Της Σύλβιας Κωνσταντινίδου,
ψυχολόγου στο «18 άνω»
Με επιτυχία πραγματοποίηθηκε την περασμένη Κυριακή 11 Ιουνίου η προβολή του ντοκιμαντέρ «Village Potemkin» και η συζήτηση που ακολούθησε με την παρουσία του δημιουργού της ταινίας Δομίνικου Ιγνατιάδη στο χώρο ΤΑΚΙΜ στην Θεσσαλονίκη. 40 άτομα περίπου βρέθηκαν στο χώρο για να παρακολουθήσουν την ταινία και να πάρουν μέρος στη συζήτηση που έγινε σε ένα ιδιαίτερα ζεστό και ζωντανό κλίμα.
Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ παραπέμπει στην ιστορία του στρατηγού Ποτέμκιν στη Ρωσία το 1787. Για να εντυπωσιάσει την αυτοκράτειρα Αικατερίνη στην περιοδεία της στην Κριμαία, ο Ποτέμκιν έστησε ένα συναρμολογούμενο χωριό που στηνόταν και ξε-στηνόταν καθώς περνούσε το καράβι της αυτοκράτειρας κατά μήκος του ποταμού Δνείπερου. Έτσι, η αυτοκράτειρα έπαιρνε την εικόνα ωραίων χωριών και χαρούμενων χωρικών που κατοικούν στην επικράτεια της…
Το ντοκιμαντέρ
Η ταινία «Village Potemkin» έκανε την πρεμιέρα της στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, όπου και κέρδισε το βραβείο της Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου.
Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ, που καταρρίπτοντας τους κατασκευασμένους μύθους που συνήθως συνοδεύουν το φαινόμενο της τοξικοεξάρτησης, φωτίζει με έναν αληθινό και τρυφερό τρόπο την περιπέτεια της εξάρτησης και της απεξάρτησης από ουσίες, μέσα από τις ιστορίες των έξι πρωταγωνιστών της ταινίας, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του δημιουργού της.
Οι πρωταγωνιστές αφηγούνται τις ιστορίες της μάχης τους με τον εθισμό και την πορεία προς την επανένταξη τους σε μια κοινωνία που καταρρέει. Ξετυλίγουν ο καθένας τη μοναδική ιστορία που κρύβεται πίσω από το σύμπτωμα της χρήσης και με αφοπλιστική ειλικρίνεια δίνουν τις απαντήσεις τους για τους λόγους που τους οδηγήσαν εκεί.
Μιλούν για τη διέξοδο και την ανακούφιση που τους προσέφερε η χρήση ως μια παράδοξη «στρατηγική επιβίωσης» αλλά και τις αναπόφευκτες συνέπειες της. Την ψυχική και σωματική φθορά, τον αέναο καταναγκασμό της αναζήτησης της ουσίας, την εξαθλίωση και τη σταδιακή απομόνωση μέσα από την κατάργηση των σχέσεων με τους οικείους, με τον οποιονδήποτε άλλον, με την αποκοπή από την κοινωνία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με αφορμή τα πολλά ερεθίσματα από την ταινία ακολούθησε η συζήτηση με μια διάθεση για μοίρασμα των σκέψεων και των συναισθημάτων που είχαν γεννηθεί και για μια βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου της τοξικομανίας μέσα από την αναζήτηση και των κοινωνικών της αιτιών.
Γιατί το φαινόμενο της τοξικομανίας ως ένα φαινόμενο κοινωνικό, δεν μπορεί να εξετάζεται παρά μόνο κάθε φορά μέσα στο ιστορικό της πλαίσιο και τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες.
Η συζήτηση
Έτσι, η στροφή στη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών όπως και σε κάθε άλλη μορφή εξάρτησης (τζόγο, προβληματική χρήση ίντερνετ, διατροφικές διαταραχές) σε όλο και πιο μικρές ηλικίες δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως μια έκφραση της κρίσης της κοινωνίας, μια έκφραση της δυσφορίας που αισθάνονται οι νεαροί έφηβοι μέσα σε συνθήκες ζωής όπου κυριαρχούν η φτώχεια, η ανεργία, η απογοήτευση και η αίσθηση διαρκούς ανασφάλειας.
Σε αυτές τις συνθήκες η χρήση φαντάζει στα μάτια των πιο ευάλωτων νέων «σαν κάποια λύση», σαν διέξοδος από μια καθημερινότητα που βιώνεται ως αφόρητη, χωρίς ελπίδα και χωρίς προοπτικές μέσα στην κοινωνία της κρίσης και μέσα σε οικογένειες που είναι και οι ίδιες εξουθενωμένες από την κρίση και που συχνά αδυνατούν να υποστηρίξουν τα παιδιά τους.
Χαρακτηριστική είναι όπως αναφέρεται και στο ντοκιμαντέρ η αύξηση τα τελευταία χρόνια της χρήσης και της διάδοσης των νέων συνθετικών ουσιών, των λεγόμενων «ναρκωτικών της κρίσης». Πρόκειται για ουσίες πολύ τοξικές και επικίνδυνες που κατασκευάζονται συνήθως πρόχειρα από ελεύθερες στο εμπόριο ουσίες και κυκλοφορούν σε πολύ προσιτές τιμές (ακόμα και μέσω του διαδικτύου) κάτι που τις κάνει εύκολα προσβάσιμες στους νέους (το 2016 μόνο ταυτοποίηθηκαν στην Ελλάδα 23 νέες συνθετικές ψυχοδραστικές ουσίες).
Η ιατρικοποίηση
Την ίδια στιγμή η ταινία αναδεικνύει το θέμα της επίσημης πολιτικής που κυριαρχεί και προωθείται (σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο) για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών στη λογική της «μείωσης της βλάβης» μέσα από τη χορήγηση υποκαταστάτων, με βάση το ιατρικό μοντέλο που χαρακτηρίζει την τοξικομανία ως «χρόνια και υποτροπιάζουσα νόσο».
Η αποδοχή ενός τέτοιου ορισμού και ως εκ τούτου η «ιατρικοποίηση» του φαινομένου της τοξικομανίας ενισχύει τις προκαταλήψεις και τον ρατσισμό και αποσυνδέει το πρόβλημα από την κοινωνική του διάσταση, εγκαταλείποντας τους εξαρτημένους στο μονόδρομο του υποκατάστατου και τελικά στον κοινωνικό αποκλεισμό. Γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για απεξάρτηση χωρίς να εννοούμε την ισότιμη κοινωνική επανένταξη των πρώην εξαρτημένων, η οποία γίνεται βέβαια όλο και πιο δύσκολη την περίοδο της κρίσης, ειδικά λόγω της μεγάλης δυσκολίας τους να βρουν μια δουλειά που θα τους επέτρεπε να αισθανθούν ισότιμα μέλη της κοινωνίας και να πραγματώσουν τους στόχους τους.
Η συζήτηση κινήθηκε λοιπόν γύρω από την ανάγκη ενίσχυσης των δημόσιων προγραμμάτων απεξάρτησης που δίνουν έμφαση στην κινητοποίηση των θεραπευόμενων, την ενδυνάμωσή τους μέσα από την ψυχοθεραπεία και την επένδυση στις σχέσεις που αποτελούν πραγματικά στηρίγματα στην διαδικασία της επανένταξης και στην πρόληψη της υποτροπής.
Στον αντίποδα παρακολουθούμε την άνθιση των ιδιωτικών κλινικών που παριστάνουν ότι προσφέρουν θεραπείες αποτοξίνωσης – απεξάρτησης και «ξεζουμίζουν» οικονομικά τις οικογένειες των τοξικομανών που βρίσκονται σε απόγνωση.
Τέλος, συζητήθηκε το ότι οι εξαρτημένοι από ουσίες αντιμετωπίζονται ακόμα πολύ συχνά με μεγάλη αυστηρότητα και ως «επικίνδυνα στοιχεία» από τις δικαστικές και τις κατασταλτικές αρχές, υπό το πρόσχημα του ελέγχου των ναρκωτικών. Τονίστηκε λοιπόν η αναγκαιότητα για μια πραγματική στροφή από τις κατασταλτικές πολιτικές σε μια πολιτική αντιμετώπισης του προβλήματος προσανατολισμένη στην πρόληψη. Πρόληψη με την έννοια ενός πραγματικού κράτους πρόνοιας, με δωρεάν και δημόσια υγεία για όλους, με παρεμβάσεις για την υποστήριξη των παιδιών και των νέων μέσα από δομές στην κοινότητα και στα σχολεία, που να μη στιγματίζουν αλλά να προωθούν την ανάπτυξη τους με σεβασμό στην διαφορετικότητα, τη συμμετοχή τους σε ομάδες (πολιτιστικές, αθλητικές, κτλ) και σε συλλογικές δράσεις και παράλληλα την ψυχοκοινωνική υποστήριξη της οικογένειας, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων πληθυσμών.
Φυσικά, όπως αναφέρθηκε, το πρόβλημα των ναρκωτικών, ως κοινωνικό πρόβλημα, μπορεί τελικά να λυθεί μόνο στα πλαίσια μιας κοινωνίας όπου οι άνθρωποι δεν θα έχουν ανάγκη τη «φυγή»…