Άρθρο του σ. Νιχάτ Χαλέπλι από το Internationalist Standpoint.
Έχουν περάσει 33 χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που συνοδεύτηκε από μαζικές διαδηλώσεις, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που κατέληξε στην παλινόρθωση του καπιταλισμού και την επανένωση της Γερμανίας. Οι εκπρόσωποι του καπιταλιστικού συστήματος, οι οποίοι διακήρυξαν την ανατροπή του σταλινισμού (τον οποίο ονόμασαν «πραγματικό σοσιαλισμό») ότι αποτελεί την τελική νίκη του καπιταλισμού επί του σοσιαλισμού, μιλούν σήμερα για την πιθανότητα ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου με πυρηνικά όπλα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους, που προπαγάνδιζαν επί χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και του σταλινικού ανατολικού μπλοκ ότι ο σοσιαλισμός ήταν ένα μη λειτουργικό σύστημα, θα συνεχίσουν αυτήν την προπαγάνδα. Είναι σαν να «ξεχνούν» το γεγονός ότι το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο σήμερα έχει φέρει την ανθρωπότητα και τη φύση στο χείλος της καταστροφής, δεν λειτουργεί για δισεκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Η ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ ή αλλιώς Ανατολική Γερμανία) και η κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου ήταν στενά συνδεδεμένες με τα συμφέροντα της κυρίαρχης γραφειοκρατικής κάστας στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ). Η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ καθοριζόταν φυσικά από τις ανησυχίες για την ασφάλειά της απέναντι στην επιθετικότητα των ιμπεριαλιστών. Αλλά οι ανησυχίες αυτές αφορούσαν επίσης και τις επαναστατικές διεργασίες στον υπόλοιπο κόσμο που θα μπορούσαν να αποτελέσουν έμπνευση για την εργατική τάξη στην ΕΣΣΔ να αγωνιστεί για πραγματική εργατική δημοκρατία. Στο πλαίσιο αυτό, η σοβιετική γραφειοκρατία παρενέβαινε στα επαναστατικά εργατικά κινήματα μέσω των κομμουνιστικών κομμάτων σε άλλες χώρες.
Αυτή η πολιτική είχε τεράστιο κόστος για τους αγώνες της εργατικής τάξης σε όλο τον κόσμο. Η πολιτική του «σοσιαλφασισμού» της σταλινικής γραφειοκρατίας ενάντια στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (ισχυριζόμενη ότι η σοσιαλδημοκρατία ήταν μεγαλύτερος εχθρός του εργατικού κινήματος από το φασισμό!), οδήγησε στην κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ στη Γερμανία. Η άλλη όψη του ίδιου «σταλινικού νομίσματος», η πολιτική του «Λαϊκού Μετώπου» (που προπαγάνδιζε τη συμμαχία των εργατικών κομμάτων με τις αστικές δυνάμεις), οδήγησε το 1936 την ισπανική επανάσταση στην ήττα. Λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το σταλινικό Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης υπέγραψε το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να αποτρέψει μια επίθεση των Ναζί στην ΕΣΣΔ. Αυτή η επαίσχυντη συμφωνία υπογράφηκε επίσης για να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της κυρίαρχης γραφειοκρατικής κάστας στην Πολωνία και τις άλλες χώρες της Βαλτικής. Όταν ο Χίτλερ εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση, ο Στάλιν σχημάτισε έναν αντιχιτλερικό συνασπισμό με τις καπιταλιστικές ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία χωρίς αρχές, διαλύοντας μάλιστα την Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής).
Μετά τον πόλεμο
Η Βρετανία και οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αρχικά ήλπιζαν ότι ο Χίτλερ θα επιτίθονταν πρώτα και θα νικούσε τη Σοβιετική Ένωση. Αλλά δεδομένου του γερμανικού ναζιστικού-καπιταλιστικού ιδεώδους να γίνει παγκόσμια δύναμη, αναγκάστηκαν να σχηματίσουν συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση για να τον σταματήσουν.
Με την ήττα του χιτλερικού ναζισμού, η βάση αυτής της συμμαχίας εξαφανίστηκε. Καθοριστική για τη σχέση αυτών των μπλοκ ήταν η βαθιά σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ δύο θεμελιωδώς διαφορετικών οικονομικών συστημάτων – του καπιταλισμού από τη μια πλευρά και του σοσιαλισμού, έστω και παραμορφωμένου, από την άλλη.
Η εξάπλωση των σοσιαλιστικών ιδεών και κινημάτων σε πολλές χώρες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετωπίστηκε με ανησυχία από τα ιμπεριαλιστικά κράτη. Στις 5 Μαρτίου του 1946, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ έκανε μια ομιλία στην οποία κήρυξε πολιτικό πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ και επινόησε τον όρο «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Ο Τσόρτσιλ κάλεσε τα καπιταλιστικά κράτη να σχηματίσουν συμμαχία εναντίον του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Ταυτόχρονα, αυτή ήταν η αρχή του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των δύο αντιπάλων συστημάτων. Τον Μάρτιο του 1947, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τρούμαν ανακοίνωσε ένα δόγμα οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας προς τις χώρες που υποτίθεται ότι απειλούνταν από την ΕΣΣΔ. Ο πόλεμος της Κορέας ήταν μια από τις πρώτες στρατιωτικές συγκρούσεις δια (αν και όχι αποκλειστικά) αντιπροσώπων. Από την άλλη πλευρά, το Σχέδιο Μάρσαλ δρομολογήθηκε για την αποτροπή του σοσιαλισμού στην Ευρώπη. Οι πολιτικές αυτές συνοδεύτηκαν από ένα σφοδρό αντικομμουνιστικό «κυνήγι μαγισσών», ιδίως στις ΗΠΑ.
Διαχωρισμός της Γερμανίας
Στις 23 Μαΐου 1949 ιδρύθηκε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας, υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Ακολούθησε, στις 7 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, η ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) στο έδαφος που ελεγχόταν από την ΕΣΣΔ.
Η σοβιετική γραφειοκρατία δεν ήθελε μια σοσιαλιστική Γερμανία. Αντίθετα, προτιμούσε ένα αποστρατιωτικοποιημένο, ουδέτερο, καπιταλιστικό κράτος-φύλακα, το οποίο θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά της για τη δημιουργία σταθερότητας και ασφάλειας. Τα συμφέροντα της γραφειοκρατίας απαιτούσαν τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, την καταστολή των ανεξάρτητων σοσιαλιστικών κινημάτων της εργατικής τάξης και την εξεύρεση μιας ισορροπίας για να επιβιώσει πλάι στον ιμπεριαλισμό. Η κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων στη ΛΔΓ και η μετάβαση σε μια κρατικά ελεγχόμενη σχεδιασμένη οικονομία ήρθε ως αντίδραση στις πολιτικές των δυτικών δυνάμεων. Αλλά ακόμα και το 1952, ο Στάλιν ήταν έτοιμος να θυσιάσει τη ΛΔΓ για μια «ουδέτερη» ζώνη. Έκανε μια προσφορά στις δυτικές δυνάμεις, το λεγόμενο «Σημείωμα Στάλιν», το οποίο προέβλεπε μια ενωμένη, ουδέτερη Γερμανία με τις δικές της ένοπλες δυνάμεις. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε. Η στάση των δυτικών δυνάμεων μπορεί να συνοψιστεί καλύτερα στα λόγια του Αντενάουερ, του πρώτου καγκελάριου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας:
«Καλύτερα (να ελέγχουμε) εξ’ ολοκλήρου τη μισή Γερμανία παρά ολόκληρη τη Γερμανία κατά το ήμισυ».
Η Εξέγερση της 17ης Ιουνίου του 1953
Μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, στη γερμανική εργατική τάξη επικράτησε μια σαφής φιλο-σοσιαλιστική διάθεση. Σε πολλές πόλεις και χώρους εργασίας αναπτύχθηκε μια δυναμική αντιφασιστικής αυτοοργάνωσης των εργαζομένων. Δημιουργήθηκαν αντιφασιστικές επιτροπές και δομές που έμοιαζαν με σοβιέτ και άρχισαν να επαναφέρουν την οικονομία και τις δημόσιες υπηρεσίες σε λειτουργία, συλλαμβάνοντας φασίστες αξιωματούχους, παίρνοντας τον έλεγχο των εργοστασίων και επαναφέροντας τη ζωή.
Στην Ανατολική Γερμανία, ωστόσο, εγκαθιδρύθηκε ένα σταλινικό καθεστώς, παρόμοιο με εκείνο της ΕΣΣΔ. Από τη μία πλευρά, οι καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις ανατράπηκαν με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, μέσω της απαλλοτρίωσης και της μετάβασης σε μια σχεδιασμένη οικονομία. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια μιας προνομιούχας ελίτ, της γραφειοκρατίας, η οποία ήταν οργανωμένη στο μη εκλεγμένο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας (ΕΣΚΓ). Το ΕΣΚΓ ήταν ένα κόμμα που δημιουργήθηκε από την ΕΣΣΔ μέσω της συγχώνευσης του KPD (Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας) και του SPD (Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) και βρισκόταν ουσιαστικά υπό την καθοδήγηση της σοβιετικής γραφειοκρατίας.
Η δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης για την αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση μεγάλωνε. Η γραφειοκρατική ελίτ πίεζε για αύξηση της παραγωγικότητας και απαιτούσε από τους εργάτες να εντείνουν την παραγωγή. Αυτό όμως ωφέλησε μόνο τη γραφειοκρατία και όχι την εργατική τάξη. Αυτή η κατάσταση προκάλεσε σταδιακά την αντίσταση των εργαζομένων. Η γραφειοκρατία κατέφυγε σε ειδικά μέτρα για να κάμψει αυτή την αντίσταση, όπως η διάλυση των εργατικών συμβουλίων.
Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης με τη σταλινική γραφειοκρατία και την καταστολή της κορυφώθηκε τελικά με μια επαναστατική λαϊκή εξέγερση στις 17 Ιουνίου του 1953. Η εξέγερση περιελάμβανε απεργίες, μαζικές διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Συμπεριελάμβανε πολιτικά, οικονομικά και δημοκρατικά αιτήματα και γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ανατολικής Γερμανίας. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν στις διαδηλώσεις σε εκατοντάδες πόλεις. Δυστυχώς, αυτή η επαναστατική εξέγερση πνίγηκε στο αίμα από τα στρατεύματα του σοβιετικού στρατού, με τη συμμετοχή των αστυνομικών δυνάμεων του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας.
Χτίζοντας το τείχος
Μετά τη συνθηκολόγηση των Ναζί, στις 8 Μαΐου 1945, αμερικανικά, βρετανικά και γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν αρχικά τη Θουριγγία, τη Σαξονία-Άνχαλτ και το Μεκλεμβούργο. Όταν αργότερα αποχώρησαν, η Σοβιετική Ένωση σε αντάλλαγμα, εκκένωσε το δυτικό τμήμα του Βερολίνου. Έτσι, το Βερολίνο έγινε ένας θύλακας με τέσσερις τομείς εντός της ΛΔΓ, αποτελούμενος από έναν σοβιετικό, έναν αμερικανικό, έναν βρετανικό και έναν γαλλικό τομέα και διοικούμενος από κοινού από τις τέσσερις αυτές δυνάμεις.
Το 1961, η Ανατολική Γερμανία βρισκόταν σε ακόμη μεγαλύτερη κρίση από ό,τι το 1953. Εκείνη την εποχή, ο αριθμός των ανθρώπων που εγκατέλειπαν την Ανατολική Γερμανία και το Ανατολικό Βερολίνο υπολογιζόταν σε εκατομμύρια! Αυτή η έξοδος, στην οποία συμμετείχαν πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι, επιδείνωσε την οικονομική κρίση. Παράλληλα το Βερολίνο αποτελούσε διαδρομή διαφυγής για κόσμο από την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία.
Στις 13 Αυγούστου 1961, η σοβιετική γραφειοκρατία και η γραφειοκρατία της ΛΔΓ άρχισαν να χτίζουν ένα τείχος που απέκλειε πλήρως το δυτικό τμήμα της πόλης. Το Τείχος απομόνωσε έτσι όχι μόνο το ανατολικό τμήμα της πόλης, αλλά ολόκληρη τη ΛΔΓ από το Δυτικό Βερολίνο.
Οι Διαδηλώσεις της Δευτέρας
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τα αυξανόμενα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα ήταν εμφανή σε όλο το ανατολικό μπλοκ. Η νοθεία στις δημοτικές εκλογές στην Ανατολική Γερμανία στις 7 Μαΐου του 1989 προκάλεσε οργή σε πλατιά στρώματα. Το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας (ΕΣΚΓ) ανακοίνωσε ότι το ψηφοδέλτιό του πήρε το 98,85% των ψήφων, μετά από συμμετοχή 98,77%! Οι τοπικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις δημοσίευσαν αποδείξεις απάτης που οδήγησαν σε διαδηλώσεις. Σε αυτό το κλίμα, η ηγεσία του ΕΣΚΓ επιδοκίμασε την αιματηρή καταστολή του κινήματος ενάντια στο κινέζικο καθεστώς από τον στρατό στην πλατεία Τιεν Ανμέν στις 4 Ιουνίου, καταστολή που αποσκοπούσε στον εκφοβισμό της αντιπολίτευσης στο εσωτερικό της Κίνας.
Αντιμέτωποι με την αυξανόμενη καταστολή, μια μερίδα του κόσμου αποφάσισε να διαφύγει στη Δύση μέσω Ουγγαρίας, αλλά η πλειοψηφία ήθελε να παραμείνει και να αλλάξει το σύστημα. Καθώς η δυσαρέσκεια αυξανόταν, η αντιπολίτευση γινόταν όλο και πιο δυνατή. Στις 4 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε διαδήλωση στη Λειψία με περίπου τετρακόσιους διαδηλωτές που κρατούσαν πανό που έγραφε «Μια ανοιχτή χώρα με ελεύθερους ανθρώπους». Οι διαδηλωτές δέχτηκαν επίθεση από τις δυνάμεις ασφαλείας, οι οποίες έσκισαν το πανό και συνέλαβαν ανθρώπους. Οι διαδηλώσεις αυτές καθιερώθηκαν και ονομάστηκαν «Διαδηλώσεις της Δευτέρας». Ένα μήνα αργότερα, σε αυτές τις διαδηλώσεις, ο αριθμός των συμμετεχόντων είχε ήδη αυξηθεί σε 100.000. Μέχρι τις 4 Νοεμβρίου, υπήρχαν σχεδόν ένα εκατομμύριο διαδηλωτές στο Βερολίνο.
Επανάσταση και αντεπανάσταση
Ο Τρότσκι, αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης μαζί με τον Λένιν, χαρακτήρισε τη Σοβιετική Ένωση ένα «εκφυλισμένο εργατικό κράτος»: ένα κράτος στο οποίο η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είχε καταργηθεί, ο καπιταλισμός είχε ανατραπεί από μια σχεδιασμένη οικονομία και ένα μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο, αλλά η διοίκηση και ο έλεγχος ήταν στα χέρια μιας κάστας γραφειοκρατών και όχι αυτών που τα παρήγαν. Κατά την άποψή του, το μέλλον αυτού του κράτους θα έπαιρνε έναν από τους δύο δρόμους: Είτε η εργατική τάξη θα νικούσε τη σταλινική γραφειοκρατία, θα έπαιρνε τον έλεγχο όλων των τομέων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και θα αποκαθιστούσε τη σοσιαλιστική δημοκρατία – αυτό θα έπαιρνε τη μορφή μιας «πολιτικής επανάστασης». Ή θα γινόταν μια αντεπανάσταση, μια επιστροφή στο προηγούμενο κοινωνικό σύστημα, άρα μια καπιταλιστική παλινόρθωση. Στις κοινωνικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στη ΛΔΓ το 1989 και κορυφώθηκαν με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου υπήρχαν και οι δύο δυνατότητες, έστω και αν υλοποιήθηκε τελικά η μία.
Παρόλο που στην ουσία, αυτό που κατέρρευσε με το Τείχος του Βερολίνου ήταν ο σταλινισμός, το γεγονός ότι δεν υπήρχε οργάνωση και ηγεσία της εργατικής τάξης για να φέρει σε πέρας την πολιτική επανάσταση, σήμαινε ότι η κατεύθυνση που θα έπαιρναν τα γεγονότα θα ήταν προς την καπιταλιστική παλινόρθωση. Έτσι, το εργατικό κίνημα πλήρωσε βαρύ τίμημα με μια μεγάλη ήττα, τόσο ιδεολογική όσο και οργανωτική.
Τα διδάγματα αυτών των γεγονότων πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά. Κανένας πολιτικός σχηματισμός που μιλάει στο όνομα του σοσιαλισμού ως την εναλλακτική απέναντι στην εκμετάλλευση, τη λεηλασία, τους πολέμους και την καταστροφή της φύσης, δεν θα μπορέσει να βαδίσει πραγματικά στον δρόμο της σοσιαλιστικής αλλαγής αν δεν κλείσει πρώτα τους λογαριασμούς του με το φαινόμενο του σταλινισμού.
Τα πλατιά κοινωνικά στρώματα δεν βγήκαν στους δρόμους για την εγκαθίδρυση ενός καπιταλιστικού συστήματος, αλλά για την ελευθερία και τη δημοκρατία απέναντι στη σάπια σταλινική γραφειοκρατική δομή. Αλλά παρόλο που κατάφεραν να κλονίσουν την ηγεσία του ΕΣΚΓ και ανάγκασαν τον ένα σκληροπυρηνικό μετά τον άλλο, όπως τον κρατικό και κομματικό ηγέτη Χόνεκερ, να παραιτηθούν, τα πάντα παρέμειναν υπό τον έλεγχο των γραφειοκρατών.
Η αντιπολίτευση δεν κατάφερε να οργανώσει σε πρωτοβουλίες, συμβούλια, επιτροπές, συνδικάτα κ.λπ. σε όλη τη χώρα τις απαραίτητες δυνάμεις για να ανατρέψουν τη σταλινική γραφειοκρατία και να χτίσουν στη θέση της δημοκρατικές δομές από τα κάτω. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο βήμα προς την υλοποίηση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας.
Λόγω αυτών των παραγόντων, ο δεύτερος δρόμος για την τύχη της ΛΔΓ, δηλαδή η καπιταλιστική παλινόρθωση, γινόταν όλο και πιο ορατή. Το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1989, το άνοιγμα (γκρέμισμα) του Τείχους, το οποίο ήρθε με την ψευδή υπόσχεση ότι εκατομμύρια άνθρωποι θα βιώσουν τη λεγόμενη ευημερία της Δύσης, επιτάχυνε τη διαδικασία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης που κορυφώθηκε με την ενοποίηση των δύο κρατών.