10 χρόνια από την αρχή της κρίσης: που βρίσκεται η παγκόσμια οικονομία σήμερα;

Μετάφραση άρθρου της Judy Beishon, στελέχους του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Βρετανία (τμήμα της Επιτροπής για μια Εργατική Διεθνή-CWI)

 

Κάτι σάπιο υπάρχει ακόμα στο βασίλειο της παγκόσμιας οικονομίας… Οι συχνές οικονομικές αναταράξεις συνδυάζονται με μια τεράστια πολιτική αστάθεια σε παγκόσμια κλίμακα. Την σημαντική άνοδο που είχαν οι μετοχές τον Δεκέμβρη του ’17 ακολούθησαν μαζικές πωλήσεις τον Φλεβάρη [σημ: του 2018] που έριξαν τα χρηματιστήρια. Τα ασύλληπτα ιδιωτικά και κρατικά χρέη στοιχειώνουν το σύστημα, περιορίζοντας τον χώρο που έχει για να κινηθεί. Στην πραγματικότητα, η παγκόσμια οικονομία δεν έχει συνέλθει ακόμα από το κραχ του 2007/08.

Ευφορία αλλά και ανησυχία

Το ’18 ξεκίνησε με μια συζήτηση μεταξύ των αναλυτών του συστήματος σχετικά με την ταυτόχρονη μεγέθυνση που υπήρχε σε όλες τις ηπείρους και την άνοδο των χρηματιστηρίων, και η συζήτηση αφορούσε το αν πρέπει να την χαρακτηρίζουν ανάκαμψη, επέκταση ή περίοδο απότομης ανάπτυξης. Σε μια τρελή κούρσα ανόδου, αναντίστοιχη με την πραγματική κατάσταση των εταιριών και των κερδών, οι μετοχές σε παγκόσμιο επίπεδο έκλεισαν το ’17 με αξία πάνω από 80 τρισ. $- περίπου 17 τρισ. $ παραπάνω από την αξία που είχαν στο ψηλότερο σημείο πριν την κρίση του ’08. Όσον αφορά το παγκόσμιο ΑΕΠ, το ΔΝΤ και άλλα ιδρύματα προβλέπουν ότι η ανάπτυξη για το 2017 θα κυμανθεί τελικά στο 3%, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα ότι τα επόμενα δύο χρόνια η παγκόσμια οικονομία θα έχει ακόμα καλύτερες επιδόσεις.

Παρόλα αυτά, όταν οι οικονομικά ισχυροί παράγοντες του πλανήτη μαζεύτηκαν για την ετήσια συνάντηση τους στο Νταβός τον Γενάρη, η ευφορία τους πήγαινε χέρι-χέρι με μια ανησυχία. Ο προβληματισμός είχε να κάνει με πολιτικά και περιβαλλοντικά ζητήματα που μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στην οικονομία όπως ο προστατευτισμός και οι εμπορικοί πόλεμοι, η προσφυγική κρίση, οι ανισότητες, η κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι πολεμικές συγκρούσεις. Η νευρικότητα τους ήταν εμφανής τον Φλεβάρη με την απότομη πτώση των τιμών στα χρηματιστήρια, και γι’ αυτό οι Financial Times αναγκάστηκαν να προσπαθήσουν να καθησυχάσουν το κοινό ώστε να μην επικρατήσει πανικός.

Πτώση ρυθμών ανάπτυξης

Τα αστικά επιτελεία (τα επιτελεία της άρχουσας τάξης) κατανοούν ότι η τρελή κούρσα των τιμών των μετοχών δεν είναι βιώσιμη και υπάρχουν ερωτηματικά για το πόσο σταθερή είναι η ανάπτυξη και πόση διάρκεια μπορεί να έχει.

Τα τεράστια χρέη απειλούν να προκαλέσουν πολύ μεγάλα ρήγματα στην παγκόσμια οικονομία. Φτάνει να σκεφτούμε μόνο ότι τα χρέη των εταιριών, των κυβερνήσεων και των νοικοκυριών ανέβηκαν από 142 τρισ. $ το 2007 στα 233 τρισ. $ το 2017 – μια ιλιγγιώδης άνοδος σε απόλυτες τιμές, αλλά και σε ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Η βαθιά κρίση που ξεκίνησε πριν 10 χρόνια ταρακούνησε συθέμελα το σύστημα, μετά το αρχικό σοκ όμως οδήγησε τις οικονομίες σε στασιμότητα ή αναιμική ανάπτυξη για τα επόμενα χρόνια. Ειδικά όσον αφορά την μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, των ΗΠΑ, ο οικονομολόγος Μάρτιν Γούλφ έγραψε στους Financial Times τον Γενάρη:

«Η οικονομία είναι σήμερα 17% μικρότερη σε σχέση με το που θα βρισκόταν αν συνεχιζόταν η τάση ανάπτυξης που υπήρχε από το 1968 μέχρι το 2007 [σημ: δηλαδή αν δεν υπήρχε η κρίση της τελευταίας 10ετίας]. Από την ανάκαμψη του 2009, οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πολύ χαμηλότεροι. Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγικότητα της εργασίας, η άνοδος της οποίας παραμένει πολύ χαμηλή».

Οι αστοί (εκπρόσωποι των καπιταλιστών) οικονομολόγοι προβληματίζονται εδώ και καιρό για τους χαμηλούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας στις ανεπτυγμένες χώρες και ανησυχούν για τα στοιχεία που δείχνουν την πτώση των ρυθμών και στις αναπτυσσόμενες χώρες, που συνοδεύεται και από την πτώση των ρυθμών ανάπτυξης.

Ποσοτική χαλάρωση

Ακριβώς λόγω της συνεχιζόμενης έλλειψης εμπιστοσύνης των αστών όσον αφορά το πόσο σταθερή είναι η ανάκαμψη, πολλά από τα μέτρα στήριξης των οικονομιών που εισήχθησαν μετά την κρίση του ’07-’08 παραμένουν σε ισχύ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τα επιτόκια κρατιούνται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και η «ποσοτική χαλάρωση» (η αγορά αξιών μέσω ηλεκτρονικά δημιουργημένου χρήματος από τα κράτη) συνεχίζεται στις μεγάλες οικονομίες.[¹]

Η Τράπεζα της Ιαπωνίας (της 3ης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο) συνεχίζει να αγοράζει περιουσιακά στοιχεία αξίας 700 δισ. $ κάθε χρόνο. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αγοράζει περιουσιακά στοιχεία με ρυθμό 30 δισ. € το μήνα χωρίς να υπάρχει ημερομηνία λήξης (τεράστιο νούμερο, που παρόλα αυτά αποτελεί μείωση σε σχέση με το προηγούμενο των 60 δισ. € το μήνα). Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δήλωσε ότι «βλέπει ελάχιστα στοιχεία που να τον οδηγούν να σκεφτεί την άνοδο των επιτοκίων για φέτος». Η Τράπεζα της Αγγλίας δεν έχει ξεκινήσει ακόμα την πώληση των περιουσιακών στοιχείων που απέκτησε με εξαγορές για να στηρίξει την οικονομία μετά την κρίση, και τα οποία ανέρχονται σε 435 δισ. στερλίνες. Η FED, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, πολύ αργά έχει ξεκινήσει να χαλαρώνει το πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας που είχε συνολικό ύψος 4,5τρις$.[²]

Αυτές οι τεράστιες ενέσεις χρημάτων (περίπου 10 τρισ. $ παγκόσμια ήταν μόνο το πακέτο της «ποσοτικής χαλάρωσης») μαζί με τα μηδενικά ή πολύ χαμηλά επιτόκια, κράτησαν τις οικονομίες ώστε να μην πέσουν σε ύφεση και κατάφεραν να αποτρέψουν χρεοκοπίες όπως αυτές που έγιναν μετά το κραχ του ’29. Με αυτό τον τρόπο έβαλαν τις βάσεις για την σημερινή ανάπτυξη, η οποία βέβαια έχει δώσει τροφή στην προπαγάνδα των κυβερνήσεων που διακηρύσσουν ότι η κρίση έχει περάσει πια.

Σε αυτό το περιβάλλον παγκόσμιας ανάπτυξης κάποιες από τις χώρες της Ευρωζώνης που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση, που δέχτηκαν πακέτα «διάσωσης» και υπέφεραν από τις πολιτικές της σκληρής λιτότητας, έχουν καταφέρει να επιστρέψουν σε ρυθμούς ανάπτυξης που είχαν πριν την κρίση. Σαν συνέπεια αυτού του γεγονότος σε κάποιες χώρες έχει «ανοίξει η όρεξη» των εργαζομένων και μεσαίων στρωμάτων που απαιτούν να τους επιστραφούν οι θυσίες της προηγούμενης περιόδου. Τα παραδείγματα των δημοτικών υπαλλήλων στη Σκωτία που πάλεψαν για αυξήσεις 6,5% αλλά και των Γερμανών μεταλλεργατών της IG Metal, που απαίτησαν 6% αύξηση, είναι ενδεικτικά.

Χαμηλές επενδύσεις

Τα πακέτα «στήριξης» και «διάσωσης» των οικονομιών στην ουσία λειτούργησαν σαν «δώρα» για την ελίτ των πλουσίων, τα οποία αύξησαν την περιουσία τους είτε επρόκειτο για κρατικά ομόλογα, ιδιωτικά χρέη ή μετοχές. Την ίδια στιγμή όμως, οι πλούσιοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν κρίσεις που αφορούν το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων και την χαμηλή παραγωγικότητα.

«Σε όλες τις οικονομίες των G7 [σημ: των 7 πλουσιότερων χωρών του πλανήτη] ο ρυθμός των καθαρών επενδύσεων είναι χαμηλότερος σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση. Ταυτόχρονα, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι κάτω από τον μέσο όρο της περιόδου ’95-‘07» αναφέρει ο Μ. Γούλφ στους Financial Times (5.12.17).

Αντί να επενδύουν στην οικονομία ώστε να υπάρξει πρόοδος των κοινωνιών, τα «μεγάλα κεφάλια» της βιομηχανίας στουμπώνουν τους εαυτούς τους με εξωπραγματικούς μισθούς, μπόνους και μερίσματα. Αυτά τα προνόμια των πολύ πλουσίων προήλθαν σε μεγάλο βαθμό μέσα από μια διαδικασία αναδιανομής του πλούτου εις βάρος των εργαζομένων τους – μέσω του χτυπήματος των εργασιακών σχέσεων και του βιοτικού επιπέδου των πιο φτωχών. Επίσης έχουν αυξήσει τα κέρδη τους μέσω της μεταφοράς κομματιών της παραγωγής και υπηρεσιών σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος ή χρησιμοποιώντας φτηνό εργατικό δυναμικό (κυρίως μεταναστών). Μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών στους χώρους εργασίας ενισχύεται αυτή η τάση, καθώς στον καπιταλισμό τα οφέλη της τεχνολογίας δεν στρέφονται στη βελτίωση της ζωής της πλειοψηφίας, αλλά στην αύξηση των κερδών μιας μειοψηφίας.

Χρηματοοικονομική μηχανική

Τα τεράστια κέρδη στην κορυφή της πυραμίδας προέρχονται επίσης και από την λεγόμενη «χρηματοοικονομική μηχανική» (financial engineering).[³] Μέσα από μια τέτοια πρακτική, που εφαρμόζεται συχνά, οι εταιρίες αγοράζουν τις ίδιες τις δικές τους μετοχές προκειμένου να κρατήσουν την τιμή τους ψηλά, συνήθως με λεφτά που έχουν δανειστεί με χαμηλά/μηδενικά επιτόκια. Αυτή η πρακτική χρησιμοποιείται για να αυξήσει τις τιμές των μετοχών, καθώς και τα μερίσματα και τις αμοιβές των υψηλόβαθμων στελεχών.

Οι εταιρίες που είναι στο δείκτη Standar & Poor’s 500 του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης έχουν ξοδέψει 1,1 τρισ. $ για να αγοράζουν οι ίδιες τις δικές τους μετοχές μόνο τα τελευταία 2 χρόνια! Η επαναγορά αυτή μειώνει τον αριθμό των διαθέσιμων μετοχών, αυξάνει τις αποδόσεις ανά μετοχή που δημοσιεύουν οι εταιρίες και αυξάνει την αξία των υπολοίπων μετοχών. Οι μεγάλες εταιρίες στις ΗΠΑ έχουν ξοδέψει περισσότερα λεφτά σε επαναγορές μετοχών παρά σε μερίσματα τα 13 από τα τελευταία 14 χρόνια. Τεράστια ποσά ρέουν άφθονα επίσης και σε εξαγορές, συχνά με στόχο να ξεπουληθούν τα περιουσιακά στοιχεία των εταιριών που εξαγοράζονται.

Επιπλέον, οι χρηματοοικονομικοί κολοσσοί συνεχίζουν να τζογάρουν ασύλληπτα ποσά στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, στα χρηματιστήρια και σε αγορές παραγώγων. Τα κρυπτονομίσματα όπως το Bitcoin έχουν μετατραπεί σε ένα νέο όχημα για τζόγο αλλά και ξέπλυμα χρήματος, και αυτή τη στιγμή η «αξία» τους φτάνει τα 700 δισ. $. Παρόλα αυτά, δεν έχουν ακόμα ενσωματωθεί επαρκώς στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα και η αστάθεια τους μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις στην οικονομία. Γι’ αυτό το λόγο αυξάνονται οι πιέσεις για «ρύθμιση» της αγοράς των κρυπτονομισμάτων κάτω από τον φόβο της αστάθειας που μπορούν να προκαλέσουν αν η τιμή τους συνεχίσει να ανεβαίνει.

Μια άλλη μέθοδος κερδοσκοπίας που χρησιμοποιείται μαζικά είναι το λεγόμενο «σορτάρισμα» (βραχυπρόθεσμη πώληση) των μετοχών.[4] Η μέθοδος αυτή έπαιξε στις ειδήσεις τις τελευταίες βδομάδες λόγω της υπόθεσης της Carillion, του βρετανικού κατασκευαστικού κολοσσού που χρεοκόπησε τον Γενάρη, απειλώντας μισθούς και συντάξεις δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων.

Αύξηση των ανισοτήτων

Όταν τέτοιες εταιρίες χρεοκοπούν, οι περισσότεροι από τους μεγαλομετόχους έχουν ήδη μαζέψει τόσο πλούτο που μπορούν να συνεχίζουν να ζουν στη χλιδή. Όχι όμως και οι εργαζόμενοι τους, που είναι και οι παραγωγοί όλου αυτού του πλούτου, και που αντιμετωπίζουν την συμπίεση του βιοτικού τους επιπέδου από τους χαμηλούς μισθούς και τα μέτρα λιτότητας. Κροκοδείλια δάκρυα και άφθονες προειδοποιήσεις βλέπουμε κάθε μέρα στα ΜΜΕ για τους κινδύνους από την αύξηση των ανισοτήτων. Ακόμα και η διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ αναφέρθηκε στο φόβο ότι η αυξημένες ανισότητες σε πολλές χώρες μπορεί να οδηγήσουν σε «ρήξεις».

Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: 8 άτομα κατέχουν πλούτο όσο 3,6 δις άνθρωποι, το φτωχότερο 50% του πληθυσμού, με βάση στοιχεία της Oxfam πριν 1 χρόνο. Από τότε, το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού καρπώθηκε το 82% του πλούτου που παράχθηκε. Το φτωχότερο 50% του πληθυσμού δεν είδε καμία αύξηση του εισοδήματος του.

Η στασιμότητα ή η πτώση του βιοτικού επιπέδου δεν περιορίζεται μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στις ΗΠΑ, 41 εκ άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, και ο μέσος πραγματικός μισθός βρίσκεται στα επίπεδα του ’79.

Τα στοιχεία αυτή τη στιγμή δείχνουν μια αύξηση του μέσου μισθού στις ΗΠΑ, αν και στα ανώτερα κλιμάκια (διευθυντές, κτλ) η άνοδος είναι πολύ μεγαλύτερη από τις κατώτερες βαθμίδες. Στην Αγγλία, οι αυξήσεις είναι χαμηλότερες από τον πληθωρισμό και τα νοικοκυριά είναι σε χειρότερη κατάσταση σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Εκτός από την στασιμότητα στους μισθούς, πολλές σταθερές και σχετικά καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας έχουν αντικατασταθεί από επισφαλείς, κακοπληρωμένες θέσεις μερικής απασχόλησης ή περιορισμένης διάρκειας. Οι νέες τεχνολογίες συχνά χρησιμοποιούνται για να μειώσουν το συνολικό εισόδημα των εργαζομένων μέσω περικοπών σε θέσεις εργασίας, ώρες απασχόλησης ή μισθούς, καθώς και για να αυξήσουν την παρακολούθηση τους από τους εργοδότες.

Αδιέξοδο

Όλα αυτά είναι στοιχεία ενός συνεχιζόμενου αδιεξόδου στις καπιταλιστικές οικονομίες, που κυριαρχεί η επιδίωξη γρήγορου και μεγάλου κέρδους καθώς και οι επιθέσεις στο κράτος πρόνοιας. Σε κάποιες χώρες αυτές οι επιθέσεις έχουν προχωρήσει πολύ. Στην Βρετανία πχ ακόμα και η Λαγκάρντ δήλωσε «Δεν υπάρχει ιδιαίτερο έδαφος για επιπλέον περικοπές»! Αντί για αυτό συνέστησε αυξήσεις στους φόρους και την ενίσχυση της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών Υγείας. Για τους πολύ πλούσιους, ο μικρότερος δημόσιος τομέας υπηρετεί ένα διπλό στόχο. Από τη μια, χρειάζεται να πληρώνουν λιγότερους φόρους. Από την άλλη, ανοίγει ένα πεδίο δραστηριοποίησης και κερδοσκοπίας για αυτούς, και μάλιστα σε τομείς που είναι κρίσιμοι για την ανθρώπινη επιβίωση.

Οι αστοί οικονομολόγοι δεν έχουν ιδέα για το που πάει το σύστημα τους την επόμενη περίοδο και ποιες πολιτικές πρέπει να εφαρμόσουν. Δεν υπάρχουν ακαδημαϊκά μοντέλα που να μπορούν να προβλέψουν ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αν συνεχίσουν τα χαμηλά επίπεδα επενδύσεων και παραγωγικότητας, ή αν σταματήσουν τα τεράστια ποσά των πακέτων στήριξης. Οι περισσότεροι κατανοούν ότι οι οικονομίες στον καπιταλισμό έχουν ανοδικούς και καθοδικούς κύκλους (όπως εξήγησε ο Μάρξ). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουν να ρίχνουν λεφτά στην οικονομία και να αυξήσουν τα επιτόκια για να προλάβουν την άνοδο του πληθωρισμού (στην επόμενη φάση της ανάπτυξης που ελπίζουν να έρθει) όπως έχουν ήδη ξεκινήσει να κάνουν κάποιες κεντρικές τράπεζες. Την ίδια στιγμή όμως, καταλαβαίνουν ότι αυτά τα μέτρα βάζουν φρένο στην ανάπτυξη και η υπερχρέωση κρατών και ιδιωτών είναι τόσο μεγάλη που μια αύξηση του κόστους δανεισμού θα οδηγήσει εταιρίες, νοικοκυριά, ακόμα και ολόκληρα κράτη, στο φάσμα της χρεοκοπίας.

Η μείωση φόρων στις ΗΠΑ

Σαν να μην έχουν τσεπώσει ήδη αρκετά οι υπερ-πλούσιοι, οι νέες μειώσεις στην εταιρική και ιδιωτική φορολογία που εισήγαγε ο Ντόναλντ Τράμπ θα σημάνουν μια τεράστια μεταφορά πλούτου προς την ελίτ των ΗΠΑ (στην οποία βέβαια ανήκει και ο ίδιος). Προσπάθησε να δικαιολογήσει την μείωση αυτή με το επιχείρημα ότι θα ενισχύσει τις επενδύσεις και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, και ότι θα δελεάσει τους πλούσιους που έχουν τεράστιες περιουσίες να επαναφέρουν τα χρήματα τους στη χώρα.

Παρόλο που μερικές πρόσκαιρες περικοπές στους φόρους μπορεί να ευνοήσουν κάποια χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα και παρόλο που το ύψος των ποσών που συζητάμε από μόνο του θα δημιουργήσει κάποια ώθηση στην οικονομία, η ιδέα ότι αυτά τα μέτρα θα αλλάξουν την κατάσταση απορρίπτεται ακόμα και από δεξιούς οικονομολόγους. Για παράδειγμα ο Μ. Γούλφ γράφει:

«Μια πιο ψύχραιμη άποψη είναι ότι τα μέτρα αυτά κυρίως θα αυξήσουν τις τιμές των μετοχών, την ανισότητα του πλούτου και τον ανταγωνισμό για ακόμα χαμηλότερη φορολογία στο κεφάλαιο. Η βρετανική εμπειρία είναι πολύ διδακτική – η μείωση των εταιρικών φόρων στην Αγγλία στο 19% έχει βοηθήσει ελάχιστα στις επενδύσεις ή στην αύξηση του μέσου πραγματικού μισθού».

Το 2004 έγινε στις ΗΠΑ μια διαδικασία χαριστικών φοροαπαλλαγών ώστε να επαναπατριστούν κεφάλαια που βρισκόταν στο εξωτερικό. Η εμπειρία έδειξε ότι ενώ επαναπατρίστηκαν 300 δισ. $, το μεγαλύτερο μέρος τους πήγε στην επαναγορά μετοχών και σε μερίσματα, και όχι σε επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.

Ακόμα και το Κονγκρέσο των ΗΠΑ σε ειδική του επιτροπή χαρακτήρισε την κίνηση σαν «αναποτελεσματικό μέσο για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης». Πολλές εταιρίες που επωφελήθηκαν, μάλιστα, προχώρησαν και σε μείωση των θέσεων εργασίας αντί να τις αυξήσουν! Μετά την ανακοίνωση από τον Τράμπ της συμφωνίας για μείωση των εταιρικών φόρων, η Wells Fargo, η 3η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ, ανακοίνωσε επαναγορά ιδίων μετοχών αξίας 22,6 δισ. $. Άλλες εταιρίες θα ακολουθήσουν. Για τους πλούσιους είναι διπλό το κέρδος: και μειωμένοι φόροι, και αξιοποίηση των χρημάτων που κερδίζουν για να βγάλουν ακόμα περισσότερα λεφτά.

Καθώς αυτή η πολιτική θα σημαίνει αύξηση του δημοσίου χρέους τον ΗΠΑ κατά 1,5 τρισ. $ μέσα στην επόμενη δεκαετία, ακόμα και κάποιοι Ρεμπουμπλικάνοι αρνήθηκαν να υποστηρίξουν το μέτρο. Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ είναι ήδη 20 τρισ. $ και το έλλειμμα του προϋπολογισμού στο 5,7% του ΑΕΠ. Ο ετήσιος δανεισμός αγγίζει τα 1,1 τρισ. $, κάτι που είναι ανήκουστο για περίοδο όπου υποτίθεται υπάρχει ανάπτυξη. Η Λαγκάρντ στο Νταβός επέστησε την προσοχή σε αυτό το γεγονός. Δήλωσε ότι οι μειώσεις των φόρων μπορεί να κρύβουν «σοβαρούς κινδύνους» και μπορεί να «κάνουν την οικονομία ευάλωτη». Ο αυξημένος δανεισμός των επιχειρήσεων μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων, και το αυξημένο έλλειμμα μπορεί να περιορίσει τις δυνατότητες της FED να αντιμετωπίσει μια νέα ύφεση.

Προστατευτισμός

Μια άλλη εστία αστάθειας για τον παγκόσμιο καπιταλισμό είναι οι διαρκώς αυξανόμενες εντάσεις σχετικά με το εμπόριο, τους δασμούς και τις επιδοτήσεις εγχώριων εταιριών.[5] Σε ένα κόσμο που είναι πια αλληλοεξαρτώμενος σε πολύ μεγάλο βαθμό, η ρητορική του Τράμπ ότι πρέπει να είναι «η Αμερική πρώτα» έχει οξύνει τους φόβους για ένα ντόμινο μέτρων προστατευτισμού που μπορεί να ρίξει την παγκόσμια οικονομία στην άβυσσο. Δεν είναι βέβαια μόνο ο Τράμπ, η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και της άρσης των περιορισμών στο εμπόριο είχε από πριν προβλήματα. Συνολικά, φαίνεται να υπάρχουν οπισθοχωρήσεις στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου δεν έχει υπογράψει ούτε μία διεθνή εμπορική συμφωνία από την ίδρυση του το 1995.

Ο Υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ προκάλεσε μια μικρή καταιγίδα στο Νταβός όταν είπε ότι η ΗΠΑ βρίσκονται ήδη σε έναν «εμπορικό πόλεμο». Ο Τράμπ άμεσα διέψευσε τη δήλωση και μέχρι τώρα έχει πάρει περιορισμένα μέτρα οικονομικού προστατευτισμού. Η πρόσφατη επιβολή δασμών σε εισαγόμενα πλυντήρια και ηλιακά πάνελ δεν αποτελεί σημαντική αλλαγή πολιτικής σε σχέση με τις πρακτικές που εφάρμοσαν και προηγούμενες κυβερνήσεις. Η απειλή του ότι θα αυξήσει τους δασμούς στα αεροπλάνα της καναδικής Bombardier κατά 292% τελικά απορρίφθηκε από διαιτητικό δικαστήριο των ΗΠΑ. Ο Τράμπ επαναδιαπραγματεύεται τη NAFTA (Νοτιοαμερικάνικη Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου) αντί να αποσυρθεί όπως δήλωνε, και δεν απέκλεισε και την πιθανότητα να ξαναενταχθούν οι ΗΠΑ στην TPP, την διατλαντική εμπορική συμφωνία από την οποία πρόσφατα αποσύρθηκαν με εντολή του ίδιου του Τράμπ.

Δασμοί και θέσεις εργασίας

Πολλοί εργαζόμενοι στις ΗΠΑ και παγκόσμια έχουν σωστά υιοθετήσει μια εχθρική στάση απέναντι σε καπιταλιστικές εμπορικές συμφωνίες – τη NAFTA, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την TPP και τις κινήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, καθώς αυτές οι συμφωνίες είναι φτιαγμένες να υπηρετούν τα συμφέροντα των μεγάλων εταιριών. Ολόκληρες περιοχές ή κλάδοι εργαζομένων χάνουν δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας λόγω αυτών των συμφωνιών, κάτι που για τους αρχιτέκτονες τους αποτελεί «παράπλευρη απώλεια» ή «αναγκαία μεταρρύθμιση». Εκμεταλλευόμενος αυτή τη διάθεση των εργαζομένων κατάφερε ο Τράμπ να εκλεγεί, αλλά τώρα που ήρθε η ώρα να κάνει πράξη την «οικονομική απομόνωση» των ΗΠΑ αντιμετωπίζει μια σειρά αποτρεπτικούς παράγοντες. Όταν προηγούμενες κυβερνήσεις αύξησαν τους δασμούς σε εισαγωγές χάλυβα και ελαστικών, αυτό οδήγησε στην αύξηση του κόστους αυτών των προϊόντων, που με τη σειρά του οδήγησε σε μείωση θέσεων εργασίας σε αυτούς τους κλάδους. Αυτό δηλαδή που υποτίθεται ο Τράμπ θέλει να καταπολεμήσει με αυτή την πολιτική! Και φυσικά, οι άλλες κυβερνήσεις θα αντιδράσουν σε τέτοιες κινήσεις με αντίποινα, υψώνοντας εμπορικά τείχη για τα αμερικάνικα προϊόντα, κάτι που θα χτυπήσει τις αμερικάνικες εξαγωγές – κάτι που πάλι θα οδηγήσει στη μείωση θέσεων εργασίας.

Παρόλα αυτά, οι κινήσεις του Τράμπ δεν είναι πλήρως προβλέψιμες, και δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα ωφελήσουν τα συμφέροντα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού τελικά. Χρησιμοποίησε ακροδεξιά ρητορική προκειμένου να εκλεγεί, και μπορεί να αναγκαστεί να τηρήσει κάποιες από τις υποσχέσεις του για να διατηρήσει την δημοτικότητα του. Αλλά σε τελική ανάλυση, ούτε ο προστατευτισμός ούτε η κατάργηση των εμπορικών συνόρων μπορούν να δώσουν λύση στα προβλήματα των υπερδυνάμεων στον καπιταλισμό, οι οποίες δίνουν μάχη για κυριαρχία σε αγορές με περιορισμένη ζήτηση.

Ο ρόλος της Κίνας

Ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης Τράμπ κατά 12%, και έχει φτάσει σε σημείο ρεκόρ όσον αφορά την Κίνα. Οι εμπορικές εντάσεις αυξάνονται ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, κάτι που φαίνεται από τις στρατιωτικές κινήσεις και τις αντιπαραθέσεις στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της Κίνας. Το 2016, οι αμερικάνικες εξαγωγές αποτέλεσαν το 12% των παγκόσμιων εξαγωγών, ενώ η Κίνα έφτασε στο 17%, και είναι πια η πρώτη εξαγωγική χώρα στον κόσμο. Το σχέδιο Belt and Road της Κίνας (μια προσπάθεια αναβίωσης του «δρόμου του μεταξιού») που συνοδεύεται από σχεδιαζόμενες επενδύσεις 900 δισ. $, έχει στόχο να δημιουργήσει διαδρόμους μεταφοράς των κινέζικων εμπορευμάτων που θα μπορούν να φτάσουν –όταν ολοκληρωθεί– στο 60% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Παρόλα αυτά, ακόμα και στην Κίνα, η πολύ μεγάλη οικονομική μεγέθυνση είναι βασισμένη σε πρωτοφανή επίπεδα δανεισμού του κράτους και των επιχειρήσεων, ενώ δεν μπορεί να λύσει τις βαθιές ανισορροπίες της κινέζικης οικονομίας.

Η επίσημη ανάπτυξη του 2017 είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από πέρσι, φτάνοντας το 6,9%. Και πάλι όμως είναι σαφώς μικρότερη από τον μέσο όρο του 9% με τον οποίο αναπτυσσόταν την τελευταία 25ετία. Η Κίνα διαθέτει τεράστια χρηματικά αποθέματα που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να παρέμβει στην οικονομία, και οι τράπεζες της ελέγχονται από το κράτος. Αλλά τα ασύλληπτα μεγέθη της οικονομίας και οι ανισορροπίες της δημιουργούν προβλήματα στο καθεστώς, στην προσπάθεια του να διατηρήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης και να εμποδίσει μια κοινωνική έκρηξη. Ο τεράστιος «σκιώδης» τραπεζικός τομέας και η ωρολογιακή βόμβα του χρέους είναι μόνο δύο από τα πιο μεγάλα και πιεστικά προβλήματα του καθεστώτος.

Μια ακόμα πηγή προβλημάτων και εντάσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων είναι το ζήτημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, που συνδέεται φυσικά με τους εμπορικούς ανταγωνισμούς.[6] Ο Τράμπ έτρεξε να διαψεύσει και τον γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ στο Νταβός, που δήλωσε ότι ένα πιο αδύναμο δολάριο είναι καλό για το αμερικάνικο εμπόριο. Φυσικά ένα πιο αδύναμο δολάριο βοηθάει τις εξαγωγές των ΗΠΑ, αλλά οι ηγέτες όλων των χωρών φοβούνται ένα νέο γύρω ανταγωνιστικών υποτιμήσεων (πέραν αυτών που προέκυψαν από την «ποσοτική χαλάρωση») και τις επιπτώσεις που κάτι τέτοιο θα έχει στην παγκόσμια οικονομία.

Θα έχουμε νέο κραχ;

Οι κύκλοι της οικονομίας στον καπιταλισμό είναι αναπόφευκτοι σήμερα, όπως ήταν και τότε που ο Μάρξ ανέλυσε την λειτουργία του συστήματος: τα δομικά στοιχεία του καπιταλισμού δεν έχουν αλλάξει. Η επόμενη ύφεση θα έρθει, το ερώτημα είναι πότε και πόσο βαθιά θα είναι.

Πολλοί αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει επανάληψη του ’07-’08 καθώς οι κυβερνήσεις έχουν επιβάλλει ρυθμιστικούς κανόνες στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα – για παράδειγμα, οι τράπεζες υποχρεώνονται να διατηρούν μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου σε σχέση με τα «ανοίγματα» τους.[7] Όμως, «το κεφάλαιο ακόμα κινείται ελεύθερα σε όλο τον κόσμο, οι ανισότητες μεταξύ χωρών είναι μεγαλύτερες από ποτέ, τα χρηματοοικονομικά προϊόντα παραμένουν εξαιρετικά επικίνδυνα» όπως δηλώνει ο Έντ Κόνγουέϊ στους Times (11.8.17).

Οι «μεταρρυθμιστικές» νομοθετικές προτάσεις που πέρασε η κυβέρνηση Ομπάμα το 2010 για το χρηματοπιστωτικό σύστημα (νόμος Dodd-Frank) πλασαρίστηκαν ως ασπίδα για νέες κρίσεις, αλλά τέτοια ημίμετρα δεν θα μπορούσαν να παίξουν αυτό το ρόλο, και αυτά ακόμα δεν εφαρμόστηκαν πλήρως. Το καπιταλιστικό σύστημα είναι από τα φύση του ένα σύστημα που κινείται με βάση το κριτήριο της μεγιστοποίησης του κέρδους, δεν μπορεί να ελεγχθεί ή να μπει κάτω από κεντρικό σχεδιασμό, και κατά συνέπεια τέτοιου είδους «μεταρρυθμίσεις» δεν μπορούν να αποτρέψουν νέες κρίσεις.

Όλες οι βασικές αιτίες που οδήγησαν στο ξέσπασμα της κρίσης του ’07-’08 παραμένουν και σήμερα. Η σημερινή ανάκαμψη είναι βασισμένη σε νέες φούσκες και συσσώρευση χρεών. Δεν είναι μόνο οι μετοχές υπερτιμημένες, αλλά και τα ομόλογα. Όπως ανέφερε ο αρθρογράφος του Guardian Λάρι Έλλιοτ:

«Τα βαθιά δομικά προβλήματα –η υπερβολική εξάρτηση από χρέη για να στηριχθεί η κατανάλωση, μια χαμένη δεκαετία για την αύξηση της παραγωγικότητας, οι αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες– δεν έχουν εξαλειφθεί, και ίσα που κρύβονται από μια ενισχυμένη κυκλική άνοδο» (8.1.18).

Κόκκινα δάνεια

Εκτός από τις υπάρχουσες οικονομικές αδυναμίες, που υπήρχαν και πριν την κρίση του ’07, αλλά και τις πολλές πιθανές εστίες πολιτικής αστάθειας, υπάρχουν και νέες εξελίξεις στο οικονομικό επίπεδο που μπορούν να ενισχύσουν την ανισορροπία του συστήματος. Μια τέτοια εξέλιξη είναι οι πιθανές επιπτώσεις της απόσυρσης των μέτρων στήριξης των οικονομιών. Το κραχ του 2007 ξεκίνησε από την κρίση στην αγορά κατοικίας των ΗΠΑ και από τότε έχει υπάρξει μια στροφή από τον τραπεζικό δανεισμό στον εταιρικό δανεισμό [σημ: ομόλογα που εκδίδονται από επιχειρήσεις]. Αυτό δημιουργεί ένα ερωτηματικό για την επίδραση που θα έχει η αύξηση των επιτοκίων. Και έτσι και αλλιώς, υπάρχουν τεράστια ποσά «κόκκινων δανείων» στις τράπεζες που αποτελούν ωρολογιακή βόμβα στο τραπεζικό σύστημα. Μόνο οι τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν 800 δισ. € σε κόκκινα δάνεια – με ένα μεγάλο ποσοστό αυτών να κατέχονται από ιταλικές τράπεζες.

Φυσικά, καμία επόμενη κρίση δεν θα είναι ακριβές αντίγραφο της προηγούμενης και είναι αδύνατο να προβλέψουμε την αφορμή που θα την προκαλέσει, το timing και το βάθος της. Αλλά όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι μια κρίση τουλάχιστον όσο βαθιά ήταν και η προηγούμενη του 2007 είναι πιθανή.

Στασιμότητα και κρίσεις

Ένα ακόμα «κατηγορώ» για τον καπιταλισμό είναι ότι η προοπτική μιας υγιούς ανάπτυξης την επόμενη περίοδο δεν φαίνεται καθόλου πιθανή. Αντίθετα, η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει αναιμική ανάπτυξη ή στασιμότητα, που θα εναλλάσσεται με επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Οι καπιταλιστές δεν θα έχουν τόσο ισχυρά εργαλεία όπως το ’07 για να αντιμετωπίσουν τις νέες αυτές κρίσεις. Με δεδομένες τις αδυναμίες των μεγάλων οικονομιών, δεν φαίνεται πιθανό να μπορέσουν να αυξήσουν σημαντικά τα επιτόκια, ώστε να είναι σε θέση σε μια επόμενη φάση να τα χαμηλώσουν για να δώσουν ώθηση στην οικονομία. Μπορούν να καταφύγουν σε ενέσεις ρευστότητας, αλλά κάτι τέτοιο θα αυξήσει ακόμα παραπάνω τα επίπεδα του χρέους, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια.

Η συνεργασία που είχαν οι αστικές τάξεις παγκόσμια μετά το 2007 για να αντιμετωπίσουν με ενιαία πολιτική την κρίση, δεν φαίνεται να είναι κάτι που μπορεί να επαναληφθεί αυτή τη φορά. Οι ανταγωνισμοί και οι εντάσεις μεγαλώνουν μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Δεν έχουν λύσεις στα προβλήματα, και δεν μπορούν να υλοποιήσουν την ιστορική αποστολή της προόδου για την ανθρωπότητα – αντίθετα την ρίχνουν δεκαετίες πίσω. Ανίκανοι να λύσουν τα δομικά προβλήματα όπως η ανεργία, η φτώχεια, οι πόλεμοι και η καταστροφή του περιβάλλοντος, επικεντρώνουν στο πως θα εξάγουν άμεσο και γρήγορο κέρδος παρά σε μακροπρόθεσμους στόχους.

Το σύστημα τους βασίζεται στην παραγωγή με στόχο το ατομικό κέρδος και όχι τις κοινωνικές ανάγκες. Αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ενδογενείς του αντιφάσεις: το όρια της αγοραστικής δύναμης της πλειοψηφίας της κοινωνίας –των εκμεταλλευόμενων– την γενική τάση της μείωσης του ποσοστού κέρδους λόγω της εισαγωγής νέων τεχνολογιών, και τις αντίρροπες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και των εθνών-κρατών.

Ο περιορισμός της αγοραστικής δύναμης φαίνεται ξεκάθαρα από την εμπειρία της Ιαπωνίας, που προσπαθεί εδώ και 3 δεκαετίες να αυξήσει την εγχώρια ζήτηση. Ο πρωθυπουργός Shinzo Abe έφτασε να κάνει έκκληση στους εργοδότες να αυξήσουν τους μισθούς κατά 3%, για να αυξηθεί η ζήτηση και να καταπολεμηθεί ο αποπληθωρισμός. Παρόλα αυτά, είναι δύσκολο να βρει αφεντικά που θα δώσουν αυξήσεις στους εργαζόμενους τους προκειμένου να ωφεληθεί η καπιταλιστική οικονομία, γιατί ο καθένας κοιτάει το δικό του ατομικό συμφέρον. Αυξήσεις στους μισθούς στον καπιταλισμό μπορούν να κερδηθούν μόνο με μαχητική και συλλογική δράση από τους εργαζόμενους.

Πολιτικές προεκτάσεις

Φυσικά, τα 10 χρόνια της κρίσης δεν δημιούργησαν μόνο εξελίξεις σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και σε πολιτικό. Σε ένα σχόλιο του για την άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμούm ο Γούλφ γράφει: «Η αυξανόμενη ανισότητα μπορεί στο τέλος να σκοτώσει τη δημοκρατία» (Financial Times, 19.12.2017). Δεν συμφωνούμε, η γενικότερη τάση είναι η αγανάκτηση για τη λιτότητα και η δημιουργία αντίστοιχων πολιτικών σχημάτων. Η τελευταία δεκαετία έχει δημιουργήσει μαζικά τέτοια φαινόμενα: τον Μπέρνι Σάντερς που έγινε ο πιο δημοφιλής πολιτικός στις ΗΠΑ, τον Jeremy Corbyn που αύξησε τα ποσοστά των Εργατικών στην Αγγλία, τον ΣΥΡΙΖΑ (πριν την προδοσία του) που εκλέχτηκε με 36%, τους Ποδέμος στο Ισπανικό Κράτος, το κόμμα του Μελανσόν στη Γαλλία που πήρε 7 εκατομμύρια ψήφους, κα. Το Brexit αλλά ακόμα και η εκλογή του Τράμπ αποτελούν στη βάση τους εκφράσεις της οργής απέναντι στη λιτότητα και τις ανισότητες, όταν αυτές συνοδεύονται από μια έλλειψη αριστερής εναλλακτικής. Και φυσικά η έλλειψη αριστερής εναλλακτικής αφήνει χώρο στην ακροδεξιά να αυξήσει τις δυνάμεις της.

Αυτές και άλλες εξελίξεις αποτελούν απότοκα της κρίσης του ’07. Υπήρξε βέβαια η τάση από ένα μέρος των εργαζομένων και των μεσαίων στρωμάτων για αναμονή μήπως γυρίσει η φάση και υπάρξει επιστροφή στο βιοτικό επίπεδο που είχαν πριν την κρίση. Αλλά όσο θα προχωράει η συνειδητοποίηση ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, και όσο οι νέες γενιές καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν μέλλον σε αυτό το σύστημα, το ενδιαφέρον για τις σοσιαλιστικές και επαναστατικές ιδέες θα μεγαλώνει.

Οι νέοι στις ΗΠΑ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το Νοέμβρη, σε ένα γκάλοπ περισσότεροι νέοι στη χώρα δήλωσαν ότι υποστηρίζουν τον σοσιαλισμό απ’ ότι τον καπιταλισμό. Βέβαια η κατανόηση αυτή είναι ακόμα θολή, δείχνει όμως την τάση που υπάρχει στη νεολαία για αναζήτηση εναλλακτικής. Σε αυτές τις συνθήκες το χτίσιμο νέων μαζικών κομμάτων που θα παλεύουν για τα συμφέροντα των εργαζομένων θα μπει στην ατζέντα, κόμματα τα οποία θα προσελκύσουν μαζικά τα καταπιεσμένα στρώματα στο βαθμό που θα προτάξουν τολμηρά ένα πρόγραμμα ανατροπής του συστήματος.

 

 

[1] Σημ: η «ποσοτική χαλάρωση» (Quantitative Easing-QE) είναι το σημερινό αντίστοιχο της πολιτικής για το «τύπωμα χρήματος». Οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούν ηλεκτρονικό χρήμα και με βάση αυτό αγοράζουν αξίες (ομόλογα, μετοχές, κτλ) από ιδιωτικές τράπεζες, με συνέπεια να αυξηθεί η ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί και να τονωθεί η οικονομία.
[2] Σημ: η ποσοτική χαλάρωση (στην ουσία το σημερινό αντίστοιχο του τυπώματος χρήματος, τα χαμηλά επιτόκια, η αγορά περιουσιακών στοιχείων- χρεών- μετοχών, είναι στην ουσία τρόποι που το κράτος στηρίζει την οικονομία ώστε να μην καταρρεύσει. Σε όλες τις χώρες εφαρμόστηκαν τέτοια μέτρα μετά την κρίση του ’07-’08 για να στηριχτούν τράπεζες και ιδιωτικές εταιρίες. Αυτές οι πολιτικές όμως οδήγησαν στην εκτίναξη του κρατικού χρέους, που καλούνται να πληρώσουν οι εργαζόμενοι.
[3] Σημ: Το financial engineering αναφέρεται σε μεθόδους χρήσης μαθηματικών, στατιστικής, προγραμματισμού και άλλων επιστημών προκειμένου να αντιμετωπιστούν θέματα της οικονομίας, που στη σημερινή μορφή της κυριαρχίας των χρηματιστηρίων είναι περίπλοκα.
[4] Σημ: το «σορτάρισμα» είναι η πώληση μετοχών για μικρό χρονικό διάστημα από τους «μεσάζοντες» των χρηματιστηρίων. Ο χρηματιστής (που δεν του ανήκει η μετοχή) αναλαμβάνει την αγοραπωλησία ή δανείζεται την μετοχή, και στο μικρό χρονικό διάστημα που την έχει την πουλάει με σκοπό να την επαναγοράσει σε χαμηλότερη τιμή λίγες μέρες μετά. Το «σορτάρισμα» είναι τζόγος υψηλού ρίσκου καθώς αν η τιμή της μετοχής ανέβει (και όταν μιλάμε για μεγάλο αριθμό μετοχών) μπορεί να προκαλέσει τεράστιες απώλειες χρημάτων που ο χρηματιστής δεν έχει καν, καθώς οι μετοχές δεν του ανήκουν.
[5] Σημ: Προστατευτισμός είναι η πολιτική είτε της μείωσης των εισαγωγών (με δασμούς- δηλαδή ειδικούς φόρους στα εισαγόμενα προϊόντα- και με περιορισμούς στις ποσότητες των εισαγωγών) είτε της ενίσχυσης των εγχώριων προϊόντων (με επιδοτήσεις). Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης τις τελευταίες δεκαετίες είχε στόχο στην μείωση των περιορισμών στο εμπόριο. Μέτρα προστατευτισμού πήραν όλες οι χώρες μετά το κραχ του ’29, κάτι που οδήγησε στην κατακόρυφη πτώση του παγκόσμιου εμπορίου και τη διεθνή ύφεση- που τελικά κατέληξε στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι αστοί μέχρι τώρα για να αποφύγουν αυτή την εξέλιξη δεν πήραν προστατευτικά μέτρα σαν απάντηση στην κρίση του ’07-’08, κάτι όμως που φαίνεται να αλλάζει τώρα.
[6] Σημ: η υποτίμηση της τιμής ενός νομίσματος είναι μια πολιτική που εφαρμόζουν κυβερνήσεις προκειμένου να γίνουν τα προϊόντα τους πιο ανταγωνιστικά, και άρα να αυξηθούν οι εξαγωγές τους. Ταυτόχρονα, κάνει τις εισαγωγές πιο ακριβές και τονώνει την εγχώρια παραγωγή. Όμως όταν μια χώρα υποτιμά το νόμισμα της, αυτό προκαλεί την τάση και οι άλλες χώρες να κάνουν το ίδιο για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Ο φόβος των αστών σήμερα είναι στα πλαίσια του εμπορικού πολέμου να υπάρξει ένα ντόμινο ανταγωνιστικών υποτιμήσεων που θα οδηγήσει στην πτώση του παγκόσμιου εμπορίου και άρα σε νέα κρίση την παγκόσμια οικονομία.
[7] Σημ: οι τράπεζες μπορούν να δανείζουν και να επενδύουν ποσά που είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά που πραγματικά κατέχουν. Υπάρχει μια αναλογία του κεφαλαίου που κατέχει μια τράπεζα σε σχέση με το «άνοιγμα» της, δηλαδή με τα ποσά που μπορεί να διακινεί. Οι κυβερνήσεις ανάλογα με την πολιτική της περιόδου αυξάνουν ή μειώνουν αυτή την αναλογία, η οποία πριν την κρίση είχε φτάσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,282ΥποστηρικτέςΚάντε Like
989ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
436ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα