Μια επισκόπηση της θρυλικής απεργίας στα μεταλλεία του αμερικανικού νότου που κράτησε δύο χρόνια (1935-1937)
Τον Απρίλη του 1937 έκλεισε η θρυλική απεργία στα μεταλλεία του Νότου στις ΗΠΑ, στο λεγόμενο tri–state, τα πολιτειακά δηλαδή σύνορα μεταξύ Οκλαχόμα, Μισούρι και Κάνσας. Ήταν μια απεργία που κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια, ενδεικτική των μεγάλων παραδόσεων του αμερικανικού εργατικού κινήματος στην εποχή πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – παραδόσεις ελάχιστα γνωστές στο ελληνικό κίνημα. Στη σκληρή δεκαετία του ’30, μετά το κραχ του 1929, οι απεργοί μεταλλωρύχοι κράτησαν ψηλά τη σημαία του εργατικού κινήματος των Η.Π.Α., παλεύοντας ενάντια σε όλους: εταιρείες εξόρυξης, εργοδοτικά σωματεία, οπλισμένους παρακρατικούς, αμερικανικό κράτος.
O ταξιδιώτης που θα φτάσει στο λεγόμενο tri-state, το σημείο συνάντησης των τριών πολιτειών του αμερικάνικου Νότου, της Οκλαχόμα, του Μισούρι και του Κάνσας, θα εκπλαγεί από το θέαμα που θα αντικρύσει: αβυσσαλέες χοάνες, τρύπες του εδάφους που χάσκουν ορθάνοιχτες, σαν κουφάρια ενός γιγάντιου τέρατος. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, άνθρωποι ζούσαν, ανέπνεαν, πάλευαν για την επιβίωσή τους σε συνθήκες απερίγραπτης εξαθλίωσης μέσα σ’ αυτά τα λαγούμια, καθημερινοί πρωταγωνιστές της τεράστιας εξόρυξης μετάλλων. Η μισή ποσότητα ψευδαργύρου και μολύβδου που χρησιμοποιήθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο προερχόταν από τα πλούσια κοιτάσματα του αμερικάνικου Νότου.
Το απομονωμένο αλλά πλούσιο σε ορυκτό πλούτο tri-state
Η περιοχή του tri-state βρίσκεται στην καρδιά των νότιων πολιτειών. Περιλαμβάνει τις κομητείες Τζάσπερ και Νιούτον του Μισούρι, το Τσερόκι του Κάνσας και την Οττάβα της Οκλαχόμα. Σε αυτήν την τελευταία βρίσκεται η μικρή επαρχιακή πόλη Πίτσερ της Οκλαχόμα, στην οποία εκτυλίχθηκε μεγάλο μέρος της ιστορίας της απεργίας που ξέσπασε το 1935. Η πόλη Πίτσερ έδωσε το όνομά της μάλιστα και στην εταιρία εξόρυξης μετάλλων Eagle Picher, βασική πρωταγωνίστρια της απεργίας αλλά και της δημιουργίας του απεργοσπαστικού κινήματος και σωματείου, που θα δούμε παρακάτω. Πρόκειται για μια περιοχή με μεγάλο, τότε, ορυκτό πλούτο, που λειτουργούσε σαν βασική οδός για την εμπορική και όχι μόνο επικοινωνία των ΗΠΑ με το Μεξικό και τις νοτιότερες χώρες της αμερικάνικης ηπείρου. Τα ψηλά βουνά που την περιβάλλουν, τα βουνά Όζαρκ, δημιούργησαν συνθήκες απομόνωσης, όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά και από τις νέες ιδέες που διαδίδονταν με ταχύτητα τη δεκαετία του 1930. Συνέπεια της απομόνωσης ήταν η διαμόρφωση μιας κυρίαρχης κουλτούρας και ιδεολογίας στους κατοίκους του tri-state, αυτή των λευκών προτεσταντών που παινεύονταν για την καθαρότητα του αίματος και της περιοχής τους. Ινδιάνοι, νέγροι, Εβραίοι, συνδικαλιστές, ήταν όλες σχεδόν άγνωστες λέξεις για το tri-state. Διόλου τυχαίο που κανένα εργατικό σωματείο δεν κατάφερε να πετύχει την εγκατάστασή του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τον Τζωρτζ Σαγκς, καθηγητή Ιστορίας του πανεπιστημίου της Οκλαχόμα, υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι για την καθυστέρηση του συνδικαλισμού σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα την περίοδο εκείνη:
Πρώτα πρώτα, η ομοιογένεια του ντόπιου πληθυσμού δεν ενθάρρυνε την εγκατάσταση ξένων ως προς τον τύπο του λευκού εθνικιστή προτεστάντη. Η Κου Κλουξ Κλαν ήταν παραδοσιακά πολύ πιο δυνατή στις πολιτείες του Νότου από οπουδήποτε αλλού στις ΗΠΑ. Αν κάποιος μαύρος αποφάσιζε να μετακομίσει στο Πίτσερ, θα αντιμετώπιζε ψυχολογική αλλά και σωματική βία. Οι “ξένοι-outsiders” ήταν ανεπιθύμητοι εδώ. Το 1930 στην κομητεία Τσερόκι, σε συνολικό πληθυσμό 31.457, μόνο οι 1.061 (ποσοστό 3%) ήταν μαύροι. Στην ίδια κομητεία, οι Βαπτιστές προτεστάντες αποτελούσαν το 60% του ντόπιου πληθυσμού, οι Μεθοδιστές προτεστάντες το 27%, οι Καθολικοί το 15% ενώ οι Εβραίοι το 0,8%.
Το αμερικάνικο όνειρο του μεταλλωρύχου – φυματίωση και πνευμονοκονίαση
Οι καταγόμενοι από τα βουνά Όζαρκ, όπως θεωρούνται οι κάτοικοι του tri-state, ήταν σκληροτράχηλοι ορεινοί άνθρωποι, με ψηλό εθνικό και θρησκευτικό φρόνημα, έτοιμοι να αποτελέσουν απεργοσπαστικό μηχανισμό στις όχι και λίγες απεργιακές κινητοποιήσεις της περιόδου 1900-1940. Είχαν μάλιστα ήδη χρησιμοποιηθεί για να σπάσει η μεγάλη απεργία στην κλωστοϋφαντουργία το 1929 στη Νότια Καρολίνα. Όπως περιγράφει στη μηνιαία επιθεώρηση Engineering and Mining Journal (1921) ο δημοσιογράφος Λίνγουντ Γκάρισον:
«Όλοι οι εργολάβοι στο Πίτσερ ήταν κάποτε εργάτες που ανελίχθηκαν, σαν κάθε γνήσιο ντόπιο Αμερικάνο που του δίνεται η ευκαιρία, αν παραμείνει ελεύθερος από το σαράκι του συνδικαλισμού και την υποκριτική του προπαγάνδα».
Παρά την κοινωνική κινητικότητα, την υψηλή ομοιογένεια του πληθυσμού και τα μικρά «προνόμια» που αποκτούσαν οι εργάτες, ειδικά όσοι μεταφέρονταν στη χώρα ως απεργοσπαστικός μηχανισμός, οι συνθήκες διαβίωσης των ανθρακωρύχων και μεταλλωρύχων ήταν απαράδεκτες. Τα σπίτια στα οποία έμεναν θεωρούνταν ακατάλληλα, με ασυνήθιστα υψηλά ενοίκια, ενώ οι συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας στα λαγούμια ήταν ανύπαρκτες. Κατά συνέπεια, η πνευμονοκονίαση και η φυματίωση οργίαζαν μεταξύ του εργατικού δυναμικού.
Επίσημη έρευνα του Εθνικού Γραφείου Δημόσιας Υγείας το 1914 αποκάλυψε ότι ένας στους δύο εργάτες έπασχε από πνευμονοκονίαση ενώ δύο στους τρεις δεν ζούσαν περισσότερο από 40 χρόνια.
H Western Federation of Μiners (Δυτική Ομοσπονδία Μεταλλωρύχων) προσπαθούσε επί 30 ολόκληρα χρόνια να χτίσει παραρτήματα στο Τζόπλιν, την Γκαλένα και τις άλλες κωμοπόλεις που λειτουργούσαν απεργοσπαστικά στις απεργίες που η ομοσπονδία οργάνωνε. Όλες οι προσπάθειες έπεσαν στο κενό. Έμελλε ο διάδοχός της, το συνδικάτο International Union of Mine, Mill and Smelter workers (IUMMS) να καταφέρει για πρώτη φορά να «χτίσει» συνδικαλιστικά στο tri-state μετά το 1930.
Η ανάπτυξη του σωματείου και η κήρυξη απεργίας!
Ο Τόμας Μπράουν, πρόεδρος του International Union of Mine, mill and Smelter Workers είχε πάει ο ίδιος στο tri-state για να αναλάβει τη δημιουργία παραρτήματος. Μετά από αλλεπάλληλες συζητήσεις μεταξύ του προέδρου Τόμας Μπράουν και των μελών των τοπικών παραρτημάτων του IUMMS, αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί απεργία, με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των μεταλλωρύχων, αλλά και το παραπέρα χτίσιμο του συνδικάτου. Το έναυσμα για την έναρξη της απεργίας δόθηκε τα μεσάνυχτα της 8ης Μάη του 1935. Έτσι, στις 9 Μάη καμιά επιχείρηση εξόρυξης μετάλλου, μικρή η μεγάλη, δεν λειτουργούσε στο tri-state. Η συμμετοχή των εργατών ήταν καθολική, κάτι που κατατρόμαξε τους εργοδότες.
Η δημιουργία του απεργοσπαστικού blue card union
Έτσι, οι μεγάλες επιχειρήσεις εξόρυξης δημιούργησαν ένα δεύτερο σωματείο, απεργοσπαστικό-εργοδοτικό, για να «σπάσει» την απεργία. Στην ηγεσία του μπήκαν εργολάβοι της Eagle Picher, της Evanswaller και των άλλων μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου. Χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του Τζο Νόλαν (αργότερα ονομάστηκε ο βασιλιάς της σιδηρογροθιάς) επιστάτη της Eagle Picher, του Νιουτ Κίθλει, εργολάβου της ίδιας εταιρίας και του Γκλεν Χίκμαν, εργοδηγού της Black Eagle company. Η πιο διάσημη φιγούρα του απεργοσπαστικού κινήματος όμως ήταν ο Μάικ Έβανς, ένας τυχοδιώκτης που είχε κάνει και φυλακή στη Βινίτα της Οκλαχόμα για παράνομο εμπόριο αλκοόλ την εποχή της ποτοαπαγόρευσης.
Θαλασσοδάνεια και δωρεάν διακοπές, με όπλο την ανεργία
Τα μεγάλα αφεντικά του μετάλλου όχι μόνο έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στο νέο «εργατικό» δήθεν σωματείο, αλλά παρευρίσκονταν στις συνεδριάσεις του! Με χρηματοδότηση της Eagle Picher το «σωματείο» απέκτησε εφημερίδα, την Metal Mine and Smelter Worker που στη συνέχεια ονομάστηκε «Blue Card Record» (από τις μπλε κάρτες μέλους) η οποία με τη σειρά της έδωσε το όνομα στο απεργοσπαστικό σωματείο που ονομάστηκε «blue card union».
To απεργοσπαστικό «σωματείο» έφτασε στο σημείο να διοργανώνει κάμπινγκ, όπου όλα τα έξοδα ήταν πληρωμένα για τη σίτιση και τη στέγαση των μελών και των οικογενειών τους. Οι «γιορτές» του σωματείου, όπως τις έλεγαν, πραγματοποιούνταν σε ιδιόκτητη έκταση της Eagle Picher, στο Μαϊάμι και φυσικά χρηματοδοτούνταν από τους εργοδότες. Το blue card record εξασφάλιζε ακόμα και… άτοκα δάνεια για τα μέλη του, που έκαναν πολύ ευκολότερη τη ζωή των απεργοσπαστών.
Η επάνδρωση των αυτοκινήτων κρούσης (squad cars) οχημάτων εφόδου δηλαδή, με 5-6 οπλισμένα μέλη του blue card union έτοιμα… για όλα, ήταν μια μορφή εποχιακής απασχόλησης, που αμειβόταν με 4$ στο 8ωρο, ενώ οι μισθοφόροι έτρωγαν δωρεάν στο ξενοδοχείο Κόνελ.
Τα πρώτα επεισόδια
Από την 8η Μάη, όταν και ξεκίνησε η απεργία, δεν είχε παρατηρηθεί το παραμικρό επεισόδιο, η παραμικρή έκρηξη βίας. Στις 27 Μάη έγιναν οι πρώτοι διαξιφισμοί, όταν μέλη του συνδικάτου IUMMS συγκεντρώθηκαν έξω από το ξενοδοχείο Κόνελ, την ώρα που περίπου 100 απεργοσπάστες ήταν μέσα. Ο Έβανς πανικοβλήθηκε, τηλεφώνησε στο σερίφη της κομητείας της Οττάβα, Έλλις Ντράι, ζητώντας βοήθεια. Καθώς το αυτοκίνητο του σερίφη με άλλους 5 αστυνομικούς έφτανε στο ξενοδοχείο, δέχτηκε επίθεση με πέτρες και τούβλα από εξαγριωμένους απεργούς. Το αμάξι αναποδογύρισε, οι αστυνομικοί πετάχτηκαν έξω και ο σερίφης τραυματίστηκε.
Ο Νόλαν, ξεσηκώνοντας τα πλήθη, κινητοποίησε περίπου 500 απεργοσπάστες που επιβιβασμένοι σε αυτοκίνητα και εξοπλισμένοι με όπλα και σιδηρογροθιές, βγήκαν στο κυνήγι απεργών. Η συγκέντρωση έξω από το ξενοδοχείο Κόνελ σύντομα διαλύθηκε, οι απεργοί μέλη του σωματείου έψαξαν για ασφαλή καταφύγια, το κλίμα όμως μετά από αυτά τα γεγονότα οξύνθηκε πάρα πολύ και στις δυο πλευρές. Ο κυβερνήτης της Οκλαχόμα, Έρνεστ Μάρλαντ, διέταξε την εθνοφρουρά να επέμβει για να αποτρέψει τα χειρότερα. Στην πραγματικότητα, τα μέλη της συνεργάστηκαν ανοιχτά με τον απεργοσπαστικό μηχανισμό. Σε επιχείρηση στο ορυχείο Μπάλαρντ, στις 9 Ιούλη, ο στρατός εισέβαλε στο χώρο και «ξεφόρτωσε» περίπου 100 απεργοσπάστες.
Το IUMMS επιχείρησε να κλείσει ξανά το κάστρο της απεργοσπασίας, το ορυχείο της Eagle Picher, για ουσιαστικούς, μα και συμβολικούς λόγους. Με κινητοποίηση μελών και στις τρεις πολιτείες, έκλεισε το ορυχείο και τοποθέτησε σημαντική περιφρούρηση στις δυο πλευρές του δρόμου (Highway 66) που χωρίζει Κάνσας και Μισούρι. Οι απεργοσπάστες, προερχόμενοι από το Μισούρι, αντιμετώπισαν επίθεση με πέτρες ενώ ακούστηκαν πυκνοί πυροβολισμοί. Θύματα δεν υπήρξαν, η ήδη τεταμένη όμως ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε ακόμα περισσότερο. Τελικά το Grand Mill mine λειτούργησε ξανά μετά από παρέμβαση της εθνοφρουράς του Κάνσας.
Η απεργία όμως κρατούσε ακόμη αν και φανερά αποδυναμωμένη. Για ικανοποίηση των αιτημάτων δε γινόταν πια λόγος ούτε από τους ίδιους τους απεργούς, η θέση του IUMMS είχε αδυνατίσει τόσο ώστε ήταν ουτοπικό να ζητά να εκπροσωπήσει το σύνολο των μεταλλωρύχων σε συλλογικές διαπραγματεύσεις. Το ζητούμενο ήταν πια η ίδια η ύπαρξη του σωματείου, εκεί είχε μεταφερθεί η διαμάχη.
Το σχίσμα AFL και CIO και οι συνέπειες στο IUMMS
Την άνοιξη του 1937, δύο χρόνια μετά την έναρξη της απεργίας, ο Τόμας Μπράουν αντικαταστάθηκε από τον Ράιντ Ρόμπινσον. Δεν ήταν μια απλή αλλαγή φρουράς, ήταν μια αλλαγή ομοσπονδίας. Ο Μπράουν ήταν ηγετικό στέλεχος της AFL (American Federation of Labor) ενώ ο Ρόμπινσον της διάσπασής της, CIO (Committee for Industrial Organization). Η δεύτερη ήταν πιο ριζοσπαστική, σ’ αυτή συμμετείχαν ακόμα και μέλη του νεόκοπου Κομμουνιστικού Κόμματος Αμερικής.
Η AFL είχε γίνει απαράδεκτα ενδοτική απέναντι στους εργοδότες, ενώ είχαν εισχωρήσει ακόμα και εργοδοτικά σωματεία στις τάξεις της. Πρακτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην AFL συσπειρώνονταν οι craft workers (ειδικευμένοι υπάλληλοι, εργαζόμενοι σε εργολαβικές θέσεις) ενώ στη CIO οι βιομηχανικοί και ανειδίκευτοι εργάτες.
Η αλλαγή φρουράς στην ηγεσία του IUMMS χρησιμοποιήθηκε δεόντως από τους πολέμιους της απεργίας. Πλέον οι εργοδότες κατηγορούσαν τα μέλη του σωματείου ως κομμουνιστές, σοβιετικούς, συνωμότες και ομοφυλόφιλους! Επιπλέον, οι ηγέτες του blue card union πέτυχαν τη σύνδεση του σωματείου τους με την AFL, σε μια προφανή προσπάθεια να αποτινάξουν τη ρετσινιά του εργοδοτικού σωματείου.
Η τελευταία πράξη
Ο Απρίλης του 1937 έμελλε να είναι ο μήνας της τελικής «λύσης». Ο Ρόμπινσον πρότεινε τη διεξαγωγή πορείας μεταλλωρύχων από τις τρεις πολιτείες, Οκλαχόμα, Μισούρι και Κάνσας στο Πίτσερ. Οι Έβανς και Χίκμαν, μόλις πληροφορήθηκαν το γεγονός και αφού συσκέφτηκαν με τα μεγάλα αφεντικά, αποφάσισαν να δώσουν τη χαριστική βολή στο IUMMS. Επί τρεις μέρες γυρνούσαν από πόλη σε πόλη, κινητοποιώντας εκατοντάδες πολίτες, τάζοντας χρήματα και θέσεις εργασίας, προσφέροντας άφθονο ουίσκι και κατηγορώντας το σωματείο για προετοιμασία κομμουνιστικού πραξικοπήματος στο tri-state! Άφηναν ξεκάθαρα να εννοηθεί ότι θα χρησιμοποιούσαν βία απέναντι στους απεργούς και ότι θα υπήρχε μια σιδηρογροθιά διαθέσιμη για τον καθένα…
Το ξημέρωμα της 11ης Απριλίου ήταν ήρεμο και γλυκό, τίποτα δεν προμήνυε το τι θα ακολουθούσε. Μέσα σε λίγη ώρα, το κέντρο του Πίτσερ γέμισε από οπαδούς του blue card union σε κατάσταση μέθης και οπλισμένους ακόμα και με ντουφέκια. Ο Σάϊρους Σλάτερ, εμπειρογνώμονας του National Labor Relations Board ανέφερε: «Είδα άντρες να παραπατάνε από το ουίσκι, σε τέτοια κατάσταση ώστε προκαλούσαν με τις σιδηρογροθιές ο ένας τον άλλον!»
Το ραντεβού για την απεργιακή συγκέντρωση ήταν στις 2 το μεσημέρι, οι μπλε τραμπούκοι όμως δεν άντεχαν να περιμένουν. Πήγαν στο Χόκερβιλ, επιτέθηκαν στον Κέλλερ και αφού τον ξυλοκόπησαν, τον διέταξαν να φύγει από το tri-state. Η άρνησή του, τους εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο και προκάλεσε τη συνέχιση του ξυλοδαρμού, ώσπου εκείνος μεταφέρθηκε σε κώμα στο νοσοκομείο. Κατά τις 11.00, οι εξαγριωμένοι και μεθυσμένοι απεργοσπάστες κατευθύνθηκαν στα γραφεία του IUMMS στο Πίτσερ. Οπλισμένες και οι δυο πλευρές με ντουφέκια και καραμπίνες, έδωσαν κανονική μάχη. To τέλος της μέρας βρήκε τα γραφεία του IUMMS σε 3 πόλεις λεηλατημένα, 58 απεργούς στο νοσοκομείο (η κατάληξη των περισσοτέρων αγνοείται) και 1 νεκρό. Η απεργία είχε σβήσει, όπως έσβησε και κάθε παρουσία σωματείου στο tri-state.
Αντί επιλόγου
Τις επόμενες δεκαετίες, η εξορυκτική δραστηριότητα στο tri-state όλο και ελαττωνόταν. Οι ΗΠΑ πλέον προτιμούσαν να εισάγουν μόλυβδο, ψευδάργυρο και τα υπόλοιπα μέταλλα, έτσι οι επιχειρήσεις σταμάτησαν κάθε είδους επιχειρηματική δραστηριότητα, οι πόλεις άδειασαν και κάποιοι γέροντες έμειναν να θυμούνται τα γεγονότα του 1935-37 στο Πίτσερ και τις άλλες πόλεις του αμερικάνικου Νότου.
Ο ταξιδιώτης που θα φτάσει λοιπόν σήμερα στην περιοχή, πέρα από τα μνημεία στους ήρωες απεργούς που θα αντικρύσει, θα δει και την τεράστια οικολογική καταστροφή που προξένησαν πριν 60 και πλέον χρόνια οι μεγάλες εταιρίες εξόρυξης. Αν αφουγκραστεί στα άδεια λαγούμια, μπορεί και να ακούσει τις κραυγές αγωνίας του Κέλερ, τα ουρλιαχτά του Νόλαν, τις σιδηρογροθιές να πέφτουν με μανία στα ανοιγμένα κεφάλια των απεργών. Θα αισθανθεί όμως και την ανίκητη θέληση του εργαζόμενου για μια καλύτερη ζωή, την πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση και την εξόντωση που ακόμα συνεχίζεται.