Τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ την ΕΕ και τους συμμάχους τους εμφάνισαν σαν μεγάλη επιτυχία την εκλογή στην προεδρία της Ταϊβάν του Λάι Τσινγκ-τε, υποψήφιου του φιλο-Δυτικού DPP (Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα). Παρουσίασαν το αποτέλεσμα σαν πλήγμα για την κινέζικη κυβέρνηση και προσωπικά για τον Κινέζο πρόεδρο Ξι Ζινπινγκ, που πολέμησαν την υποψηφιότητα του Λάι, καταγγέλλοντας τον σαν επικίνδυνο αυτονομιστή, απειλή για την ειρήνη, κοκ.
Όπως έχει γίνει πια κανόνας, στα Δυτικά μίντια δεν μπορεί να υπάρχει καμία εμπιστοσύνη για μια σχετικά αντικειμενική παρουσίαση των δεδομένων και της πραγματικότητας. Έχουν αναλάβει τον ρόλο των προπαγανδιστικών μέσων της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ και των Δυτικών συμμάχων, στα πλαίσια του ανταγωνισμού τους με την ανερχόμενη κινέζικη υπερδύναμη. Μια πιο ακριβής ματιά στις λεπτομέρειες του εκλογικού αποτελέσματος δείχνει πως τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα από τον τρόπο που το παρουσιάζουν τα Δυτικά Μέσα.
Τα δεδομένα
- Το DPP όντως κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με το 40,05% του εκλογικού αποτελέσματος και με 5.586.019 ψήφους.
- Όμως αυτό είναι πάνω από 17 ποσοστιαίες μονάδες και κοντά στα 2,7 εκατομμύρια ψήφους χαμηλότερο από ότι είχε πάρει το ίδιο κόμμα στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές του 2020. Τότε το DPP είχε κερδίσει τις προεδρικές εκλογές με 8.170.231 ψήφους και 57,13%. Επίσης, αυτό είναι το χαμηλότερο ποσοστό που πήρε ποτέ εκλεγμένος πρόεδρος από όταν καθιερώθηκε η καθολική ψηφοφορία το 1996.
- Στις βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν την ίδια μέρα, το DPP έχασε την πλειοψηφία που είχε στη βουλή. Από 61 έδρες το 2020, έπεσε στις 51, ενώ το «φιλο-Κινέζικο» ΚΜΤ (Κουομιτάγκ – «Εθνικιστικό Κόμμα Κίνας») ανέβηκε από 38 σε 52, πράγμα που το καθιστά το μεγαλύτερο κόμμα στη Βουλή. Η βουλή της Ταϊβάν αριθμεί 113 βουλευτές.
- Τα δύο αντιπολιτευόμενα κόμματα, το ΚΜΤ με υποψήφιο τον Χου Γιου-ιχ, και το ΤΡΡ (Λαϊκό Κόμμα Ταϊβάν) με υποψήφιο τον Κο Γουεν-γε πήραν 33,49% (4.671.021 ψήφους) και 26,46% (3.690.466 ψήφους) αντίστοιχα. Δείτε αναλυτικά τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του 2024 και του 2020 καθώς και των βουλευτικών εκλογών του 2024 εδώ, εδώ και εδώ.
- Στους μήνες πριν από τις εκλογές το ΚΜΤ και το ΤΡΡ διερεύνησαν το ενδεχόμενο του να κατέβουν μαζί υποστηρίζοντας κοινό υποψήφιο για πρόεδρο, ενάντια στο DPP, αλλά δεν συμφώνησαν στο πρόσωπο και οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν.
- Η βασική πολιτική διαφορά των δύο αντιπολιτευόμενων κομμάτων από το κυβερνών DPP είναι η πιο προσεγγιστική στάση τους απέναντι στην Κίνα. Θεωρούν ότι η ρητορική και η έντονα φιλο-Δυτική στάση του DPP αποτελεί τυχοδιωκτισμό που θέτει σε κίνδυνο τις ειρηνικές σχέσεις με την Κίνα. Κανένα από τα δύο αντιπολιτευόμενα κόμματα δεν μπορεί να θεωρηθεί «αριστερό». Και τα τρία κόμματα στέκονται στο έδαφος του καπιταλισμού. Η βασική πολιτική τους διαφορά, αφορά τη στάση προς την Κίνα
- Το ΤΡΡ είναι ένα σχετικά καινούργιο κόμμα (δημιουργήθηκε το 2019) και κατέβηκε για πρώτη φορά σε προεδρικές εκλογές όπου και πήρε ένα πολύ ψηλό (και απρόβλεπτο) ποσοστό, (26,46%) αποσπώντας σημαντικά ποσοστά και από τα δύο κυρίαρχα παραδοσιακά κόμματα (DPP και ΚΜΤ). Η βασική προεκλογική εκστρατεία του ΤΡΡ επικεντρώθηκε στην ανάγκη της ανανέωσης, ενάντια στα δύο παραδοσιακά κόμματα. Είχε πολύ σημαντική υποστήριξη στο χώρο της νεολαίας.
Ένα πρώτο συμπέρασμα
Λαμβάνοντας όλα τα πιο πάνω υπόψη, η εικόνα που προκύπτει είναι ότι το DPP κέρδισε μεν τις εκλογές αλλά με ψαλιδισμένη δύναμη. Και, καθώς έχει χάσει την πλειοψηφία που είχε στη βουλή δεν μπορεί να εφαρμόσει την πολιτική του εκτός αν κάνει παραχωρήσεις στην αντιπολίτευση. Αυτό σημαίνει μια αδύναμη κυβέρνηση.
Το αποτέλεσμα δείχνει επίσης ότι η πλειοψηφία του λαού της Ταϊβάν θέλει μια πιο φιλική στάση προς την Κίνα, αντί των επιθετικών πολιτικών του DPP και της πολιτικής της ενίσχυσης των εξοπλισμών που ακολουθεί.
Αυτό όμως δεν πρέπει να συγχέεται με διάθεση ένωσης με την Κίνα, κάτω από τις συνθήκες του δικτατορικού καθεστώτος του κινέζικου κομμουνιστικού κόμματος. Κανένα κόμμα δεν υποστηρίζει την ενοποίηση με την Κίνα υπό τις υπάρχουσες συνθήκες και η πλειοψηφία του λαού είναι εναντίον σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.
Η αλλοπρόσαλλη στάση της Δυτικής πολιτικής
Στην πρώτη του δήλωση μετά τις εκλογές στην Ταϊβάν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν είπε πως δεν υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν. Αυτό δεν μπορεί να χαροποιεί το DPP και πρέπει να ιδωθεί σαν αποτέλεσμα των εκλογών και σαν αντανάκλαση του γεγονότος ότι τον τελευταίο καιρό έχουν πέσει κάπως οι τόνοι στην αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Το 2022 όμως, οι ΗΠΑ είχαν υιοθετήσει μια πολύ επιθετική πολιτική στο θέμα της Ταϊβάν. Τον Αύγουστο του 2022 (μέσα στην ένταση που είχε δημιουργήσει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία) η Νάνσι Πελόζι, πρόεδρος τότε του Αμερικανικού Κογκρέσου, επισκέφθηκε την Ταϊβάν για να διατρανώσει την υποστήριξη της στην Ταϊβάν ενάντια στην Κίνα. Η Κίνα απάντησε στην προβοκατόρικη κίνηση της Πελόζι με στρατιωτικά γυμνάσια γύρω και πάνω από την Ταϊβάν, σε μια προσπάθεια να ξεκαθαρίσει πως επιμένει στην πολιτική ότι η Ταϊβάν αποτελεί τμήμα της Κίνας και δεν θα αποδεχθεί την ανεξαρτησία της με κανένα τρόπο.
Σύντομα μετά τα παραπάνω γεγονότα, ο Μπάιντεν ρωτήθηκε τι θα κάνει η Αμερική αν η Κίνα επιτεθεί στην Ταϊβάν και η απάντηση του ήταν (19.09.2023) πως οι ΗΠΑ θα στηρίξουν την Ταϊβάν στρατιωτικά. Εδώ βλέπουμε ξεκάθαρα «πολεμικούς» τόνους από την πρώτη υπερδύναμη του πλανήτη.
Τι σημαίνει όμως ότι οι ΗΠΑ θα στηρίξουν την Ταϊβάν; Μήπως θα στείλουν Αμερικανούς στρατιώτες να πολεμήσουν τον κινεζικό στρατό; Ας μη γίνεται κανείς αφελής – οι ΗΠΑ δεν θα το κάνουν ποτέ αυτό. Αυτό που θα κάνουν σε περίπτωση ένοπλης αντιπαράθεσης, είναι ό,τι έκαναν στην Ουκρανία: θα δώσουν όπλα και τεχνογνωσία στους Ταϊβανέζους να πολεμήσουν την Κίνα και να πληρώσουν αυτοί το κόστος σε αίμα που θα ακολουθήσει.
Η περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης όμως είναι αφαιρετική. Δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα για το προβλεπτό μέλλον. Ούτε η Κίνα ούτε η Δύση μπορούν να διανοηθούν ένοπλη σύγκρουση – οι συνέπειες θα είναι απλά ασύλληπτες. Αλλά ούτε και στην Ταϊβάν υπάρχει τέτοιο κλίμα στην κοινωνία.
Σύντομα μετά τους πολεμικές ιαχές της Πελόζι και του Μπάιντεν, ο Ρόμπερτ Ο’Μπράιαν (πρώην σύμβουλος θεμάτων Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ) επισκέφθηκε την Ταϊβάν και τους πρότεινε να εξοπλιστούν σαν αστακοί για να αντιμετωπίσουν πιθανή εισβολή της Κίνας. Πρότεινε να εξοπλιστούν ένα εκατομμύριο Ταϊβανέζοι με αυτόματα όπλα (καλασνίκοφ), ώστε να μετατρέψουν 1 εκατομμύριο σπίτια/διαμερίσματα σε 1 εκατομμύριο «κάστρα». Η απάντηση των Ταϊβανέζων ήταν πολύ ηχηρή και δημόσια: σε καμία περίπτωση. Αντιγράφουμε από το Μπλούμπεργκ, 19.12.2024
«[Η πρόταση του Ο’Μπράιαν] αντιμετωπίστηκε πολύ αρνητικά. ”Το να εξοπλίσουμε τον κόσμο δεν είναι η απάντηση” έγραφε το πρωτοσέλιδο των Taipei Times… ”Γελοία και χωρίς καθόλου φαντασία” ήταν η τοποθέτηση του πρώην προέδρου, Μα Γινκ-γέους, ο οποίος κατάγγειλε την ”στρατιωτικοποίηση” και την ”τάση να μετατραπεί η Ταϊβάν σε δεύτερη Ουκρανία”».
Δύο μήνες μετά τα πυροτεχνήματα του Μπάιντεν, είχαμε τοπικές εκλογές στην Ταϊβάν: το κυβερνών DPP είδε τα ποσοστά του να μειώνονται δραματικά και ο μεγάλος νικητής να είναι το ΚΜΤ. Από τότε το DPP «μαζεύτηκε», ακολουθώντας μια πολύ πιο χαμηλών τόνων πολιτική απέναντι στην Κίνα, πράγμα όμως που δεν το έσωσε στις τελευταίες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές.
Τι μέλλει γενέσθαι;
Στην Ταϊβάν αυτό που έχει προκύψει μετά τις εκλογές είναι η προοπτική η κατάσταση να μείνει όπως έχει, δηλαδή «ασαφής», όπως είναι εδώ και 75 χρόνια.
Η Ταϊβάν είναι μια ανεπτυγμένη βιομηχανική χώρα, αλλά δεν έχει υπόσταση σαν (αναγνωρισμένο) ανεξάρτητο κράτος, δεν έχει καν επίσημες διπλωματικές σχέσεις παρά μόνο με 12 χώρες στον πλανήτη, δεν είναι καν μέλος του ΟΗΕ.
Η Κίνα αρνείται να της παραχωρήσει αυτά τα δικαιώματα, καθώς θεωρεί την Ταϊβάν επαρχία της και η Δύση δεν μπορεί και δεν θέλει να συγκρουστεί με την Κίνα για χάρη της Ταϊβάν.
Η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της Ταϊβάν έχει βέβαια κινεζική καταγωγή. Όμως απολαμβάνει τα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι στις «κοινοβουλευτικές δημοκρατίες». Και γι’ αυτό δεν είναι διατεθειμένοι να ενωθούν με την Κίνα και να χάσουν το δικαίωμα να εκφράζονται ελεύθερα, να έχουν κόμματα, να δημιουργούν εργατικά σωματεία, να κάνουν διαδηλώσεις, να αμφισβητούν το σύστημα κοκ.
Την ίδια στιγμή παρακολουθούν με μεγάλη καχυποψία τις προβοκατόρικες ενέργειες της Δύσης η οποία για να πλήξει και να αποδυναμώσει την Κίνα δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να θυσιάσει αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ζωές Ταϊβανέζων.
Όμως ο λαός της Ταϊβάν έχει δικαιώματα. Ποιος θα υπερασπίσει το δικαίωμά του στην Αυτοδιάθεση, το οποίο στα λόγια όλοι υποστηρίζουν αλλά στην πράξη ζητούν να εφαρμοστεί μόνο όταν τους συμφέρει; Πχ η Δύση δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Ρωσόφωνων στην Ουκρανία, των Κούρδων ή των Παλαιστινίων, αλλά το υποστηρίζει για το Κοσσυφοπέδιο, το υποστήριξε για τις εθνότητες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, κοκ. Αντίστοιχα παραδείγματα ισχύουν για τη Ρωσία (Τσετσενία, Γεωργία, Ουκρανία, κλπ) και την Κίνα βέβαια…
Η μοναδική προοπτική για να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα των Ταϊβανέζων εργαζομένων και της νεολαίας είναι να χτιστούν γέφυρες συνεννόησης και κοινού αγώνα με το κινέζικο εργατικό κίνημα. Το οποίο στενάζει κάτω από το δικτατορικό καθεστώς του κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος. Εδώ, οι Κινέζοι και οι Ταϊβανέζοι εργαζόμενοι έχουν ένα κοινό αντίπαλο, και ένα κοινό σκοπό. Όχι βέβαια για να ανατρέψουν το ΚΚ και να φτιάξουν ένα περισσότερο ανεξέλεγκτο καπιταλισμό της αγοράς, όπως θέλει η Δύση και μετά μανίας προβάλλει. Αλλά για να κρατήσουν την εξουσία οι ίδιοι, θέτοντας τις βάσεις για τη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία.
Ασφαλώς μια τέτοια επαναστατική προοπτική δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το πόσο ρεαλιστική είναι, ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή της υποχώρησης της συνείδησης και της Αριστεράς διεθνώς. Από την άλλη όμως δεν έχει υπάρξει καμία δικτατορία στην ιστορία που να μην ανατράπηκε κάποια στιγμή. Το καθήκον της Αριστεράς διεθνώς, και ειδικά της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, είναι να συμβάλει σ’ αυτή την προοπτική, στηρίζοντας το δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης των Ταϊβανέζων εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων και προβάλλοντας την προοπτική της εξουσίας των εργαζομένων στην Κίνα των γραφειοκρατών του ΚΚ και των Κινέζων δισεκατομμυριούχων.