Διασκευή άρθρου του σ. Vincent Kolo από το κινέζικο σάιτ της Επιτροπής για μια Εργατική Διεθνή- CWI, chinaworker.info
Οι πιθανότητες ενός εμπορικού πολέμου σε διάφορα μέτωπα αυξάνονται, καθώς η κυβέρνηση Τράμπ εφαρμόζει την επιθετική οικονομική πολιτική του συνθήματος «η Αμερική Πρώτα», με στόχο τόσο τους ανταγωνιστές των ΗΠΑ όσο και στενούς τους συμμάχους.
Την 1η Ιουνίου οι ΗΠΑ άρχισαν να επιβάλλουν δασμούς [1] 25% για τις εισαγωγές χάλυβα και 10% για εισαγωγές αλουμινίου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Καναδά και το Μεξικό. Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών απείλησαν αμέσως με αντίποινα, με επιβολή δασμών σε εκατοντάδες προϊόντα των ΗΠΑ από μοτοσυκλέτες μέχρι οινοπνευματώδη ποτά.
Ο Τράμπ έχει απειλήσει και για περαιτέρω επιβολή δασμών 25% σε εισαγόμενα αυτοκίνητα και φορτηγά. Αυτό θα είναι ένα πολύ μεγαλύτερο πλήγμα για τη Γερμανία, το Μεξικό και την Ιαπωνία από τους δασμούς στα μέταλλα. Οι αμερικανικές εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου ανέρχονται συνολικά σε 45 δις δολάρια, ενώ η αξία του συνόλου των εισαγωγών οχημάτων είναι 208 δις δολάρια. Για τις μεγάλες γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες Mercedes – Benz και BMW οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν περίπου το 15% των παγκόσμιων πωλήσεών τους. Για την Ιαπωνία τα ποσοστά είναι ακόμη υψηλότερα καθώς 1 στα 5 αυτοκίνητα που παράγει πωλείται στις ΗΠΑ.
Λίγες μόνο εβδομάδες μετά την απόσυρση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία του Ιράν και την επιβολή αυστηρών κυρώσεων σε επιχειρήσεις που εμπορεύονται με το Ιράν, τα πρώτα πυρά ενός εμπορικού πολέμου από τον Τράμπ επιδεινώνουν κατά πολύ τις εντάσεις μεταξύ των διαφορετικών καπιταλιστικών δυνάμεων.
Στη συνάντηση των υπουργών οικονομικών της ομάδας G7 στις 2 Ιουνίου στον Καναδά, 6 από αυτούς (όλοι εκτός από τον υπουργό των ΗΠΑ) εξέδωσαν ανακοίνωση ενάντια στους δασμούς των ΗΠΑ. « Έχουμε ακόμη μερικές μέρες ώστε να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα για να αποφύγουμε έναν εμπορικό πόλεμο μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ» δήλωσε ο υπουργός οικονομικών της Γαλλίας Μπρούνο Λεμέρ.
ΗΠΑ – Κίνα σε αδιέξοδο
Εν τω μεταξύ, ο τρίτος γύρος των εμπορικών συνομιλιών με στόχο την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, της Κίνας και των ΗΠΑ, κατέληξε σε αδιέξοδο. Ο Τράμπ αξιώνει από την Κίνα (που είναι και ο πραγματικός στόχος του εμπορικού πολέμου σύμφωνα με τον Λάρι Έλιοτ του Guardian) την περικοπή του εμπορικού της πλεονάσματος [2] σε σχέση με τις ΗΠΑ, το οποίο ανέρχεται σήμερα σε 30 δις δολάρια το μήνα.
Η Κίνα πουλάει 4 φορές περισσότερα προϊόντα στις ΗΠΑ από ότι αγοράζει από αυτές. Όμως, ενώ ο Τράμπ κατηγορεί την Κίνα για «κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας», φαίνεται ότι το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της ανόδου της Κίνας ως εργοστασιακό κέντρο της παγκόσμιας αλυσίδας παραγωγής. Ο κατασκευαστικός τομέας της Κίνας είναι μιάμιση φορά μεγαλύτερος από αυτόν της Αμερικής. Την ίδια στιγμή, το κινέζικο καθεστώς συμβάλει στην χρηματοδότηση των αμερικανικών δαπανών, επενδύοντας μεγάλο μέρος των εμπορικών του πλεονασμάτων του σε χρεόγραφα [3] των ΗΠΑ.
Καθώς οι διαπραγματεύσεις και οι απειλές εκατέρωθεν έχουν προχωρήσει συνοδευόμενες από έναν οχετό αντιφατικών tweet του Τράμπ, έχει γίνει σαφές ότι ακόμα περισσότερο και από το εμπορικό έλλειμμα, ο κυριότερος λόγος διαμάχης για την αμερικανική κυβέρνηση είναι η κινέζικη τεχνολογική πρόοδος και τα σχέδια της Κίνας να «ανέβει κλίμακα» στην παγκόσμια κατάταξη, μπαίνοντας στο πάνελ των ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών.
Μια εμπορική συμφωνία μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά αυτό το σενάριο αυτή τη στιγμή φαίνεται μακρινό. Ακόμη και εάν κλείσει μια τέτοια συμφωνία, μπορεί να καταρρεύσει πολύ γρήγορα.
Οι τελευταίες συνομιλίες αποκάλυψαν τη σκλήρυνση των θέσεων και των δύο πλευρών. Αυτό συνέβη μετά από μια εμφανή αλλά σύντομη σύγκλιση στον προηγούμενο (δεύτερο) γύρο συνομιλιών στην Ουάσινγκτον τον Μάιο, όταν και οι δύο πλευρές υπέγραψαν κοινή δήλωση που δεν έλεγε πολλά, αλλά δέσμευε τα δύο μέρη να μην επιβάλλουν δασμούς κατά τη διάρκεια των συνομιλιών. Σε αντάλλαγμα, η κινεζική πλευρά συμφώνησε να αυξήσει τις αγορές των αμερικανικών προϊόντων για να μειώσει το εμπορικό της πλεόνασμα, αρνούμενη όμως να δεσμευτεί σε συγκεκριμένα ποσά. Ήταν το ισοδύναμο μιας «κατάπαυσης του πυρός» μεταξύ εμπόλεμων μερών, η οποία όμως κατέρρευσε μετά από μόλις 9 ημέρες.
Καθώς ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Γουίλμπουρ Ρος βρισκόταν στο Πεκίνο για τον τρίτο γύρο συνομιλιών, ο Τράμπ ανανέωσε την απειλή του να επιβάλει δασμούς 25% στις εισαγωγές (αξίας 50 δις δολαρίων) «βιομηχανικά σημαντικής τεχνολογίας» από την Κίνα. Ένας Κινέζος αξιωματούχος δήλωσε στους Financial Times ότι η στροφή του Τράμπ ήταν «μη αναμενόμενη αλλά δεν αποτελεί και έκπληξη».
Η ασταθής και απρόβλεπτη συμπεριφορά του Τράμπ είναι εν μέρει μια εσκεμμένη τακτική για να ασκήσει πίεση στον αντίπαλο ώστε να κάνει παραχωρήσεις. Αλλά στις έτσι κι αλλιώς αδιέξοδες συνομιλίες του Πεκίνου, η κινεζική πλευρά αρνήθηκε να προχωρήσει πέρα από τις ασαφείς υποσχέσεις που είχαν γίνει στην Ουάσινγκτον τον Μάιο, εκτός αν η αμερικανική πλευρά έδινε τη διαβεβαίωση ότι δεν θα προχωρούσε σε δασμούς.
Πώς να κάνεις εχθρούς
Οι εκπρόσωποι του Πεκίνου δήλωσαν επίσης ότι θα αποσυρθούν οριστικά από τις συνομιλίες εάν υιοθετηθούν από την αμερικανική πλευρά νέοι δασμοί ή άλλες κυρώσεις (τις οποίες απειλεί ο Τράμπ να εφαρμόσει από τις 15 Ιουνίου). Κάτι τέτοιο αποτελεί μια σκλήρυνση της κινεζικής θέσης. Σε προηγούμενες συνομιλίες κατέστησαν σαφές ότι είναι διατεθειμένοι να κάνουν παραχωρήσεις στις ΗΠΑ, βάζοντας το χέρι στην τσέπη για να αυξήσουν τις αγορές αγροτικών αγαθών και φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ. Αλλά η κίνηση του Τράμπ να επιβάλει δασμούς στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και άλλους συμμάχους των ΗΠΑ λίγες ώρες πριν από τις συνομιλίες στο Πεκίνο αναμφισβήτητα ενθάρρυνε την κινεζική πλευρά να βγει πιο επιθετικά.
Η κατάσταση είναι εξαιρετικά ρευστή και ασταθής. Η ΕΕ και η Ιαπωνία έχουν τις δικές τους διαμάχες με την Κίνα. Τον Απρίλη, 27 ευρωπαίοι πρεσβευτές στην Κίνα υπέγραψαν μια έκθεση που επικρίνει την πρωτοβουλία «Belt and Road» [4] του προέδρου Σι Τζινπίνγκ, η οποία αποτελεί ένα τεράστιο σχέδιο ξένων επενδύσεων. Οι πρεσβευτές δήλωσαν ότι η πρωτοβουλία αυτή «αντιβαίνει στην ατζέντα της ΕΕ για την απελευθέρωση του εμπορίου και ωθεί την ισορροπία δυνάμεων υπέρ των επιδοτούμενων κινεζικών εταιρειών».
Το κινεζικό καθεστώς ανησυχεί ιδιαιτέρως ότι αυτά τα κράτη θα σχηματίσουν ένα μπλοκ με το Τράμπ εναντίον του, αλλά η προσέγγισή του Τράμπ στη διεθνή διπλωματία -η επίθεση προς όλες τις κατευθύνσεις- δείχνει ότι ο κίνδυνος αυτός έχει υποχωρήσει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, δίνοντας στο Πεκίνο περιθώρια ελιγμών.
Εθνικισμός
Οι εθνικιστικές πιέσεις αυξάνονται τόσο στην Κίνα όσο και στις ΗΠΑ. Το κινεζικό καθεστώς είναι διατεθειμένο να κάνει παραχωρήσεις στον Τράμπ, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να ελέγξει την αφήγηση- να συγκαλύψει αυτές τις παραχωρήσεις ως εθελοντική πράξη, σαν προϊόν του δικού του συμφέροντος. Με αυτόν τον τρόπο, οι συμφωνίες για την αγορά περισσότερων αμερικανικών προϊόντων θα μεταφραστούν ως «αύξηση της διαθεσιμότητας ξένων αγαθών για την αναπτυσσόμενη κινεζική τάξη καταναλωτών». Η συμμόρφωση με τους διεθνείς κανόνες όσον αφορά τις επενδύσεις, την πνευματική και ξένη ιδιοκτησία σε τομείς που μέχρι τώρα ήταν αποκλειστικά κρατικοί, θα παρουσιαστούν ως «εμβάθυνση της οικονομική μεταρρύθμισης και άνοιγμα της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία».
Μια ένδειξη της στάσης που υιοθετεί το καθεστώς αποτελεί το κλείσιμο της πιο διάσημης μαοϊκής ιστοσελίδας (Utopia) τον περασμένο μήνα, από φόβο ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κανάλι έκφρασης της εθνικιστικής οργής ενάντια στη «συνθηκολόγηση με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό».
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η πολιτική ρητορική για την «Αμερική πρώτα» του Τράμπ του έχει γυρίσει μπούμερανγκ. Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές στο Κογκρέσο, έχοντας στο μυαλό τους τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοέμβρη και αναγνωρίζοντας την απήχηση του λαϊκιστικού λόγου του Τράμπ, κάνουν σκληρή κριτική στην κυβέρνηση σε κάθε ένδειξη υποχώρησης της απέναντι στην Κίνα.
Πολιτικοί και των δύο κομμάτων βρίσκονται πίσω από τη νομοθεσία στο Κογκρέσο που θα εμπόδιζε το Τράμπ να «διασώσει» τον κινεζικό τηλεπικοινωνιακό γίγαντα ZTE. Ο Τράμπ υποσχέθηκε τον περασμένο μήνα αυτή τη «διάσωση» μετά από άμεση προσέγγιση από τον Σι Τζινπίνγκ. Τον Απρίλιο επιβλήθηκε στη ZTE επταετές εμπάργκο, απαγορεύοντας της την αγορά μικροτσίπ ή λογισμικού από τις ΗΠΑ ως τιμωρία για αθέτηση των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν και της Βόρειας Κορέας. Η απόφαση ισοδυναμούσε με θανατική ποινή για τη ZTE, η οποία χρησιμοποιεί εξαρτήματα των ΗΠΑ στο 90% των προϊόντων της.
Ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο, Ρεπουμπλικάνος και υπέρμαχος του αντι-Κινέζικου δόγματος, ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια διευρυμένη πλειοψηφία στο Κογκρέσο (που σημαίνει ότι ο Τράμπ δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το βέτο του), όχι μόνο για να εμποδίσει μια συμφωνία εναντίον της ZTE, αλλά και για να επιβάλει παρόμοιες απαγορεύσεις σε άλλες κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας όπως η Huawei. Αυτές οι πιέσεις αποτελούν πλέον σημαντικό εμπόδιο σε κάθε συμφωνία για την αποτροπή ενός εμπορικού πολέμου.
200 δις δολάρια
Στην προεκλογική του εκστρατεία το 2016, ο Τράμπ υποσχέθηκε μείωση του ετήσιου ελλείμματος με την Κίνα κατά 100 δις δολάρια. Από τότε διπλασίασε αυτό το ποσό σε 200 δις δολάρια- για να επιτευχθεί τα επόμενα 2 χρόνια. Αυτός ο στόχος αμφισβητείται ευρέως ως μη ρεαλιστικός, ακόμη και αδύνατος να πραγματοποιηθεί.
«Η αμερικανική οικονομία απλά δεν μπορεί να παράγει αρκετά νέα αγαθά στο άμεσο μέλλον για να αγοράσει η Κίνα», σχολίασε ο οικονομολόγος Amitrajeet A. Batabyal. Οι εμπορικές συνομιλίες ΗΠΑ-Κίνας επικεντρώθηκαν στη γεωργία και την ενέργεια, δύο τομείς όπου οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αυξήσουν τις εξαγωγές τους προς την Κίνα. Όμως, οι συνολικές εξαγωγές γεωργικών προϊόντων του περασμένου έτους ανήλθαν σε 69 δις δολάρια και οι εξαγωγές ενέργειας σε 150 δις δολάρια. Για να κλείσει η Κίνα ένα χάσμα ύψους 200 δις δολαρίων, θα πρέπει να εισάγει σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών των ΗΠΑ από αυτούς τους τομείς.
Στον τομέα της τεχνολογίας, όπου η Κίνα θέλει να αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές της και τις επενδύσεις της στις αμερικανικές εταιρείες, υπάρχει μπλοκάρισμα από την αμερικανική κυβέρνηση για λόγους «εθνικής ασφάλειας» (από φόβο «αντιγραφής» των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας).
Το κινεζικό καθεστώς είναι απρόθυμο να συμφωνήσει με συγκεκριμένα στοιχεία για τη μείωση του ελλείμματος. Η απροθυμία αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τις ΗΠΑ για την κλιμάκωση της σύγκρουσης σε μεταγενέστερο στάδιο. Υπάρχουν επίσης και πολιτικές επιπλοκές. Παρά τον πρωτοφανή μηχανισμό λογοκρισίας και ελέγχου, ο Σι Τζινπίνγκ θα αντιμετώπιζε μεγάλη δυσκολία να παρουσιάσει την μείωση του ελλείμματος ως κάτι άλλο εκτός από υποταγή στις αμερικανικές πιέσεις. Η εικόνα του «ισχυρού άντρα», η οποία αποτελεί ζωτικό πολιτικό στοιχείο του καθεστώτος για την αντιμετώπιση της εσωτερικής αντιπολίτευσης, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αποδυναμωνόταν σημαντικά.
Διαφορετικά μοντέλα
Οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας πηγαίνουν πολύ πιο βαθιά από τον μεταξύ τους εμπορικό ανταγωνισμό. Η προπαγάνδα της Ουάσινγκτον έχει μετατοπιστεί το τελευταίο διάστημα από την διαμάχη για το εμπόριο στις οικονομικές επενδύσεις και την φερόμενη κλοπή της αμερικανικής τεχνολογίας από την Κίνα. Οι εμπορικοί διαπραγματευτές του Τράμπ πιέζουν όλο και περισσότερο για «διαρθρωτικές αλλαγές», θέλοντας να χτυπήσουν το μοντέλο του «κρατικού καπιταλισμού» της Κίνας, την κυβερνητική στήριξη σε βασικούς κλάδους της οικονομίας και την προστασία ενάντια στα ξένα κεφάλαια.
Το καθεστώς Σι Τζινπίνγκ έχει προσφέρει παραχωρήσεις ακόμη και σε αυτό το πεδίο, για παράδειγμα συμφωνώντας να άρει τους επενδυτικούς περιορισμούς στην αυτοκινητοβιομηχανία και τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτά όμως είναι περιορισμένα μέτρα (για να προσελκύσουν τμήματα κεφαλαίου από το εξωτερικό) που δεν θα αλλάξουν τη γενική τάση, που είναι η διατήρηση και ακόμη και η ενίσχυση των κρατικών καπιταλιστικών χαρακτηριστικών στην οικονομία της Κίνας. Στην πραγματικότητα, εάν ο πόλεμος της τεχνολογίας κλιμακωθεί μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αυτό θα αντιμετωπιστεί αναπόφευκτα με την αύξηση των κρατικών παρεμβάσεων για την ταχεία ανάπτυξη του εγχώριου τομέα τεχνολογίας της Κίνας. Η «αυτάρκεια» στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας αποτέλεσε το θέμα μιας σημαντικής ομιλίας του Σι Τζινπίνγκ στις 28 Μαΐου, λίγες μόνο ημέρες πριν τις εμπορικές διαπραγματεύσεις του Πεκίνου.
Στην ιδεολογική μάχη που εκτυλίσσεται παράλληλα με τις οικονομικές και γεωπολιτικές συγκρούσεις, η κυβερνητική ομάδα της Κίνας πιστεύει ότι ο «αυταρχικός κρατικός καπιταλισμός» είναι ανώτερος από τον «δυτικό καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς». Αυτό το βασίζει στις επιδόσεις της Κίνας μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, που διατήρησε μια σχετικά ταχεία οικονομική ανάπτυξη, ενώ ο δυτικός καπιταλισμός έχει διολισθήσει σε στασιμότητα και πολιτικές αναταραχές. Ωστόσο, αυτές οι κινεζικές «επιτυχίες» είναι εφικτές μόνο με το χτίσιμο του πιο ακριβού αστυνομικού κράτους που έχει υπάρξει ποτέ και με πρωτοφανή επίπεδα χρέους, τα οποία το καθεστώς γνωρίζει ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια ακόμη σοβαρότερη οικονομική κρίση. Βέβαια, το ισχυρότερο επιχείρημα για την πλευρά του Σι Τζινπίνγκ σε αυτή τη μάχη μεταξύ των διαφορετικών μοντέλων καπιταλισμού είναι το απίστευτο χάος που επικρατεί στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Ιμπεριαλιστική σύγκρουση
Αυτή η «ιδεολογική» μάχη είναι ένα κομμάτι της άγριας ιμπεριαλιστικής μάχης εξουσίας σε παγκόσμια κλίμακα και ιδιαίτερα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Όλο και περισσότερο, σε όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, και ειδικά στον στρατό, επικρατεί η αντίληψη ότι τώρα είναι η στιγμή να απωθήσουμε την Κίνα, η οποία είναι ο ισχυρότερος από τους φερόμενους ανταγωνιστές των ΗΠΑ.
Στην εφημερίδα Financial Times (9 Απριλίου 2018), ο εμπορικός σύμβουλος του Τράμπ και συντάκτης του βιβλίου «Θάνατος από την Κίνα», Πίτερ Ναβάρο, αναφέρθηκε στην τεχνολογική πρόοδο της Κίνας και στο μεγάλο βιομηχανικό σχέδιο εκσυγχρονισμού της, γνωστού ως «Made in China 2025». Το σχέδιο αυτό έχει ως στόχο να δώσει στην Κίνα παγκόσμιο προβάδισμα στις τεχνολογίες αιχμής, όπως η ρομποτική, η πληροφορική, οι μηχανές αεροσκαφών, τα πράσινα οχήματα και τα βιολογικά φάρμακα. Αν το σχέδιο της Κίνας εφαρμοστεί, όπως λέει ο Ναβάρο, «οι ΗΠΑ απλά δεν θα έχουν κανένα οικονομικό μέλλον».
Με βάση τις αυξανόμενες ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, οι εμπορικές αντιπαραθέσεις χρησιμοποιούνται ως αφορμή για ευθεία στρατιωτική σύγκρουση. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της παγκόσμιας κρίσης που ξεκίνησε το 2008. Πριν από την κρίση, το παγκόσμιο εμπόριο αυξανόταν σε διπλάσιο ρυθμό από το ρυθμό αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ. Από το 2008 έχει παραμείνει στάσιμο.
Μια έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας πέρυσι έδειξε ότι οι 60 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη υιοθέτησαν από το 2008 περισσότερα από 7.000 νέα μέτρα προστατευτισμού. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ μόνο υιοθέτησαν περισσότερα από 1.000 μέτρα η κάθε μία. Το δόγμα «η Αμερική Πρώτα» του Τράμπ είναι η νέα, ανώτερη φάση μιας διαδικασίας που όμως ήταν ήδη σε εξέλιξη.
Τα μέτρα προστατευτισμού αναδεικνύουν μια σαφή μετατόπιση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, που πια προωθεί το ρυθμιζόμενο εμπόριο αντί του «ελεύθερου εμπορίου». Ξέρουμε βέβαια ότι το «ελεύθερο εμπόριο» είναι σε μεγάλο βαθμό ένας μύθος σε μια καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία, όπου το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου ελέγχεται από μερικές εκατοντάδες μεγάλες εταιρείες. Το ελεγχόμενο εμπόριο θα μπορούσε να ωφελήσει τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα, αν ο έλεγχος γινόταν από αυτούς και όχι από καπιταλιστές πολιτικούς όπως ο Τράμπ.
Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, με την ανατροπή του καπιταλισμού και τον σχεδιασμό της οικονομίας να γίνεται δημοκρατικά από τους εργαζομένους, το εμπόριο και οι διεθνείς σχέσεις θα ρυθμιζόταν επίσης με βάση ένα κεντρικό δημοκρατικό σχεδιασμό. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε έναν εξαιρετικό μοχλό για την ανάπτυξη της οικονομίας παγκοσμίως και για την κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων αλλά και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Οι εμπορικές κυρώσεις του Τράμπ, όπως οι δασμοί σε χάλυβα και αλουμίνιο, γίνεται προσπάθεια να δικαιολογηθούν για «λόγους εθνικής ασφάλειας», προκειμένου να παρακάμψουν το σύστημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και τους κανόνες του. Η ειρωνεία είναι ότι το σύστημα αυτό κατά το μεγαλύτερο μέρος του επιβλήθηκε στη διεθνή κοινότητα από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ στο παρελθόν. Παρόλο που απομακρύνεται από τις αρχές της ελεύθερης αγοράς στο διεθνές εμπόριο, στους περισσότερους άλλους τομείς της πολιτικής ο Τράμπ εμμένει στις ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις, όπως δείχνει και η πρόσφατη κατάργηση των τραπεζικών περιορισμών που επιβλήθηκαν μετά το 2008 για την προστασία από μια νέα ενδεχόμενη οικονομική κρίση.
Στρατιωτικές εντάσεις
Τον 21ο αιώνα, ο αμερικανικός καπιταλισμός έχει χάσει έδαφος σε σύγκριση με τους κύριους παγκόσμιους ανταγωνιστές του. Αυτό συμβαίνει τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο, παρά την ασύγκριτη στρατιωτική υπεροχή που διαθέτουν οι ΗΠΑ. Μια αίσθηση της επικείμενης κρίσης διατυπώνεται σε αρκετά πρόσφατα κυβερνητικά έγγραφα, όπως η «Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας» που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο και η οποία ονομάζει ρητά την Κίνα και τη Ρωσία ως ανταγωνιστές που «αμφισβητούν την αμερικανική εξουσία, επιρροή και συμφέρον».
Η «Εθνική Αμυντική Στρατηγική» που παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο αναφέρει ότι «ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων -και όχι η τρομοκρατία- αποτελεί σήμερα το επίκεντρο της αμερικανικής εθνικής ασφάλειας». Αυτή η επιθετική προσέγγιση, σε συνδυασμό με την αυξημένη προθυμία χρήσης οικονομικών κυρώσεων (δασμοί) απέναντι σε αντιπάλους (Κίνα) και «φίλους» (ΕΕ, Καναδάς, Ιαπωνία) σηματοδοτούν μια ιστορική μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής.
Για την Κίνα, η μετατόπιση αυτή σηματοδοτεί το τέλος πάνω από 40 χρόνων σχετικά σταθερών και ομαλών σχέσεων με διάφορες αμερικανικές κυβερνήσεις, είτε Ρεπουμπλικάνων είτε Δημοκρατικών. Ο Τράμπ είναι «ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που ορίζει συγκεκριμένα την Κίνα ως “αντίπαλο”, από την εποχή του ταξιδιού του Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα το 1971 που εξομάλυνε τις σινοαμερικάνικες σχέσεις», σχολίασε ο Cary Huang στην South China Morning Post.
Σκληροπυρηνικοί πολιτικοί με αντι-κινέζικες θέσεις όπως ο Lighthizer (σύμβουλος για εμπορικά θέματα του αμερικάνου προέδρου) και ο Ναβάρο (διευθυντής του εμπορικού συμβουλίου του Λευκού Οίκου), ασκούν σημαντική επιρροή στις πολιτικές του Τράμπ, ενώ ο νεοδιορισμένος σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μπόλτον είναι γνωστός υπέρμαχος της αντιπαράθεσης με την Κίνα και του «προληπτικού πολέμου» ενάντια στην Βόρεια Κορέα.
Η διακυβέρνηση Τράμπ εντείνει τις πιέσεις της στην Κίνα και για άλλα θέματα που δεν σχετίζονται με το εμπόριο. Στο πρόσφατο διακυβερνητικό φόρουμ ασφάλειας της Σιγκαπούρης (Shangri-La Dialogue), ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Τζιμ Μάτις επιτέθηκε στην Κίνα για «εκφοβισμό και εξαναγκασμό» των γειτόνων της, με αφορμή την στρατικοποίηση τεχνητών νησιών στη θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η Κίνα αποπέμφθηκε επιδεικτικά από μια πολυεθνική ναυτική άσκηση το Μάιο ως «μια αρχική απάντηση» της διακυβέρνησης Τράμπ για το ίδιο θέμα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί της Βρετανία και Γαλλία ανακοίνωσαν τις λεγόμενες «ασκήσεις ελεύθερης ναυσιπλοΐας» στα αμφισβητούμενα ύδατα στη θάλασσα της Νότιας Κίνας. Και οι δύο πλευρές εντείνουν την παρουσία τους, με την Κίνα να εγκαθιστά προηγμένο εξοπλισμό ραντάρ στα νησιά που ελέγχει και να προσγειώνει ένα πυρηνικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο σε ένα από αυτά.
Απαξιώνοντας τις μέχρι τώρα καθιερωμένες διπλωματικές πρακτικές, ο Τράμπ δεν αντιτίθεται στην ανάμειξη γεωπολιτικών ζητημάτων όπως το θέμα της θάλασσας της Νότιας Κίνας και το καθεστώς της Ταϊβάν (όπου η Κίνα αντιδρά σε στενότερους αμερικανικούς δεσμούς ή στρατιωτική στήριξη στο νησί) με οικονομικά ζητήματα, χρησιμοποιώντας κάθε ελιγμό ώστε «να κλείσει η συμφωνία». Αυτή η ανακατωσούρα όμως αυξάνει την παγκόσμια αστάθεια και τους κινδύνους κλιμάκωσης μιας έντασης. Ενώ το Πεκίνο είναι έτοιμο να κάνει παραχωρήσεις σε σχέση με το εμπόριο, θεωρεί την Ταϊβάν και τη θάλασσα της Νότιας Κίνας ως «κόκκινες γραμμές» τις οποίες δεν μπορεί να περάσει.
Αυτές οι εξελίξεις δεν αποτελούν έκπληξη. Η καπιταλιστική κρίση και τα πολιτικά της παράγωγα όπως ο Τράμπ, αλλά και ο «απόλυτος ηγέτης» της Κίνας, ο Σι Τζινπίνγκ, αποσταθεροποιούν τον κόσμο. Το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να εξαπατάται από την μια ή την άλλη εθνική καπιταλιστική συμμορία, αλλά να υιοθετεί μια ανεξάρτητη ταξική θέση. Η εναλλακτική πρόταση της ανατροπής του καπιταλισμού, και της αντικατάστασης του από ένα σοσιαλιστικό σύστημα, με δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας και του εμπορίου, είναι η μόνη που μπορεί να δώσει λύση στο καπιταλιστικό χάος, την κακοδιαχείριση και τους πολέμους.