Ομιλία του Στάθη Κουβελάκη στην εκδήλωση της ΛΑ.Ε.: «Brexit – Ευρώπη – Ελλάδα», αναδημοσίευση από το iskra.gr
Οι τεκτονικές πλάκες κινούνται και πάλι στην Ευρώπη, αλλάζοντας με γρήγορους ρυθμούς το τοπίο. Τα ρήγματα που ανοίγονται σε ολόκληρο το ευρωενωσιακό οικοδόμημα επικεντρώνονται γύρω από δύο εστίες: αφενός το Brexit, αφετέρου, με πιο υπόγειο ίσως αλλά εξ΄ίσου διαβρωτικό τρόπο, την κοινωνικο–πολιτική κρίσηστην Γαλλία.
Aντιφάσεις και δυνατότητες του Brexit
Το «Οχι» των Βρετανών στην ΕΕ είναι σε καθοριστικό βαθμό ένα «Οχι» των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων της κεντρικής και βόρειας Αγγλίας, εκτός Σκωτίας και Λονδίνου. Ταυτόχρονα όμως, σε πολιτικό επίπεδο, η καμπάνια του Brexit ηγεμονεύτηκε από αντιδραστικές, ξενοφοβικές έως και ανοιχτά ρατσιστικές δυνάμεις, υπό την καθοδήγηση μιας πτέρυγας του Συντηρητικού κόμματος και του UKIPτου Νάϊτζελ Φάρατζ. Αυτό επιφέρει μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις, που αποτυπώνονται στο κλίμα σύγχυσης που επικρατεί σήμερα στην βρετανική κοινωνία, και ειδικότερα στην Αριστερά, χωρίς να ξεχνάμε την παρατηρούμενη έξαρση των περιστατικών ρατσιστικής βίας ή την δολοφονία της βουλεύτριας του Εργατικού Κόμματος, και οπαδού της παραμονής, Τζο Κοξ από φανατικό ακροδεξιό.
Η δεξιά ηγεμονία της εκστρατείας του Brexit χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ως επιχείρημα από όσους εντός της ευρύτερης Αριστεράς θέλουν να υπερασπιστούν την παραμονή στην ΕΕ και να παρουσιάσουν την επιλογή της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος ως υποκινούμενη από ρατσισμό και ξενοφοβία.
Είναι ένα επιχείρημα που πρέπει να αντικρούσουμε αποφασιστικά.
Η ηγεμόνευση του Brexit από αντιδραστικές δυνάμεις δεν μπορεί για μας να σημαίνει παρά μόνο το εξής: το αντίπαλο δέος, η πολιτική και κοινωνική Αριστερά, δεν έκανε την δουλειά του. Δεν εξήγησε, με άλλα λόγια, ότι η ΕΕ είναι ένας δομικά νεοφιλελεύθερος, αντιδημοκρατικός και ιμπεριαλιστικός οργανισμός. Δεν εξήγησε ότι η ΕΕ συντονίζει την επιβολή πολιτικών λιτότητας ενώ ταυτόχρονα χτίζει μεθοδικά, εδώ και δεκαετίες, την «Ευρώπη–φρούριο», αυτήν που κλείνει τα συνορά της σε μετανάστες και πρόσφυγες και μετατρέπει την Μεσόγειο σε υγρό νεκροταφείο για δεκάδες χιλιάδες από αυτούς.
Αυτό ήταν και το μεγάλο λάθος του Τζέρεμυ Κόρμπυν, που εν τέλει στήριξε, αν και με πολλές επιφυλάξεις και αστερίσκους, την παραμονή στην ΕΕ. Κάνοντας αυτήν την επιλογή δεν μπορούσε, παρά την κριτική του απέναντι στην ΕΕ, να εξηγήσει γιατί ο πυρήνας της πρότασής του – η ανατροπή της λιτότητας και μια φιλειρηνική εξωτερική πολιτική, έξω από τα πλαίσια του ατλαντισμού – είναι απολύτως ασύμβατη με την ΕΕ. Αν το είχε κάνει, αν είχε πάρει θέση υπέρ του Lexit, της εξόδου με αριστερό πρόσημο, η κατάσταση θα ήταν σήμερα τελείως διαφορετική, με την Αριστερά και τα κινήματα να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση απέναντι σε ένα αστικό μπλοκ σε βαθειά κρίση, εντός και εκτός Βρεταννίας.
Παρ’όλα αυτά το Brexit πρέπει να χαιρετισθεί ως θετική εξέλιξη, ιστορικής μάλιστα σημασίας, και πολύ σωστά έγινε αντιληπτή ως τέτοια στην Ελλάδα από τον αντιμνημονιακό χώρο και την μαχόμενη Αριστερά. Το Brexit αποτελεί πράγματι το ισχυρότερο χτύπημα που έχει ως τώρα δεχθεί το πολιτικό οικοδόμημα των ευρωπαϊκών κυριάρχων τάξεων που λέγεται ΕΕ. Και το χτύπημα αυτό είναι οικονομικό αλλά κυρίως πολιτικό και ιδεολογικό. Η αποχώρηση της δεύτερης σε μέγεθος οικονομίας της ΕΕ ενισχύει κεντρόφυγες τάσεις και αποσταθεροποιεί καίρια την εναπομείνουσα «Ενωση» – ένας μάλλον αδόκιμος πλέον όρος – των 27.
Το βασικό σημείο βρίσκεται ίσως ακριβώς εδώ: το Brexit επιφέρει συντριπτικό χτύπημα στο κεντρικό σημείο της ευρωπαϊστικής ιδεολογίας: την πίστη στον μη–αντιστρεπτό χαρακτήρα της «ευρωπαϊκής ενοποίησης», την δοξασία σύμφωνα με την οποία αποτελεί ένα είδος νομοτέλειας, την φυσική ροή των πραγμάτων και της προόδου, την ιδέα ότι όποιος αντιτίθεται σ’αυτήν είναι σαν να προσπαθεί να απαλλαγεί από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές για να επιστρέψει στις γραφομηχανές και τη μηχανογράφηση με καρτέλες. Με αυτήν την έννοια, το Brexit σηματοδοτεί το τέλος της ΕΕ ως πολιτικού σχεδίου ενοποίησηςτης Ευρώπης που ξεπήδησε μέσα από τα ερείπια του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου.
Θα πρέπει τέλος να σταθούμε σε ένα ακόμη σημείο σχετικά με το Brexi t και να θέσουμε το εξής ερώτημα. Με δεδομένο τον πολιτικο-ιδεολογικό προσανατολισμό των δυνάμεων που ηγεμόνευσαν, ποιό ήταν το ισχυρό επιχείρημα που επιστράτευσαν και που έδωσε την δυναμική της στην εκστρατεία υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ; Ηταν πολύ απλά το επιχείρημα της ανάκτησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή ένα κατά βάση δημοκρατικό αίτημα. « Take control » (Πάρτε τον έλεγχο») ήταν το κεντρικό σύνθημα της καμπάνιας του Brexit, και οι δημοσκοπήσεις1 δείχνουν ότι ο βασικός λόγος που επικαλούνται όσοι ψήφισαν υπέρ του είναι «η αρχή σύμφωνα με την οποία οι η αποφάσεις που αφορούν την χώρα πρέπει να παίρνονται εντός της χώρας» (49% έναντι 33% που επικαλείται την «ανάκτηση του ελέγχου των μεταναστευτικών ροών και των συνόρων»).
Βεβαίως η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, ακόμη και η ίδια η δημοκρατία, δεν αποτελούν από μόνες τους μαγικές λύσεις ούτε εγγύηση μιας προοδευτικής, θετικής για τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα, πορείας. Μπορεί να θέλουμε εθνική κυριαρχία για να ασκήσουμε αντιμεταναστευτική πολιτική και για να προωθήσουμε ακόμη περισσότερη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, όπως πρότειναν οι εκπρόσωποι της δεξιάς καμπάνιας του Brexit, οι Φάραζτ, Τζόνσον και οι όμοιοί τους. Εθνική και λαϊκή κυριαρχία χρειαζόμαστε όμως επίσης αν θέλουμε μια κυβέρνηση που να ανατρέψει την λιτότητα και τον νεοφιλελευθερισμό και που θα ασκήσει μονονερώς μια πολιτική φιλοξενίας προς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, σε ρήξη με την λογική της Ευρώπης-φρούριο.
Εδώ βρίσκεται ίσως το μέγιστο λάθος του Κόρμπυν και όσων τον στηρίζουν εντός του Εργατικού Κόμματος. Εκχωρώντας στην Δεξιά την αμφισβήτηση της ΕΕ, της εκχώρησαν επίσης το πεδίο της διεκδίκησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, με δυό λόγια το πεδίο της δημοκρατίας. Και κάτι τέτοιο ενέχει τεράστιους κινδύνους. Η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει ότι όταν αυτό το πεδίο ηγεμονεύτεται από αντιδραστικές δυνάμεις, όταν τέτοιες δυνάμεις γίνονται ο βασικός εκφραστής της λαϊκής οργής, οδηγούμαστε σε εξαιρετικά δυσάρεστες καταστάσεις.
Η αποχώρηση από την ΕΕ, στρατηγικό πεδίο της πάλης για την ηγεμονία
Καταλήγουμε λοιπόν στο εξής πρώτο συμπέρασμα: το Brexit δίνει νέα διάσταση σε μια διαδικασία που είναι εν εξελίξει από την πρώτη φάση της καπιταλιστικής κρίσης του 2008. Η αντίθεση στην ΕΕ ορίζει πλέον ξεκάθαρα το στρατηγικό πεδίο της διαπάλης για την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία σήμερα στην Ευρώπη. Για να το πω διαφορετικά: η επιλογή δεν είναι σήμερα ανάμεσα σε «κακή» και «καλή» ΕΕ, ανάμεσα στην μία ή την άλλη εκδοχή της ευρωζώνης, όπως συνεχίζει να ισχυρίζεται η χρεοκοπημένη ευρωπαϊστική ιδεολογία, αλλά ανάμεσα στην από τα δεξιά ή από τα αριστερά σύγκρουση με την ΕΕ.
Χωρίς την παραμικρή διάθεση υπερβολής, μπορούμε να πούμε ότι η χώρα μας έχει αποκτήσει σ’αυτό το πεδίο την πιο προωθημένη εμπειρία, πληρώνοντας ανυπολόγιστο τίμημα γι αυτό. Στην Ελλάδα, η ΕΕ έδειξε ξεκάθαρα το πραγματικό της πρόσωπο, πετάγοντας τα όποια φτιασίδια δημοκρατικότητας και δήθεν «ευρωπαϊκών αξιών». Αυτό σημαίνει ότι για τις μαχόμενες αριστερές και αντιμνημονιακές δυνάμεις, ειδικά μετά το Brexit, ο στόχος δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από το Grexit, την αποχώρηση από την ΕΕ μέσω της προσφυγής σε δημοψήφισμα.
Στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η διάλυση της ΕΕ έτσι ώστε, στα ερείπια αυτού του τερατουργήματος, να έρθει στο φως ένα νέο σχέδιο συνεργασίας και σύγκλισης των ευρωπαϊκών λαών με κατεύθυνση την κοινωνική απελευθέρωση και το σοσιαλισμό.
Η “Γαλλική Άνοιξη”, ή η επιστροφή του κινήματος
Ερχομαι τώρα στο δεύτερο ρήγμα στο οποίο αναφέρθηκα αρχικά, την πολιτικο-κοινωνική κρίση που ξέσπασε στην Γαλλία τους τελευταίους πέντε μήνες. Αν έπρεπε να συνοψίσω με λίγα λόγια την αίσθηση που είχα αυτήν την περίοδο, κατά την οποία είχα την τύχη να βρίσκομαι επί τόπου το μεγαλύτερο διάστημα, θα έλεγα ότι στη Γαλλία υπάρχει «άρωμα» ελληνικής άνοιξης του 2011.
Την κρίση πυροδότησε ως γνωστόν η εμμονή του Ολάντ και της κυβέρνησης Βαλς να περάσουν μια μεταρρύθμιση της εργασιακής νομοθεσίας που δεν είναι τίποτε άλλο από μεταφορά μεγάλου μέρους του «μνημονιακού κεκτημένου» στα γαλλικά δεδομένα. Τέτοιους νόμους εξ’άλλου προωθεί η ΕΕ σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που θεωρεί ότι διατηρούν ακόμη ψήγματα έστω εργασιακών δικαιωμάτων, όπως είδαμε με τους νόμους Ρέντσι στην Ιταλία και με το νέο γύρο για τα εργασιακά που προαναγγέλεται για την Ελλάδα. Πέρα από την κοινή γνώμη, στην συντριπτική πλειοψηφία της αντίθετη, Ολάντ και ο Βαλς δεν διαθέτουν ούτε καν πλειοψηφία στο κοινοβούλιο για να περάσουν τον νόμο που φέρει την υπογραφή της υπουργού εργασίας Ελ Κομρί. Μεγάλο μέρος των βουλευτών του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος όχι μόνο αρνούνται να τον ψηφίσουν αλλά αποπειράθηκαν δις να καταθέσουν πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Βαλς – χωρίς δυστυχώς να συγκεντρώσουν τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών παρά την συνεπικουρία των βουλευτών του ΚΚ Γαλλίας.
Για να ξεπεράσει τον σκόπελο της εντός και εκτός κοινοβουλίου απόρριψης, ο Ολάντ και ο Βαλς κατέφυγαν σε έκτακτες διαδικασίες. Στο κοινοβούλιο προσέφυγαν σο άρθρο 49.3 του συντάγματος που επιτρέπει την έγκριση νομοσχεδίων χωρίς καν να τίθενται σε ψηφοφορία (!), με μόνη δυνατότητα απόρριψής τους την κατάθεση και υπερψήφιση πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης. Κυρίως όμως οι Ολάντ και Βαλς επέβαλαν ένα πρωτοφανές για τα δεδομένα όλης της περιόδου μετά τον Μάη του 68 επίπεδο αστυνομικής καταστολής, με προφανή στόχο την δημιουργία ατμόσφαιρας φόβου και έντασης. Το μόνο που κατάφεραν ως τώρα είναι να καταστρέψουν ότι είχε απομείνει από την κοινωνική βάση του κόμματός τους, με αποτέλεσμα όλες οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν τον Ολάντ σίγουρα εκτός δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών του επόμενου έτους, με ποσοστά χαμηλότερα του 15%. Από τους πλέον προσφιλείς όρους των πολιτικών σχολιαστών όταν αναφέρονται στο μέλλον που προδιαγράφεται για το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει γίνει ο όρος «πασοκοποίηση».
Δεν είναι όμως μόνο η βίαια νεοφιλελεύθερη επίθεση, η καταστολή και η αυτοκαταστροφική πορεία μιας εκφυλισμένης σοσιαλδημοκρατίας που δίνουν άρωμα ελληνικού 2011 στην γαλλική συγκυρία. Είναι κυρίως η ορμητική εμφάνιση ενός πολύμορφου, εξόχως ριζοσπαστικού, με μεγάλο κοινωνικό βάθος και πλειοψηφική στήριξη, μαζικού κοινωνικού κινήματος. Σ’αυτό το κύμα συνέκλιναν το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, που έδωσε παρατεταμένες και σκληρές απεργιακές μάχες ειδικά σε κλάδους όπως τα λιμάνια και τα διυλιστήρια, και ένα μεγάλο κομμάτι της φοιτητικής και μαθητικής νεολαίας, που δοκίμασε νέες – για τα γαλλικά μέτρα τουλάχιστον – μορφές συλλογικής δράσης.
Αυτή η νεολαία κατέβηκε στους δρόμους, κατέλαβε στις πλατείες, συμμετείχε στην περιφρούρηση των απεργιών, συνομίλησε, παρά τις δυσκολίες και τις όποιες αμοιβαίες επιφυλάξεις, με τα συνδικάτα και το εργατικό κίνημα. Ξεσηκώκε όχι μόνο επί του ειδικού, δηλαδή του νόμου Ελ Κομρί, αλλά, όπως δήλωνε ένα από τα βασικά συνθήματα που ακούστηκαν στις πλατείας, «του κόσμου που δημιούργησε τον νόμο Ελ Κομρί». Του κόσμου της εργοδοτικής απολυταρχίας, της εμπορευματοποίησης των πάντων και της περιβαλλοντικής καταστροφής, του αυταρχισμού και της ρατσιστικής βίας. Για πρώτη φορά ίσως εδώ και αρκετές δεκαετίες ακούστηκε με τόση δύναμη ένας αντικαπιταλιστικός λόγος από τα κάτω, «σε πρακτική κατάσταση», με φορέα τα πιο προωθημένα τμήματα του εργατικού κινήματος και της νεολαίας.
Η πολιτική μορφοποίηση και έκφραση αυτού του κινήματος αποτελεί αναμφίβολα το κλειδί των εξελίξεων της επόμενης περιόδου. Ας μην προτρέχουμε, ας σημειώσουμε ωστόσο την δυναμική που φαίνεται να αποκτά η υποψηφιότητα της ηγετικής προσωπικότητας της γαλλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, του Ζαν–Λυκ Μελανσόν, ο οποίος σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις φαίνεται να αποκτά σαφές προβάδισμα έναντι του Ολάντ. Δεν είναι φυσικά τυχαίο αν ο ανερχόμενος Μελανσόν σηκώνει όλο και περισσότερο της σημαία της αντιπαράθεσης με την ΕΕ. Αφού χαιρέτησε το Brexit ως θετική εξέλιξη, που ανοίγει διάπλατα το ζήτημα της ΕΕ και της νομιμοποίησής της, ο Μελανσόν αυτοπαρουσιάζεται ως «ο υποψήφιος της εξόδου από τις ευρωπαϊκές συνθήκες». Και ξεκαθαρίζει ότι αν η Γερμανία και οι δορυφόροι της μπλοκάρουν την επενεξέτασή τους, τότε μια μελλοντική αριστερή γαλλική κυβέρνηση δεν θα έχει άλλη επιλογή από την προσφυγή σε δημοψήφισμα με στόχο την αποχώρηση από την ΕΕ.
Η άλλη αναφορά του Μελανσόν που εξηγεί την εξέλιξη της τοποθέτησής του είναι η Ελλάδα. Το δίδαγμα που πήρε από την συνθηκολόγησης του Τσίπρα και της κυβέρνησής του είναι ότι καμμιά αντιπαράθεση με την ΕΕ δεν έχει προοπτική χωρίς «σχέδιο Β» που να περιλαμβάνει την επιλογή της εξόδου από την ευρωζώνη και από την ίδια την ΕΕ. Με πρωτοβουλία του Μελανσόν και του Οσκαρ Λαφοντέν, η σχετική συζήτηση δρομολογήθηκε με τις δύο συνδιασκέψεις του Παρισιού και της Μαδρίτης, στις οποίες συμμετείχαν προσωπικότητες και δυνάμεις από μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η κρίση χτυπάει το ευρωπαϊκό κέντρο
Το δεύτερο και τελικό συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι το επίκεντρο της κρίσης έχει πλέον μετακινηθεί από τις χώρες της περιφέρειας, που απετέλεσαν τους «αδύναμους κρίκους» της προηγούμενης περιόδου, στις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου. Η όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, οι κλυδωνισμοί του ευρωενωσιακού οικοδομήματος και η κρίση νομιμοποίησης της στρατηγικού σχεδίου των ευρωπαϊκών κυρίαρχων τάξεων ανοίγουν νέες δυνατότητες παρέμβασης στους από κάτω. Στην Αγγλία, αυτό πήρε την μορφή της εξέγερσης στις κάλπες του Brexit. Στην Γαλλία, όπως αρμόζει στην επαναστατική της παράδοση, έγινε εργατικός και νεολαιϊστικος ξεσηκωμός, η πρώτη μεγάλης έκτασης κοινωνική σύγκρουση σε μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα από την αρχή της δεκαετίας.
Αυτό το διπλό ρήγμα ορίζει και την πρόκληση για την Αριστερά, και ειδικότερα για τις δυνάμεις που δίνουν τον αντιμνημονιακό αγώνα στην χώρα μας. Οι εξελίξεις στο ευρωπαϊκό κέντρο δίνουν ώθηση και ετοιμάζουν το έδαφος για την αντεπίθεση, μετά τον όλεθρο στον οποίο οδήγησε τον ελληνικό λαό η επαίσχυντη παράδοση του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι το διπλό μήνυμα που στέλνουν οι βρετανικές κάλπες και οι δρόμοι και πλατείες της Γαλλίας: ο καιρός του πένθους και των δακρύων φθάνει στο τέρμα του, ένα νέος γύρος αρχίζει.
Προς τιμήν του Brexit, θα τελείωσω με τους πασίγνωστους στίχους του Αγγλου επαναστάτη ποιητή, φιλέλληνα και στενό φίλο του Λόρδου Μπάϋρον, Πέρσυ Σέλλεϋ. Είναι οι τελευταίοι ενός ποιήματος που έγραψε την επάυριο της σφαγής του Πέτερλου, το 1819, όταν οι χωροφύλακες μακέλεψαν μια συγκέντρωση εργατών που ζητούσαν το δικαίωμα της ψήφου.
Ye are many—they are few
«Είμαστε οι πολλοί, είναι οι λίγοι».