Στέλλα Χονδροματίδου, γιατρός στο Νοσοκομείο Παπαγεωργίου και μέλος του ΔΣ της Ένωσης Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης (ΕΝΙΘ)
Από την πρώτη στιγμή που βγήκε στην κυβέρνηση το κόμμα της ΝΔ, έβαλε σκοπό να επιταχύνει και να ολοκληρώσει το ξεπούλημα του Δημόσιου Συστήματος Υγείας.
Ακόμα και στην περίοδο της πανδημίας, ενώ έγινε φανερό πόσο απαραίτητος και σημαντικός ήταν ο δημόσιος χαρακτήρας της Υγείας, η κυβέρνηση προτίμησε αναίσχυντα να ξοδεύει δημόσιο χρήμα για να ενισχύσει τις ιδιωτικές κλινικές.
Την ίδια ώρα που οι ελλείψεις στα δημόσια νοσοκομεία ήταν τραγικές όσον αφορά τη στελέχωση, ξεκίνησε από τότε τις τακτικές του «μπαλώματος», με τις μετακινήσεις προσωπικού από νοσοκομείο σε νοσοκομείο και από πόλη σε πόλη, για να καλύψει τα προϋπάρχοντα κενά, που ολοένα μεγάλωναν, με την κρίση του κορονοϊού.
Ένα μέτρο που χειροτερεύει την κατάσταση
Σήμερα, περίπου 4 χρονιά αργότερα, η λογική των υποχρεωτικών μετακινήσεων έχει μετατραπεί σε πάγια τακτική της κυβέρνησης. Μια τακτική που, τελικά καταλήγει να χειροτερεύει σε πολλά επίπεδα και με πολλούς τρόπους την κατάσταση του ΕΣΥ και να υποβαθμίζει σημαντικά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας.
Αρχικά, το γεγονός πως γιατροί αναγκάζονται να μετακινούνται σε άλλα νοσοκομεία και άλλες πόλεις, σημαίνει πως δεν μπορούν να γνωρίσουν και να αποκτήσουν καλή εικόνα των ασθενών ή να τους παρακολουθούν, έτσι ώστε να τους παρέχουν τις καλύτερες δυνατές παροχές. Αυτό, σε συνδυασμό με την εξάντληση των γιατρών που υποχρεώνονται να κάνουν 10-12 εφημερίες τον μήνα ενώ παράλληλα «ταξιδεύουν» σε άλλες πόλεις για 4 έως 15 μέρες τον μήνα, έχει σαν αποτέλεσμα η ιατρική που ασκούν να καταλήγει αντικειμενικά να εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία των ασθενών.
Φυσικά, η υπερεργασία και εξάντληση των γιατρών έχει γίνει επικίνδυνη και για τους ίδιους τους εργαζόμενους. Ενδεικτικό είναι το πρόσφατο περιστατικό με την αναισθησιολόγο στο νοσοκομείο Παπανικολάου στη Θεσσαλονίκη που κατέρρευσε από την εξάντληση μετά από 16 ώρες συνεχούς παρουσίας σε χειρουργική αίθουσα. Οι εξαντλητικές συνθήκες εργασίας και οι συνέπειες που έχουν στην υγεία και την προσωπική ζωή των γιατρών, οδηγούν τους περισσότερους από αυτούς σε παραίτηση.
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ένωση Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης (ΕΝΙΘ), μόνο την τελευταία περίοδο είχαμε (ανάμεσα σε άλλες) την παραίτηση επιμελήτριας του νοσοκομείου Σερρών, την παραίτηση ειδικού παθολόγου του 424 και την εξαγγελία παραίτησης των δύο διευθυντών παθολόγων στο νοσοκομείο Σερρών. Έτσι, οι υποχρεωτικές μετακινήσεις τελικά δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερα κενά, που η κυβέρνηση αρνείται να καλύψει με προσλήψεις και με μόνιμες θέσεις εργασίας. Η κατάσταση είναι πλέον οριακή. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την Υγειονομική Περιφέρεια Μακεδονίας Θράκης (4η ΥΠΕ) στην παθολογική κλινική της Ξάνθης δεν υπάρχει ούτε ένας παθολόγος!
Οι ελλείψεις στα νοσοκομεία
Τα κενά αυτά στο νοσοκομείο της Δράμας, καλούνται να τα καλύψουν παθολόγοι από τις Σέρρες, οι οποίοι εδώ και μήνες προειδοποίησαν και για τις συνέπειες του μέτρου των μετακινήσεων αλλά και ότι οι ίδιοι σκοπεύουν να παραιτηθούν αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Η απάντηση της διοίκησης, σύμφωνα με την Ένωση Νοσοκομειακών Ιατρών Ν. Σερρών, ήταν:
«παραιτηθείτε εσείς και εμείς θα φροντίσουμε να γίνει γρήγορα αποδεκτή η παραίτησή σας»,
«δεν κρατάμε κανέναν με το ζόρι στο ΕΣΥ, όποιος θέλει μπορεί να αποχωρήσει»,
«δεν κάνετε και πάρα πολλές εφημερίες».
Η πλήρης αδιαφορία της Διοίκησης οδήγησε άλλους 4 παθολόγους σε παραίτηση κι έτσι σήμερα, η παθολογική κλινική έχει απομείνει με 3 παθολόγους! 3 παθολόγους που προφανώς δεν αρκούν για τις ανάγκες του νοσοκομείου Σερρών, πόσο μάλλον αν κληθούν να συνεχίσουν να καλύπτουν τις ανάγκες του νοσοκομείου στη Δράμα!
Τις ανάγκες της Δράμας όμως, καλούνται να καλύψουν και γιατροί από το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη όπου, 7 παθολόγοι διαχειρίζονται καθημερινά 80-100 περιστατικά ενώ κάποιοι από αυτούς μετακινούνται κάθε μήνα και στη Δράμα! Μετακινήσεις όμως γίνονται και εντός πόλης, όπως για παράδειγμα με τη μετακίνηση δύο αναισθησιολόγων από το νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος στο Παπανικολάου στη Θεσσαλονίκη, που έχει σαν αποτέλεσμα να κλείσει μία χειρουργική αίθουσα του πρώτου και δεκάδες προγραμματισμένα χειρουργεία να αναβληθούν.
Η κατάσταση με τις τραγικές ελλείψεις προσωπικού δεν αφορά μόνο τη Βόρεια Ελλάδα. Στις 8 Φλεβάρη οι γιατροί του Νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού» ανακοίνωσαν ότι σταματάνε τα προγραμματισμένα χειρουργεία, αφού υπάρχει μεγάλη έλλειψη γιατρών και κυρίως αναισθησιολόγων. Τις τελευταίες μέρες επίσης, αποφασίστηκε η υποχρεωτική μετακίνηση ογκολόγου από το Πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Ρίου προς το ογκολογικό τμήμα του νοσοκομείου Άγιος Αντρέας στην Πάτρα, στο οποίο σήμερα εργάζονται μόλις ένας μόνιμος ογκολόγος και ένας επικουρικός παθολόγος!
Οργανώνοντας τις αντιστάσεις μας
Στις αρχές του χρόνου, 65 παθολόγοι δημόσιων νοσοκομείων της 3ης και 4ης ΥΠΕ, υπέγραψαν καταγγελία ενάντια στις υποχρεωτικές μετακινήσεις, εξηγώντας πόσο ανεύθυνη και επικίνδυνη είναι αυτή η τακτική. Παράλληλα, τον τελευταίο καιρό, όχι μόνο οι γιατροί αλλά συνολικά οι εργαζόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία οργανώνουν απεργιακές κινητοποιήσεις ενάντια στην κατάρρευση του ΕΣΥ.
Ωστόσο χρειάζεται μεγαλύτερη συμμετοχή των υγειονομικών, αλλά και η ενεργή στήριξη από όλη την κοινωνία, γιατί διακυβεύεται ο δημόσιος χαρακτήρας της Υγείας.
Τις τελευταίες μέρες άλλωστε, η κυβέρνηση προχωράει στην ενεργοποίηση των απογευματινών χειρουργείων στα νοσοκομεία με πληρωμή των ασθενών, νομιμοποιώντας το φακελάκι, όπως λέει ευθαρσώς ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), την Πέμπτη 22 Φλεβάρη, καλεί σε στάση εργασίας για την Αττική, από τις 8 το πρωί έως τις 3 το μεσημέρι και 24ωρη απεργία για την περιφέρεια, στην υπεράσπιση του ΕΣΥ και ενάντια στις πολιτικές που το οδηγούν στην κατάρρευση του.
Για την ίδια ημέρα καλεί σε απεργία και η ΕΝΙΘ, αναδεικνύοντας τα αιτήματα των γιατρών για αυξήσεις στους μισθούς, για να μπει τέλος στις μετακινήσεις, για μαζικές προσλήψεις προσωπικού και σημαντική αύξηση στη χρηματοδότηση της δημόσιας Υγείας.
Η συμμετοχή στην απεργία όλων των εργαζομένων στην υγεία και η αλληλεγγύη της κοινωνίας στην πράξη, είναι πολύ σημαντική για να ανακόψουμε τις εγκληματικές πολιτικές της κυβέρνησης.