Στις 11 Ιουλίου του 1942 στη Θεσσαλονίκη, οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, με τη συνεργασία των ντόπιων αρχών, διέταξαν όλους τους άνδρες Εβραίους από 18 έως 45 χρονών να συγκεντρωθούν στην πλατεία Ελευθερίας με το πρόσχημα της «καταγραφής» τους.
Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη εκείνη την ημέρα ήταν να υποστούν δημόσιο εξευτελισμό, σωματική ταλαιπωρία και τελικά να επιστρατευτούν για καταναγκαστικά έργα. Τα γεγονότα αυτά έχουν μείνει στην ιστορία ως το «Μαύρο Σάββατο» καθώς ήταν η έναρξη της διαδικασίας του εκτοπισμού και της εξόντωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Η συμβολή των Εβραίων στη κοινωνικοπολιτική ζωή της πόλης
Στις αρχές του αιώνα, η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης αποτελούσε το 50% του πληθυσμού της πόλης. Στην συνέχεια, διάφορες εξελίξεις (Βαλκανικοί πόλεμοι, πυρκαγιά του 1917, Μικρασιατική καταστροφή, κα) έπαιξαν τον ρόλο τους και υπήρξε μετανάστευση του εβραϊκού στοιχείου προς άλλες χώρες.
Το 1935 ζούσαν στη Θεσσαλονίκη περίπου 54.000 Εβραίοι οι οποίοι αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της πόλης, με τους περισσότερους να ανήκουν στα λαϊκά-εργατικά στρώματα. Παρά τα πλήγματα από την πυρκαγιά στον συνοικισμό Κάμπελ και τις αντισημιτικές επιθέσεις, εξακολουθούσαν να κατέχουν μια σημαντική θέση στην κοινωνία της πόλης.
Την ίδια στιγμή, ήταν ζωτικό κομμάτι των κοινωνικών και εργατικών αγώνων της περιόδου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συμβολής των Εβραίων εργαζομένων της πόλης στην εμφάνιση του εργατικού κινήματος αποτελεί η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης (Φεντερασιόν) με ηγετικό στέλεχος τον εβραϊκής καταγωγής σοσιαλιστή Αβραάμ Μπεναρόγια, η οποία συγκέντρωνε εργάτες από όλες τις εθνότητες της πόλης (που τότε ήταν σε μεγάλο βαθμό πολυεθνική). Η Φεντερασιόν βρισκόταν σε ευθεία σύγκρουση με τους Εβραίους εθνικιστές, ενώ η πλειοψηφία των μελών της προερχόταν από την εβραϊκή Κοινότητα.
Οι διώξεις των Εβραίων από τους έλληνες φασίστες και εθνικιστές κορυφώθηκαν με τον πιο φρικιαστικό τρόπο με την έλευση των Ναζί στην πόλη στις 9 Απριλίου του 1941.
Τα γεγονότα της 11ης Ιούλη του 1942
Στις 8 Ιουλίου 1942 ο διοικητής της Βέρμαχτ στη Θεσσαλονίκη, Καρλ Μάρμπαχ, έδωσε εντολή να παρουσιαστούν όλοι οι άνδρες Εβραίοι ηλικίας 18 έως 45 ετών ώστε να απογραφούν.
Στις 11 Ιουλίου 1942, συγκεντρώθηκαν 9.000 Εβραίοι στην Πλατεία Ελευθερίας, οι οποίοι από τις 8 το πρωί στέκονταν όρθιοι κάτω από τον ήλιο, περικυκλωμένοι από στρατιώτες με αυτόματα όπλα και περιμένοντας για ώρες χωρίς τρόφιμα και νερό. Τα καψόνια όμως δεν σταμάτησαν εκεί, καθώς υποβλήθηκαν σε εξευτελιστικές «ασκήσεις γυμναστικής», με αποτέλεσμα αρκετοί να εξαντληθούν. Την επόμενη μέρα, στο εξώφυλλο της φιλοναζιστικής εφημερίδας «Νέα Ευρώπη» ο δημοσιογράφος Μιχάλης Παπαστρατηγάκης θα γράψει: «Αρκετά εβραϊκά όντα έμειναν στον τόπο».
Στην ουσία, σκοπός αυτής της «απογραφής» ήταν να οδηγηθούν οι Εβραίοι σε καταναγκαστικά έργα για λογαριασμό της εταιρείας Μίλλερ & Σία, η οποία στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής αναλάμβανε την κατασκευή τεχνικών έργων προς όφελος του Γερμανικού κράτους, αλλά και του Οργανισμού Todt, μιας τεχνικής εταιρείας του Γ’ Ράιχ, που ενσωματώθηκε στο Υπουργείο Εξοπλισμών και Παραγωγής Πολέμου και χρησιμοποιούσε αιχμαλώτους πολέμου και «ξένους εργάτες» από τις κατεχόμενες περιοχές.
Καταναγκαστική εργασία
Αμέσως μετά την καταγραφή τους, οι Εβραίοι διατάχθηκαν να παρουσιαστούν σε ομάδες των 2.000-3.000 ατόμων, προκειμένου να σταλούν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και να δουλέψουν στην οδοποιία, στην κατασκευή του αεροδρομίου του Σέδες και σε μεταλλεία.
Από την πρώτη στιγμή ήρθαν αντιμέτωποι με τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, καθώς αναγκάζονταν να δουλεύουν σκληρά για περισσότερες από 10 ώρες την ημέρα, κυριολεκτικά με ένα πιάτο φαγητό. Επιπλέον, πολλοί είχαν προσβληθεί από ελονοσία, καθώς τα περισσότερα εργοτάξια ήταν τοποθετημένα σε ελώδεις περιοχές. Σε διάστημα δυόμισι μηνών, το 12% των εργατών πέθανε από διάφορες αρρώστιες και από τις εξαντλητικές συνθήκες εργασίας.
Η εβραϊκή κοινότητα, προκειμένου να απελευθερώσει τα μέλη της από τα καταναγκαστικά έργα, συμφώνησε να καταβάλει στους Γερμανούς 2,5 δισ. δραχμές σαν λύτρα και αναγκάστηκε να συμφωνήσει με την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου. Μετά την καταβολή της πρώτης δόσης τον Οκτώβριο του 1942 οι Εβραίοι άρχισαν να επιστρέφουν, αλλά πολλοί από αυτούς είχαν αρρωστήσει βαριά και οι θάνατοι συνεχίστηκαν.
Κλιμάκωση της πολιτικής της εξόντωσης
Αυτό που ακολούθησε ήταν η κλιμάκωση της εξόντωσης των Εβραίων. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1942 άρχισε η καταστροφή και ισοπέδωση του εβραϊκού νεκροταφείου. Οι ταφόπλακες, τα μάρμαρα και τα τούβλα του ιστορικού νεκροταφείου διασκορπίστηκαν σε ολόκληρη την πόλη και χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό στην πλακόστρωση, την κατασκευή πεζοδρομίων και την ανέγερση οικοδομών.
Αμέσως μετά την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου, τον Φλεβάρη του 1943, άρχισε η εφαρμογή των φυλετικών νόμων της Νυρεμβέργης. Όλοι οι Εβραίοι άνω των πέντε ετών υποχρεώθηκαν να φορέσουν το κίτρινο αστέρι στα ρούχα τους, να τοποθετήσουν ειδική σήμανση στα μαγαζιά τους και να εγκατασταθούν σε δυο εβραϊκές συνοικίες. Στα παραπάνω προστέθηκαν σύντομα νέες απαγορεύσεις, όπως αυτές της εξάσκησης επαγγέλματος και της εξόδου από τις εβραϊκές συνοικίες.
Τον Μάρτη του 1943, ιδρύθηκε η Υπηρεσία Διαχείρισης Ισραηλίτικης Περιουσίας (Υ∆ΙΠ) και μέσα σε λίγες εβδομάδες κατάσχεσε όλα τα περιουσιακά στοιχεία της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης – ακόμα και τα μαγειρικά σκεύη. Παρά το γεγονός ότι αυτή η περιουσία (πάνω από 2.000 επιχειρήσεις και 10.000 κατοικίες) μεταβιβάστηκε στο ελληνικό δημόσιο, στην πραγματικότητα η διαχείρισή της πέρασε στα γερμανικά χέρια και τους ντόπιους συνεργάτες τους που πλούτισαν από τη λεηλασία στις εβραϊκές περιουσίες. Οι «ιδεολόγοι» Έλληνες και Γερμανοί φασίστες δεν έχασαν την ευκαιρία να αυξήσουν την προσωπική τους περιουσία σε βάρος διωκόμενων ανθρώπων.
Στις 15 Μάρτη του 1943 ξεκίνησε το πρώτο τρένο από τη Θεσσαλονίκη με 2.800 Εβραίους. Ηλικιωμένοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά στοιβάχτηκαν στα βαγόνια της αμαξοστοιχίας με προορισμό το Άουσβιτς. Μέχρι τον Αύγουστο του 1943 ακολούθησαν άλλα 18 ταξίδια θανάτου, ενώ υπολογίζεται ότι 45.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης μεταφέρθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα. Από αυτούς οι 37.387 δολοφονήθηκαν στους θαλάμους αερίων και πολλοί από τους υπόλοιπους πέθαναν από την εξάντληση, την πείνα και τις ασθένειες. Μόλις το 5% του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης γλίτωσε την εκτόπιση.
Αξίζει να σημειώσουμε, πως πριν τη μαζική εκτόπιση, αρκετοί Εβραίοι κατάφεραν να φύγουν από την πόλη και εντάχθηκαν στις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για να πάρουν μέρος στη μάχη ενάντια στις ναζιστικές δυνάμεις, ενώ άλλοι έφυγαν εκτός χώρας με πλαστά διαβατήρια.
Από τους 45.000 εκτοπισμένους, μόλις 1.950 κατάφεραν να επιζήσουν και να επιστρέψουν στην Θεσσαλονίκη σε κατάσταση εξαθλίωσης, χωρίς περιουσίες ενώ αυτό που αντίκρισαν δεν έμοιαζε σε τίποτα με την πόλη που είχαν αφήσει πίσω. Οι περισσότερες από τις 60 συναγωγές ήταν κατεστραμμένες, το νεκροταφείο είχε διαλυθεί και τα σχολεία τους ήταν ερειπωμένα.
Οι ψευδαισθήσεις της ηγεσία της εβραϊκής κοινότητας
Σημαντικό σημείο σ’ αυτή την τραγική ιστορία είναι οι ψευδαισθήσεις που είχαν δημιουργηθεί στην ηγεσία της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης και στη θεωρία ότι η μετακίνηση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα ήταν για το καλό τους, καθώς θα έβρισκαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας.
Χαρακτηριστική ήταν και η ανακοίνωση που της 5ης Μαρτίου του 1943 του αρχιραβίνου της Θεσσαλονίκης, Τσβι Κόρετς, που ήρθε ως απάντηση στις ανησυχίες πολλών Εβραίων που είχαν αρχίσει να φουντώνουν:
«Καλούμε τους ομόθρησκούς μας να διατηρήσουν όλη την ηρεμία των και την ψυχραιμία, να μην παρασυρθούν από τον πανικόν, να μη δίδουν πίστη εις τας ανησυχητικάς διαδόσεις, που όλες είναι δίχως βάση. Ο καθένας πρέπει να εξακολουθεί να ασχολείται ήρεμα με τις εργασίες του και να εμπιστεύεται εις τους διευθύνοντας την Κοινότητα».
Μια βδομάδα μετά από αυτές τις δηλώσεις, ο Κόρετς εμφανίστηκε στη συναγωγή για να ανακοινώσει ότι όλος ο εβραϊκός πληθυσμός θα εκτοπιζόταν στην Κρακοβία.
Οι αυταπάτες που είχαν δημιουργηθεί από την ηγεσία της εβραϊκής κοινότητας, εν τέλει είχαν τεράστιο κόστος για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.
Η φρικιαστική ιστορία της εξόντωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, αποτελεί μια από τις πολλές μαύρες σελίδες της δεκαετίας του 1940 που σημαδεύτηκε από τα εγκλήματα του ναζισμού. Σήμερα, είναι απαραίτητο να διατηρούμε αυτή τη μνήμη ζωντανή, καθώς οι νεκροί Εβραίοι της Θεσσαλονίκης είναι κομμάτι της εξόντωσης εκατομμυρίων αμάχων από τους ναζί. Την ίδια στιγμή, είναι χρέος μας να συνεχίζουμε να δίνουμε τη μάχη ενάντια στις πολιτικές και το σύστημα που γενούν τις ναζιστικές ιδέες.
Η πλατεία Ελευθερίας να γίνει πάρκο μνήμης και πρασίνου
Μέσα στο πλαίσιο της μάχης για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης του Ολοκαυτώματος της Εβραϊκής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης, το κίνημα διεκδικεί να μετατραπεί η πλατεία Ελευθερίας σε πάρκο μνήμης.
Η εκστρατεία που έχει ξεκινήσει το Αριστερό Ριζοσπαστικό Σχήμα στον Δήμο Θεσσαλονίκης «Η πόλη ανάποδα» (στο οποίο συμμετέχει το Ξεκίνημα) και η πρόταση που έχει καταθέσει στο Δημοτικό Συμβούλιο βρίσκεται σε αυτή την κατεύθυνση.
Την τελευταία περίοδο η ακροδεξιά προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι στην πόλη, πραγματοποιώντας ανάμεσα σε άλλα βανδαλισμούς σε εβραϊκά μνημεία. Σε ένα τέτοιο περιστατικό η τοιχογραφία για το Ολοκαύτωμα στον Σιδηροδρομικό Σταθμό βεβηλώθηκε με ναζιστικά σύμβολα ενώ το ίδιο συνέβη και στο μνημείο που είναι αφιερωμένο στο παλαιό εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης μέσα στο ΑΠΘ. Δίπλα και μέσα στον μόνιμα απαραίτητο αντιφασιστικό αγώνα, είναι πολύ σημαντική η διεκδίκηση της μετατροπής της πλατείας Ελευθερίας σε πάρκο μνήμης για την εξόντωση των Εβραίων της πόλης, αλλά και σε ελεύθερο κοινόχρηστο χώρο για τις ανάγκες των σημερινών κατοίκων της.