Μια κριτική στην κυρίαρχη αντίληψη οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ
Δημοσιεύουμε άρθρο που στάλθηκε στο Ξεκίνημα από τον σύντροφο Ανέστη Ταρπάγκο, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ Θεσ/νίκης
Οικονομική ανόρθωση της χώρας με μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης
Πέντε χρόνια μετά την έκρηξη της βαθειάς κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης και τρία χρόνια μετά την έναρξη εφαρμογής των τριών διαδοχικών μνημονίων, έχουν επέλθει καίρια και καταστρεπτικά πλήγματα, τόσο στις λαϊκές εργαζόμενες τάξεις (μισθωτοί, άνεργοι, νέοι, συνταξιούχοι, αυτοαπασχολούμενοι), όσο και συνολικά στην ελληνική οικονομία και κοινωνική παραγωγή.
Αυτά αφορούν στην έκλυση της υπερμεγέθους ανεργίας του 28% πλέον του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (1.345.000 άτομα) της κατακόρυφης μείωσης των εργατικών μισθών και συντάξεων, της παραπέρα αποψίλωσης των λαϊκών εισοδημάτων από τις υπέρβαρες φορολογικές επιβαρύνσεις στις κατοικίες και στα εισοδήματα, της προϊούσας διάλυσης του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, της ιδιωτικοποίησης και παραφθοράς των κοινωφελών επιχειρήσεων και δημόσιων υπηρεσιών, της καταστροφής των μη κερδοφόρων κεφαλαίων με το κλείσιμο και την συρρίκνωση επιχειρήσεων, της συνεχούς οικονομικής ύφεσης που το σωρευτικό της μέγεθος ξεπερνά κατά πολύ πλέον το 20%.
Αυτά τα καίρια κοινωνικά ζητήματα αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν το πεδίο ταξικής διαπάλης του εργατικού λαϊκού κινήματος, καθώς και των πολιτικών σχηματισμών της ελληνικής Αριστεράς, και ιδιαίτερα της πλειοψηφικής της μορφής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.
Θεμελιώδης επαγγελία του αριστερού ριζοσπαστικού κινήματος και επιδίωξη των κοινωνικών λαϊκών κινητοποιήσεων η ριζική αντιμετώπιση όλων αυτών των ολέθριων συνεπειών της πολιτικής του ακραίου κυβερνητικού νεοφιλελευθερισμού, πράγμα που επιτάσσει σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς την κατάργηση της μνημονιακής πολιτικής και των εφαρμοστικών της νόμων, την απαλλαγή από τον βρόγχο του δημόσιου χρέους και της πληρωμής των υπέρογκων τόκων και χρεολυσίων κλπ.
Το μείζον ζήτημα που προκύπτει, μέσα στο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον του ολέθρου που έχει προκληθεί, και αφού έχει ακυρωθεί η μνημονιακή πολιτική, οι βλαπτικές επιπτώσεις συνεχίζουν να παραμένουν και να απαιτούν την άμεση και αποτελεσματική τους αντιμετώπιση, τόσο με επείγοντα δραστικά μέτρα μιας αριστερής διακυβέρνησης (λ.χ. αντιμετώπιση της κοινωνικής γενοκτονίας της ανεργίας, στήριξη των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης κλπ.), όσο και με μέτρα μιας μεσοπρόθεσμης ριζοσπαστικής πολιτικής.
Και μόνον η αποκατάσταση των πραγμάτων στην προτέρα, πριν από την ανάδειξη της καπιταλιστικής κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής, κατάσταση απαιτεί από τη μια πλευρά την διασφάλιση σημαντικότατων κοινωνικών πόρων, και από την άλλη πλευρά την δρομολόγηση μιας διαδικασίας ταχύτατης οικονομικής ανόρθωσης, ανάκαμψης και ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας. Και σ’ αυτό ακριβώς το επίπεδο αρχίζουν τα δύσκολα για το ελληνικό αριστερό και λαϊκό κίνημα, γιατί ένα ζήτημα είναι η ακύρωση των μνημονίων και των δανειακών δεσμεύσεων, αλλά και ένα άλλο ζήτημα είναι η μέσα σε έναν τετραετή τουλάχιστον κυβερνητικό σχεδιασμό επίλυση των εκρηκτικών κοινωνικών ζητημάτων.
Ανάπτυξη με κοινωνική ερήμωση και εναλλακτική στρατηγική
Η ασκούμενη οικονομική πολιτική των αστικών δυνάμεων της τρικομματικής συγκυβέρνησης έχει ως στόχο της την έξοδο από την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου προς όφελος των δυνάμεων της εργοδοσίας (βιομηχανικής, τραπεζικής, εμπορικής κλπ.) γι’ αυτό και το σύνολο των μνημονιακών μέτρων που εφαρμόζει αποσκοπούν αφενός στο να καταστήσουν την εργατική δύναμη πειθήνια, φθηνή, ελαστική και απορρυθμισμένη, και αφετέρου να μειώσουν στο ελάχιστο τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής (ασφάλιση, περίθαλψη, εκπαίδευση κ.ά.).
Η κοινωνική καταστροφή που έτσι επιφέρει δεν είναι η επιδίωξη της αστικής πολιτικής, αλλά το αποτέλεσμα αυτού του πρωταρχικού στόχου, της υπέρβασης της κρίσης προς όφελος του κεφαλαίου, πράγμα που επιτυγχάνεται με την διατήρηση της κερδοφορίας ενός σημαντικού μέρους των ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά και με την συγκράτηση των ζημιογόνων αποτελεσμάτων των περισσοτέρων από αυτές. Αυτό, μέσα στα πλαίσια του σύγχρονου διεθνοποιημένου ανταγωνισμού και του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, σημαίνει την διατήρηση και σχετική ανάκαμψη της συνολικής καπιταλιστικής κερδοφορίας, ωστόσο μέσα σ’ ένα περιβάλλον σταθερής υπερμεγέθους ανεργίας, απαξίωσης των λαϊκών εισοδημάτων, διάλυσης των κοινωνικών υπηρεσιών, και οριακών μεγεθών οικονομικής στασιμότητας ή στοιχειακής ανάπτυξης.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, η αστική μνημονιακή πολιτική, εφόσον παραμένει σταθερή στους στόχους της, αδυνατεί να εξασφαλίσει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την απορρόφηση της τεράστιας ανεργίας, και στερείται κάθε ίχνους πολιτικής προς όφελος των λαϊκών τάξεων, δηλαδή κοινωνικής δικαιοσύνης. Μπορεί βέβαια αυτή η πολιτική να οδηγεί στην απονομιμοποίηση της αστικής ταξικής κυριαρχίας και στην εξαφάνιση της όποιας προηγούμενης συναίνεσης, εντούτοις και παρά την άνοδο των αριστερών εκπροσωπήσεων στο ένα-τρίτο του εκλογικού σώματος, συνεχίζει να διατηρεί την σχετική κυβερνητική πλειοψηφία, ενώ ταυτόχρονα ο συνασπισμός του συνόλου των αστικών δυνάμεων (μνημονιακών και λαϊκοδεξιών) συνεχίζει να διατηρεί την εκπροσώπηση των δύο-τρίτων του εκλογικού σώματος, με δεδομένη την εδώ και έναν χρόνο υποχώρηση και καθίζηση του αγωνιστικού λαϊκού εργατικού κινήματος.
Απέναντι σ’ αυτήν την κυρίαρχη αστική πολιτική των διαδοχικών μνημονίων, μια αριστερή εναλλακτική πολιτική, και στο βαθμό που κατορθώνει να ανατρέψει την μνημονιακή συγκυβέρνηση, να κατακτήσει την σχετική λαϊκή πλειοψηφία και να ακυρώσει τα μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενα μέτρα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, απαλλάσσοντας ταυτόχρονα την χώρα από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του δημόσιου χρέους και της πληρωμής των τοκοχρεολυσίων, έρχεται αντιμέτωπη με τα ίδια καταστρεπτικά αποτελέσματα της κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης που συνεχίζει να αναπαράγεται συνέχεια. Αν λοιπόν σκοπός μιας αριστερής διακυβέρνησης είναι να επιτύχει την έξοδο από αυτή τη βαθύτατη κρίση της καπιταλιστικής παραγωγής προς όφελος των λαϊκών εργατικών συμφερόντων, είναι υποχρεωμένη να εξασφαλίσει ταυτόχρονα και σε μια ενιαία διαδικασία, τόσο την ριζική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, όσο και την άμεση εφαρμογή μέτρων κοινωνικής δικαιοσύνης (λ.χ. επιδότηση του συνόλου των ανέργων, στήριξη των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, αποκατάσταση των μισθών των ΣΣΕ κλπ.).
Ανταποκρίνεται η οικονομική πολιτική του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ σ’ αυτές τις αναγκαιότητες, έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει την πραγματοποίησή τους και μ’ αυτό τον τρόπο να αποκτήσει ισχυρό λαϊκό έρεισμα και πολιτική πλειοψηφική νομιμοποίηση, στην προοπτική τουλάχιστον μιας τετραετίας κυβερνητικής διαχείρισης;
Αυτή, στην τρέχουσα περίοδο, και ανεξάρτητα από τις όποιες διακηρύξεις και αποφάσεις, βασίζεται κυρίαρχα σε τέσσερεις, μεταξύ των άλλων, πυλώνες και συγκεκριμένα:
– Στην αντιπλουτοκρατική λογική
– στην νεοκεϋνσιανή δημοσιονομική πολιτική
– στην επενδυτική δράση του ελληνικού και διεθνούς κεφαλαίου
– στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Έτσι, χρειάζεται η κριτική αποτίμηση αυτών των παραμέτρων της οικονομικής πολιτικής της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, από την άποψη της αποτελεσματικότητάς τους (οικονομική ανάκαμψη) και του κοινωνικού τους χαρακτήρα (αποκατάσταση του κοινωνικού εργασιακού μοντέλου).
Η αντιπλουτοκρατική αντίληψη εν μέσω της κρίσης υπερσυσσώρευσης
Στην πρώτη γραμμή αυτής της επιχειρηματολογίας βρίσκεται η λογική του «να πληρώσουν οι πλούσιοι» για την κρίση, θαρρείς και αυτή η κρίση είναι ένα ουδέτερο τεχνικό φαινόμενο, που έρχεται από το «εξωτερικό» της κοινωνίας, και για την αντιμετώπιση της οποίας είναι αναγκαίες οι «θυσίες» των εργαζομένων, αλλά είναι εξίσου απαραίτητη η «συνεισφορά των πλουσίων». Προφανώς οι «πλούσιοι» δεν υφίστανται στην ελληνική οικονομία ως ένα φαινόμενο έξω από την λειτουργία των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, επειδή είναι εργοδότες και επιχειρηματίες, είναι αυτοί ακριβώς που με την δραστηριότητά τους έχουν προκαλέσει την κρίση υπερσυσσώρευσης, δηλαδή η δική τους κερδοφορία βρίσκεται στην πηγή της κοινωνικής εξαθλίωσης.
Από την άλλη πλευρά, η κοινωνική θεώρηση με βάση την διάκριση σε «πλούσιους», «μεσαία τάξη» και «φτωχούς – αδυνάμους – αναξιοπαθούντες» καμιά σχέση δεν έχει με το αριστερό κίνημα και την μαρξιστική ταξική ανάλυση, και περισσότερο προσιδιάζει στο λεξιλόγιο και την αντίληψη της λαϊκής δεξιάς (π.χ. «αντιπλουτοκρατικός» λόγος του ΛΑΟΣ στην προηγούμενη περίοδο). Η καπιταλιστική οικονομία λειτουργεί στην βάση των κλασικών ταξικών διαχωρισμών καπιταλιστών – εργοδοτών, μικροαστικών τάξεων, εργατικής τάξης και ευρύτερης μισθωτής εργασίας. Ουσιαστικά εκείνο που επιδιώκεται με την αναφορά στην φορολογία των «πλουσίων» είναι ο συσκοτισμός των εκμεταλλευτικών ταξικών σχέσεων κυριαρχίας κεφαλαίου – εργασίας (όπως παλιότερα με τους διαχωρισμούς προνομιούχων και μη-προνομιούχων) και η θέση στο απυρόβλητο της ίδιας της αστικής τάξης, ως κυρίαρχης επιχειρηματικής εκμεταλλευτικής τάξης της ελληνικής κοινωνίας, η οποία αναγνωρίζεται σε πολλές περιπτώσεις ως «υγιής επιχειρηματική δύναμη», απόλυτα συμβατή με το οικονομικό σχέδιο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Αν τίθεται λοιπόν ένα ζήτημα αυτό αφορά την αναγκαιότητα δραστικής φορολόγησης του συνόλου των 22.573 επιχειρήσεων που εκδίδουν ετήσιους ισολογισμούς, και των οποίων τα στοιχεία είναι δημόσια γνωστά, και δεν χρειάζεται κανένα «περιουσιολόγιο» για να καταγραφούν. Ο ICAP που επί δεκαετίες εκδίδεται σε πολύτομες στατιστικές και αναλυτικές παρουσιάσεις και εκδόσεις, είναι ακριβώς το υπαρκτό «περιουσιολόγιο» του σύγχρονου ελληνικού καπιταλισμού.
Στα σίγουρα η χαμηλή φορολόγηση της καπιταλιστικής δραστηριότητας στην προηγούμενη περίοδο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (1996-2008), καθώς επίσης και τα οικονομικά κίνητρα που παρείχε το αστικό κράτος σ’ αυτήν, στάθηκαν στην αφετηρία δημιουργίας του δημόσιου χρέους και των μετέπειτα εξοντωτικών δανείων και πληρωμών τοκοχρεολυσίων. Μάλιστα σ’ αυτή την περίοδο όπου το ΑΕΠ αυξάνονταν ετήσια με ρυθμούς της τάξης του 3%, η φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών που ξεπερνούσαν ετήσια τα 15 δισεκατ. ευρώ πριν την εκδήλωση της κρίσης υπερσυσσώρευσης, στο ποσοστό του 45%, και η άρνηση παροχής κινήτρων ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, θα μπορούσε να προσπορίσει σημαντικούς οικονομικούς πόρους, αναγκαίων τόσο για την δημόσια επενδυτική πολιτική, όσο και για την χρηματοδότηση των κοινωνικών δράσεων και παρεμβάσεων.
Μ’ άλλες λέξεις η αναδιανεμητική πολιτική σε περιόδους καπιταλιστικής συσσώρευσης και συγκεντροποίησης, έχει έδαφος πραγματοποίησης, εφόσον το επιτρέπουν οι ταξικοί συσχετισμοί, και σ’ αυτή την περίπτωση δεν ήταν συνήθως παρά τα πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που την ασκούσαν στη βάση των σχετικών «κοινωνικών συμβολαίων» (καπιταλιστική ανάπτυξη + αναδιανομή εισοδήματος).
Εντούτοις στην πενταετία της καπιταλιστικής κρίσης (2008-2013) και ακριβώς εξαιτίας της εγγενούς αδυναμίας του συνολικού κεφαλαίου να αναπαραχθεί με όρους κερδοφορίας, η μεγάλη πλειονότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων οδηγήθηκαν στην παραγωγή ζημιογόνων αποτελεσμάτων συνολικού ύψους 7,6 δισεκατ. ευρώ για το 2011, ενώ μόνον οι διακόσιες μεγάλες από αυτές κατέγραψαν μια κερδοφορία της τάξης των 3,2 δισεκατ. ευρώ. Με δεδομένο τώρα ότι από τις ζημιογόνες εταιρίες δεν μπορούν να εισπραχθούν φόροι επί των κερδών (αφού καταγράφουν ζημίες και έτσι απολύουν προσωπικό, μειώνουν τις αμοιβές, προσφεύγουν στην εκ περιτροπής εργασία κ.ά.) αυτό που απομένει ως απόδοση του κεφαλαίου, και που είναι πέντε φορές μικρότερο από ό,τι ήταν προηγούμενα, δεν προσπορίζει παρά πολύ χαμηλά φορολογικά ετήσια έσοδα, που είναι εντελώς ανεπαρκή να τροφοδοτήσουν την οποιαδήποτε επενδυτική (δημόσια ή ιδιωτική) και κοινωνική πολιτική.
Βέβαια, η καπιταλιστική ανάπτυξη της προ της κρίσης περιόδου συνέβαλε στην συσσώρευση κερδών και στην συγκεντροποίηση κεφαλαίων, τα οποία όμως μπροστά στην έκρηξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης, και αδυνατώντας να βρουν κερδοφόρες επενδυτικές διεξόδους, κατέφυγαν εκτός της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας, αποτελώντας τα κεφάλαια που «λιμνάζουν» υπό μορφή καταθέσεων σε τράπεζες του εσωτερικού και κυρίως του εξωτερικού. Σ’ ολόκληρη την πρόσφατη πενταετία (2008 – 2013) έχουν βρει ασφαλείς οδούς τραπεζικής «διαφυγής», τοποθέτησης σε μετοχές σταθερής απόδοσης στην διεθνή χρηματαγορά, σε ακίνητα κλπ. και κατ’ αυτό τον τρόπο το οποιοδήποτε εγχείρημα αναζήτησης και φορολόγησής τους σήμερα καθίσταται δυσχερέστατο, και σε κάθε περίπτωση χαμηλής φοροδοτικής αποδοτικότητας και μακροπρόθεσμης προοπτικής.
Προκύπτει άρα συνολικά ότι η αντίληψη του «να πληρώσουν οι πλούσιοι» στη σημερινή συγκυρία της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, από τη μια πλευρά συσκοτίζει τις πραγματικές ταξικές αντιθέσεις (κεφαλαίου – εργασίας) και τις αντικαθιστά με «φαντασιακές» («πλούσιοι» – «φτωχοί – αδύναμοι – αναξιοπαθούντες») ενώ από την άλλη πλευρά, η αναγκαία φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών, λόγω της ζημιογόνας συνολικά δραστηριότητας του συνόλου των ιδιωτικών εταιριών, καταλήγει σε εντελώς πενιχρά φοροσυλεκτικά αποτελέσματα. Ως εκ τούτου αυτός ο πυλώνας της κυρίαρχης αντίληψης οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει την ροή πόρων από την καπιταλιστική οικονομία προς την χρηματοδότηση των εκρηκτικών κοινωνικών αναγκών.
Η αναποτελεσματικότητα της επιστροφής στο κεϋνσιανό όνειρο
Παράλληλα, προβάλλεται η αναγκαιότητα στροφής σε μια μορφή νέο-κεϋνσιανής δημοσιονομικής πολιτικής, η προσφυγή σε ένα σύγχρονο New Deal, σε μια καινούρια εκδοχή Σχεδίου Μάρσαλ, ως δυνατότητα αναθέρμανσης της οικονομικής δραστηριότητας και σχετικής αντιμετώπισης της υπερμεγέθους ανεργίας.
Μια τέτοια αντίληψη περιλαμβάνει την ενίσχυση της καταναλωτικής ζήτησης (που έχει πραγματικά ριζικά περιοριστεί), την δρομολόγηση πολύμορφων εκτεταμένων προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων κλπ., θεωρώντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα αυξηθεί η παραγωγή των ιδιωτικών επιχειρήσεων οι οποίες θα αναγκασθούν στην πραγματοποίηση προσλήψεων ανέργων, ενώ παράλληλα οι δημόσιες επενδύσεις (π.χ. σε κοινωφελή τεχνικά έργα) θα ενισχύσουν παράπλευρες βιομηχανικές δραστηριότητες (στην προκειμένη περίπτωση βιομηχανίες δομικών υλικών) και θα απασχολήσουν ένα ορισμένο εργατικό δυναμικό. Μια τέτοια οικονομική πολιτική είχε ιστορικά σχετική αποτελεσματικότητα, αλλά κάτω από εντελώς διαφορετικούς οικονομικούς όρους, και σε κάθε περίπτωση οι ιδεολογικοί υποστηρικτές μιας τέτοιας αντίληψης ισχυρίζονται οι ίδιοι ότι η «χρυσή εποχή» του κεϋνσιανισμού έχει παρέλθει «χωρίς επιστροφή»…
Πρώτα από όλα η τόνωση της ζήτησης δεν μπορεί να προέλθει παρά από την αύξηση των πραγματικών εργατικών μισθών που έχουν μειωθεί στην τελευταία τριετία κατά 40% περίπου της αξίας τους, πράγμα που είναι θεμελιώδης όρος της μνημονιακής πολιτικής, προκειμένου το κεφάλαιο να υπερβεί την κρίση του. Το αν συγκρατείται σήμερα η συνεχής πορεία του ελληνικού καπιταλισμού προς την συσσώρευση ζημιογόνων αποτελεσμάτων και οριακά κερδοφόρων δράσεων, αυτό γίνεται ακριβώς εξ αιτίας της συντριβής μισθών και εργατικών δικαιωμάτων. Αν αυτά αποκατασταθούν, γεγονός που θα οδηγήσει στην αύξηση της ζήτησης των λαϊκών νοικοκυριών, τότε η σχετική αύξηση της παραγωγής των ιδιωτικών εταιριών θα δημιουργήσει μεν μια ορισμένη οικονομική αναθέρμανση, εντούτοις όμως η αποκατάσταση μισθών και ελευθεριών, παράλληλα με τον «πολιτικό εξαναγκασμό» των επιχειρήσεων σε μαζικές προσλήψεις ανέργων, θα οδηγήσουν στην συνέχιση της ζημιογόνου δραστηριότητάς τους, με αποτέλεσμα την ένταση της κρίσης υπερσυσσώρευσης.
Η εργοδοσία των επιχειρήσεων θα αρνηθεί την χορήγηση αυτών των αυξήσεων ακόμη κι’ αν νομικά θεσμοθετηθούν, λόγω της τεράστιας ανεργίας που μειώνει τις αμοιβές των ενεργών εργαζομένων, όπως και δεν θα προχωρήσει σε προσλήψεις ανέργων, γιατί θα ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση προϊόντων με την εντατικοποίηση της εργασίας και την υπεραπασχόληση του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού.
Κατόπιν, μια τέτοια δημόσια επενδυτική δραστηριότητα μεγάλης κλίμακας, απαιτεί την εξεύρεση των αναγκαίων χρηματοδοτικών πόρων προκειμένου να πραγματοποιηθεί. Σε προηγούμενες περιόδους αυτοτελούς άσκησης της εθνικής νομισματικής πολιτικής, αυτό γινόταν με την σχετική μεσοπρόθεσμη διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία προφανώς στη συνέχεια καλύπτονταν από την αύξηση της παραγωγικής δραστηριότητας. Στην σημερινή περίοδο όμως, με την ισχύ του Συμφώνου Σταθερότητας και του Συμφώνου για το Ευρώ, η δημιουργία δημοσιονομικών ελλειμμάτων «αναπτυξιακού» χαρακτήρα είναι ρητά απαγορευμένη, και μάλιστα απαιτείται ο σχεδόν μηδενισμός τους.
Άρα, αναδεικνύεται ένα πλήρες αδιέξοδο για την εξεύρεση των αναγκαίων πόρων της εκτεταμένης δημόσιας επενδυτικής παρέμβασης, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται ανέφικτη ή οριακά αναιμική. Σε κάθε περίπτωση αυτός ο κεϋνσιανισμός ήταν εφικτός σε προηγούμενες δεκαετίες όπου μπορούσε να ασκηθεί στα πλαίσια εφαρμογής αυτόνομων εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών, οι οποίες άλλωστε επέτρεπαν και την ενίσχυση των εξαγωγών με την πολιτική υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων στην οποία προσέφευγαν.
Το κεφάλαιο δεν επενδύεται αν δεν διασφαλίζει κερδοφόρο αγορά
Μπροστά σε τέτοιου είδους αδιέξοδα, αλλά και με δεδομένη την εικόνα καταστροφής που εμφανίζεται στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, επιστρατεύεται η λογική της εφαρμογής ενός νέου τύπου Σχεδίου Μάρσαλ, και η επίκληση της πραγματοποίησης μαζικών επενδύσεων στο εγχώριο και διεθνές επιχειρηματικό κεφάλαιο, οι οποίες στο μέτρο που πραγματοποιηθούν θα προσδώσουν μια ισχυρή «αναπτυξιακή» ώθηση στην ελληνική οικονομία που δοκιμάζεται από την πολύχρονη ύφεση.
Δίνεται έτσι η αίσθηση ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η απουσία επενδύσεων, ενώ συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο: Ο ελληνικός καπιταλισμός, μαζί με τα «λιμνάζοντα» κεφάλαια που διαθέτει, δεν προχωρεί σε παραγωγικές επενδύσεις απλούστατα λόγω της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, δηλαδή της κατακόρυφης πτώσης της κεφαλαιακής αποδοτικότητας, κι’ όχι γιατί «τεμπελιάζει» ή έχει «μεταπρατικά» χαρακτηριστικά. Επιχειρήσεις τεχνολογικά εκσυγχρονισμένες όπως η βιομηχανία ξύλου Σέλμαν, η βιομηχανία εσωρούχων Μινέρβα κλπ. δεν κλείνουν από την εργοδοτική «κακοπροαίρεση», αλλά γιατί διαπιστώνουν τον μηδενισμό του ποσοστού κέρδους τους, παρόλα τα μέτρα της μνημονιακής πολιτικής που λειτουργούν ενισχυτικά για τα εργοδοτικά συμφέροντα.
Άλλωστε, αυτή η ίδια η αστική τρικομματική συγκυβέρνηση είναι αυτή που έχει αναγάγει σε θεμελιώδη άξονα της οικονομικής της πολιτικής την προσέλκυση διεθνών επενδύσεων, και μάλιστα προσφέρει στις πολυεθνικές επιχειρήσεις ένα κοινωνικό περιβάλλον μισθωτής εργασίας «κινέζο – ιαπωνικού» τύπου με ένα εργατικό δυναμικό υποταγμένο, απορυθμισμένο και χαμηλά αμειβόμενο.
Και παρόλα αυτά «άνθρακες ο θησαυρός» των αναμενομένων ξένων επενδύσεων, μεταξύ των άλλων και για το γεγονός ότι το κεφάλαιο επενδύεται από μία χώρα (ΗΠΑ, Κατάρ, Γερμανία κλπ.) σε μια άλλη χώρα (συγκεκριμένα στην Ελλάδα) όχι μόνον γιατί σ’ αυτή τη χώρα διατίθεται «κινεζοποιημένο» εργατικό δυναμικό, αλλά γιατί έχει ανάγκη να έχει πρόσβαση στην εσωτερική αγορά αυτής της χώρας, η οποία και πάσχει βαριά από εξαιρετικά χαμηλή καταναλωτική ζήτηση.
Κατά μείζονα άρα λόγο, γιατί να εισρεύσουν μαζικά επενδύσεις στην ελληνική οικονομία, όταν καταστρέφονται ήδη οι υπάρχουσες βιομηχανικές επιχειρήσεις, στην περίπτωση μιας αριστερής διακυβέρνησης, πολύ περισσότερο που σ’ αυτή την περίπτωση υποτίθεται ότι θα έχει αποκατασταθεί το επίπεδο των μισθών, των ασφαλιστικών εισφορών, και των εργατικών συνδικαλιστικών ελευθεριών; Από πότε το διεθνές κεφάλαιο έχει «αυτοκτονική» επενδυτική πολιτική, όταν το ίδιο διαπιστώνει ότι τα εσωτερικά κεφάλαια της συγκεκριμένης χώρας καταστρέφονται ήδη από την λειτουργία των εκκαθαριστικών μηχανισμών της κρίσης υπερσυσσώρευσης;
Σε κάθε περίπτωση οι συχνές αναφορές στην «υγιή» επιχειρηματική δραστηριότητα και στην αναγκαιότητα συμπράξεων ιδιωτικών επιχειρηματικών κεφαλαίων με δημόσιες επιχειρήσεις και επενδύσεις, κάθε άλλο παρά σηματοδοτούν μια κοινωνική μορφή οικονομικής ανάπτυξης, με βάση την οικονομία των αναγκών. «Υγιής» επιχειρηματική δραστηριότητα και ιδιωτικά κεφάλαια που καλούνται να συμπράξουν με τον δημόσιο τομέα, δεν μπορούν να υπάρχουν και να αναπαράγονται, χωρίς την διασφάλιση επαρκούς κερδοφορίας, τέτοιας που να δικαιολογεί την πραγματοποίηση των σχετικών επενδύσεων. Αυτό ωστόσο στις σημερινές συνθήκες της οξείας κρίσης υπερσυσσώρευσης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά με την αποψίλωση των εργατικών μισθών και την συντριβή των εργατικών δικαιωμάτων.
Παραγωγική ανασυγκρότηση: Πλευρά της κοινωνικοποιημένης αναδιοργάνωσης
Περίοπτη και κεντρική θέση στην κυρίαρχη άποψη της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ κατέχει η περίφημη «παραγωγική ανασυγκρότηση» της ελληνικής οικονομίας, που υποτίθεται θα αποκαταστήσει τους αναπτυξιακούς της ρυθμούς και θα καταστήσει εφικτή την πολιτική της κοινωνικής δικαιοσύνης. Εντούτοις, ενώ συχνότατα αναφέρεται ως το κύριο περιεχόμενο της οικονομικής πολιτικής, σε καμία περίπτωση δεν έχει δει το φως της δημοσιότητας οποιαδήποτε συγκεκριμένη ανάλυση του τι είναι αυτή η «παραγωγική ανασυγκρότηση». Πρόκειται για μια προσχηματική επίκληση που χρησιμοποιείται για να παρακάμψει το κυρίαρχο, την προώθηση δηλαδή ριζοσπαστικών αντισυστημικών τομών και αλλαγών στις οικονομικές δομές και σχέσεις παραγωγής. Αλλά κι’ αν ακόμη θεωρηθεί ότι προσλαμβάνει μια κάποια ορισμένη μορφή, πώς θα συμβάλλει στην αναθέρμανση της οικονομίας και πώς θα μπορέσει να απορροφήσει την τεράστια ανεργία;
Η μοναδική φορά που επιχειρήθηκε να εκτεθεί ανοιχτά αυτή η διαδικασία της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» ήταν στην ΔΕΘ στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 2012, όπου δεν αντιπροσώπευε τίποτα άλλο παρά την κλασική αναμάσηση της μικροαστικής αντίληψης για τον «εξορθολογισμό» και «εκσυγχρονισμό» των κύριων παραγωγικών τομέων (βιομηχανίας, γεωργίας, τουρισμού κλπ.). Η άποψη αυτή θεωρεί ότι η οικονομική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από ισχυρές «στρεβλώσεις», και σηματοδοτεί ένα οικονομικό μοντέλο που έχει αποτύχει, γι’ αυτό και απαιτείται η υιοθέτηση μιας «άλλης» οικονομικής θεώρησης που να αποκαθιστά τον «εκσυγχρονισμό – εξορθολογισμό» των οικονομικών δομών, γεγονός που υποτίθεται ότι θα βγάλει την ελληνική οικονομία από την κρίση και το τέλμα και θα της προσδώσει αναπτυξιακά φτερά.
Ωστόσο τα πράγματα δεν έχουν καθόλου αυτή τη μορφή: Ο ελληνικός καπιταλισμός, ιδιαίτερα από την «χρυσή εποχή» της ανάπτυξής του από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, αλλά και στην πρόσφατη προ της κρίσης περίοδο (1996 – 2008) εξελίχθηκε με βάση τους ταξικούς συσχετισμούς εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, τις ιστορικές ιδιαιτερότητες της κοινωνικής παραγωγής στην ελληνική οικονομία, προφανώς κατά τρόπο «άναρχο» γιατί αυτή είναι η φύση του καπιταλιστικού «ορθολογισμού», με βάση τέλος τον διαμορφωμένο διεθνή καταμερισμό εργασίας και την διεθνοποίηση των ανταλλαγών και της κίνησης των κεφαλαίων. Έτσι αναπτύχθηκε η τσιμεντοβιομηχανία με ρόλο εξαιρετικά διεθνοποιημένο (π.χ. Τιτάν, Ηρακλής) γιατί τα ελληνικά εδάφη περιείχαν τις αναγκαίες πρώτες ύλες, εξελίχθηκε η βιομηχανία τροφίμων εξ αιτίας της αυξημένης αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής (λ.χ. Μεβγάλ, Δωδώνη, Δέλτα, Τσάνταλης, Αγνό) κλπ. Το ίδιο συνέβη και στις άλλες χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού (Ιταλία, Ισπανία, ΗΠΑ κ.ά.) και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όπου και σε αυτές τις εξελιγμένες καπιταλιστικές οικονομίες ξέσπασε η κρίση κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης, κατά τον ίδιο τρόπο που αναδύθηκε στην Ελλάδα: είχαν κι’ αυτές οι οικονομίες «στρεβλά» χαρακτηριστικά ή είχαν ακολουθήσει κι’ αυτές «άναρχα» μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης;
Έτσι ό,τι συμβαίνει σήμερα στην ελληνική οικονομία (παρατεταμένη ύφεση, ζημιογόνα αποτελέσματα των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων κλπ.) δεν είναι προϊόν οποιασδήποτε «στρεβλότητας» του οικονομικού μοντέλου που ακολουθήθηκε, αλλά το αποτέλεσμα της αδυναμίας του σύγχρονου κεφαλαίου να αναπαραχθεί με όρους κερδοφορίας, συσσώρευσης και συγκεντροποίησης, πράγμα που είναι εγγενές στον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Κατά συνέπεια πολιτική της Αριστεράς απέναντι σ’ αυτή την καπιταλιστική κρίση δεν μπορεί να είναι η «ανασυγκρότηση» των παραγωγικών δομών του ελληνικού καπιταλισμού αλλά η στρατηγική μετασχηματισμού των ίδιων των σχέσεων παραγωγής πάνω στις οποίες διαμορφώνεται η ίδια η οικονομική και παραγωγική δομή της χώρας.
Προφανώς στην τελευταία πενταετία της κρίσης υπερσυσσώρευσης έχει καταστραφεί ένα σημαντικό μέρος των παραγωγικών δυνάμεων (παγίου κεφαλαίου και εργασίας) πράγμα που έγινε όχι γιατί οι παραγωγικές δομές ήταν «στρεβλές» (γιατί δηλαδή η Μινέρβα, η Σέλμαν, οι τεχνικές εταιρίες κλπ. έχουν «στρεβλά» και «άναρχα» χαρακτηριστικά;) αλλά γιατί η κατακόρυφη πτώση της κερδοφορίας και αποδοτικότητας του κεφαλαίου επέφερε την αυτόματη θέση σε κίνηση των εκκαθαριστικών μηχανισμών της κρίσης, δηλαδή των λιγότερο κερδοφόρων και ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.
Το ζήτημα άρα της ριζοσπαστικής οικονομικής πολιτικής δεν είναι η «ανασυγκρότηση» των παραγωγικών κλάδων και δομών, αλλά η λειτουργία των παραγωγικών μονάδων με κριτήρια κοινωνικοποιημένης οικονομικής ανάπτυξης. Η οποιαδήποτε μορφή αναγκαίας ανασυγκρότησης ή αναδιάρθρωσης παραγωγικών τομέων δηλαδή δεν μπορεί να γίνει παρά με όρους δημόσιου, εργατικού και λαϊκού ελέγχου, ιδιοκτησίας και διαχείρισης.
Η σοσιαλιστική διέξοδος της κοινωνικοποιημένης οικονομίας
Αν η οικονομική πολιτική της μνημονιακής τρικομματικής συγκυβέρνησης επιδιώκει να συγκρατήσει την ζημιογόνο δράση και να ενισχύσει την κερδοφόρο δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, στην προοπτική μιας ορισμένης, αμφιβόλου προοπτικής, ανάκαμψης, με αντίτιμο το κοινωνικό ολοκαύτωμα της μισθωτής εργασίας, η κυρίαρχη αντίληψη της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, με τα μέτρα που προτείνει, αδυνατεί εξίσου να διαμορφώσει όρους που να ανταποκρίνονται τόσο στην παραγωγική αποτελεσματικότητα ( εντατική οικονομική ανάπτυξη) όσο και στα αναγκαία κοινωνικά χαρακτηριστικά (ικανοποίηση των εκρηκτικών λαϊκών αναγκών).
Κι’ αυτό γιατί
-
η «φορολόγηση των πλουσίων» στις σημερινές συνθήκες μαζικής απαξίωσης των επιχειρηματικών αποτελεσμάτων, όσο κι’ αν είναι επιθυμητή και επιβεβλημένη, έχει πενιχρά αποτελέσματα, ενώ θα ήταν αποτελεσματική σε προηγούμενες περιόδους έντονης καπιταλιστικής ανάπτυξης και συσσώρευσης, που θα καθιστούσε εφικτή την αναδιανεμητική πολιτική.
-
Η επιστροφή στις νέο-κεϋνσιανές νουθεσίες, ενώ εμφανίζεται ελκυστική, με βάση τα ιστορικά παραδείγματα που έχει να παρουσιάσει, εντούτοις είναι ανέφικτη με τους ισχύοντες δρακόντειους δημοσιονομικούς περιορισμούς μηδενισμού των ελλειμμάτων από τα ισχύοντα σύμφωνα που ρυθμίζουν τη λειτουργία της Ευρωζώνης, αδυνατεί να εξασφαλίσει τους αναγκαίους χρηματοδοτικούς πόρους και προσκρούει στους δυσμενέστατους ταξικούς συσχετισμούς στην καπιταλιστική παραγωγή.
-
Η στήριξη σε μαζικές ιδιωτικές επενδύσεις από την διεθνή αγορά (λ.χ. από τις ΗΠΑ ή την Κίνα) είναι ανεδαφική (αν δεν πρόκειται για ευκαιριακές επενδύσεις με στόχο την ολοκλήρωση της λεηλάτησης της δημόσιας περιουσίας με όρους κοινωνικής εξαθλίωσης του εγχώριου εργατικού δυναμικού) γιατί η ελληνική οικονομία δεν πάσχει από την απουσία επενδυτικών κεφαλαίων (που «λιμνάζουν» στις τραπεζικές καταθέσεις και στη διεθνή χρηματαγορά), αλλά από φαινόμενα μαζικής καταστροφής παγίων κεφαλαίων λόγω ακριβώς της κρίσης υπερσυσσώρευσης.
-
Τέλος η οποιαδήποτε διαδικασία των ενδεχόμενα αναγκαίων αναδιοργανώσεων της παραγωγής, για να έχει αποτελεσματικότητα, και επειδή δεν είναι μια τεχνοκρατικά «ουδέτερη» διαδικασία, χρειάζεται να εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο ρηξικέλευθων σοσιαλιστικών τομών και ριζοσπαστικών μετασχηματισμών, ενώ υπό την αστική ταξική κυριαρχία δεν θα μπορεί να επιφέρει γόνιμα αποτελέσματα.
Με ποιόν τρόπο άρα μπορεί να επιτευχθεί στις σημερινές συνθήκες της μαζικής καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων και απροσμέτρητου κοινωνικού ολέθρου των λαϊκών εργαζομένων τάξεων, η επιτακτικά αναγκαία έντονη οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη, με την ταυτόχρονη ικανοποίηση των καίριων κοινωνικών αναγκών στο επίπεδο των μισθών, της απασχόλησης, των συντάξεων, της κοινωνικής ασφάλισης κλπ.; Σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους (πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στις ευρωπαϊκές οικονομίες), όπου καταγράφονταν μια φαντασμαγορική καπιταλιστική ανάπτυξη, το πολιτικό ζήτημα που έμπαινε για τον εργαζόμενο κόσμο ήταν ο μετασχηματισμός των δομών της ήδη αναπτυγμένης οικονομίας και παραγωγικής οργάνωσης σε μια κατεύθυνση σοσιαλιστικής κοινωνικοποίησης.
Απεναντίας στην σημερινή περίοδο η αριστερή πολιτική χρειάζεται να ανταποκρίνεται τόσο στις αναγκαιότητες της οικονομικής ανάπτυξης όσο και σε εκείνες της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αν τότε ο σοσιαλισμός μπορούσε να φαντάζει ως «προοπτική του μέλλοντος», ως στρατηγικός στόχος που χάνεται στο «ιστορικό υπερπέραν», αυτό, αν και σηματοδοτούσε μια «εκτροπή» του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, εντούτοις δεν είχε τραγικές συνέπειες, στο μέτρο που οι εργαζόμενες τάξεις κατόρθωναν να αναπαράγονται σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο κοινωνικής διαβίωσης, που διασφάλιζε η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση και η αναδιανεμητική πολιτική (το ζήτημα τοποθετούνταν μόνον στο μέγεθος των κομματιών της πίττας που θα αποσπούσαν οι λαϊκές τάξεις από την αστική τάξη).
Εντούτοις αυτή η μετατόπιση της σοσιαλιστικής εναλλακτικής διεξόδου στο «απώτερο» μέλλον, είτε με τη μορφή ιδεολογισμών που δεν συνδέονται οργανικά με την σημερινή πραγματικότητα (ΚΚΕ), είτε με την παρεμβολή «ενδιάμεσων σταδίων» και επιδίωξης λύσεων εντός του καπιταλιστικού και διεθνούς ιμπεριαλιστικού πλαισίου (ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ) γίνεται καταστρεπτική, γιατί ακριβώς ο συνδυασμός οικονομικής ανάκαμψης και κοινωνικού κράτους, δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά με την άμεση προβολή στο προσκήνιο, ως εναλλακτικής προοπτικής στη μνημονιακή πολιτική και την κρίση καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης, της σοσιαλιστικής διεξόδου.
Αυτή είναι η μόνη σήμερα πραγματικά ρεαλιστική πολιτική εθνικής οικονομικής ανάκαμψης και λαϊκής κοινωνικής «σωτηρίας».
Αυτό δεν μπορεί να γίνει πλέον παρά με την άμεση κοινωνικοποίηση και εργατική-λαϊκή-δημόσια διαχείριση, του μόνου περιουσιακού στοιχείου που έχει απομείνει, ως προϊόν της εργασίας της μισθωτής εργασίας στην προηγούμενη περίοδο, δηλαδή των παγίων κεφαλαίων των 174,5 δισεκατ. ευρώ των ιδιωτικών ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς και παράλληλα με την έντονη προαγωγή των συνεταιριστικών μορφών οργάνωσης στο επίπεδο της καταστροφής των αυτοαπασχολουμένων μικροαστικών τάξεων.
Είναι η μοναδική διέξοδος που έχει απομείνει στις εργαζόμενες τάξεις και στην Αριστερά: Η εντατική χρησιμοποίηση αυτών των κοινωνικοποιημένων παγίων κεφαλαίων, σε ρήξη με τις ακραία νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις των υπερεθνικών καπιταλιστικών ενώσεων και ολοκληρώσεων, μπορεί να δώσει διέξοδο απασχόλησης στη μαζική ανεργία και να δημιουργήσει κοινωνικούς πόρους, μέσα από το παραγόμενο υπερπροϊόν, που να μπορούν να τροφοδοτήσουν τόσο την ικανοποίηση των τεράστιων κοινωνικών αναγκών, όσο και των απαιτούμενων δημόσιων επενδυτικών δράσεων.