Του Ανδρέα Παγιάτσου
Τον Απρίλη του 1974 μια μικρή ομάδα συντρόφων από μερικές ευρωπαϊκές χώρες (βασικά: Βρετανία, Ιρλανδία, Γερμανία και Σουηδία) συναντήθηκε στο Λονδίνο και προχώρησε στη συγκρό-τηση της Επιτροπής για τη δημιουργία μιας μαζικής Εργατικής Διεθνούς Οργάνωσης-CWI. 10 χρόνια πριν η ηγεσία της βασικής τροτσκιστικής οργάνωσης της εποχής εκείνης, της Ενιαίας Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς, (USFI) είχε αποφασίσει να αρνηθεί να αναγνωρίζει σαν κανονικό μέλος (παρά μόνο σαν παρατηρητές) το μέχρι τότε βρετανικό τμήμα της. Αυτό ισοδυναμούσε με διαγραφή του μικρού τότε βρετανικού τμήματος, που δεν είχε, ουσιαστικά, παρά μια μικρή βάση μερικών δεκάδων μελών, στο Λίβερπουλ, με πολύ καλές ρίζες όμως μέσα στην εργατική τάξη. Η διαγραφή του βρετανικού τμήματος, που έγινε γνωστό και διεθνώς μέσα από τον τίτλο της εφημερίδας τους «Μίλιταντ» («Μαχητής») ήταν η κορύφωση μιας πολιτικής διαμάχης που κράτησε όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Στην εποχή που συζητάμε οι διασπάσεις από τις οποίες πέρασε ο τροτσκιστικός χώρος είναι πολλές. Η μεγάλη τους πλειοψηφία καταλήγει στα «αζήτητα πολιτικά αντικείμενα», και βρίσκεται στο περιθώριο της κοινωνίας. Η CWI όμως έμελλε, τριάντα χρόνια μετά τη δημιουργία της να καθιερωθεί σαν μια από τις τρεις πιο γνωστές Τροτσκιστικές οργανώσεις /προσπάθειες διεθνώς. Οι άλλες δύο είναι η Ενιαία Γραμματεία της Τέταρτης Διεθνούς – USFI, που ήδη αναφέραμε και η Διεθνής Σοσιαλιστική Τάση – IST, το αντίστοιχο του ελληνικού ΣΕΚ, γνωστοί και σαν «κρατικοκαπιταλιστές». Η CWI σήμερα λειτουργεί, δρα και παρεμβαίνει σε 41 χώρες στον πλανήτη, σε όλες τις ηπείρους. Σε ένα αντίστοιχο αριθμό χωρών δρα και η USFI.
Ποιες ήταν οι πολιτικές αιτίες της δημιουργίας της CWI; Παραμένουν οι διαφορές που τότε οδήγησαν στη διάσπαση μέχρι σήμερα; Υπάρχουν περιθώρια να ξεπεραστεί ο κατακερματισμός στην τροτσκιστική αριστερά; Πως βλέπει το μέλλον η CWI; Αυτά είναι τα πιο σημαντικά ερωτήματα με τα οποία θα καταπιαστεί το αφιέρωμα αυτό για τα 30 χρόνια από τη CWI.
Διεθνισμός και Διεθνής Οργάνωση
Το να ξεκινήσει μια μικρή ομάδα μαρξιστών από το Λίβερπουλ την πάλη για τη δημιουργία μιας μαζικής διεθνούς οργάνωσης των εργαζομένων που να έχει στόχο την κοινωνική επανάσταση, την ανατροπή του καπιταλισμού και το σοσιαλισμό διεθνώς, ακούεται μεγαλεπήβολο έως και εξωπραγματικό.
Στην πραγματικότητα το μόνο που έκανε η πρώτη ομάδα που συγκρότησε την CWI, ήταν να είναι συνεπείς προς τις ιδέες του μαρξισμού.
Γιατί, ο μαρξισμός από την πρώτη στιγμή που έκανε τα πρώτα του βήματα σαν ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα σκεφτόταν σαν διεθνές ρεύμα κι επιδίωκε το κτίσιμο μιας διεθνούς οργάνωσης. Η κατανόηση από τη μεριά του Μαρξ και του Ένγκελς πως ο καπιταλισμός θα συνέθλιβε όλα τα εθνικά εμπόδια και σύνορα για να κάνει πραγματικότητα αυτό που σήμερα είναι γνωστό σε όλους σαν «παγκοσμιοποίηση» του καπιταλισμού, επέβαλλε τη δημιουργία μιας διεθνούς /παγκόσμιας οργάνωσης των εργαζομένων. Το θηρίο δε θα μπορούσε να νικηθεί σε μόνιμη βάση στο εθνικό επίπεδο! (1) O σοσιαλισμός ή κομμουνισμός (2) δε θα μπορούσε να κτιστεί στο επίπεδο ενός εθνικού κράτους!
Αυτά ήταν μερικά από τα θεμελιακά συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο Μαρξ από τη δεκαετία του 1840. Το κτίσιμο μιας διεθνούς οργάνωσης, μαζικής, εργατικής, επαναστατικής, ήταν το πρώτο καθήκον το οποίο πρόκυπτε για τους νεαρούς τότε Μάρξ και Ένγκελς.
Έτσι η πρώτη εργατική διεθνής οργάνωση (γνωστή σαν 1η Διεθνής) δημιουργήθηκε με το Μαρξ σε πρωταγωνιστικό ρόλο, το 1864. Η 1η Διεθνής διαλύθηκε μετά την ήττα της Παρισινής Κομμούνας το 1871. Η δεύτερη μεγάλη προσπάθεια γίνεται προς το τέλος της δεκαετίας του 1880 με τον Ένγκελς, τον στενό φίλο και συνεργάτη του Μαρξ, σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Η 2η Διεθνής, γνωστή και σαν Σοσιαλιστική Διεθνής, δημιουργείται το 1889. Όμως διαλύθηκε μέσα στη δίνη του 1ου παγκοσμίου πολέμου. Η πλειοψηφία των ηγετών των Σοσιαλιστικών Κομμάτων, το 1914, αντί να κινητοποιήσουν τις μάζες για να αποτρέψουν τον πόλεμο και να ανατρέψουν τον καπιταλισμό, όπως ρητά αναφερόταν στο πρόγραμμά τους, στράφηκαν στον «πατριωτισμό» και υποστήριξαν το καθένα τη δική του καπιταλιστική κυβέρνηση στον πόλεμο. Μεγάλοι επαναστάτες της εποχής, γνωστοί ήδη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όπως ο Λένιν ο Τρότσκι η Ρόζα Λούξεμπουργκ ο Κάρλ Λήμπνεχτ κλπ, διαχώρισαν τότε τη θέση τους από τη 2η Διεθνή και ξεκίνησαν μια νέα διεθνιστική προσπάθεια. Μετά τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης του ’17 οι Μπολσεβίκοι παίρνουν την πρωτοβουλία για τη δημιουργία της 3ης Διεθνούς, γνωστής και σαν Κομμουνιστικής Διεθνούς – το 1919. Η κυριαρχία όμως του σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση οδηγεί και στον εκφυλισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς την οποία ο Στάλιν διαλύει και επίσημα το 1943.
Παρακολουθώντας την πορεία εκφυλισμού της λεγόμενης Κομμουνιστικής Διεθνούς ο Τρότσκι και οι υποστηρικτές του που είχαν διωχθεί από τα «κομμουνιστικά» – τώρα πια σταλινικά – κόμματα διεθνώς, παίρνουν την πρωτοβουλία για την τέταρτη προσπάθεια για να κτιστεί (επιτέλους) η μαζική επαναστατική διεθνής που οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν οραματιστεί και για την οποία είχαν παλέψει από την αρχή. Αυτή είναι γνωστή σαν η 4η Διεθνής, της οποίας το πρώτο, ιδρυτικό συνέδριο συγκαλείται το 1938 (η πρόταση είχε αρχικά τεθεί από τον Τρότσκι το 1933).
Η 4η Διεθνής
Η 4η Διεθνής δεν μπόρεσε ποτέ να μετατραπεί σε μια μαζική δύναμη μάχης του εργατικού κινήματος. Οι εξελίξεις μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ήταν εντελώς διαφορετικές απ’ αυτές που περιμένανε οι τροτσκιστές εκείνης της εποχής, και διαφορετικές απ’ αυτές που είχε προβλέψει ο Τρότσκι πριν τη δολοφονία του από τον Στάλιν το 1940 (3).
Η 4η διεθνής περίμενε μέσα από το β’ παγκόσμιο πόλεμο εξελίξεις ανάλογες με αυτές που ακολούθησαν τον α’ παγκόσμιο πόλεμο: δηλαδή επαναστατικές εκρήξεις στις εμπόλεμες χώρες και μαζικοποίηση των τμημάτων της 4ης Διεθνούς.
Επαναστατικές εκρήξεις και μεγάλα κινήματα πράγματι λαμβάνουν χώρα: η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία, η Βρετανία αποτελούν μερικά από τα παραδείγματα. Όμως πέρα απ’ αυτά δημιουργείται μια καινούργια πραγματικότητα η οποία ήταν απρόβλεπτη: ο σταλινισμός, το βάρβαρο, μονοκομματικό, προσωπολατρικό καθεστώς της ΕΣΣΔ δυναμώνει και επεκτείνεται. Τα ρωσικά στρατεύματα καταλαμβάνουν μεγάλες εκτάσεις της ευρωπαϊκής ηπείρου ενώ από το ‘49 και μετά ο αγροτικός στρατός του Μάο παίρνει την εξουσία και η Κίνα κτίζει ένα καθεστώς καθ εικόνα και ομοίωση του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ.
Στον καπιταλιστικό/ιμπεριαλιστικό κόσμο πέφτει πανικός. Το σχέδιο Μάρσαλ αποτελεί μια προσπάθεια των ΗΠΑ να βοηθήσουν τη Δυτική Ευρώπη να «σταθεί στα πόδια της» προσφέροντας αφειδώς οικονομική βοήθεια στις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές οικονομίες. Οι αστικές τάξεις καταλαβαίνουν πως χρειάζεται μια πολιτική λιγότερο επιθετική ενάντια στα λαϊκά στρώματα και τις εργατικές τάξεις και στρέφονται από την «ελευθερία των αγορών» στον κρατικό παρεμβατισμό (ο Κεϋνσιανισμός γίνεται η κυρίαρχη οικονομική πολιτική). Για πρώτη φορά σε πολλές χώρες, εκλέγονται στις κυβερνήσεις εργατικά/σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Τα οποία βέβαια, καθόλου δεν ανταποκρίνονται στις διαθέσεις των εργατικών στρωμάτων που ζητούν σοσιαλισμό, αλλά κάτω από την πίεση της κοινωνίας προχωρούν σε μεγάλες κρατικές δαπάνες, στην Παιδεία, την Υγεία, τις συντάξεις, τα επιδόματα κλπ. Για πρώτη φορά στην ιστορία δημιουργείται η εντύπωση πως πραγματικά είναι δυνατό, οι ρεφορμιστές, (τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που υπόσχονται αλλαγή της κοινωνίας με σταδιακές μεταρρυθμίσεις) να αλλάξουν ριζικά τη ζωή των εργατικών μαζών.
Όλα αυτά συνιστούν μια νέα φάση για διεθνώς. Ο καπιταλισμός μπαίνει σε μια περίοδο (κρατά περίπου 20 χρόνια) δυναμικής ανάπτυξης. Η ανεργία στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης στην ουσία εξαλείφεται, το κράτος πρόνοιας γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία πραγματικότητα. Ο σταλινισμός και ο ρεφορμισμός, τα δύο βασικά ρεύματα στο εργατικό κίνημα δεν αποδυναμώνονται, αντίθετα ενισχύονται, και μάλιστα πέρα από κάθε πρόβλεψη. Ο τροτσκισμός, σαν ρεύμα, δεν μπορεί να μαζικοποιηθεί γιατί οι αντικειμενικές συνθήκες δεν ευνοούν. Δεν υπάρχει το κενό στην αριστερά που να επιτρέπει τη γοργή μαζικοποίηση ενός επαναστατικού ρεύματος.
Οι επικεφαλής της 4ης Διεθνούς μετά το θάνατο του Τρότσκι βρίσκονται λοιπόν αντιμέτωποι με εντελώς καινούργια φαινόμενα και ζητήματα τα οποία όμως δεν μπορούν να ερμηνεύσουν. Δεν έχουν ούτε το θεωρητικό κεφάλαιο ούτε την εμπειρία του Τρότσκι κι έτσι η 4η Διεθνής αρχίζει να παραδέρνει από το ένα αδιέξοδο στο άλλο. Η περιθωριοποίηση των δυνάμεων του τροτσκισμού δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ατέρμονες διαμάχες που οδηγούν σε αντίστοιχες διασπάσεις κι έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για το σημερινό κατακερματισμό του χώρου.
Η ρίζα των διαφορών με τη USFI
Το πρώτο θέμα το οποίο δημιουργεί μεγάλες συγκρούσεις μέσα στις γραμμές της «4ης Διεθνούς» είναι ο χαρακτήρας των νέων κρατών που δημιουργήθηκαν μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο στα οποία ανατράπηκε ο καπιταλισμός – δηλαδή οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης και η Κίνα (και στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 και η η Κούβα).
Γιουγκοσλαβία και Κίνα
Ο βασικός κορμός της 4ης Διεθνούς (USFI) υποστήριζε πως η Κίνα και η Γιουγκοσλαβία (4) αποτελούσαν σχετικά «υγιή εργατικά κράτη» σε αντίθεση με τα εκφυλισμένα, σταλινικά κράτη της Σοβιετικής Ένωσης και της υπόλοιπης ανατολικής Ευρώπης. Δηλαδή πιστεύανε πως στις τρεις αυτές χώρες υπήρχαν οι βάσεις για να κτιστεί ο πραγματικός σοσιαλισμός (και κομμουνισμός).
Επρόκειτο για ένα σοβαρό λάθος. Γιατί και η Κίνα και η Γιουγκοσλαβία του Τίτο είχαν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά με τη Σοβιετική Ένωση και τους δορυφόρους της: εθνικοποιημένη και σχεδιασμένη οικονομία από τη μια, αλλά, μονοκομματικό καθεστώς, δικτατορία, διωγμός των αντιπάλων και τεράστιες ανισότητες ανάμεσα στους πλούσιους γραφειοκράτες του κόμματος και τα φτωχά εργατικά στρώματα από την άλλη. Μπορεί ο Μαο και ο Τίτο να ήρθαν σε σύγκρουση με τους Σοβιετικούς, αυτό όμως δεν είχε να κάνει με τον επαναστατικό διεθνισμό του Μάο και του Τίτο, αλλά με τη σύγκρουση συμφερόντων και αντιλήψεων ανάμεσα σε διαφορετικούς σταλινικούς ηγέτες. Πχ ο Στάλιν είχε διαφωνήσει με την κατάληψη της εξουσίας και από το Μάο και από τον Τίτο όταν τέθηκε το ζήτημα αυτό μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο. (Και στην Ελλάδα ο Στάλιν ήταν ενάντια στην κατάληψη της εξουσίας μετά την ήττα των Ναζί, μόνο που οι εδώ σταλινικοί ηγέτες του ΚΚΕ δεν είχαν καν τα κότσια να το καταγγείλουν, παρά τον ακολουθούσαν πειθήνια μέχρι το τέλος του γκρεμού).
Η ιστορία έχει σήμερα πια λύσει το πρόβλημα αυτό. Ο "σοσιαλισμός" του Τίτο οδήγησε στον εφιάλτη του πολέμου, διέλυσε τη χώρα και την επέστρεψε στον καπιταλισμό. Ο «κομμουνισμός» του Μάο έφερε την Κίνα σε μια κατάσταση η οποία την οδηγεί με άλματα στον καπιταλισμό. Κανένας δεν μπορεί πια να υποστηρίζει σοβαρά πως η Γιουγκοσλαβία μπορούσε να αποτελούσε το μοντέλο για τους επαναστάτες διεθνώς ή ότι το κινεζικό καθεστώς έχει κάποιες ουσιαστικές διαφορές από το σοβιετικό. Όμως στη δεκαετία του 50 και του 60 αυτά τα ζητήματα προκαλούσαν σοβαρές διαμάχες και διασπάσεις μέσα στις γραμμές όχι μόνο των τροτσκιστών αλλά του συνόλου της αριστεράς.
Για το ρόλο της εργατικής τάξης
Ένα δεύτερο πολύ σοβαρό επίπεδο διαμάχης με την USFI πρόκυψε για το ρόλο της εργατικής τάξης στις ανεπτυγμένες χώρες.
Με την είσοδο του καπιταλισμού σε μια φάση δυναμικής ανάπτυξης στη 10ετία του ‘50, με την εμφάνιση του κράτους πρόνοιας, με τη διαρκή ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου στις ανεπτυγμένες χώρες και την ουσιαστική εξάλειψη της ανεργίας στις ανεπτυγμένες χώρες τις 10ετίες ‘50 και ‘60, ήταν φυσικό οι ταξικοί αγώνες να περάσουν σε μια φάση άμβλυνσης. Μια εικόνα διαμετρικά αντίθετη από την εικόνα της 10ετίας του ’30.
Αυτή η κατάσταση δημιούργησε τις βάσεις για να ξεκινήσει μια φιλολογία στους κύκλους της αριστεράς η οποία έλεγε πως η εργατική τάξη των ανεπτυγμένων χωρών έχει «αριστοκρατικοποιηθεί». Ότι, επειδή οι ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες (ιμπεριαλιστικές, ή καπιταλιστικές μητροπόλεις) εκμεταλλευότανε τις φτωχές χώρες του τρίτου κόσμου, είχαν την ευχέρεια να προσφέρουν κάποια ψίχουλα στους εργαζόμενους τους κι έτσι να τους οδηγούν στην απάθεια. Κι ότι έτσι η εργατική τάξη στις ιμπεριαλιστικές χώρες έχανε τα επαναστατικά της χαρακτηριστικά.
Αυτές οι απόψεις είχανε αντίκτυπο στο εσωτερικό της USFI η οποία άρχισε να αναζητά τη «νέα πρωτοπορία» αφού η εργατική τάξη έχανε υποτίθεται το ρόλο της σαν επαναστατική πρωτοπορία. Και την «ανακάλυψε» στα νέα αντάρτικα κινήματα που αναπτύσσονταν στη Λατινική Αμερική, στο φεμινιστικό κίνημα που αναπτυσσόταν στη Δύση και στους φοιτητές οι οποίοι έμπαιναν σε μια φάση ριζοσπαστικής αναζήτησης.
Ασφαλώς και τα αντάρτικα κινήματα και οι φοιτητές και το φεμινιστικό κίνημα αποτελούσαν πολύ σημαντικές εξελίξεις και οι μαρξιστές είχαν χρέος να στραφούν προς αυτά να τα υποστηρίξουν να παρέμβουν κλπ. Όμως όλα είναι θέμα ισορροπίας. Οι μαρξιστές έχουν καθήκον να παρέμβουν σε όλα αυτά τα κινήματα με στόχο να τα μπολιάσουν με τις επαναστατικές ιδέες και να τα συνδέσουν με την εργατική τάξη η οποία είναι η μόνη που μπορεί να φέρει σε πέρας τον σοσιαλιστικό με-τασχηματισμό της κοινωνίας. Όταν όμως αυτά τα κινήματα θεωρούνται σαν ο «αντίποδας» στην εργατική τάξη, επειδή η τελευταία έχει χάσει υποτίθεται τη δυνατότητα της να κάνει επανάσταση, τότε το αποτέλεσμα είναι τραγικό.
Οι φεμινίστριες και οι φοιτητές
Το φεμινιστικό κίνημα, αν αποκοπεί από την εργατική τάξη, μετατρέπεται σε ένα ρεύμα των «μορφωμένων» γυναικών της μικροαστικής και αστικής τάξης χωρίς καμιά σχέση με τη γυναίκα των χαμηλών στρωμάτων και χωρίς προοπτική ανατροπής του καπιταλισμού. Το ίδιο ισχύει για το φοιτητικό κίνημα. Στο βαθμό που αυτό δεν ενταχθεί στους κόλπους και τις γραμμές του εργατικού κινήματος εξελίσσεται σε ένα μικροαστικό ρεύμα το οποίο ακόμα κι όταν μιλά για επανάσταση το κάνει «αφ’ υψηλού» με ακαδημαϊκό και διανοουμενίστικο τρόπο, που καμία πραγματική σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα της εργατικής τάξης. Ο Μάης του 68 κάποια χρόνια μετά έδωσε μια μεγάλη ώθηση σε ιδέες για τον πρωτοποριακό ρόλο των φοιτητών.
Στη συνέχεια η ιστορία έδειξε ότι όλοι αυτοί οι μεγάλοι επαναστάτες έγιναν οι πιο αποτελεσματικοί απολογητές του καπιταλιστικού συστήματος στελεχώνοντας τις επιχειρήσεις και το κράτος του.
Η σταδιακή υιοθέτηση τέτοιων απόψεων από τη USFI σήμαινε και την σταδιακή ενίσχυση των μικροαστικών απόψεων και στοιχείων μέσα στις γραμμές της. Για ένα προλεταριακό ρεύμα όπως ήταν η CWI, από τα πρώτα βήματα της συγκρότησης της, δεν μπορούσε να υπάρξει συμβιβασμός με τέτοιες απόψεις.
Τα αντάρτικα
Στο θέμα των αντάρτικων κινημάτων οι θέσεις της USFI προκάλεσαν τεράστια ζημιά.
Οι μαρξιστές ασφαλώς έχουν μια θετική προσέγγιση απέναντι στα αντάρτικα κινήματα τα οποία έχουν ένα προοδευτικό χαρακτήρα. Όμως η στάση αυτή είναι μια στάση κριτικής υποστήριξης κι όχι άκριτης υιοθέτησης. Τα αντάρτικα κινήματα είναι κατά κανόνα αγροτικά κινήματα- δεν είναι και δεν μπορούν να είναι μορφές μαζικής δράσης της εργατικής τάξης. Αυτό δεν είναι ένα δευτερεύον ζήτημα. Τη σοσιαλιστική κοινωνία, σύμφωνα με όλους τους κλασσικούς του μαρξισμού, μπορεί να την κτίσει η εργατική τάξη και όχι η αγροτική. Η αγροτική τάξη είναι πολύτιμη σαν σύμμαχος αλλά δεν είναι αντικειμενικά δυνατό αυτή να φέρει σε πέρας το καθήκον του χτισίματος του σοσιαλισμού. Γιατί, ο σοσιαλισμός έχει σαν προϋπόθεση το να περάσουν οι επιχειρήσεις στα χέρια των εργαζομένων, κάτω από συνθήκες εργατικής διαχείρισης και εργατικού ελέγχου, μέσα σε συνθήκες πλατιάς εργατικής δημοκρατίας με λαϊκά συμβούλια, ελεύθερα και δημοκρατικά εκλεγμένα, με το δικαίωμα της διαφωνίας και της πολυφωνίας κατοχυρωμένα.
Ενώ όμως για τους μαρξιστές τα αγροτικά αντάρτικα κινήματα είναι συμπληρωματικά στον αγώνα της εργατικής τάξης για την εξουσία, για την USFI έγιναν κυρίαρχα σε βαθμό που να υιοθετήσει άκριτα τα κινήματα που αναπτύσσονταν στη Λατινική Αμερική (μετά την Κουβανική επανάσταση) να στέλνει στελέχη και μέλη της από τις πόλεις στις ζούγκλες για να ενταχθούν στα αντάρτικα, και έφτασε μάλιστα να υποστηρίζει τα λεγόμενα αντάρτικα πόλεων (αυτό και αν ήταν παραλογισμός).
Κανένα απ’ αυτά τα κινήματα βέβαια έχτισε ποτέ το σοσιαλισμό. Χιλιάδες μέλη και στελέχη της USFI σπατάλησαν την ενεργητικότητά τους σε μια ματαιότητα. Πολλοί απ’ αυτούς έχασαν μάλιστα τις ζωές τους σ’ αυτές τις μάχες.
Η USFI σήμερα
Διαφωνίες όπως τις πιο πάνω δεν αφήνανε περιθώρια στους πρωτεργάτες της CWI παρά να συγκρουστούν με την ηγεσία της USFI.
Οι διαφορές της εποχής εκείνης ξεπεραστήκανε από την πραγματικότητα της ζωής – σήμερα κανείς δεν υποστηρίζει το Μάο ή τον Τίτο, και κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να αμφισβητήσει το ρόλο της εργατικής τάξης μετά τους κολοσσιαίους ταξικούς αγώνες από τη δεκαετία του ’70 μέχρι και σήμερα. Το κεφάλαιο «αντάρτικα» έχει την αίγλη που είχε το ‘60 και το ‘70, ενώ το φοιτητικό και φεμινιστικό κίνημα παραμένουν σημαντικά αλλά έχουν πια απομυθοποιηθεί.
Με βάση αυτή την κατανόηση και μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ στη δεκαετία του ’90 η CWI πήρε την πρωτοβουλία να έρθει σε επαφή με τις διάφορες οργανώσεις που κινούνται στο χώρο του τροτσκισμού για να επανεξετάσει τις δυνατότητες πιο στενών συνεργασιών και ενοποίησης. Και βέβαια η πιο σημαντική απ’ αυτές ήταν η USFI.
Οι συζητήσεις όμως έδειξαν πως παρότι οι παλιές σοβαρές διαφορές ξεπεράστηκαν, νέες έχουν αναδειχθεί που απομακρύνουν τις δυνατότητες μιας νέας επαναπροσέγγισης. Η πιο βασική είναι απ’ αυτές είναι η αντίληψη της USFI πως η κατάρρευση του σταλινισμού αποτέλεσε ένα τόσο τεράστιο πλήγμα για το εργατικό κίνημα διεθνώς, που ο βασικός στόχος των μαρξιστών στην εποχή που ζούμε δεν είναι το κτίσιμο επαναστατικών κομμάτων αλλά το κτίσιμο των μαζικών οργανώσεων του εργατικού κινήματος – πολιτικών και συνδικαλιστικών. Με άλλα λόγια η USFI προσανατολίζει τα μέλη και στελέχη της όχι προς το κτίσιμο επαναστατικών οργανώσεων αλλά κύρια προς τις συνεργασίες και συμμαχίες με άλλες δυνάμεις για να δημιουργηθούν νέα κινήματα και νέα κόμματα της αριστεράς.
Αυτό κατά τη γνώμη μας ισοδυναμεί με εγκατάλειψη του στόχου για το κτίσιμο επαναστατικών κομμάτων κι αυτή είναι η βασική διαφορά μας με τη USFI σήμερα. Γιατί το αποτέλεσμα είναι τα στελέχη της USFI να «χάνονται» μέσα σε «πλατιά» (ρεφορμιστικά) σχήματα, στα οποία επιδιώκουν να παίξουν ηγετικό ρόλο, λειτουργώντας όμως σαν άτομα κι όχι σαν μια διακριτή επαναστατική οργάνωση που επιδιώκει να πείσει για τη δική της ορθότητα σε αντιπαράθεση με τους ρεφορμιστές. Η USFI υποστηρίζει πως αυτό είναι κάτι προσωρινό. Η γνώμη μας είναι πως αυτό δεν ισχύει. Γιατί όταν ο επαναστάτης αναλάβει να παίξει το ρόλο του «ρεφορμιστή στη θέση του ρεφορμιστή» μετατρέπεται χωρίς να το καταλάβει σε ρεφορμιστή στην πράξη και επαναστάτη στα λόγια.
Αυτή την εκτίμηση ήρθε να την επιβεβαιώσει η εμπειρία στη Βραζιλία στη διάρκεια των δύο περίπου τελευταίων χρόνων. Η Εργατική Δημοκρατία (DS), η οργάνωση της USFI στη Βραζιλία, λειτουργούσε μέσα από τις γραμμές του Εργατικού Κόμματος (PT) της Βραζιλίας. Με επικεφαλής το Λούλα, το PT κατάφερε στις εκλογές του 2002 να πάρει την κυβέρνηση και πρότεινε σε μια από τις προσωπικότητες του κόμματος, τον Ε. Ροσέτο που ήταν ταυτόχρονα στέλεχος της DS υπουργική θέση! Η λογική του «κτίζουμε το PT, το κτίσιμο μιας επαναστατικής οργάνωσης δεν είναι δυνατό τώρα, μετά βλέπουμε» οδήγησε την DS στην αποδοχή της υπουργικής θέσης! Αυτό αποτελεί εγκατάλειψη αρχών! Οι επαναστάτες δεν μπορούν να μπαίνουν σε κυβερνήσεις αστών (ή ρεφορμιστών) που εφαρμόζουν τις ίδιες ακριβώς πολιτικές που υποτίθεται πως οι επαναστάτες παλεύουν για να ανατρέψουν.
Ο κύριος Ε. Ροσέτο μπορεί να συνεχίσει να ονομάζει τον εαυτό του τροτσκιστή, η πραγματικότητα όμως είναι πως δεν έχει πια καμιά σχέση με τον τροτσκισμό. Το ίδιο ισχύει για την πλειοψηφία της οργάνωσής του η οποία τον υποστήριξε. Η μειοψηφία, που διαφώνησε, τελικά αποχώρησε και μαζί με το βραζιλιανό τμήμα της CWI και άλλες αριστερές κινήσεις, προχώρησαν εδώ και μερικούς μήνες στη δημιουργία ενός συμμαχικού, ομοσπονδιακού, αριστερού σχηματισμού (Κόμμα για το Σοσιαλισμό και την Ελευθερία).
Αυτό όμως που είναι εξαιρετικά διδακτικό είναι πως η διεθνής ηγεσία της USFI δεν πήρε θέση πάνω στη στάση του βραζιλιάνικου τμήματός τους!
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο τμήματα της USFI στη Βραζιλία: το ένα είναι στην κυβέρνηση και χτυπάει το εργατικό και το αγροτικό κίνημα της χώρας και το άλλο είναι στην αντιπολίτευση και τα υπερασπίζεται! Ο «σύντροφος» υπουργός στέλνει τους ασφαλίτες οι οποίοι ξυλοφορτώνουν το «σύντροφο» εργάτη! Kαι οι δύο δηλώνουν πίστη στην ίδια διεθνή οργάνωση!!! Ο παραλογισμός είναι πλήρης. Η ηγεσία της USFI δε χάνει μόνο τα επαναστατικά της χαρακτηριστικά με το να φοβάται να πάρει θέση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, χάνει τη στοιχειώδη σοβαρότητά της!
Την ίδια τακτική που εφαρμόστηκε στη Βραζιλία, στελέχη της USFI εφαρμόζουν και σε μια σειρά άλλες χώρες, όπως στην Ιταλία, την Πορτογαλία, τη Γερμανία κλπ, καθώς και στο κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Αυτή η τακτική συνδυάζεται με την επίσημη κατάργηση από τη μεριά της USFI του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» (5). Αυτό μεταφράζεται στο δικαίωμα «του καθενός», να κάνει ότι θέλει (ή και ότι του καπνίσει) και, ταυτόχρονα, να μιλά στο όνομα του τροτσκισμού και της USFI, χωρίς η USFI να μπορεί να παρέμβει για να διαχωρίσει τη θέση της!!! (Αυτό είναι που εξάλλου γίνεται στη Βραζιλία). Δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία πως η εγκατάλειψη αυτής της οργανωτικής αρχής γίνεται για χάρη των διανοούμενων και μικροαστών που βρίσκονται στις γραμμές της USFI και οι οποίοι δεν αποδέχονται την πειθαρχία μιας επαναστατικής οργάνωσης.
Αυτή η κριτική δε σημαίνει πως το σύνολο της USFI είναι υπεύθυνο γι’ αυτές τις λογικές. Κάθε άλλο. Μεγάλα κομμάτια της βάσης της διαφωνούν και αντιδρούν. Όπως αναφέρθηκε ήδη το πιο καλό κομμάτι του βραζιλιάνικου τμήματός της (μειοψηφία όμως) συγκρούστηκε και διασπάστηκε. Το ελληνικό τμήμα της USFI (ΟΚΔΕ – Σπάρτακος) μαζί και με άλλα τμήματα από χώρες της Νότιας Ευρώπης αντέδρασαν με έντονο τρόπο στους χειρισμούς του βραζιλιάνικου τμήματός τους και της διεθνούς ηγεσίας. Χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Επομένως το θέμα παραμένει. Δεν είναι αρκετό να δηλώνει κάποιος ή κάποιοι, στο εσωτερικό της USFI, τη διαφωνία του(ς). Αυτό που χρειάζεται είναι μια καθαρή θέση για το που βαδίζει η USFI: Παλεύει ακόμα για το κτίσιμο μαζικών επαναστατικών κομμάτων της εργατικής τάξης, ή έχει διολισθήσει σ’ ένα απλό αριστερό ριζοσπαστισμό που την κρίσιμη ώρα μπορεί να τους οδηγήσει, όχι στο δρόμο της πάλης ενάντια στο σύστημα, αλλά στο υπουργικό γραφείο παρέα με τους ρεφορμιστές που θα σώσουν τον καπιταλισμό; Πάνω σ’ αυτή τη βάση ο καθένας θα πρέπει να αναλάβει και τις ευθύνες του.
Οι διαφορές με το IST
Το ρεύμα των κρατικοκαπιταλιστών ξέκοψε από τον κύριο κορμό του τροτσκισμού από τη δεκαετία του ’50 με δύο βασικές τοποθετήσεις που το διαφοροποιούσαν όχι μόνο από τον τροτσκισμό σαν ρεύμα μεταπολεμικά αλλά κι από τον ίδιο τον Τρότσκι: τη διαφωνία για το χαρακτήρα της Σοβ. Ένωσης και για το Μεταβατικό Πρόγραμμα.
Κρατικός καπιταλισμός
Σε αντίθεση με τον ίδιο τον Τρότσκι και όλους τους υπόλοιπους τροτσκιστές η τάση αυτή θεωρούσε πως στην Σοβιετική Ένωση υπήρχε καπιταλισμός – μόνο που δεν ήταν ιδιωτικός αλλά κρατικός καπιταλισμός. Αυτή την άποψη ο Τρότσκι την είχε πολεμήσει από τη δεκαετία του 30 κι εξηγούσε πως στη Σοβιετική Ένωση ο καπιταλισμός είχε ανατραπεί και είχαν δημιουργηθεί οι βάσεις ενός εργατικού κράτους. Μόνο που στο πολιτικό επίπεδο την εξουσία την είχε καρπωθεί η σταλινική γραφειοκρατία κι έτσι δεν μπορούσαμε να μιλάμε για σοσιαλισμό, γιατί ο σοσιαλισμός έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση την εργατική δημοκρατία (εργατικός έλεγχος και διαχείριση, ζωντανά εργοστασιακά συμβούλια ελευθερία κριτικής κλπ).
Η διαφωνία ακούγεται κάπως ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Αυτό όμως δεν ισχύει. Η πρακτική σημασία της λαθεμένης τοποθέτησης των κρατικοκαπιταλιστών αποκαλύφθηκε στην πλήρη της διάσταση με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 90 (μ’ αυτό καταπιανόμαστε στη συνέχεια).
Μεταβατικό Πρόγραμμα
Η δεύτερη διαφωνία, για το Μεταβατικό Πρόγραμμα, αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι μαρξιστές προσεγγίζουν το μαζικό κίνημα. Με βάση την εμπειρία των Μπολσεβίκων και την Οκτωβριανή επανάσταση ο Τρότσκι εξηγούσε πως ο τρόπος να πείθουν οι μαρξιστές για την αναγκαιότητα της επανάστασης δεν είναι με το να φωνάζουν όσο πιο δυνατά μπορούν «ζήτω η επανάσταση» (συνηθισμένο φαινόμενο στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά) αλλά είναι να μπαίνουν μπροστά στην πάλη για τα απλά και καθημερινά προβλήματα των εργατικών και λαϊκών μαζών και στη συνέχεια να εξηγούν πως για να υπάρξουν μακροπρόθεσμες λύσεις στα προβλήματα αυτά, χρειάζεται η ανατροπή του καπιταλισμού και το κτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Η διαφορά αυτή έχει μια εξαιρετικά σημαντική πρακτική σημασία γιατί αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι μαρξιστές καθημερινά παρεμβαίνουν μέσα στο μαζικό κίνημα και προσπαθούν να το πείσουν για την ανωτερότητα των δικών τους προτάσεων και της δικής τους επαναστατικής οργάνωσης σε σχέση με άλλες οργανώσεις της αριστεράς. Αν ο Τρότσκι είχε δίκαιο, ότι το μεταβατικό πρόγραμμα είναι απαραίτητο, τότε το λάθος του IST είναι καταστροφικό, γιατί σημαίνει πως ο κεντρικός στόχος των μαρξιστών που είναι να κάνουν τις επαναστατικές ιδέες κτήμα των πλατιών μαζών δε θα επιτευχθεί ποτέ. Αν ο Τρότσκι είχε άδικο τότε το «φωτοστέφανο» που τον περιβάλλει είναι παραπλανητικό, γιατί δεν κατάλαβε το πιο βασικό πράγμα απ’ όλα: πώς να πείσει τον κόσμο για την ορθότητα των ιδεών του. Η ζωή όμως απέδειξε πως ο Τρότσκι έπεισε τις μάζες, έχοντας παίξει ηγετικό ρόλο στην επανάσταση του 1917 μαζί με το Λένιν. Κάτι σοβαρό δεν πάει καλά, λοιπόν, με την άποψη του IST ότι ο Τρότσκι έκανε λάθος επιμένοντας στο μεταβατικό πρόγραμμα.
Με βάση τη λογική ότι το μεταβατικό πρόγραμμα είναι άχρηστο, οι οργανώσεις του IST, όπως είναι το ΣΕΚ στην Ελλάδα και το SWP στη Βρετανία, προβάλλουν το «μία είναι η λύση, επανάσταση» απέναντι σε κάθε μικρό ή μεγάλο πρόβλημα που μπορεί να προκύψει.
Αυτό όμως δεν μπορεί να πείσει τα πλατιά εργατικά στρώματα. Μπορεί να ελκύσει φοιτητικά στρώματα, τα οποία εμπνέονται από την ιδέα της επανάστασης καθεαυτή, όμως τα εργατικά στρώματα πρέπει να πειστούν ότι η επανάσταση είναι αναγκαία, απαραίτητη και εφικτή, προτού προσχωρήσουν. Πρέπει να πειστούν πως αυτοί που μιλούν υπέρ της επανάστασης «ξέρουν τι τους γίνεται» διαφορετικά δεν μπαίνουν σε περιπέτειες που δεν ξέρουν που τους οδηγούν. Κι ο τρόπος να πειστούν είναι δοκιμάζοντας τους μαρξιστές στην καθημερινή ζωή και δράση. Κι όταν αυτοί οι μαρξιστές δεν ξέρουν τι να προτείνουν πρακτικά και συγκεκριμένα, όταν οι εργαζόμενοι δέχονται επιθέσεις, παρά μόνο τους λένε «μία μόνο λύση επανάσταση» τότε οι εργαζόμενοι χαμογελούν και τους κτυπάνε φιλικά στον ώμο – (κάποτε γίνονται και λιγότερο ευγενικοί, είναι η αλήθεια).
Το IST εμφανίζει τον εαυτό του σαν τροτσκιστική οργάνωση. Αυτό είναι ένα ζήτημα. Πως γίνεται να διαφωνεί με τις δύο από τις τρεις βασικές θέσεις του Τρότσκι ( η τρίτη είναι η θέση της Διαρκούς Επανάστασης) που θα μπορούσαμε να ονομάζαμε πυλώνες του τροτσκισμού, και να ονομάζουν τους εαυτούς τους τροτσκιστές; Σύμφωνα με τους ίδιους διαφωνούν σε περισσότερα σημεία με τον Τρότσκι απ’ αυτά που συμφωνούν! Οπότε; Θεωρητική επιπολαιότητα;
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ άνοιξε μια εντελώς καινούργια εποχή διεθνώς. Η αριστερά βρέθηκε σε μια φάση φοβερής σύγχυσης. Οι ιδέες του σοσιαλισμού και της επανάστασης δέχτηκαν ένα σοβαρό πλήγμα. Τα κομμουνιστικά κόμματα διεθνώς διαλύθηκαν, διασπάστηκαν ή σοσιαλδημοκρατικοποιήθηκαν. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετακινήθηκαν εντελώς δεξιά, αντιγράφοντας πιστά τις πολιτικές των συντηρητικών κομμάτων και του νεοφιλελευθερισμού. Οι ιμπεριαλιστές πέτυχαν μια λαμπρή ιδεολογική νίκη και μπήκαν αμέσως στην επίθεση ενάντια στα εργατικά δικαιώματα, την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού. Για το εργατικό κίνημα διεθνώς όλα αυτά αποτελούσαν μια σοβαρή ήττα.
Όμως δεν ήταν μόνο οι αστοί που έστησαν «τρελό χορό» μετά την κατάρρευση του σταλινισμού, το ΣΕΚ, το SWP και οι άλλες οργανώσεις του IST έκαναν το ίδιο. Και ήταν «λογικό» να το κάνουν. Αφού οι οργανώσεις αυτές πίστευαν πως η Σοβιετική Ένωση ήταν μια καπιταλιστική χώρα ήταν φυσικό να χαρούν με την κατάρρευση κομματιού του καπιταλιστικού κόσμου.
Μίλησαν λοιπόν για το άνοιγμα μιας επαναστατικής περιόδου στο διεθνές σκηνικό. Μάλιστα μίλησαν για το άνοιγμα της πιο επαναστατικής εποχής από το β’ παγκόσμιο πόλεμο! Ο Τόνι Κλίφ, πνευματικός πατέρας και θεωρητικός του IST χρησιμοποίησε την έκφραση «η δεκαετία του 90 είναι η δεκαετία του 30 σε slow motion». Θυμίζουμε τι ήταν η δεκαετία του 30: η εποχή της πιο μεγάλης οικονομικής κρίσης στην ιστορία του κόσμου, της ισπανικής επανάστασης, του γαλλικού 36, της ανόδου του ναζισμού και την κατάληψη της εξουσίας από το Χίτλερ, της προετοιμασίας για το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Από τη στιγμή που εκτιμάς πως η επανάσταση είναι στη γωνία, τότε τρέχεις σαν τρελός να προλάβεις (διαφορετικά θα προλάβουν οι φασίστες, όπως έδειξε η 10ετία του ‘30!). Έτσι οι οργανώσεις του IST, εκτιμώντας πως είχανε μια μοναδική ιστορική ευκαιρία, μπήκανε σε μία κούρσα για να κτίσουν μέσα στα «επόμενα λίγα χρόνια» μαζικά επαναστατικά κόμματα που να καθοδηγήσουν την επανάσταση που ερχόταν. Το ΣΕΚ στην Ελλάδα με μερικές εκατοντάδες μέλη (6) έριξε το σύνθημα μέσα σε μερικά χρόνια να καλύψει το κενό που θα άφηνε «η διάλυση του ΚΚΕ».
Το αποτέλεσμα ήταν ένας τρελός ακτιβισμός, απίστευτες θυσίες από εκατοντάδες νέους αγωνιστές οι οποίοι όμως στα 3, 4, 5 χρόνια, σταμάτησαν για να κάνουν τον απολογισμό κι ανακάλυψαν ότι βρίσκονταν λίγο πολύ εκεί που είχαν ξεκινήσει. Εκατοντάδες αγωνιστές είχαν «καεί».
Εκεί άρχισε η αμφισβήτηση. Το IST διεθνώς μπήκε σε κρίση, το δεύτερο σε μέγεθος και κύρος αμερικάνικο τμήμα συγκρούστηκε, αμφισβήτησε τη σοφία του βρετανικού «κέντρου» και διασπάστηκε από το IST. Σε μια σειρά χώρες αυτή η κατάσταση οδήγησε σε διάσπαση των οργανώσεων του IST. Στην Ελλάδα είχαμε τη διάσπαση του ΣΕΚ και τη δημιουργία της ΔΕΑ.
Ένα πρώτο συμπέρασμα
Οι δεκαετίες που πέρασαν από την απόφαση να δρομολογηθεί η δημιουργία της CWI δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν τις διαφορές μέσα στο χώρο του τροτσκισμού – διαφορές που έκαναν αναγκαία την πρωτοβουλία για το κτίσιμο της CWI. Ούτε η κατάρρευση του σταλινισμού που υποχρέωσε κάθε οργάνωση να επαναπροσδιορίσει τους στόχους και τις επιλογές της βοήθησε. Οι παλιές διαφορές ξεπεραστήκανε από τα γεγονότα, όμως στη θέση τους προέκυψαν νέες διαφορές εξίσου σημαντικές με τις παλιές. Που αποδείχνει πως η ρίζα των διαφωνιών παραμένει και τροφοδοτεί διαρκώς νέες αντιθέσεις.
Οι διαφωνίες με τη USFI και το IST είναι θεμελιακές (7), δεν πρόκειται για κάποια επιμέρους ζητήματα. Έχουν να κάνουν στο τέλος-τέλος με τον ίδιο το λόγο ύπαρξης των μαρξιστών. Που είναι η προσπάθεια να κάνουν τις επαναστατικές ιδέες του μαρξισμού κτήμα των πλατιών εργατικών (και λαϊκών) μαζών, και να φέρουν σε πέρας την ανατροπή του καπιταλισμού και το κτίσιμο της εναλλακτικής σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Όλα δείχνουν πως η ηγεσία της USFI αναιρεί τον επαναστατικό χαρακτήρα της οργάνωσης αυτής: δεν έχει πλήρη αντίληψη για το ρόλο και τις δυνατότητες της εργατικής τάξης και αναζητά διαρκώς πιο «σύντομους δρόμους» κάνοντας «ανίερες» συμμαχίες, υποστέλλοντας την επαναστατική σημαία για χάρη των συμμαχιών αυτών, αφήνοντας διανοούμενους και προσωπικότητες να ακολουθούν το δικό τους προσωπικό στην ουσία δρόμο, και καταργώντας το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό που επιτρέπει στην εργατική βάση να ελέγχει τις «προσωπικότητες» του κινήματος που έχουν την τάση να αυτονομούνται. Το αποτέλεσμα είναι «επαναστάτες» να αντικαθιστούν τους ρεφορμιστές στα υπουργικά έδρανα και να αναλαμβάνουν το έργο τους.
Ενώ για το ΣΕΚ, το SWP και τις άλλες οργανώσεις του IST, όλα δείχνουν πως δεν μπορούν να αποβάλουν το σεκταρισμό τους, την τάση δηλαδή να είναι στον «κόσμο τους» ξεκομμένες από τη συνείδηση και τις διαθέσεις που υπάρχουν μέσα στο εργατικό κίνημα. Όταν το κίνημα οπισθοχωρούσε μετά το ’90, το IST φώναζε «αέρα» και «επαναστατική έφοδο». Κι όποτε οι εργαζόμενοι έχουν ένα συγκεκριμένο ζήτημα να απαντήσουν η μόνιμη επωδός του IST είναι «μία λύση, επανάσταση». Το αποτέλεσμα είναι οι εργαζόμενοι όχι μόνο να μην πείθονται για τις επαναστατικές ιδέες αλλά να αποκτούν μια πολύ άσχημη εικόνα γι’ αυτές καθ’ εαυτές.
Η πιο πάνω κριτική στη USFI και το IST δε σημαίνει ασφαλώς άρνηση συνεργασιών, κοινών μετώπων κλπ. Κάθε άλλο. Η CWI καθόλου δεν αρνείται τη συνεργασία μαζί τους και την κοινή πάλη για πολλά κοινά ζητήματα. Κι όχι μόνο μ’ αυτές τις δύο οργανώσεις. Η τακτική των συμμαχιών (γνωστή και σαν «ενιαίο μέτωπο») αφορά το σύνολο της αριστεράς κι όχι μόνο την τροτσκιστική αριστερά.
Όμως το ζήτημα του ποιος θα μπορέσει να θέσει τις βάσεις για μια διεθνή μαζική επαναστατική οργάνωση των εργαζομένων εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα πάλης. Το πιο αισιόδοξο στοιχείο στην πάλη αυτή, για τη CWI, είναι οι επιτυχίες των τελευταίων δεκαετιών. Κατ’ αρχήν η ίδια η επιβίωση της μικρής ομάδας που ξεκίνησε με βάση το Λίβερπουλ για να επεκταθεί σε 41 χώρες σε όλες τις ηπείρους. Και κατά δεύτερο οι μεγάλοι αγώνες του μαζικού κινήματος στους οποίους είτε έπαιξε καταλυτικό ρόλο είτε βρέθηκε επικεφαλής στην προηγούμενη περίοδο.
Έχοντας εξηγήσει σ’ αυτό το πρώτο μέρος τις ιδεολογικές διαφορές με τις άλλες βασικές τροτσκιστικές οργανώσεις, στο δεύτερο μέρος, στο επόμενο τεύχος, θα καταπιαστούμε με μερικούς τους αγώνες της CWI, με τις επιπτώσεις της δεκαετίας του 90 στις γραμμές μας και το πώς βλέπουμε τα χρόνια που έρχονται.
__________