Στις 21/5 του 1871 ξεκίνησε η επίθεση ενάντια στην Κομμούνα του Παρισιού, που κατέληξε στο αιματοκύλισμα της. Παραθέτουμε στη συνέχεια κείμενο του συντρ. Τάκη Μαστρογιαννόπουλου, παρμένο από το βιβλίο του «Η άνοδος και η πτώση των Εργατικών Διεθνών: Κύκλος 1ος: Από τους Προδρόμους στην 1η Διεθνή», το οποίο περιγράφει ανάγλυφα τη φοβερή σφαγή.
***
Η ίδια η αντίδραση θα αποδειχτεί αδίστακτη. Οι βομβαρδισμοί από τα στρατεύματα των Βερσαλλιών[2] ενάντια στο Παρίσι ήταν συνεχείς.
«Το Παρίσι βομβαρδιζόταν συνεχώς» ανέφερε ο Ένγκελς «και μάλιστα από τους ίδιους εκείνους ανθρώπους που είχαν στιγματίσει σαν ιεροσυλία τον βομβαρδισμό της ίδιας αυτής πόλης από τους Πρώσους. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι εκλιπαρούσαν την πρωσική κυβέρνηση να επιστρέψει γρήγορα τους Γάλλους στρατιώτες που είχαν αιχμαλωτιστεί στο Σεντάν και στη Μετς, για να ανακαταλάβουν το Παρίσι για λογαριασμό τους. Η βαθμιαία επιστροφή αυτών των στρατευμάτων έδωσε από τις αρχές του Μάη αποφασιστική υπεροχή στις δυνάμεις των Βερσαλλιών».
Στις 21 του Μάη ο στρατός του Θιέρσου[3] υπό τον στρατηγό Μακ-Μαόν,[4] τον μεγάλο ηττημένο της μάχης στο Σεντάν[5] και την υποστήριξη και του γερμανικού στρατού, επιχείρησε την τελική επίθεση ενάντια στο Παρίσι της εργατικής τάξης. Η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας την επόμενη κυκλοφόρησε μια διακήρυξη προς τον παρισινό λαό :
«…Στα οδοφράγματα! Ο εχθρός βρίσκεται εντός των τειχών…Τέρμα οι δισταγμοί. Εμπρός για την Κομμούνα και την Ελευθερία! Στα όπλα!».
Για 8 ημέρες, από τις 21 μέχρι τις 28 του Μάη του 1871, που έμεινε στην ιστορία ως η «Ματωβαμμένη εβδομάδα» (Semaine Sanglante) το Παρίσι βρέθηκε στις φλόγες του εμφυλίου πολέμου. Η μάχη ήταν άνιση. Απέναντι στους 130.000 στρατιώτες του στρατού του Θιέρσου βρίσκονται μόνο 10.000 Εθνοφρουροί και περίπου 20.000 «Ομόσπονδοι» ανεπαρκώς εξοπλισμένοι.
Στις 28 του Μάη ο στρατός της αντεπανάστασης επικράτησε, συντρίβοντας και την τελευταία αντίσταση των παρισινών εργατών. Το Παρίσι της επανάστασης, μετά την κατάληψη και του τελευταίου οδοφράγματος στην οδό Ραμπονό, υπέκυψε, βορά στις ορδές του στρατηγού Γκαλιφιέ. Ο Ένγκελς σημείωσε αργότερα πως:
«Μόνον ύστερα από οκταήμερη μάχη οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κομμούνας υπέκυψαν στα υψώματα Μπελβίλ και Μενιλμοντάν και τότε η σφαγή των αόπλων, των γυναικών, των παιδιών, στην οποία η Βερσαγιέζοι με αυξανόμενη λύσσα επιδόθηκαν μια ολόκληρη εβδομάδα έφθασε στο κατακόρυφο…μάρτυρας της βαρβαρότητας στην οποία μπορεί να φτάσει η αστική τάξη μόλις το προλεταριάτο τολμήσει να διεκδικήσει τα δικαιώματα του».
Δεν ήταν τυχαία το λόγια ενός αξιωματικού του στρατού των Βερσαλλιών όταν εκτελούσε τον οικοδόμο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Κομμούνας, Λεβέκ :
«Ήταν οικοδόμος και ήθελε να κυβερνήσει τη Γαλλία»!
Το Παρίσι έχασε εκείνες τις σκοτεινές ημέρες δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές εργάτες. Ο Εμίλ Βαντερβέλντε, στο παμφλέ του για την Κομμούνα, είχε δίκιο να την χαρακτηρίζει ως
«την πιο φρικτή σφαγή του 19ου αιώνα».
Οι δημόσιοι κήποι, τα πάρκα και τα χαρακώματα γέμισαν από χιλιάδες πτώματα. Υπολογίζεται ότι ο στρατός του Γκαλιφιέ δολοφόνησε περίπου 30.000 άνδρες και γυναίκες ενώ άλλοι 45.000 συνελήφθησαν. Από αυτούς οι 15.000 είτε οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, είτε φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν στην κόλαση της Νέας Καληδονίας. Η λευκή τρομοκρατία στο αποκορύφωμα της.
Η αστική εφημερίδα «Le Figaro» έδινε τον τόνο σε αυτό το εν ψυχρώ πογκρόμ δολοφονιών:
«Απομένει στον κ. Thiers ένα σημαντικό καθήκον: Να εκκαθαρίσει το Παρίσι…Σήμερα η επιείκεια θα ήταν παραφροσύνη…Εμπρός έντιμοι άνθρωποι! Ας βάλουμε ένα χέρι για να τελειώσουμε με τον υπόκοσμο των δημοκρατών και των σοσιαλιστών».
Ο ίδιος ο Θιέρσος, αυτός ο γηραλέος εκπρόσωπος των κυρίαρχων τάξεων, βουτηγμένος στο αίμα χιλιάδων εργατών και εργατριών, μπορούσε τότε να υποστηρίξει:
«Δεν μιλάνε πια για το σοσιαλισμό και κάνουν πολύ καλά. Απαλλαχτήκαμε από το σοσιαλισμό».
Στην άλλη πλευρά των συνόρων η γερμανική άρχουσα τάξη ήταν, μετά την σειρά της, διπλά ικανοποιημένη.
«Ο Βίσμαρκ» ανέφερε ο Μαρξ «κοιτάζει με ικανοποίηση τα ερείπια του Παρισιού…Κοιτάζει ευχαριστημένος τα πτώματα του παρισινού προλεταριάτου. Γι’ αυτόν, αυτό δεν σημαίνει μόνο το ξερίζωμα της επανάστασης, μα ταυτόχρονα και τον εξολοθρεμό της Γαλλίας…».
Οι Κομμουνάροι, άνδρες και γυναίκες, αντιμετώπισαν με απαράμιλλο θάρρος τα μέτρα καταστολής. Ο Λισαγκαρέ[6] περιγράφοντας με μελανά χρώματα τις ανατριχιαστικές σκηνές του εργατικού αυτού ολοκαυτώματος, υποστήριξε ότι
«Ο 19ος αιώνας δεν έχει δει ποτέ τέτοιες σφαγές μετά από μια μάχη. Δεν υπάρχει τίποτε παρόμοιο στην ιστορία των εμφυλίων πολέμων μας. Η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, ο Ιούνης του 48, η 2α Δεκεμβρίου δεν είναι παρά ένα απλό επεισόδιο εν συγκρίσει με τις σφαγές του Μαΐου. Μόνον οι εκατόμβες των Ασιατών νικητών μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα αυτού του σφαγιασμού των προλεταρίων…οι ημέρες της βίας και της σφαγής – μια από τις μεγαλύτερες εκλείψεις του πολιτισμού που, μετά τους Καίσαρες, θα βυθίσει στο σκοτάδι την Ευρώπη».[7]
Δεν ήταν τυχαίο ότι τις πρώτες ημέρες της «αιματωβαμένης Εβδομάδας» ο Ε. Ποτιέ (1816-87) εμπνεύσθηκε και έγραψε τον ύμνο της εργατικής τάξης, τη «Διεθνή», την οποία και μελοποίησε ο εργάτης Πιερ Ντεζεντιέρ.
***
Η παρισινή Κομμούνα πλούτισε, χωρίς αμφιβολία, τη συνείδηση των στελεχών της Διεθνούς[8] και τον ίδιο τον Μαρξ, που σχεδόν αμέσως μετά την πτώση της Κομμούνας, διάβασε, στις 30 του Μάη του 1871, στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς την περίφημη Διακήρυξη που είχε για τίτλο «Διακήρυξη του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών για τον εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, το 1871. Προς όλα τα μέλη της Ένωσης στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες» – μνημειώδες έργο που έμεινε στην ιστορία της σοσιαλιστικής φιλολογίας με τον τίτλο «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία».[9]
Στο θαυμάσιο 3ο μέρος του κειμένου αυτού ο Μαρξ προέβλεψε ότι
«Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας…Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης από όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν ούτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους».