Πρωτοφανείς σε μαζικότητα διαδηλώσεις στη Βουλγαρία ανάγκασαν την κυβέρνηση να αποσύρει το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2026, εν μέσω πολιτικής αστάθειας και ενόψει της ένταξης της χώρας στην Ευρωζώνη.
Ο προϋπολογισμός που ξεχείλισε το ποτήρι
Στις 21 Νοεμβρίου ψηφίστηκε σε πρώτη ανάγνωση από τη Βουλή το προσχέδιο για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2026. Επρόκειτο για τον πρώτο προϋπολογισμό σε ευρώ, καθώς η Βουλγαρία πρόκειται να ενταχθεί στην Ευρωζώνη την 1η Ιανουαρίου 2026.
Το προσχέδιο αυτό, παρότι παρουσιαζόταν ως «φιλολαϊκό» και είχε κάποιες αυξήσεις στους μισθούς, προκάλεσε την αντίδραση του πληθυσμού καθώς αύξανε το έλλειμμα και το χρέος της χώρας σε πολύ ψηλά επίπεδα, χωρίς να μεταφέρει αυτά τα λεφτά στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Η είσοδος στο ευρώ υποτίθεται θα συνδυαζόταν με αύξηση των εισοδημάτων. Αντιθέτως, αυτό που φάνηκε ήταν πως ενώ εξασφαλίζονταν τα λεφτά για εξοπλιστικές δαπάνες, οι αυξήσεις στους μισθούς ήταν χαμηλές (σε σχέση με την άνοδο του κόστους ζωής τα τελευταία χρόνια). Ανακοινώθηκαν επίσης μέτρα που θα χτυπούσαν τα μεσαία στρώματα (αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών που θα είχε μεγάλο κόστος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν το 98,8% των επιχειρήσεων και απασχολούν το 74% του εργατικού δυναμικού). Το μήνυμα ήταν σαφές: η εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα θα επωμίζονταν το βάρος του προϋπολογισμού χωρίς να βλέπουν σημαντική βελτίωση στο βιοτικό τους επίπεδο.
Η «προειδοποίηση» της Τετάρτης
Το απόγευμα της Τετάρτης, 26 Νοεμβρίου, περισσότερα από 20.000 άτομα συγκεντρώθηκαν στη Σόφια, στο «Τρίγωνο της Εξουσίας»[1], για να διαδηλώσουν κατά του προσχεδίου. Οι διαδηλωτές περικύκλωσαν το κοινοβούλιο, εμποδίζοντας τους βουλευτές που συνεδρίαζαν εκείνη την ώρα να αποχωρήσουν. Εξίσου δυναμικές συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως η Φιλιππούπολη και η Βάρνα.
Η αρχική πρωτοβουλία για την κινητοποίηση ανήκε στον συνασπισμό της αντιπολίτευσης «Συνεχίζουμε την Αλλαγή – Δημοκρατική Βουλγαρία» (PP-DB), ωστόσο η συμμετοχή ξεπέρασε τα κομματικά όρια, προσδίδοντας στις διαδηλώσεις έναν ευρύτερο, κινηματικό χαρακτήρα.
Αν και ο προϋπολογισμός ήταν η αφορμή, τα αιτήματα επεκτάθηκαν γρήγορα. Οι διαδηλωτές ζητούσαν ο προϋπολογισμός να μην είναι σχεδιασμένος «από τα πάνω», αλλά κατόπιν διαβούλευσης με την κοινωνία, καθώς και καταπολέμηση της διαφθοράς. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με στοιχεία της Transparency International, η Βουλγαρία είναι η δεύτερη χώρα της Ε.Ε. με τη μεγαλύτερη διαφθορά. Στο στόχαστρο βρέθηκαν ο βουλευτής και καπιταλιστής Ντελιάν Πέεφσκι (Delyan Peevski) και ο πρώην πρωθυπουργός Μπόικο Μπορίσοφ (Boyko Borissov), πρόσωπα που για μεγάλη μερίδα του κόσμου είναι συνυφασμένα με την ολιγαρχία και τη διαφθορά. Επιπλέον, έντονο ήταν το στοιχείο του ευρωσκεπτικισμού, καθώς περίπου το 50% των Βουλγάρων παραμένει αρνητικό απέναντι στην υιοθέτηση του ευρώ. Ένα από τα ισχυρότερα αιτήματα, ωστόσο, ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης και η προκήρυξη νέων εκλογών.
Η κοροϊδία που πυροδότησε την έκρηξη
Υπό την πίεση των γεγονότων, η κυβέρνηση αρχικά ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε αλλαγές στον προϋπολογισμό κατόπιν διαβούλευσης με τα συνδικάτα. Ωστόσο, λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα πήρε πίσω αυτή την υπόσχεση. Η κίνηση αυτή εξαγρίωσε την κοινή γνώμη, οδηγώντας στη διοργάνωση νέας, ακόμα μαζικότερης διαδήλωσης για τη Δευτέρα, 1 Δεκεμβρίου.
Λάδι στη φωτιά έριξε και η αλαζονική στάση του Μπόικο Μπορίσοφ, ηγέτη του κυβερνώντος κόμματος GERB, ο οποίος απαξίωσε τη σοβαρότητα της κατάστασης, δηλώνοντας ότι δεν θα χάσει τον αγώνα της αγαπημένης του ομάδας, Ρεάλ Μαδρίτης, για να ασχοληθεί με τις διαδηλώσεις.

Οι μαζικές διαδηλώσεις της Δευτέρας
Ο βουλγαρικός λαός, εξοργισμένος, κατέκλυσε ξανά τους δρόμους το απόγευμα της 1ης Δεκεμβρίου. Στη Σόφια, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περισσότερους από 50.000 διαδηλωτές. Οι κινητοποιήσεις επεκτάθηκαν σε όλη τη χώρα: Βάρνα, Φιλιππούπολη, Μπουργκάς, Στάρα Ζαγόρα, Ντόμπριτς, Σλίβεν, Βελίκο Τάρνοβο, Σούμεν, Ρούσε, Λόβετς, Μπλαγκόεβγκραντ και Γκότσε Ντέλτσεφ ήταν μερικές μόνο από τις πόλεις που «βούλιαξαν». Η μαζικότητα ήταν πρωτοφανής και μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις ιστορικές διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’90 που οδήγησαν στην πτώση του Σταλινισμού. Αυτή τη φορά, κυρίαρχο αίτημα ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης και η προκήρυξη νέων εκλογών. Ένα εντυπωσιακό στοιχείο ήταν η συμμετοχή της νεολαίας και συγκεκριμένα της Gen Z (όσων γεννήθηκαν την περίοδο 1997-2012). Οι νέοι οργανώθηκαν αυθόρμητα μέσω TikTok και Instagram, διότι ήταν διάχυτο το αίσθημα ότι το μέλλον τους ξεπουλιέται.
Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων υπήρξαν κάποια περιορισμένα επεισόδια, όμως τα ΜΜΕ και εκπρόσωποι της κυβέρνησης επιχείρησαν να εστιάσουν σε αυτά για να απαξιώσουν το κίνημα. Η τακτική αυτή όμως απέτυχε, καθώς ο όγκος του πλήθους και τα βίντεο στα social media αποκάλυψαν την πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του τηλεοπτικού σταθμού bTV, που αναγκάστηκε μετά τη δημόσια κατακραυγή να διορθώσει τον χαρακτηρισμό των κουκουλοφόρων από «διαδηλωτές» σε «προβοκάτορες».

Η ήττα της Κυβέρνησης
Μετά τις ογκώδεις διαδηλώσεις, η κυβέρνηση κατέθεσε αίτημα για την απόσυρση του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς και του προϋπολογισμού για το Εθνικό Ταμείο Ασφάλισης Υγείας (NHIF) και την κρατική κοινωνική ασφάλιση (SSO), το οποίο ψηφίστηκε ομόφωνα από τους 201 παρόντες βουλευτές (σε σύνολο 240). Παράλληλα, η Υπουργός Οικονομικών Τεμενούζκα Πέτκοβα (Temenuzhka Petkova) προγραμμάτισε συζητήσεις με εκπροσώπους σωματείων και φορέων για την αναπροσαρμογή του σχεδίου. Ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης «Συνεχίζουμε την Αλλαγή – Δημοκρατική Βουλγαρία», προσπαθώντας να επωφεληθεί από την κυβερνητική φθορά, δήλωσε ότι θα καταθέσει πρόταση μομφής, όπως και έκανε στις 5 Δεκεμβρίου.
Το πολιτικό αδιέξοδο
Η ψήφιση του προσχεδίου προϋπολογισμού ήταν απλώς η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η πολιτική κατάσταση στη Βουλγαρία χαρακτηρίζεται από χρόνια αστάθεια. Από το 2021, όταν μαζικές διαδηλώσεις οδήγησαν στην παραίτηση της τότε κυβέρνησης Μπορίσοφ, έχουν διεξαχθεί 7 εκλογικές αναμετρήσεις. Οι βραχύβιοι συνασπισμοί κεντρώων και δεξιών κομμάτων αδυνατούν να προσφέρουν σταθερότητα. Η σύνθεση του σημερινού κυβερνώντος συνασπισμού αποτελείται από το δεξιό GERB του Μπορίσοφ, τους Σοσιαλιστές (BSP) και το λαϊκιστικό «Υπάρχει Τέτοιος Λαός» (ITN), με την αμφιλεγόμενη στήριξη του Πέεφσκι (ηγέτη του κόμματος Κίνημα για Δικαιώματα και Ελευθερίες, που ανήκει στην φιλελεύθερη ευρω-ομάδα και βασίζεται κυρίως στους μουσουλμάνους ψηφοφόρους), γεγονός που αναδεικνύει το μέγεθος της δυσλειτουργίας.
Αυτές οι πολιτικές του Σοσιαλιστικού Κόμματος (BSP- είναι μετεξέλιξη του σταλινικού ΚΚ Βουλγαρίας) καθώς και πολλά προβλήματα στο εσωτερικό του έχουν προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των υποστηρικτών του. Τα προηγούμενα χρόνια τα ποσοστά του κυμαίνονταν μεταξύ 15% και 30%, ενώ στις τελευταίες εκλογές συγκέντρωσε μόλις 7,32%.
Από την τρέχουσα κρίση φαίνεται να επωφελείται κυρίως η ακροδεξιά. Κόμματα όπως η «Αναγέννηση» (Revival), το «Μεγαλείο» (Greatness) και το MECH (Ηθική, Ενότητα, Τιμή) εκμεταλλεύονται τη δυσαρέσκεια για την Ευρωζώνη και τη φτώχεια, κερδίζοντας έδαφος. Έχουν ήδη διοργανώσει πολλές αντι-ευρωπαϊκές διαδηλώσεις μέσα στο 2025 και συμμετείχαν ενεργά και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις. Η «Αναγέννηση» μάλιστα ήταν το τρίτο κόμμα στις τελευταίες εκλογές και αποτελεί ισχυρή κοινοβουλευτική δύναμη.
Ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης «Συνεχίζουμε την Αλλαγή – Δημοκρατική Βουλγαρία» (PP-DB), αν και φαίνεται να οργάνωσε τις διαδηλώσεις, δεν έχει μεγάλη απήχηση στις μάζες. Η πολιτική ατζέντα επικεντρώνεται γύρω από την ένταξη στην ευρωζώνη και την πάταξη της διαφθοράς κατά τα άλλα όμως δεν διαφέρει πολύ από τον κυβερνώντα συνασπισμό.
Η απουσία μιας συγκροτημένης Αριστεράς είναι εμφανής. Ένα μαζικό προοδευτικό κόμμα θα μπορούσε να συσπειρώσει τον κόσμο, να οργανώσει τον αγώνα, να απομονώσει τα ακροδεξιά στοιχεία και να προσφέρει μια πειστική εναλλακτική στο σημερινό αδιέξοδο.
Η συμμετοχή της νεολαίας είναι ελπιδοφόρα, αλλά ο αυθόρμητος και ακομμάτιστος χαρακτήρας της μέσω των social media ενέχει κινδύνους εκτόνωσης χωρίς πολιτικό αποτέλεσμα.
Τα επόμενα βήματα
Αν και η απόσυρση του προϋπολογισμού είναι μια νίκη, δεν υπάρχει καμία σιγουριά ότι αυτή θα διατηρηθεί, από τη στιγμή που η κυβέρνηση παραμένει στη θέση της. Τα δομικά προβλήματα της διαφθοράς και της λιτότητας παραμένουν. Παράλληλα, οι ανησυχίες για το ευρώ εντείνονται: οι πολίτες φοβούνται ότι η αλλαγή νομίσματος θα οδηγήσει σε «στρογγυλοποιήσεις» τιμών προς τα πάνω, μείωση της αγοραστικής δύναμης και απώλεια της εθνικής νομισματικής κυριαρχίας, ενώ η Πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει ήδη προειδοποιήσει για πιθανό «προσωρινό» άλμα πληθωρισμού κατά τους πρώτους μήνες της υιοθέτησης. Οι φόβοι αυτοί δεν είναι αβάσιμοι, καθώς αυτό είναι το συνηθισμένο σενάριο, όπως άλλωστε συνέβη και στην Ελλάδα.
Είναι κρίσιμο το αυθόρμητο κίνημα της νεολαίας και των εργαζομένων να μην εκτονωθεί σε αδιέξοδες καταστάσεις. Πρέπει να σχηματιστούν συνελεύσεις και επιτροπές ώστε να οργανωθεί από τα κάτω, να βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα και να βάλει μπροστά ένα πολιτικό πρόγραμμα σύγκρουσης με την κυβέρνηση και τις επιταγές της ΕΕ. Ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί μέχρι να χτιστεί μια κοινωνία που στο κέντρο της δεν θα έχει τα κέρδη των λίγων, αλλά τις ανάγκες της εργατικής τάξης, όσο μακρινό και αν φαίνεται αυτό προς το παρόν.












