Το ότι το γυναικείο κίνημα αναπτύσσεται διεθνώς τα τελευταία χρόνια είναι ήδη γνωστό και έχει αναφερθεί πολλές φορές από το «Ξεκίνημα». Μέσα σε αυτό το κίνημα, βλέπουμε χιλιάδες νέες γυναίκες που πιθανά δεν είχαν συμμετάσχει σε άλλα κινήματα πριν, να οργανώνονται και να διεκδικούν, με βασικές κινητήριες δυνάμεις την ανισότητα που βιώνουν καθημερινά και την οργή που νιώθουν εξαιτίας αυτής της ανισότητας.
Στα πλαίσια του γυναικείου κινήματος, υπάρχει μια μεγάλη γκάμα απόψεων που συζητιέται, και αυτές οι απόψεις έχουν μεγάλες αποκλίσεις. Αυτό συμβαίνει βέβαια σε όλα τα θέματα. Στα περιβαλλοντικά ζητήματα π.χ. υπάρχουν οι αγώνες των κατοίκων ενάντια στην υποβάθμιση της ζωής τους αλλά υπάρχουν και ταυτόχρονα εταιρείες που ασχολούνται με την «πράσινη ενέργεια» και τους ενδιαφέρει μέσω της περιβαλλοντικής ευαισθησίας να αυξήσουν τις πωλήσεις τους. Στο προσφυγικό, είδαμε την αλληλεγγύη των κοινωνιών προς τους πρόσφυγες αλλά ταυτόχρονα και την «μπίζνα» με διάφορες ΜΚΟ-απάτη που τους ενδιαφέρουν βασικά οι επιδοτήσεις. Το ότι υπάρχουν διαφορετικές πλευρές που ασχολούνται με κάθε ζήτημα φυσικά σημαίνει και μια διαπάλη ιδεών και απόψεων για το πώς πρέπει να προχωρήσουμε.
Μια από αυτές τις απόψεις και την λογική πίσω από αυτή θα αναλύσουμε παρακάτω.
Το «ανδρικό προνόμιο»
Σύμφωνα με την ανάλυση του «ανδρικού προνομίου», η κοινωνία χωρίζεται σε «επίπεδα», βάσει του –βιολογικού και κοινωνικού– φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού, με τον λευκό ετεροφυλόφιλο άντρα να απολαμβάνει τα περισσότερα προνόμια και να βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας. Αντίστοιχα μία μετανάστρια ομοφυλόφιλη γυναίκα βρίσκεται στη βάση της πυραμίδας αφού στερείται προνομίων βάσει φυλής, φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού.
Μία επιφανειακή ματιά, αρχικά κάνει αυτήν την ανάλυση να φαίνεται σωστή. Ένας λευκός ετεροφυλόφιλος άντρας π.χ. δε φοβάται να επιστρέψει μόνος του αργά το βράδυ σπίτι του, το να δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, κλπ. Το ότι ένας άνθρωπος μπορεί να υφίσταται διπλή και τριπλή καταπίεση ανάλογα με τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκει, είναι επίσης γεγονός. Το προβλήματα με την ανάλυση του «αντρικού προνομίου» όμως, αρχίζουν να φαίνονται αν ξύσουμε λίγο την επιφάνεια…
Πως ορίζεται το προνόμιο;
Κατ’ αρχήν, στην Ελλάδα της κρίσης έχουμε μια εμπειρία από πρώτο χέρι όσον αφορά την χρήση του όρου «προνόμιο». Προνομιούχοι είχαν χαρακτηριστεί οι δημόσιοι υπάλληλοι στην αρχή της κρίσης από τα ΜΜΕ και το κατεστημένο, που έπρεπε να «εξισορροπήσουν» με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Την κατάληξη αυτής της ιστορίας την είδαμε. Το χτύπημα των δημοσίων υπάλληλων όχι μόνο δεν έφερε ανακούφιση στους ιδιωτικούς υπαλλήλους, αλλά χειροτέρευσε ακόμα περισσότερο τη θέση τους.
Προφανώς και κάποιος που έχει περισσότερα δικαιώματα ή μεγαλύτερο μισθό μπορεί να χαρακτηριστεί «προνομιούχος» σε σχέση με κάποιον που δεν έχει πρόσβαση στα παραπάνω. Το θέμα είναι: μπορούμε να χαρακτηρίσουμε «προνομιούχο» κάποιον που απολαμβάνει τα βασικά δικαιώματα; Κάτι τέτοιο δεν παραπέμπει αυτόματα σε μια αρνητική κατάσταση; Μήπως αντί να επικεντρώνουμε στο «προνόμιο» π.χ. των δημοσίων υπαλλήλων, θα πρέπει να εστιάζουμε στο πως θα κερδίσουν και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι τα βασικά και αυτονόητα δικαιώματα;
Αντί λοιπόν να μιλάμε για το «ανδρικό προνόμιο» θα ήταν πολύ πιο λογικό να μιλάμε για την «γυναικεία καταπίεση» που στερεί ακόμα και στοιχειώδη, απλά, καθημερινά δικαιώματα από το μισό πληθυσμό της γης.
Πως λειτουργούν οι κοινωνίες
Το βασικό στοιχείο όμως που λείπει στην ανάλυση περί «ανδρικού προνομίου», είναι το να μελετηθεί η γυναικεία καταπίεση μέσα στα πλαίσια και την λειτουργία του συστήματος που ζούμε, του καπιταλισμού. Ας το δούμε με μερικά παραδείγματα.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο έφυγε από την ζωή η πλουσιότερη γυναίκα στον κόσμο. Η Λιλιάν Μπετανκούρ, με περιουσία 40 δισεκατομμύρια δολάρια. Ήταν η ιδιοκτήτρια της αυτοκρατορίας των καλλυντικών L’Oreal. Μία γυναίκα λοιπόν, κατείχε χρήματα που δε μπορούμε καν να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολλά ήταν και τα κέρδιζε πατώντας πάνω στα καταπιεστικά γυναικεία πρότυπα τα οποία αντιμάχεται το γυναικείο κίνημα. Ποιός/α έχει περισσότερα προνόμια; Η ζάμπλουτη αυτή γυναίκα ή ένας άντρας εργαζόμενος σε επιχείρησή της, ο οποίος παίρνει το βασικό μισθό; Ή αλλιώς, η Μπετανκούρ αντιμετώπιζε την ίδια καταπίεση με μία εργαζόμενη γυναίκα, απλά και μόνο επειδή είναι και οι δύο γυναίκες;
Την ίδια ώρα, μιλώντας για «αντρικό» προνόμιο, τσουβαλιάζονται π.χ. όλοι οι λευκοί ετεροφυλόφιλοι άντρες σε μία κοινή κατηγορία! . Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι υπάρχει μια ενιαία κλίμακα και οι «λευκοί ετεροφυλόφυλοι άνδρες» είναι πιο προνομιούχοι από τη Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη ή την Ντόρα Μπακογιάννη;
Και πως αυτή η θεώρηση εξηγεί τις «ενδιάμεσες» περιπτώσεις; Ποιος είναι λοιπόν πιο πάνω στην κλίμακα, ο λευκός ομοφυλόφιλος άνδρας ή ο ετεροφυλόφιλος μετανάστης; Και ποιο ακριβώς είναι το νόημα να βρούμε τη θέση του καθενός στην κλίμακα; Πως μας βοηθάει στον αγώνα ενάντια στις διακρίσεις;
Να πάμε στην ουσία
Θα ήταν βέβαια τουλάχιστον αφελές αν αρνιόμασταν ότι η γυναικεία καταπίεση και κακοποίηση είναι διαταξικό φαινόμενο ή ότι ο σεξισμός εμφανίζεται σε συγκεκριμένες μόνο οικονομικές και κοινωνικές τάξεις. Για να πάρουμε όμως σωστή απάντηση, πρέπει να θέσουμε και την κατάλληλη ερώτηση.
Και όταν μιλάμε για τη γυναικεία (ή οποιασδήποτε άλλης ευάλωτης κοινωνικής ομάδας) καταπίεση και τον σεξισμό, η θεμελιώδης ερώτηση πρέπει να είναι «ποια είναι η αιτία της καταπίεσης και του σεξισμού».
Αν επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο ότι οι «άντρες» είναι οι φορείς της καταπίεσης των γυναικών, καταλήγουμε σε αδιέξοδα. Ενισχύεται η καχυποψία (και η εχθρότητα) που έχει αναπτυχθεί αιώνες τώρα ανάμεσα στα δύο φύλα. Και με αυτόν τον τρόπο, αποδυναμώνεται η εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στους/ις εργαζόμενους/ες, για να δώσουν από κοινού κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες, ενάντια στον κοινό τους καταπιεστή: το καπιταλιστικό σύστημα και τους εκπροσώπους του. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση την ανοχή στον σεξισμό μέσα στα κινήματα, τις συνελεύσεις, τα σωματεία κλπ. Οποιαδήποτε σεξιστική ή κακοποιητική συμπεριφορά πρέπει να καταγγέλλεται και να απομονώνεται.
Παράλληλα, αν οι υπεύθυνοι για την καταπίεση είναι οι λευκοί ετεροφυλόφιλοι άντρες με τα προνόμιά τους, τότε οι μειονοτικές ομοφυλόφιλες γυναίκες είναι καταδικασμένες, μέχρι να σβήσει ο ήλιος, να ζήσουν καταπιεσμένες, αφού λογικά θα υπάρχουν πάντα λευκοί ετεροφυλόφιλοι άντρες (και θα είναι πάντα καταπιεστές, χωρίς να παίζει ρόλο σε ποιό σύστημα και με ποιόν τρόπο μεγαλώνουν).
Τελικά, η λογική που κρύβεται πίσω από τις συγκεκριμένες αναλύσεις ενισχύει την αντιπαλότητα ανάμεσα στα στρώματα των καταπιεσμένων (αυτό δεν θέλει και το σύστημα άλλωστε;) δεν προσφέρει καμία λύση (τι λύση να υπάρξει αν το πρόβλημα είναι «οι άντρες»;) και αποπροσανατολίζει μαχητικά στρώματα που ψάχνουν απαντήσεις.
Για μια ταξική ανάλυση της γυναικείας καταπίεσης
Αντιθέτως, εμείς υποστηρίζουμε την ταξική ανάλυση για τη γυναικεία καταπίεση, και παλεύουμε για έναν επαναστατικό φεμινισμό. Ο στόχος μας είναι να ξεριζωθεί η καταπίεση των γυναικών και κάθε άλλης κοινωνικής ομάδας από την ρίζα.
Η πατριαρχία είναι η συγκεκριμένη μορφή καταπίεσης που υιοθέτησε ο καπιταλισμός (και συστήματα πριν από αυτόν) για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του. Αν δεν χτυπήσουμε στη ρίζα του προβλήματος, στο σε ποιά βάση είναι οργανωμένη η κοινωνία, δεν πρόκειται να καταφέρουμε να σταματήσουμε την καταπίεση, τον σεξισμό και τις ανισότητες.
Και για να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό πρέπει να δώσουμε κοινό αγώνα μαζί με όλα τα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής είναι η ζωή των γυναικών στη Ρωσία τα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (προτού δηλαδή τις αναιρέσει ο Σταλινισμός) όταν δηλαδή οι γυναίκες απέκτησαν δικαιώματα που οι γυναίκες του «Δυτικού Κόσμου» ακόμα και σήμερα στερούνται. Αναφέρουμε απλά κάποια από αυτά: νομιμοποιήθηκε η έκτρωση, δημιουργήθηκαν δομές στους χώρους εργασίας ώστε μία γυναίκα να μπορεί να θηλάσει σε ειδικό χώρο, χτίστηκαν κλινικές, βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί, κοινωνικά πλυντήρια και μαγειρεία με σκοπό να απαλλάξουν την γυναίκα από το βάρος των οικιακών εργασιών. Δημιουργήθηκε το «Γραφείο Γυναικών», που στόχευε στο να ενισχύσει την συνειδητοποίηση των εργαζομένων γυναικών σε μια σειρά ζητημάτων, όπως η φροντίδα των παιδιών, του σπιτιού και της δημόσιας υγείας και διεύρυνε τους ορίζοντές τους σε σχέση με τα νέα τους δικαιώματα.
Όπως το έθεσε ο Λένιν το 1920:
«οι προλετάριοι δεν μπορούν να χειραφετηθούν έως ότου κατακτηθεί η ολοκληρωτική χειραφέτηση των γυναικών».
Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να κινηθούμε και σήμερα, αν θέλουμε να μην διαμαρτυρώμαστε απλά για την καταπίεση αλλά να την τελειώσουμε μια για πάντα.