Του Κυριάκου Χάλαρη
Η 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ διεξάχθηκε σε ένα αντιφατικό κλίμα. Από τη μια οι δημοσκοπήσεις που έδειχναν αύξηση στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη προβληματισμός για το νόημα της συνδιάσκεψης και για το ίδιο το μέλλον του συμμαχικού σχήματος μετά από μια μεγάλη περίοδο εσωτερικών συγκρούσεων, διασπάσεων και αδυναμίας ουσιαστικής παρέμβασης στα κινήματα της προηγούμενης περιόδου. Αυτή η αντιφατικότητα εκφράστηκε και στην προσέλευση που δεν είχε καμιά σύγκριση με τις προηγούμενες πανελλαδικές συνδιασκέψεις, ιδίως αυτές των πρώτων χρόνων. Συνολικά είχαν εκλεγεί για να παραστούν στις διαδικασίες γύρω στα 800 άτομα (αντιπρόσωποι) όμως στην πράξη ο αριθμός όσων πέρασαν δεν ξεπέρασε τα 600 άτομα με το μάξιμουμ των παρευρισκομένων στην αίθουσα να φτάνει το πολύ τους 500 την ώρα της ομιλίας του Αλέξη Τσίπρα (και να αδειάζει αμέσως μετά).
Να ξεκινήσουμε από τα θετικά, αναφέροντας πως υπήρχαν σημαντικά προχωρήματα σ’ αυτή τη συνδιάσκεψη.
Σημαντικό είναι το προχώρημα στις πολιτικές θέσεις, όπως εκφράστηκε στο εισηγητικό κείμενο που διάβασε ο Γιάννης Μπανιάς και όπως αποτυπώθηκε στην πολιτική απόφαση. Εκεί για πρώτη φορά εκφράζονται θέσεις που απαντούν σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι στο παρελθόν στο ζήτημα της κρίσης, από την πλευρά των εργαζομένων. Θέσεις που, βέβαια, υπήρχαν στο τραπέζι των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ εδώ και χρόνια αλλά που μόλις τώρα υιοθετήθηκαν (κατά τη γνώμη μας, δηλαδή, με μεγάλη καθυστέρηση).
Στο θέμα του χρέους, η θέση του κειμένου «Μόνη λύση είναι η αθέτηση πληρωμών προς τους δανειστές τοκογλύφους και η αποφασιστική διαγραφή του μέγιστου μέρους του δημόσιου χρέους» αποτελεί προχώρημα σε σχέση με την πιο παλιά θέση περί επαναδιαπραγμάτευσης ή αναδιάρθρωσης (στην ουσία). Ακόμα υπάρχουν δισταγμοί από το ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετήσει το αίτημα της πλήρους άρνησης πληρωμής του χρέους (μόνο κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ το υιοθετούν) κι αυτό κατά τη γνώμη μας αποτελεί αδυναμία. Ακόμα και αυτή η νέα θέση είναι κοντά, στην πραγματικότητα, στη θέση της «επαναδιαπραγμάτευσης» του χρέους που υποστήριζε μέχρι τώρα.
Το αίτημα της εθνικοποίησης ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος κάτω από εργατικό και κοινωνικό έλεγχο και διαχείριση είναι επίσης σημαντικό αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι πρότινος, ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούσε το αίτημα για ισχυρό δημόσιο τραπεζικό πυλώνα που θα λειτουργεί παράλληλα με τις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες (κάτι που υποστήριζαν ακόμα και στελέχη του ΠΑΣΟΚ όπως η πρώην υπουργός Λούκα Κατσέλη).
Η άμεση επαναφορά στην ιδιοκτησία του Δημοσίου, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, των Δημόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισμών, που ξεπουλήθηκαν ή βρίσκονται στη διαδικασία να ξεπουληθούν, είναι επίσης ένα απαραίτητο και σωστό αίτημα για την αριστερά. Το ίδιο αφορά αιτήματα για τις μεγάλες επιχειρήσεις (ΟΤΕ, ΔΕΗ, στρατηγικού χαρακτήρα επιχειρήσεις), για τη φορολόγηση του πλούτου και πολλά άλλα.
Σε ότι αφορά το ζήτημα των δομών και της λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει κάποιο κατ’ αρχήν βήμα με το γεγονός ότι για πρώτη φορά εκλέχτηκαν αντιπρόσωποι. Αυτό που μένει να δούμε είναι τι ρόλο θα έχουν αυτοί οι αντιπρόσωποι, αν θα έχουν και πως αυτό θα εκφραστεί στη συλλογική λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ.
Παρά τα προχωρήματα αυτά όμως, η βασική εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Και αυτό γιατί ο δημόσιος λόγος του ΣΥΡΙΖΑ είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ταυτισμένος με το δημόσιο λόγο του ΣΥΝ και βασικά του προέδρου του, Αλέξη Τσίπρα. Ο οποίος με μεγάλη ευκολία μπορεί να αναιρεί όλα αυτά τα οποία «καταχτιούνται» στις πανελλαδικές διαδικασίες, καθώς δεν υπάρχει τρόπος να ελέγχεται η κοινοβουλευτική ομάδα και ο πρόεδρος του ΣΥΝ από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Χαρακτηριστικά, την ίδια ημέρα που ξεκινούσε η διαδικασία της πανελλαδικής, στην εισήγησή του στο Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς όπου είναι και αντιπρόεδρος, ο Αλέξης Τσίπρας διατύπωνε τις εξής προτάσεις για την κρίση:
«ο έλεγχος του δημόσιου χρέους, η διαγραφή σημαντικού μέρους του σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, η επιμήκυνση των προθεσμιών και η απλοποίηση των όρων αποπληρωμής του. …η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να απορροφήσει σημαντικό μέρος του εθνικού δημόσιου χρέους ώστε τα κράτη να καταβάλουν το χαμηλότερο δυνατό επιτόκιο, να εκδώσει ευρωομόλογα και να παρέχει κεφάλαια για ένα πρόγραμμα βιώσιμης κοινωνικά και οικονομικά ανάπτυξης».
Πρόκειται για προτάσεις που έχουν υιοθετηθεί σχεδόν στο σύνολό τους από μεγάλα κομμάτια της αστικής τάξης πανευρωπαϊκά! Είναι δυνατόν οι προτάσεις της αριστεράς να μην ξεφεύγουν απ’ αυτά τα όρια; Να μην ξεφεύγουν ούτε χιλιοστό από τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος;!
Στην ίδια την πανελλαδική συνδιάσκεψη, η βασική έμφαση της ομιλίας του Α. Τσίπρα ήταν αυτή που είναι όλο το τελευταίο διάστημα: εκλογές και απλή αναλογική. Και αυτό χωρίς να εξηγήσει πώς θα βοηθήσουν οι εκλογές το κίνημα να ανατρέψει τα μέτρα του Μεσοπρόθεσμου.
Με άλλα λόγια, οι αποφάσεις των πανελλαδικών συνδιασκέψεων ακόμα και αν είναι οι καλύτερες, δεν έχουν κανένα τρόπο να φτάσουν στην υπόλοιπη κοινωνία και να γίνουν όπλα στα χέρια του κινήματος.
Σαφής διαφοροποίηση από τις προγραμματικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά στο ζήτημα του χρέους, έκφρασε ο Παναγιώτης Λαφαζάνης. Ο Λαφαζάνης σωστά εξήγησε ότι η άρνηση πληρωμής του χρέους είναι η μόνη καθαρή θέση ακόμα και αν ο στόχος είναι η δραστική μείωσή του. Συνέδεσε την έξοδο από την κρίση με τη σοσιαλιστική προοπτική και διαφοροποιήθηκε και στο ζήτημα των συμμαχιών που βασικά προτείνει ο Αλέξης Τσίπρας βάζοντας ως πρώτη προτεραιότητα τη συμμαχία των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς που θα έπρεπε να γίνει θεμέλιο για να αναπτυχθούν συμμαχίες και με άλλες δυνάμεις. Ο Π. Λαφαζάνης και το Αριστερό Ρεύμα που αντιπροσωπεύει, τοποθετήθηκαν πιο σωστά και στα προγραμματικά θέματα και σε ζητήματα τακτικής.
Τα τελευταία χρόνια, όπως και πολλοί ομιλητές διαπίστωναν στις διαδικασίες της πανελλαδικής, έχουν χαθεί πολλές ευκαιρίες για το ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα η αντικειμενική κατάσταση, το κίνημα δηλαδή και η απόλυτη χρεοκοπία των δύο μεγάλων κομμάτων, δίνουν μια νέα ευκαιρία η οποία εκφράζεται και μέσα από τις δημοσκοπήσεις. Η καθαρή, ξεκάθαρη πολιτική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ και η ουσιαστική εμπλοκή του με το κίνημα είναι αυτά που θα δείξουν αν είναι έτοιμος να την εκμεταλλευτεί ή αν θα την αφήσει άλλη μια φορά να πάει χαμένη.