιή έλξη. Δεν είμαστε αντικείμενα ή κάποιο κοροϊδάκι το οποίο οι άνδρες πρέπει να κορτάρουν – τα κορίτσια ξέρουν ποιον διαλέγουν και με ποιον κοιμούνται». [11]
Αυτό γράφτηκε σε μία χώρα όπου μόλις μια δεκαετία νωρίτερα η έκτρωση, το διαζύγιο και η ομοφυλοφίλία ήταν παράνομα.
Η πορνεία αποποινικοποιήθηκε το 1922, αλλά η μαστροπεία τέθηκε εκτός νόμου. Άνοιξαν κλινικές που περιέθαλπταν γυναίκες με σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, ενώ ταυτόχρονα πρόσφεραν μαθήματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Ο Τρότσκι περιέγραφε την πορνεία ως τον
«υπέρτατο υποβιβασμό των γυναικών προς όφελος εκείνων των αντρών που μπορούν να πληρώσουν γι’ αυτό». [12]
Οι νόμοι τους οποίους οι Μπολσεβίκοι εισήγαγαν σχετικά με τα σεξουαλικά εγκλήματα χρησιμοποιούσαν γλώσσα ουδέτερη ως προς τα φύλα και απαλλαγμένη από ηθικοπλαστικές επιταγές. Ο νόμος κατοχύρωνε τα σεξουαλικά εγκλήματα ως «επιβλαβή στην υγεία, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια» του θύματος. Ο βιασμός είχε οριστεί από το νόμο ως «μη συναινετική σεξουαλική συνεύρεση στην οποία χρησιμοποιείται σωματική ή ψυχολογική βία».[13]
Με την έλευση του 1921 ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει, εκατομμύρια ζωές είχαν χαθεί, βιομηχανίες είχαν καταστραφεί, η πείνα και οι ασθένειες θέριζαν. Οι πραγματικές πλουτοπαραγωγικές πηγές του κράτους δε συνέπιπταν με το όραμα και τις προθέσεις των επαναστατών. Η οικονομία βρισκόταν στα όρια της κατάρρευσης. Το 1921, ήταν αναγκαίο να ληθούν ριζοσπαστικά μέτρα και η κυβέρνηση εισήγαγε τη Νέα Οικονομική Πολιτική, η οποία συμπεριλάμβανε κάποιες παραχωρήσεις στις δυνάμεις «της αγοράς», σε μια προσπάθεια να κρατηθεί η οικονομία «ζωντανή», ενόσω περίμεναν την στήριξη της διεθνούς εργατικής τάξης. Αυτή θα μπορούσε να εκδηλωθεί μέσω μίας επανάστασης στη Γερμανία, μιας ισχυρής καπιταλιστικής οικονομίας, που διέθετε ένα μαζικό σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα καθώς και επαναστατικά σκιρτήματα.
Δεδομένου του ότι το κράτος δεν μπορούσε, από οικονομικής άποψης, να φροντίσει τα παιδιά και του ότι ήταν συχνό φαινόμενο οι πατέρες να εγκαταλείπουν τις μητέρες, το κράτος ξεκίνησε να εκδίδει δικαστικές εντολές οι οποίες παρείχαν υποστήριξη στις γυναίκες εκείνες που προσπαθούσαν μόνες τους να φροντίσουν τις οικογένειές τους. Το κράτος τύπωνε φυλλάδια, έτσι ώστε οι γυναίκες να γνωρίζουν τα δικαίωματά τους. Τα δικαστήρια ήταν θετικά προκατειλημμένα προς όφελος των γυναικών και έδιναν προτεραιότητα στα παιδιά έναντι των οικονομικών συμφερόντων των ανδρών. Σε μία περίπτωση μάλιστα, ένας δικαστής μοίρασε το ποσό της οικονομικής ενίσχυσης προς τη μητέρα σε τρία μέρη, καθώς εκείνη είχε σχέση με τρεις πιθανούς πατέρες.
Η μεταμόρφωση της ζωής των ΛΟΑΤ
Η Ρώσικη Επανάσταση άλλαξε και τις ζωές των ΛΟΑΤ ατόμων. Υπό το τσαρικό καθεστώς, η ομοφυλοφιλία ήταν εκτός νόμου, ο «σοδομισμός» ήταν παράνομος, ενώ η γυναικεία ομοφυλοφιλία, όπως και η γυναικεία σεξουαλικότητα συνολικά, αγνοούνταν εντελώς. Μετά την επανάσταση, η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιήθηκε, όταν το 1922, όλοι οι νόμοι που στρέφονταν κατά των ομοφυλόφιλων αφαιρέθηκαν από τον Ποινικό Κώδικα.
Στο δοκίμιό του «Σεξ και Σεξουαλικότητα στη Ρωσία» ο Ιάσων Γιανόβιτζ περιγράφει τον αντίκτυπο που η είχε επανάσταση στους γκέι, τις λεσβίες και τα τρανς άτομα. Απομνημονεύματα που επιβίωσαν από την εποχή αποδεικνύουν ότι πολλοί γκέι και πολλές λεσβίες αντιμετώπισαν την επανάσταση ως μία ευκαιρία να ζήσουν τη ζωή τους ανοιχτά. Ο γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου ήταν νόμιμος –δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο διαδεδομένος ήταν, καθώς λίγες σχετικές έρευνες έχουν διεξαχθεί ως τώρα– όμως τουλάχιστον μία δικαστική υπόθεση απέδειξε τη νομιμότητά του. Μετά την επανάσταση, υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι αποφάσισαν να ζήσουν ως το αντίθετο κοινωνικό φύλο ανοιχτά, ενώ με την έλευση του 1926 κατοχυρώθηκε νομικά η αλλαγή φύλου στα διαβατήρια.
Τα intersex και τρανς άτομα λάμβαναν ιατρική φροντίδα και δε δαιμονοποιούνταν. Η σχετική έρευνα είχε κρατική χρηματοδότηση και οι άδειες για τις εγχειρήσεις επαναπροσδιορισμού φύλου δίνονταν κατόπιν αιτήματος του/της ενδιαφερόμενου/ης. Οι άνθρωποι που ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλοι μπορούσαν να εργάζονται κανονικά στην κυβέρνηση και σε άλλες δημόσιες θέσεις. Ο Γκεόρκι Τσιτσέριν, για παράδειγμα, είχε διοριστεί Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων το 1918. Ήταν ένας ανοιχτά γκέι άνδρας με φανταχτερό στυλ. Θα ήταν αδιανόητο ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε να έχει μια αντίστοιχη θέση σε οποιοδήποτε καπιταλιστικό κράτος της εποχής.
Το 1923, ο Επίτροπος Υγείας τέθηκε επικεφαλής μίας αντιπροσωπείας που πήγε στο Ινστιτούτο Σεξουαλικής Επιστήμης στο Βερολίνο και περιέγραψε τους νέους νόμους σχετικά με την ομοφυλοφιλία ως «σκόπιμα χειραφετητικούς, ευρέως αποδεκτούς από την κοινωνία και ως νόμους που κάνεις δεν επιζητά να ανακληθούν». [14]
Η Σταλινική Αντεπανάσταση χτυπά όσα κερδίθηκαν
Ο πολυετής πόλεμος εναντίον των υποστηρικτών του Τσάρου, οι προσπάθειες των ιμπεριαλιστικών στρατευμάτων να διαλύσουν το νέο κράτος των εργατών και –κυρίως– η απόλυτη απομόνωση της επανάστασης μέσα στο πλαίσιο που δημιούργησε η ήττα της γερμανικής επανάστασης και των άλλων εργατικών εξεγέρσεων στην Ευρώπη, δημιούργησαν τις συνθήκες που επέτρεψαν την ανόδο της γραφειοκρατίας υπό τον Στάλιν. Αυτό οδήγησε σε μία πολιτική αντεπανάσταση, με το Στάλιν και τη γραφειοκρατία να χρησιμοποιούν απολυταρχικά μέτρα ώστε να χτυπήσουν τη συνείδηση της εργατικής τάξης, την πολιτική δραστηριοποίηση και την εσωτερική δημοκρατία: όλα προς όφελος της εμπέδωσης και της ισχυροποίησης των προνομίων των γραφειοκρατών που βρίσκοταν στην κορυφή της σχεδιασμένης οικονομίας.
Αυτή η αντεπανάσταση δεν απομακρύνθηκε μόνο από την πάλη για το σοσιαλισμό, από μία κοινωνία δηλαδή η οποία περιέχει τη δημοκρατία σε κάθε έκφανσή της, αλλά επιτέθηκε συνειδητά και στις κατακτήσεις των γυναικών και των ΛΟΑΤ ατόμων.
Οι προοδευτικοί νόμοι ανακλήθηκαν. Η ομοφυλοφιλία επαναποινικοποιήθηκε. Η πατριαρχική δομή της οικογένειας ενθαρρύνθηκε, ως μέσο κοινωνικού ελέγχου.
Στο διάσημο τραγούδι του γυναικείου εργατικού κινήματος των αρχών του 20ου αιώνα «Ψωμί και Τριαντάφυλλα», ο στίχος «η αφύπνιση των γυναικών σημαίνει την αφύπνιση όλων μας» εξηγεί περιεκτικά την ανάγκη της γραφειοκρατίας να χτυπήσει τις κατακτήσεις των γυναικών, σε μία προσπάθεια να οδηγήσει τη συνείδηση της εργατικής τάξης, την πολιτική δραστηριοποίηση και την αυτενέργεια σε οπισθοχώρηση.
Κληρονομιά που εμπνέει
Η άνοδος της γραφειοκρατίας, η προδοσία της επανάστασης από τον Στάλιν και η ανατροπή των κατακτήσεων δε μειώνει τη σημασία του προγράμματός των Μπολσεβίκων. Ποτέ πριν δεν είχαν συμμετάσχει οι γυναίκες κατ’ αυτόν τον τρόπο στα πολιτικά πράγματα. Ποτέ πριν μία ηγεσία ή μία πολιτική δύναμη δεν είχε προσπαθήσει να διασφαλίσει τη νομική και οικονομική υποστήριξη των γυναικών ή της ΛΟΑΤ κοινότητας, συνυπολογίζοντας την ποιότητα της ζωής τους και την ευτυχία τους. Κάποια από τα επιτεύγματα της Ρώσικης Επανάστασης, τα οποία κατακτήθηκαν έναν αιώνα πριν, εξακολουθούν να μην έχουν γίνει πραγματικότητα σε πολλές χώρες σήμερα.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση παραμένει μια αδιαφιλονίκητη και εμψυχωτική ιστορική μαρτυρία της άρρητης σύνδεσης μεταξύ της πάλης ενάντια σε όλες τις μορφές καταπιέσης και της πάλης της εργατικής τάξης για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Είναι απίστευτο για παράδειγμα ότι κάποια δικαιώματα των τρανς ατόμων αναγνωρίστηκαν δεκαετίες πριν την ανάδυση των κινημάτων της γυναικείας και ΛΟΑΤ απελευθέρωσης.
Η αποκατάσταση του καπιταλισμού στη Ρωσία, από το 1990 και μετά, έχει αποδειχτεί καταστροφική. Ο νεοφιλελεύθερος καπισταλισμός επέφερε μία περίοδο κατά την οποία τα επίπεδα διαβιώσης φθίνουν με ταχύτατους ρυθμούς. Αυτό, σε συνδυασμό με την αποκρουστική και βαριά καταπιέση της ΛΟΑΤ κοινότητας στη Ρωσία σήμερα, καταδεικνύουν την εντελώς αντιδραστική φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Ο καπιταλισμός στη Ρωσία μόνο δημοκρατία και πρόοδο δεν έφερε. Οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος που επιτεύχθηκαν έναν αιώνα πριν, αντιμετωπίζονται ως κάτι το απεχθές από το αντιδραστικό καθεστώς του Πούτιν, ενώ η σημερινή Ρωσία αποτελεί ένα από τα επικίνδυνα μέρη του πλανήτη για τα ΛΟΑΤ άτομα.
Η Ρώσικη Επανάσταση δείχνει ότι η εργατική τάξη είναι η πιο ισχυρή δύναμη μέσα στην κοινωνία και ότι μόνο ένα συνειδητό χτίσιμο του κινήματος της πλειοψηφίας της κοινωνίας μπορεί να ανακόψει την καλπάζουσα ανισότητα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες, η ΛΟΑΤ κοινότητα και οι φτωχοί. Και όπως έπραξαν οι Μπολσεβίκοι, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο καπιταλισμός είναι αδύνατο να κατανικηθεί χωρίς τις γυναίκες, ιδιαίτερα εκείνες της εργατικής τάξης, στο προσκήνιο του αγώνα ενάντια στη μειοψηφία που μας καταπιέζει.