Στις 8 Απρίλη συμπληρώνονται 11 χρόνια από τον θάνατο της Μάργκαρετ Θάτσερ. Με αυτήν την αφορμή δημοσιεύουμε σήμερα τη μετάφραση παλιότερου άρθρου του σ. Νάιτζελ Σμιθ από το Internationalist Standpoint
Στις 8 Απριλίου του 2013 πέθανε η πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μάργκαρετ Θάτσερ. Η Θάτσερ είναι μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της βρετανικής πολιτικής των τελευταίων εκατό ετών, όχι μόνο επειδή ήταν η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και εξαιτίας του ρόλου της στη διαμόρφωση του πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα της χώρας. Παράλληλα η νεοφιλελεύθερη προσέγγισή της, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη αντίληψη του προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν, επηρέασαν βαθιά την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.
Η Θάτσερ εξελέγη πρωθυπουργός για πρώτη φορά στις 4 Μαΐου του 1979 και κέρδισε δύο ακόμη θητείες στο αξίωμα το 1983 και το 1987, πριν τελικά το ίδιο της το κόμμα (οι Συντηρητικοί, ή Τόρηδες) την εξανάγκασαν σε παραίτηση μετά από έντεκα χρόνια πρωθυπουργίας, το 1990.
Καταγωγή και επιρροές
Η Θάτσερ επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον δεξιό πολιτικό και μέντορά της, Κιθ Τζόζεφ, ο οποίος είχε αντίστοιχα επηρεαστεί από τις νεοφιλελεύθερες ιδέες του Μίλτον Φρίντμαν και του Φρίντριχ Χάγιεκ. Η Θάτσερ και ο Τζόζεφ ενθάρρυναν τα μέσα ενημέρωσης να χρησιμοποιούν τον όρο Θατσερισμός για να περιγράψουν τις ιδέες της για την κοινωνία και την οικονομία. Αυτό έγινε προκειμένου να προωθηθεί η αντίληψη ότι η Θάτσερ ήταν κατά κάποιο τρόπο οραματίστρια. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο παρουσιαζόταν η Θάτσερ, δόθηκε επίσης μεγάλη έμφαση στις σπουδές της στη χημεία, καθώς και στην ταπεινή της καταγωγή (ήταν κόρη ενός μανάβη, αν και ο πατέρας της έγινε κάποια στιγμή δήμαρχος του Γκράνθαμ).
Η Θάτσερ παρουσίασε τον εαυτό της και τους υποστηρικτές της μέσα στο κόμμα σαν το πολιτικά στιβαρό τμήμα του, ενώ τους αντιπάλους της Συντηρητικούς ως μαλθακούς. Ως πρωθυπουργός κράτησε μακριά από το υπουργικό της συμβούλιο τους πιο μετριοπαθείς εκπροσώπους του κόμματος, προκειμένου να μην αντιμετωπίσει σοβαρή αντίσταση όταν θα εφάρμοζε τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της, την οποία ορισμένα στελέχη θεωρούσαν ακραία.
Ιδιωτικοποιήσεις και διάλυση της βιομηχανίας
Η προσέγγιση της Θάτσερ για την οικονομία ήταν αυτή της σθεναρής υποστήριξης των συμφερόντων του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τομέα έναντι εκείνων της παραγωγής και των εργαζομένων. Ξεκίνησε μια σταυροφορία σαρωτικών ιδιωτικοποιήσεων των εθνικοποιημένων βιομηχανιών της Βρετανίας και επίσης προώθησε την πώληση –σε εξευτελιστικές τιμές– των δημοτικών κατοικιών που είχαν χτιστεί για να στεγάσουν τους εργαζόμενους, τόσο μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων όσο και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνησή της αποκόμισε σημαντικά έσοδα, τα οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματική αξία των βιομηχανιών και των δημόσιων δομών που πωλήθηκαν. Υποστήριξε επίσης το κλείσιμο σημαντικών τμημάτων της βρετανικής βιομηχανίας, με αποτέλεσμα ο τομέας του χάλυβα, τα ναυπηγεία και οι αυτοκινητοβιομηχανίες να συρρικνωθούν ή και να εξαφανιστούν. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της η Βρετανία άρχισε να μετακινείται με ταχείς ρυθμούς από μια οικονομία βασισμένη στη βιομηχανική παραγωγή σε μια οικονομία βασισμένη στις υπηρεσίες.
Η Θάτσερ επέβαλε την πολιτική μαζικών κλεισιμάτων στη βιομηχανία, υποστηρίζοντας ότι η Βρετανία θα μπορούσε να επωφεληθεί από έναν επιτυχημένο τομέα υπηρεσιών. Αυτό οδήγησε στην αύξηση των ανέργων, από λιγότερους από ενάμισι εκατομμύριο σε πάνω από τρία εκατομμύρια, μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια.
Η Θάτσερ έβαλε τη νομισματική πολιτική της πάνω από τις θέσεις εργασίας. Αύξησε τα επιτόκια προκειμένου να επιβραδύνει την αύξηση της προσφοράς χρήματος και συνεπώς να μειώσει τον πληθωρισμό, γεγονός που άσκησε πίεση στις επιχειρήσεις και αύξησε την ανεργία.
Η εικόνα της δύναμης
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας της Θάτσερ, πολλοί στο κόμμα της θεώρησαν ότι δεν θα τα κατάφερνε και κάποιοι από τους κορυφαίους υπουργούς την συμβούλευσαν να παραιτηθεί. Αυτό οδήγησε στην περίφημη φράση της στο συνέδριο των Τόρηδων το 1980: «Η κυρία δεν γυρίζει πίσω». [1]
Παρότι η Θάτσερ ήταν σταθερά αντιδημοφιλής στον βρετανικό λαό, τον Απρίλιο του 1982 η δικτατορία της Αργεντινής εισέβαλε στα νησιά Φόκλαντ. Πολύ λίγο καιρό πριν, η βρετανική κυβέρνηση σχεδίαζε σημαντικές περικοπές στις ναυτικές δαπάνες, αλλά μετά την εισβολή η Θάτσερ διέταξε μια επίλεκτη στρατιωτική ομάδα να αποπλεύσει για να ανακτήσει τα νησιά από τις δυνάμεις της Αργεντινής.
Η βρετανική δύναμη αποτελούνταν από άρτια καταρτισμένα, πλήρως επαγγελματικά στρατεύματα, τα οποία βρέθηκαν αντιμέτωπα με έναν ανίσχυρο, ανεπαρκώς εξοπλισμένο και εκπαιδευμένο στρατό. Η νίκη ήταν γρήγορη και αποφασιστική και η Θάτσερ χρησιμοποίησε κυνικά αυτόν τον πόλεμο για να ενισχύσει τη δημοτικότητά της στο εσωτερικό της χώρας. Καλλιέργησε την εικόνα ότι ήταν ένα με τις ένοπλες δυνάμεις και πόζαρε στα μέσα ενημέρωσης σαν να διοικούσε άρματα μάχης.
Στόχος να συντριβούν τα συνδικάτα
Η Θάτσερ κατάλαβε ότι για να επιτύχει τις πολιτικές της φιλοδοξίες θα έπρεπε να τσακίσει τα συνδικάτα. Η ίδια περιφρονούσε βαθιά τον συνδικαλισμό και είχε βιώσει την πτώση της συντηρητικής κυβέρνησης του Έντουαρντ Χιθ το 1974, η οποία οφειλόταν κυρίως στην ισχύ και τις απεργιακές κινητοποιήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Μετά τη σαρωτική νίκη στις εκλογές του 1983, η Θάτσερ αισθάνθηκε αρκετά ισχυρή ώστε να τα βάλει με την εργατική τάξη.
Προκάλεσε μια απεργία της Εθνικής Ένωσης Ανθρακωρύχων (NUM) σε μια χρονική στιγμή που βόλευε την κυβέρνηση, αφού είχε δημιουργήσει μαζικές προμήθειες άνθρακα στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής της χώρας.
Η απεργία διήρκεσε ένα χρόνο, από τις 6 Μαρτίου 1984 έως τις 3 Μαρτίου 1985. Καθ’ όλη τη διάρκεια της, οι ανθρακωρύχοι ήταν σε μεγάλο βαθμό απομονωμένοι και παρόλο που υποστηρίχθηκαν από τους απλούς ανθρώπους της εργατικής τάξης, η υποστήριξη από τα υπόλοιπα εργατικά συνδικάτα ήταν πολύ περιορισμένη και χωρίς πραγματικό συντονισμό και αποφασιστικότητα.
Η Θάτσερ χρησιμοποίησε όλη τη δύναμη της κρατικής μηχανής εναντίον των απεργών και η αστυνομία έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό. Αστυνομικοί μεταφέρθηκαν από το Λονδίνο στη Βόρεια Αγγλία για να αντιμετωπίσουν τους ανθρακωρύχους, ενώ δύο ανθρακωρύχοι δολοφονήθηκαν από την αστυνομία. Πολλοί ακόμη τραυματίστηκαν, ενώ τα γεγονότα στο ανθρακωρυχείο Orgreave, όπου η αστυνομία επιτέθηκε στους εργάτες με μεγάλη αγριότητα, εξακολουθούν να φυλάσσονται σαν επτασφράγιστο μυστικό μέχρι και σήμερα.
Η ήττα της απεργίας των ανθρακωρύχων ήταν μια σημαντική ήττα για την εργατική τάξη στη Βρετανία και ακολουθήθηκε από μια μακρά περίοδο υποχώρησης των συνδικάτων γενικά, αλλά και απώλειας βασικών συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση Θάτσερ χειρίστηκε την υπόθεση των ανθρακωρύχων, ουσιαστικά προκαλώντας την απεργία όταν βόλευε την ίδια, μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό μάθημα για τους συνδικαλιστές: μην επιτρέπετε στον αντίπαλο να έχει το πλεονέκτημα της επιλογής της μορφής και του χρόνου του αγώνα.
Νεοφιλελεύθερη μέχρι το κόκαλο
Η κυβέρνηση Θάτσερ συνέχισε να εφαρμόζει με γοργούς ρυθμούς τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της ιδιωτικοποιώντας τις τηλεπικοινωνίες, κάτι που σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Τζέηκομπ Γουόρντ (Jacob Ward ήταν «μια στιγμή ορόσημο για τον νεοφιλελευθερισμό». Πράγματι, αυτή η επιτυχία της Θάτσερ έγινε πρότυπο που ακολούθησαν κι άλλες χώρες στην πώληση των κρατικών υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας.
Η Θάτσερ επέδειξε ανυπέρβλητο ζήλο στην υποστήριξη των δυνάμεων της αγοράς. Ανάμεσα σε άλλα, είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό κατά το οποίο η Θάτσερ προωθούσε τα αμερικανικά ελικόπτερα Sikorsky έναντι των βρετανικών ελικοπτέρων Westland, εις βάρος της εθνικής οικονομίας.
Η Θάτσερ μισούσε με πάθος τον σοσιαλισμό και τον κομουνισμό και λασπολογούσε εναντίον αυτών των ιδεολογιών, πιθανά χωρίς να τις κατανοεί. Όταν της ζητήθηκε να περιγράψει τον σοσιαλισμό, απάντησε απλώς ότι πρόκειται για ένα σύστημα που προσφέρει κρατική στήριξη στην αναποτελεσματική βιομηχανία.
Το τέλος της εποχής της Θάτσερ
Προς το τέλος της πρωθυπουργίας της, η Θάτσερ βρέθηκε στο στόχαστρο στελεχών του ίδιου της του κόμματος. Η αντιευρωπαϊκή της στάση και η άρνησή της να επιτρέψει στενότερους δεσμούς με την Ευρώπη αποδείχθηκε αντιδημοφιλής σε πολλούς υπουργούς των Τόρηδων και η ηγεσία της άρχισε να αμφισβητείται για άλλη μια φορά. Ωστόσο, αυτό που οδήγησε στην πτώση της ήταν η ακραία επιθετική πολιτική της γύρω από τον Κεφαλικό Φόρο (Poll Tax), έναν φόρο που θα εφαρμοζόταν ενιαία για όλους, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Αυτό το μέτρο προκάλεσε γενικευμένη οργή, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία της βρετανικής κοινωνίας το αντιλαμβανόταν ως αυτό ακριβώς που ήταν: ένα μέτρο άδικο που στρεφόταν με βάναυσο τρόπο ενάντια στην εργατική τάξη.
Η πολιτική κρίση της Θάτσερ άρχισε να αμφισβητείται και η αντίθεση στον κεφαλικό φόρο συνέχισε να εντείνεται. Η αντίθεση αυτή συντονίστηκε από μια σειρά ομάδες ακτιβιστών, με την οργάνωση «Militant» να παίζει κεντρικό συντονιστικό ρόλο, οργανώνοντας με επιτυχία μια μαζική εκστρατεία άρνησης πληρωμής του κεφαλικού φόρου. Πολλοί οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, τα οποία ωστόσο κάποια στιγμή «φράκαραν» εξαιτίας του τεράστιου αριθμού ανθρώπων που συμμετείχαν στην εκστρατεία, με συνολικά δεκαοκτώ εκατομμύρια νοικοκυριά να αρνούνται να πληρώσουν. Σε πολλές πόλεις σημειώθηκαν κινητοποιήσεις με επεισόδια, αλλά και μεγάλη αύξηση της υποστήριξης προς το Εργατικό Κόμμα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες σε συνδυασμό, αναδείκνυαν το γεγονός ότι ο χρόνος της Θάτσερ είχε τελειώσει, τόσο στα μάτια της βρετανικής κοινωνίας συνολικά όσο και του ίδιου του Συντηρητικού Κόμματος . Η Θάτσερ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 28 Νοεμβρίου του 1990. Μετά την παραίτησή της από την πρωθυπουργία απέφευγε συστηματικά το κοινοβούλιο, ενώ παραιτήθηκε και από βουλευτής το 1992.
Η κληρονομιά της Θάτσερ
Πολλοί πολιτικοί σχολιαστές θα συμφωνούσαν ότι πέρα από τις υπηρεσίες που προσέφερε στις νεοφιλελεύθερες ιδέες, το μεγαλύτερο επίτευγμά της ήταν η μετατροπή του Εργατικού Κόμματος στο νεοφιλελεύθερο «Νέο Εργατικό Κόμμα».[2] Το σημερινό Εργατικό Κόμμα, παρά το προσωρινό φαινόμενο του «Κορμπινισμού», είναι τουλάχιστον τόσο δεξιό όσο ήταν το «Νέο Εργατικό Κόμμα». Ο Τόνι Μπλερ ήταν υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, της ιδιωτικοποίησης του Εθνικού Συστήματος Υγείας, κλπ, και παρότι οι κυβερνήσεις των Εργατικών τείνουν να δαπανούν περισσότερα για τις δημόσιες υπηρεσίες από τις κυβερνήσεις των Συντηρητικών, οι πραγματικές πολιτικές διαφορές μόνο οριακά μπορούν να διακριθούν. Ο Νιλ Κίννοκ, που υπήρξε ηγέτης των Εργατικών για ένα μεγάλο κομμάτι της περιόδου κατά την οποία το κόμμα βρισκόταν στην αντιπολίτευση απέναντι στη Θάτσερ, ήταν πολύ πιο επιθετικός ενάντια στους σοσιαλιστές μέσα στο κόμμα του, παρά στην ίδια την Θάτσερ. Προετοίμασε στην ουσία το έδαφος για τον Τόνι Μπλερ, ο οποίος έγινε ο αγαπημένος της άρχουσας τάξης.
Έτσι σήμερα, η κληρονομιά της Θάτσερ ζει μέσα από τις πολιτικές που εφαρμόζουν οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Τα επιτεύγματά της εξυμνούνται από την άρχουσα τάξη και τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης, αλλά είναι μισητή από πλατιά στρώματα των εργαζομένων. Γι’ αυτούς, η Θάτσερ υπήρξε πάντοτε εχθρός, ενώ η διάλυση των εργατικών δικαιωμάτων και η ακραία επιδείνωση των συνθηκών εργασίας που επέβαλε με τις πολιτικές της, εξακολουθούν να υφίστανται.
Οι εργατικοί αγώνες και οι απεργίες που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια, είναι μια ευκαιρία για την εργατική τάξη στη Βρετανία να δείξει τη δύναμή της και να αρχίσει να βάζει ξανά αναχώματα στις νεοφιλελεύθερες ιδέες που γέννησε η Θάτσερ, καθώς και στις ιδέες που συνδέονται στενά με τον Θατσερισμό και διαδίδονται τόσο από τους Τόρηδες, όσο και από το Εργατικό κόμμα.
Η Θάτσερ είναι νεκρή – ζήτω η αλληλεγγύη της εργατικής τάξης!