Δημοσιεύουμε άρθρο της αναγνώστριας και φίλης του «Ξ» Δώρας Παππά-Πρίφτη, δικηγόρου.
To #metoo στον κλάδο των δικηγόρων δυστυχώς βρίσκεται ακόμη σε εμβρυακό στάδιο σε σχέση με το κίνημα στους υπόλοιπους τομείς όπως για παράδειγμα στον καλλιτεχνικό χώρο, όπου έχει ανοίξει ο ασκός του αιόλου μετά από συνεχείς και αλλεπάλληλες καταγγελίες προτάσσοντας την αλληλεγγύη και την ουσιώδη στήριξη. Είναι ενδεικτική άλλωστε η σχετικά μικρή συμμετοχή στο ερωτηματολόγιο που ετέθη από την παράταξη «Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων» συγκριτικά φυσικά με τον συνολικό αριθμό των μελών των Δικηγορικών συλλόγων και των ασκούμενων δικηγόρων, αν αναλογιστούμε ότι μόνο οι δικηγόροι πανελλαδικά ανέρχονται σε περίπου 45.000 χωρίς να προσμετρηθούν οι ασκούμενοι δικηγόροι. Παρόλα αυτά, τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν είναι σημαντικά και αποκαλυπτικά της κατάστασης που επικρατεί.
***
Ο σεξισμός στον δικηγορικό κλάδο είναι βαθιά ριζωμένος. Οι έμφυλες διακρίσεις είναι απόλυτα συνυφασμένες με την δικηγορική καθημερινότητα. Ενδεικτικά αναφέρω τον τομέα του ποινικού δικαίου όπου η συμμετοχή των γυναικών δικηγόρων είναι κυριολεκτικά με το σταγονόμετρο. Απαιτείται υπέρμετρη προσπάθεια και διεκδίκηση από μέρους τους προκειμένου να «γίνουν αποδεκτές» αντιμετωπίζοντας και υπερνικώντας φυσικά σε καθημερινή βάση πληθώρα σεξιστικών σχολίων και συμπεριφορών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος απεύθυνσης στις συναδέλφισσες με προσφωνήσεις υποκοριστικές, προσβλητικές και υποτιμητικές για το γυναικείο φύλο, που μάλιστα είναι τόσο εδραιωμένες που ακόμα και η έδρα ενός δικαστηρίου δεν επαναφέρει τον εκάστοτε στην τάξη αν δεν υπάρχει έντονη διαμαρτυρία από πλευράς τους.
Ένα άλλο παράδειγμα του διάχυτου σεξισμού αποτελεί ο τρόπος εύρεσης είτε συνεργάτη/ιδας είτε ασκούμενου/ης δικηγόρου. Πληθώρα αγγελιών που αφισοκολλούνται στον εσωτερικό χώρο των Δικαστηρίων στοχεύουν αποκλειστικά στην εύρεση συνεργάτιδας ή ασκούμενης και πολλές φορές μάλιστα με περισσό θράσος αναγράφουν «εμφανίσιμης.
***
Το ζήτημα αυτό τους τελευταίους μήνες ετέθη στον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης μέσω της ΕΑΝΔΙΘ (Ένωση Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης), η οποία αξίωσε προκειμένου να αναρτώνται αγγελίες τουλάχιστον στην σελίδα της, ότι θα πρέπει να μην εμπεριέχουν ούτε υπόνοια έμφυλης διάκρισης και επιπρόσθετα να αναφέρουν και το ωράριο και τον μισθό, καθώς ειδικά για την 18μηνη περίοδο άσκησης δεν υφίσταται μέχρι σήμερα καμία μισθολογική κατοχύρωση, είναι στην απόλυτη δηλαδή ευχέρεια του-της εκάστοτε δικηγόρου η αμοιβή που θα παρέχει, η οποία ουκ ολίγες φορές είναι μηδενική.
Καταλήγοντας, θα ήθελα να επισημάνω δύο στοιχεία της συγκεκριμένης έρευνας που με προβλημάτισαν.
Το πρώτο είναι οι απαντήσεις στην ερώτηση «Πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το περιστατικό», όπου ναι μεν τα δύο μεγαλύτερα ποσοστά (40,4 και 36,4 % αντίστοιχα) εντόπισαν ως περιστατικά την σεξουαλική παρενόχληση και τη χρήση σεξιστικής γλώσσας, όμως παρέβλεψαν πλήρως, όπως φαίνεται στο διάγραμμα, τις έμφυλες διακρίσεις, το οποίο εγείρει ερωτήματα, διότι αν δεν γίνεται ούτε αντιληπτή ελλοχεύει ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος, καθώς απομακρύνεται ακόμη περισσότερο η πιθανότητα καταγγελίας και καταδίκης του δράστη.
Το δεύτερο και τελευταίο είναι πως βάσει άλλου διαγράμματος τα αναφερόμενα περιστατικά εντοπίζονται σε ποσοστό (56,9%) την τελευταία 5ετία και σε ποσοστό (24,1%) την τελευταία 10ετία, από το οποίο θα μπορούσε να εξαχθεί ίσως το συμπέρασμα ότι κυρίως οι νέοι-νέες δικηγόροι αντιλαμβάνονται σταδιακά και συνειδητοποιούν τις εκδηλώσεις του σεξισμού, ενώ οι μεγαλύτερης ηλικίας δικηγόροι που είναι και κυρίως αυτοί που προσλαμβάνουν συνεργάτες-ιδες και ασκούμενους-ες δικηγόρους εξακολουθούν σε σημαντικό βαθμό να διατηρούν την νοοτροπία της πατριαρχικής κοινωνίας και των έμφυλων διακρίσεων. Καθοριστικό ρόλο στην μεγαλύτερη ευαισθησία που παρατηρείται στις νέες γενιές έχει παίξει το γεγονός ότι το κίνημα ενάντια στην έμφυλη βία και τις διακρίσεις βρίσκεται σε άνοδο τα τελευταία χρόνια.
Θεωρώ ότι το #metoo άνοιξε ένα σημαντικό κεφάλαιο στην δημόσια κουβέντα. Είναι επομένως σημαντικό να επεκταθεί και σε άλλους κλάδους πέρα από αυτόν των καλλιτεχνών, να αντιληφθούμε το βάθος του προβλήματος και να οργανώσουμε συλλογικά τους αγώνες και τις διεκδικήσεις μας.