Tης Γεωργίας Βαλωμένου (*)
Η απουσία εναλλακτικής πρότασης
Στις 12 Ιουλίου 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο, «ελλείψει καλύτερης εναλλακτικής πρότασης», σύμφωνα με τους υποστηρικτές της αλλά και πολλούς από τους επικριτές της.
Η διαπραγματευτική ήττα της κυβέρνησης, μια ήττα που μοιραζόμαστε όλοι όσοι τη στηρίξαμε, είναι η ήττα μιας συγκεκριμένης διαπραγματευτικής στρατηγικής, η οποία συνίσταται ακριβώς στην έλλειψη εναλλακτικής. Ο Γ. Βαρουφάκης, στην αρχή των διαπραγματεύσεων, είχε δηλώσει: «Αν δεν διανοείσαι την ρήξη, δεν μπορείς να διαπραγματευτείς». Ωστόσο, η διαπραγματευτική ομάδα δεν διανοήθηκε τη ρήξη, κάνοντας την πολιτική εκτίμηση πως η ρήξη θα είναι Αρμαγεδδώνας για τη χώρα — μια εκτίμηση για την οποία δεν δόθηκε ποτέ καμία αιτιολόγηση.
Η έλλειψη εναλλακτικής πρότασης από την πλευρά της κυβέρνησης, ακριβώς επειδή αποτελούσε στρατηγική επιλογή, δεν αντιμετωπίστηκε ως λάθος, ως κάτι για το οποίο θα έπρεπε να αποδοθούν ευθύνες. Αντίθετα, η κυβέρνηση, απαντώντας στην «κατηγορία» των αντιπάλων της ότι οδηγεί τη χώρα στη δραχμή, και επιλέγοντας να αγνοήσει εκείνους από τους υποστηρικτές της που είχε προσελκύσει με τη φράση «καμία θυσία για το ευρώ», ισχυρίστηκε –και έπεισε– πως ουδέποτε διανοήθηκε την έξοδο από την ευρωζώνη.
Οι όποιες φωνές ακούστηκαν για την ύπαρξη εναλλακτικής πρότασης, Plan b, ρήξη με την Ευρωζώνη αντιμετωπίστηκαν με ένα φάσμα αντιδράσεων που ξεκινούσε από την αποδόμηση και τη γελοιοποίηση και έφτανε έως την ποινικοποίηση. Δεν περιλάμβαναν όμως ούτε μία σοβαρή, τεκμηριωμένη απάντηση, αφού εξάλλου και το προηγούμενο διάστημα η συζήτηση για την εναλλακτική πρόταση δεν έγινε ποτέ με τέτοιους όρους. Η πλευρά του «πάση θυσία στο ευρώ» επιδόθηκε σε αφορισμούς και ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε στο ίδιο μοτίβο δικαιώνοντας την καθεστωτική προπαγάνδα των προηγούμενων χρόνων.
Η προπαγάνδα αυτή, εκτός από την απειλή της οικονομικής καταστροφής, περιελάμβανε και την απειλή της απομόνωσης. Το ευρώ είναι σύμβολο της ευρωπαϊκότητας, του «ανήκομεν εις στην Δύσιν» ενός λαού που ταλανίστηκε σε όλη του την ιστορία από αυτό το δίλημμα της ταυτότητας. Ο φόβος πως θα τιμωρηθούμε με αποβολή από την ευρωπαϊκή τάξη ως άτακτοι μαθητές πάτησε πάνω σε ένα βαθιά ριζωμένο φόβο, ιστορικά εξηγήσιμο και σε ένα βαθμό δικαιολογημένο και κατανοητό.
Έτσι, παρά το αναπάντεχο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, το οποίο ερμηνεύτηκε βεβαίως με διάφορους τρόπους, η κυρίαρχη αφήγηση αποφάνθηκε πως «ο λαός δεν είναι έτοιμος για ρήξη». Ο λαός με το Όχι του δήλωσε, αν μη τι άλλο, την υποστήριξή του στην κυβέρνηση που διαπραγματευόταν σκληρά και αν υπήρχε ένας σίγουρος τρόπος να πειστεί πως η ρήξη θα είναι καταστροφική, αυτός ήταν να του το πει ο δημοφιλέστατος ηγέτης του. Κι έτσι έγινε.
Ωστόσο, και παρότι η άποψη αυτή είναι διαδεδομένη, δεν υπάρχει ούτε ένας οικονομολόγος ή πολιτικός αναλυτής που να ισχυρίζεται τεκμηριωμένα πως το Μνημόνιο θα πετύχει να ξαναβγάλει τη χώρα στις αγορές – μια πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο μας το επιβεβαιώνει. Αντιθέτως, είναι πλήθος οι φωνές, εντός και εκτός Ελλάδας, που υποστηρίζουν πως η ύφεση και η λιτότητα οδηγούν σε αδιέξοδο (και το αδιέξοδο, στη συνέχεια, μπορεί να οδηγήσει σε Grexit). Κάποιες από αυτές υποστηρίζουν, επιπλέον, πως ο απεγκλωβισμός από την νομισματική πολιτική του ευρώ μπορεί μακροπρόθεσμα να αποτελέσει λύση για το ελληνικό πρόβλημα. Δεν πρόκειται για φωνές αριστερών και μαρξιστών οικονομολόγων, αλλά για μετριοπαθείς κεϋνσιανούς όπως, λ.χ., ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο Πολ Κρούγκμαν ή ο Μισέλ Αλιετά.
Από την άλλη, η Αριστερή Πλατφόρμα –τόσο ως «εσωτερική αντιπολίτευση» των πρώτων εφτά μηνών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ όσο και μετά ως βασικός κορμός της Λαϊκής Ενότητας–, μέχρι και σήμερα δεν κατάφερε να επικοινωνήσει την εναλλακτική πρόταση που ευαγγελίζεται με έναν πειστικό τρόπο. Τα ίδια τα μέλη της και οι υποστηρικτές της έχουν απορίες και ανησυχίες· αμφιβάλλουν. Είναι χαρακτηριστικό, και άξιο απορίας, ότι η πρόταση του καθηγητή και οικονομολόγου Κ. Λαπαβίτσα, η κατά γενική ομολογία πιο επεξεργασμένη και πιο τεκμηριωμένη πρόταση επιστροφής σε εθνικό νόμισμα και αλλαγής πολιτικής, δεν παρουσιάστηκε παρά μόνο μετά τις εκλογές και δεν προβλήθηκε ιδιαίτερα από την ΛΑΕ.
Παράλληλα, κάθε μέρα που περνάει γίνεται φανερό πως η εφαρμογή του Μνημονίου δεν αφήνει περιθώρια άσκησης αριστερής πολιτικής ούτε σε ζητήματα καθημερινότητας και δικαιωμάτων, όπως ισχυριζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά (ισχυρισμός που ίσως ήταν καθοριστικός για την εκλογική του νίκη). Με κυρίαρχο το ζήτημα του φράχτη στον Έβρο που δεν μπορεί να πέσει «για τεχνικούς λόγους», τα ΜΑΤ και τα χημικά, αλλά ακόμα και το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές — όλα τους προεκλογικά αιτήματα της Αριστεράς φαινομενικά ασύνδετα με το Μνημόνιο.
Υπάρχει όμως τίποτα ασύνδετο με το Μνημόνιο τελικά; Το Μνημόνιο δεν είναι απλώς μια οικονομική συμφωνία· είναι μια συμφωνία τρόπου διακυβέρνησης, ένα πολιτικό πρόγραμμα, που υπηρετεί πιστά το νέο αντιδημοκρατικό αφήγημα της ενωμένης Ευρώπης των Ισχυρών. Μάλλον είναι καιρός να αποτελέσει προτεραιότητα κάθε αριστερού αλλά και κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, κάθε αριστερού κόμματος, σχήματος και κινήματος, η αναζήτηση και προετοιμασία μιας εναλλακτικής πρότασης;
Γιατί αν δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση τότε κάθε κριτική στην κυβέρνηση και στην ασκούμενη πολιτική απαντιέται με το ερώτημα: «Έχεις κάτι καλύτερο να προτείνεις;». Γιατί η ίδια η έννοια της αντιπολίτευσης –απαραίτητη για τη λειτουργία της δημοκρατίας– αντλεί νόημα μέσα από την ύπαρξη εναλλακτικής. Γιατί η εναλλακτική και η ελπίδα που συνεπάγεται μπορεί να αποτελέσει κινητήριο δύναμη για την ύπαρξη κινήματος – και, βέβαια, την ίδια στιγμή, η ύπαρξη κινήματος είναι προϋπόθεση για την αναζήτηση της εναλλακτικής.
Είτε αυτή είναι η ρήξη με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. και η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα είτε είναι κάτι άλλο που ακόμα δεν έχει διατυπωθεί, είναι αναγκαίο να το επεξεργαστούμε και να το προετοιμάσουμε αμέσως. Παράλληλα είναι πολύ σημαντικό να δημιουργήσουμε συμμαχίες με την ευρωπαϊκή Αριστερά και τα κινήματα, ώστε αφενός να νικήσουμε το φόβο της απομόνωσης και αφετέρου να ενταχθεί η εναλλακτική πρόταση για την Ελλάδα σε ένα πλαίσιο εναλλακτικής πρότασης για την Ευρώπη.
Τα ερωτήματα που τίθενται κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για την εναλλακτική εξόδου από το ευρώ έχουν να κάνουν κυρίως με οικονομικά και πρακτικά ζητήματα και είτε εκφράζουν ειλικρινή αγωνία είτε στοχεύουν να απαξιώσουν την πρόταση. Για παράδειγμα: «Ποια θα είναι η ισοτιμία του εθνικού νομίσματος με τη δραχμή; Πόσο θα υποτιμηθεί; Σε πόσο καιρό; Πως θα παίρνουμε καύσιμα τους πρώτους μήνες;». Υπάρχουν απαντήσεις για όλα αυτά σε επίπεδο εκτιμήσεων και προβλέψεων στις διάφορες μελέτες και αξίζει κανείς να τις ψάξει αλλά δεν είναι όλα απολύτως προβλέψιμα ούτε και εύκολα. Πολλά θα εξαρτηθούν από τους συσχετισμούς που θα προκύψουν και από την συγκυρία, πολλά θα κριθούν σε πολιτικό και όχι σε οικονομικό επίπεδο. Όποια κι αν είναι η εναλλακτική πρόταση, θα είναι μια πρόταση ανατροπής, μια πρόταση επαναστατική. Μια πρόταση που θα έρθει σε σύγκρουση με το κατεστημένο και τα συμφέροντα, εντός και εκτός Ελλάδας. Και πιστεύω ότι πρέπει να ειπωθεί πια καθαρά πως εναλλακτική πρόταση εύκολη, βατή, με εγγυημένο αποτέλεσμα, δεν υπάρχει ούτε και μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς ένα συλλογικό υποκείμενο διατεθειμένο να τη στηρίξει, έναν λαό ενημερωμένο, αποφασισμένο και κυρίαρχο.
Το κείμενο αυτό δεν φιλοδοξεί να δώσει απαντήσεις ή να προτείνει λύσεις. Είναι μια φωνή αγωνίας για το ότι δεν γίνεται συζήτηση για την εξεύρεση εναλλακτικής. Είναι ένα κάλεσμα να μιλήσουμε καθαρά για την κοινωνία που θέλουμε, την ανάπτυξη του θέλουμε, τη δημοκρατία που θέλουμε, με ποιο τρόπο θα φτάσουμε εκεί και τις μάχες που είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε προκειμένου να το πετύχουμε.
Εκτός αν παραδοθούμε στην ΤΙΝΑ, προτιμώντας την «ασφαλή» οδό του Μνημονίου που οδηγεί σε αδιέξοδο (όπως είχε αναπτύξει με πληρότητα ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση, τα προηγούμενα χρόνια. Γιατί, χωρίς εναλλακτική, η αντιπολιτευτική μας ρητορική θα περιορίζεται στο να βρίζουμε την κυβέρνηση που διαχειρίζεται την εφαρμογή του Μνημονίου και όσους την υποστηρίζουν, μην έχοντας κάτι άλλο να προτείνουμε.