Με αφορμή την επέτειο ίδρυσης της σχολής τέχνης και αρχιτεκτονικής Bauhaus στις 12 Απρίλη του 1919, αναδημοσιεύουμε παλαιότερο άρθρο της Μαρίας Καπαράκη που είχε γραφεί για τη συμπλήρωση 100 χρόνων της σχολής.
Φέτος κλείνουν 100 χρόνια από την ίδρυση της πρωτοπόρας σχολής τέχνης και αρχιτεκτονικής Bauhaus. Ιδρύθηκε το 1919 από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους, και έκλεισε το 1933 με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η σχολή λειτούργησε σε τρεις διαφορετικές πόλεις (Βαϊμάρη, Ντεσάου και Βερολίνο), με διευθυντές διαδοχικά τον Βάλτερ Γκρόπιους, τον Χανς Μέγιερ και τον Λούντβιχ Μις φαν ντερ Ρόε.
Τέχνη και πολιτική κατάσταση της περιόδου
Η σχολή του Bauhaus ιδρύεται στην ηττημένη και κατεστραμμένη Γερμανία, αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ήττα της Γερμανίας πυροδοτεί την Γερμανική Επανάσταση (το ’19 και το ’23), την πτώση της μοναρχίας και την ίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ένα συντηρητικό καθεστώς που κουβαλά το οικονομικό και ηθικό πλήγμα του πολέμου. Το τέλος του πολέμου σήμαινε την αυγή μιας νέας εποχής, αλλά παράλληλα έθετε επιτακτικά την ανάγκη ανασυγκρότησης της κοινωνίας, της οικονομίας και της παραγωγής.
Την περίοδο εκείνη είχαν ήδη εμφανιστεί στην Ευρώπη μια σειρά από πρωτοποριακά καλλιτεχνικά ρεύματα, που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης: το κίνημα Arts & Crafts στην Αγγλία του 19ου αιώνα, αλλά και στις αρχές του 20ού κινήματα όπως η Αρτ Νουβό, ο Εξπρεσιονισμός, ο Ντανταϊσμός, ο Σουρεαλισμός, ο Κονστρουκτιβισμός και η Ρώσικη Πρωτοπορία της επαναστατημένης Ρωσίας, το κίνημα de Stijl, κ.ά. Έχοντας διαφορετικές προσεγγίσεις, αφετηρίες και εμφάσεις, το καθένα από αυτά τα ρεύματα προσπάθησε να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες ενός κόσμου που άλλαζε ριζικά, και να πάρει θέση για τα σημαντικά ζητήματα τις περιόδου: τον πόλεμο, τις αγωνίες της σύγχρονης εποχής, τον άνθρωπο της νέας βιομηχανικής περιόδου, τις κοινωνικές αντιθέσεις, κ.ά.
Σε αυτά τα πλαίσια γεννιέται το όραμα της σχολής του Bauhaus από τον Γκρόπιους, στον οποίο ο πόλεμος είχε ασκήσει μεγάλη επιρροή, μιας και πολέμησε και ο ίδιος σε αυτόν.
Οι αρχές και η λειτουργία του Bauhaus
Η ίδρυση της -αρχικά κρατικής- σχολής του Bauhaus προέκυψε από τη συγχώνευση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών με την Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βαϊμάρης. Κάποιες από τις πραγματικά καινοτόμες αρχές ίδρυσης της σχολής ήταν:
- η σύνδεση της τέχνης με την τεχνική κατάρτιση
- η κατάργηση του διαχωρισμού καλλιτέχνη και τεχνίτη
- η διδασκαλία όλων των μορφών τέχνης
- η απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων μέσα από την πράξη
- η εκπαίδευση καλλιτεχνών που θα ενταχθούν στην κοινωνία και θα έχουν άμεση επαφή με τη βιομηχανική παραγωγή
- η δημιουργία μιας νέας αισθητικής που θα προκύπτει από τα υλικά και τη λειτουργικότητά των αντικειμένων
Στη σχολή του Bauhaus δίδαξαν μια σειρά από επιφανείς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, που διακρίθηκαν για το έργο τους: ο Βασίλι Καντίνσκι, ο Πάουλ Κλέε, ο Γιοχάνες Ίτεν, ο Λάζλο Μοχόλι-Νάγκυ, ο Μαρσέλ Μπρόιερ, η Μαριάνε Μπραντ, ο Χανς Μέγιερ, κ.ά.
Για πολλά χρόνια, η σχολή συνδύαζε τα θεωρητικά μαθήματα με μια πληθώρα εργαστηρίων: ελεύθερου σχεδίου, μεταλλοτεχνίας, υφαντουργικής, ξυλοτεχνίας, κεραμικής, τυπογραφίας, βιβλιοδεσίας, χρήσης υλικών, σχεδιασμού και παραγωγής αντικειμένων, γραφικών τεχνών, γυαλιού, τοιχογραφίας, ζωγραφικής, γλυπτικής, θεάτρου.
Βιομηχανικός σχεδιασμός
Μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες που έφερε το Bauhaus, ήταν η αξιοποίηση της ατομικής δημιουργικότητας των σπουδαστών για την μαζική παραγωγή προϊόντων λειτουργικών, φτηνών και προσιτών στον απλό κόσμο. Τα προϊόντα που σχεδιάστηκαν -έπιπλα, φωτιστικά, κ.ά.- έγιναν αντικείμενα εκτεταμένης αναπαραγωγής και αποτέλεσαν σύμβολα του παγκόσμιου design (κάποια από αυτά εξακολουθούν να παράγονται μέχρι σήμερα). Σημαντικό ρόλο έπαιξε η μεταφορά της σχολής το 1925 στην πιο προοδευτική και βιομηχανοποιημένη πόλη Ντεσάου. Ταυτόχρονα, ο Γκρόπιους ιδρύει το 1925 την εταιρία Bauhaus, για εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων, με αποτέλεσμα σταδιακά η σχολή να βγάζει ικανοποιητικά κέρδη από τις παραγγελίες.
Αλλαγές στη διοίκηση και τη λειτουργία του Bauhaus
Μπορεί το πολιτικό στοιχείο να μην ήταν πάντα ιδιαιτέρως εμφανές, ωστόσο ακολούθησε τη σχολή από την αρχή ως το τέλος της, και καθόρισε μια σειρά αλλαγών που αφορούν στη λειτουργία της, ιδιαίτερα όσο οι συντηρητικές και ναζιστικές δυνάμεις κέρδιζαν έδαφος στη Γερμανία.
Το Bauhaus δέχτηκε από την αρχή της λειτουργίας του έντονη κριτική από συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις και καλλιτέχνες της Βαϊμάρης, που θεωρούσαν ότι οι προτάσεις του είναι «Μπολσεβίκικες και αριστερές». Το 1924 η απομάκρυνση της σχολής από τη Βαϊμάρη οφείλεται στην άνοδο των συντηρητικών κομμάτων της δεξιάς στην εξουσία – δυνάμεις που επιθυμούσαν από την αρχή το κλείσιμο του Bauhaus.
Το 1927 στο Ντεσάου στη σχολή αρχίζει να λειτουργεί υπό τον Ελβετό αρχιτέκτονα Χάνς Μέγιερ τμήμα αρχιτεκτονικής, το οποίο σταδιακά ενισχύεται. Το 1928 ο Γκρόπιους παραιτείται, και μαζί με αυτόν και άλλοι δάσκαλοι, και τη διοίκηση της σχολής αναλαμβάνει ο Μέγιερ, ο οποίος ήταν μαρξιστής. Ο Μέγιερ καλεί ανοιχτά αριστερούς σπουδαστές να φοιτήσουν στο Bauhaus και επιδιώκει να συνδέσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη σχολή και την παραγωγή προϊόντων με την κοινωνία και τις ανάγκες της, και όχι με την ατομική καλλιτεχνική έκφραση. Αυξάνει έτσι σημαντικά τις πωλήσεις της σχολής, αλλά αφαιρεί από τα έργα της την καλλιτεχνική αξία που είχαν μέχρι τότε.
Το 1930 ο Μέγιερ εξαναγκάζεται σε παραίτηση λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Τη θέση του αναλαμβάνει ο Γερμανός αρχιτέκτονας Λούντβιχ Μις φαν ντερ Ρόε, που μοιάζει αδιάφορος ως προς τις πολιτικές εξελίξεις, γεγονός που βολεύει τις συντηρητικές δυνάμεις. Χαρακτηριστικά δηλώνει: «Η νέα εποχή είναι γεγονός, υπάρχει εντελώς ανεξάρτητα από το αν εμείς λέμε ναι ή όχι σ’ αυτήν… Ας αποδεχθούμε ως γεγονός τις αλλαγμένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες». Μόλις ανέλαβε τη διοίκηση της σχολής ο Μις φαν ντερ Ρόε περιορίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της, απαγορεύει κάθε είδους πολιτική δράση των φοιτητών, τη μετατρέπει ουσιαστικά σε μια ιδιωτική σχολή αρχιτεκτονικής, ενώ παύει να παράγει προϊόντα μαζικά, γεγονός που προκαλεί την αντίδραση πολλών σπουδαστών.
Το 1931 το κόμμα του Χίτλερ συμμετέχει στις εκλογές του τοπικού κοινοβουλίου του Ντεσάου εξαγγέλλοντας το κλείσιμο του Bauhaus και την καταστροφή του κτηρίου του. Όταν κερδίζει την πλειοψηφία στο συμβούλιο, διακόπτει τα συμβόλαια των καθηγητών, αναγκάζοντας τη σχολή να φύγει από την πόλη (ευτυχώς το ιστορικό κτήριο του Ντεσάου, που είχε σχεδιάσει ο Γκρόπιους, δεν κατεδαφίστηκε λόγω έλλειψης κονδυλίων).
Το 1932 η σχολή μετακομίζει με δυσκολίες στο Βερολίνο, με διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών, αποκλειστική έμφαση την αρχιτεκτονική και αρκετά λιγότερους συνεργάτες, μιας και πολλοί έχουν εγκαταλείψει τη Γερμανία. Η σχολή θα λειτουργήσει μέχρι την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, οπότε και κλείνει οριστικά.
Η σύγκρουση με το ναζιστικό καθεστώς
Το Ναζιστικό κόμμα είχε δηλώσει εξαρχής την αντίθεσή του στο Bauhaus, το οποίο θεωρούσε «οχυρό εβραϊκής – μαρξιστικής τέχνης», αφού δεν εκθείαζε το «μνημειώδες» και την «τέχνη για τις μάζες» που υμνούσε η ιδεολογία του Τρίτου Ράιχ.
Ο Χίτλερ στο βιβλίο του «Ο Αγών μου» γράφει: «Η τέχνη οφείλει να είναι τέλεια και αιώνια και πρέπει πάντοτε να εξυψώνει τις υψηλές αξίες της Αρίας φυλής…». Παράλληλα ο Γκέμπελς, υπεύθυνος προπαγάνδας του κόμματος, δηλώνει με σαφήνεια τις προθέσεις του: «Η ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας θα πρέπει να σταματά στα όρια που της θέτει η πολιτική και όχι η καλλιτεχνική ιδέα».
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ιδρύεται στους κόλπους του Ναζιστικού Κόμματος η οργάνωση «Λίγκα αγώνα για την προστασία της γερμανικής κουλτούρας», η οποία θα παίξει καθοριστικό ρόλο στα μαζικά πογκρόμ εναντίον χιλιάδων προοδευτικών δημιουργών. Ήδη από το 1933 το Ναζιστικό κόμμα διοργανώνει εκθέσεις σε όλη τη χώρα που είχαν ως στόχο να στρέψουν το κοινό εναντίον των καλλιτεχνικών αναζητήσεων της εποχής.
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, και βέβαια κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο πόλεμος κατά της μοντέρνας τέχνης και των πρωτοπόρων δημιουργών και διανοούμενων θα οξυνθεί. Κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να φύγουν στην Ευρώπη και την Αμερική, άλλοι (κυρίως οι εβραϊκής καταγωγής) χάθηκαν στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν, ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που αυτοκτόνησαν. Επίσης, κατά τη διάρκεια της εξουσίας των Ναζί, πολλά σπουδαία έργα -και εκτός Γερμανίας- καταστράφηκαν, χάθηκαν, ή πουλήθηκαν σε δημοπρασίες.
Μια ανεκτίμητη κληρονομιά
Παρά τα λίγα χρόνια ζωής του, και τις διάφορες αδυναμίες που είχε στη λειτουργία του, το Bauhaus επηρέασε καταλυτικά την αρχιτεκτονική, το βιομηχανικό σχεδιασμό και τη σύγχρονη τέχνη (μεταξύ άλλων την τυπογραφία, τη φωτογραφία, τις γραφικές τέχνες) σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Η καινοτομία του ωστόσο δεν περιορίζεται στη μοντέρνα αισθητική, την απλότητα και τον πρωτοποριακό σχεδιασμό των προϊόντων του, που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα. Αφορά επίσης στη σύνδεση της σχολής με την κοινωνία και την παραγωγή, τις επαναστατικές μεθόδους διδασκαλίας και γέννησης ιδεών, την καθιέρωση της έννοιας της λειτουργικότητας, την αξιοποίηση της ατομικής δημιουργικότητας στα πλαίσια του συλλογικού στόχου. Και βέβαια, άνοιξε το δρόμο για τις νέες καλλιτεχνικές ιδέες που θα γεννούσε ο 20ός αιώνας.
Και μια σπουδαία υπενθύμιση
Ευτυχώς για την παγκόσμια κοινότητα, οι επαναστατικές ιδέες και μέθοδοι που ανέπτυξε το Bauhaus σώθηκαν και διαδόθηκαν, παρά το άδοξο τέλος της σχολής. Η πορεία του Bauhaus, ωστόσο, μας θυμίζει ότι η θέση που παίρνουμε απέναντι στην τέχνη και την εκπαίδευση δεν μπορεί παρά να είναι και αυτή μια θέση πολιτική και κοινωνική, ιδιαίτερα όταν απέναντί μας έχουμε δυνάμεις που υμνούν το σκοτάδι και τον θάνατο, και απεχθάνονται τις πρωτοπόρες ιδέες και τους ελεύθερους ανθρώπους. Και μας θυμίζει επίσης, ότι η τέχνη -όσο σημαντικό όπλο κι αν είναι στα χέρια μας- τελικά δε φτάνει από μόνη της για να νικήσουμε το σκοτάδι του φασισμού.