Η τουρκική επιχείρηση για την κατάληψη της κουρδικής πόλης Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, ξεκίνησε στις 20 Γενάρη και ολοκληρώθηκε στις 18 Μάρτη. Κράτησε δύο μήνες και οι δυνάμεις του τουρκικού στρατού μαζί με τις συριακές αντάρτικες ομάδες (πολλές από τις οποίες αποτελούνται από φανατικούς Ισλαμιστές) με τις οποίες συνεργάζεται η Τουρκία τελικά επιβλήθηκαν.
Οι ίδιοι οι Κούρδοι, όμως (και σ’ αυτό συμφωνούν όλα τα διεθνή ΜΜΕ που παρακολουθούν τον πόλεμο στην περιοχή) δεν θεωρούν σαν κύριο υπεύθυνο για την ήττα τους, τον Τουρκικό στρατό, αλλά τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, τις δυνάμεις με τις οποίες υποτίθεται ότι συνεργάζονται, και με τις οποίες έδωσαν από κοινού τη μάχη ενάντια στο Ισλαμικό Χαλιφάτο που είχε δημιουργήσει ο ISIS, στα εδάφη της Συρίας και του Ιράκ.
Ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη μεγάλη ήττα του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) αυτή η οποία ανέκοψε την επέλασή τους που στην πρώτη της περίοδο εξαπλωνόταν με ταχύτητα φωτιάς, έγινε στο Κομπάνι (Κουρδικά: Kobane) την πόλη κοντά στα σύνορα (πάλι) της Συρίας με την Τουρκία την οποία υπερασπίστηκαν οι Κούρδοι κάτοικοί της με τις ένοπλες πολιτοφυλακές τους.[1]
Οι Κούρδοι είχαν τότε ηρωοποιηθεί. Μάλιστα για πολύ κόσμο της Αριστεράς διεθνώς οι Κούρδοι και οι ένοπλες πολιτοφυλακές τους έγιναν ξανά πρότυπο, όπως ήταν πιο παλιά οι Παλαιστίνιοι, οι Ζαπατίστας κοκ.
Υποκρισία ΗΠΑ, Ρωσίας και Δαμασκού
Η ήττα των Κούρδων στην Αφρίν ενισχύει αντικειμενικά τον ISIS[2]. Το γεγονός ότι οι αντίπαλοι του ISIS πολεμούν μεταξύ τους έχει δώσει χρόνο στον ISIS που βρισκόταν σε διαρκή αναδίπλωση και υποχώρηση, αντιμετωπίζοντας τη μία ήττα μετά την άλλη, να ανασυνταχθεί σε διάφορες περιοχές.
Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ δεν κούνησαν το δακτυλάκι τους για να υπερασπιστούν τους Κούρδους – μόνο μετά την ήττα τους εκφράσανε… «τις ανησυχίες τους»![3]
Η στάση της Ρωσίας ήταν ακόμα πιο προκλητική. Παραχώρησε την ελευθερία των πτήσεων στα τουρκικά μαχητικά αεροπλάνα σε ένα χώρο που τελούσε υπό τον δικό της έλεγχο, έτσι ώστε να κτυπήσουν ελεύθερα τους Κούρδους. Όπως γράφει χαρακτηριστικά το CNN,
«Καθοριστικής σημασίας για την προαναγγελθείσα πτώση του κουρδικού αυτού καντονιού ήταν η απόφαση της Μόσχας ν’ ανοίξει τον εναέριο χώρο πάνω από το Αφρίν στην τουρκική αεροπορία».[4]
Τέλος η συριακή κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Δαμασκό, θυμήθηκε να διαμαρτυρηθεί[5] και να ζητήσει… την άμεση αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων από τα κατεχόμενα συριακά εδάφη, αφού ο τουρκικός στρατός ολοκλήρωσε την αποστολή του.
Τα πράγματα επομένως είναι απλά. Όλοι αυτοί, ΗΠΑ, Ρωσία και Δαμασκός δεν ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τίποτα για να εμποδίσουν την Τουρκία να νικήσει τους Κούρδους! Το τραγικό λάθος των Κούρδων ήταν ότι νόμιζαν πως θα την απέτρεπαν!
Ο «αιώνιος» αγώνας των Κούρδων
Οι Κούρδοι είναι ένας από τους λίγους λαούς ανά το κόσμο που δεν έχει το δικό του κράτος. Αριθμούν γύρω στα 40 εκατομμύρια (διαφορετικές πηγές αναφέρουν από 30 έως 45) είναι ένα ξεχωριστό έθνος με τη δική του γλώσσα, που από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, μέχρι και σήμερα, αγωνίζεται για να αποκτήσει το δικό του κράτος. Είναι μοιρασμένοι σε 4 χώρες, την Τουρκία όπου ζει περίπου το 50% των Κούρδων, τη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν.
Οι 4 αυτές χώρες αρνούνται το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των Κούρδων. Και ο λόγος είναι βέβαια συγκεκριμένος: στον καπιταλισμό η παραχώρηση εδαφών περνάει, σχεδόν πάντα, μέσα από πόλεμο.
Αφού οι Κούρδοι είδαν πως δεν υπήρχε περίπτωση να τους παραχωρηθεί ειρηνικά το δικαίωμα της Αυτοδιάθεσης, στράφηκαν στην ένοπλη πάλη. Η πιο ισχυρή οργάνωσή τους ήταν και παραμένει το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (κουρδικά: Partiya Karkerên Kurdistanê, PKK) με ηγετική φυσιογνωμία τον Οτσαλάν ο οποίος κρατείται στις τουρκικές φυλακές.
Ιστορικά το κίνημα των Κούρδων γενικά και ειδικά το ΡΚΚ, με τα αντίστοιχα κόμματα/παραρτήματα στις υπόλοιπες χώρες (πχ στη Συρία ονομάζεται PYD) ήταν αντιιμπεριαλιστικό, καθώς οι Ιμπεριαλιστές, ειδικά οι ΗΠΑ, ήταν το κύριο εμπόδιο σε οποιαδήποτε λύση στο πρόβλημά τους.
Κούρδοι: από τα αριστερά, στροφή στη Δύση
Έτσι, ιστορικά το Κουρδικό κίνημα ήταν τοποθετημένο στην Αριστερά, και είχε στραφεί προς τη Σοβιετική Ένωση για υποστήριξη. Όμως η μέθοδος πάλης που ακολούθησαν, επηρεασμένοι από τις σταλινικές και μαοϊκές αντιλήψεις, ήταν αδιέξοδη: στρατιωτικά, μέσα από το αντάρτικο δεν μπορούσαν να νικήσουν τους πολύ πιο ισχυρούς στρατούς των χωρών στις οποίες αποτελούσαν μειονότητες. Ειδικά η στροφή του PKK στην τρομοκρατία, με τοποθέτηση βομβών μέσα σε κατοικημένες περιοχές των τουρκικών πόλεων στις δεκαετίες του 70 και του 80, αποτελούσε μια κίνηση απελπισίας. Αυτό αποξένωσε ολοκληρωτικά το ΡΚΚ από τα λαϊκά στρώματα της Τουρκίας και τους λαούς όλων των υπόλοιπων χωρών της περιοχής.
Ο πόλεμος των ΗΠΑ ενάντια στον Σαντάμ Χουσεΐν το 2003, έδωσε στους Κούρδους τη δυνατότητα να υποστηρίξουν τη Δυτική εισβολή ενάντια στον Σαντάμ Χουσεΐν. Αυτό οδήγησε στη συνέχεια, μετά τη νίκη των Δυτικών, στην απόκτηση, από τους Κούρδους του Ιράκ, εκτενούς αυτονομίας στις περιοχές τους.
Τότε, προέκυψε μια σημαντική αλλαγή στη συνείδηση των Κουρδικών πληθυσμών σε όλες τις χώρες της περιοχής – από αντιιμπεριαλιστές και με αριστερούς προσανατολισμούς στράφηκαν προς τη Δύση και ειδικά τις ΗΠΑ, για να τους βοηθήσουν στο να εκπληρώσουν το στόχο της αυτοδιάθεσής/ανεξαρτησίας τους.
Το Νότιο Κουρδιστάν, όπως ονομάζονται οι κουρδικές περιοχές του Ιράκ, λειτούργησαν για αρκετά χρόνια μετά το 2003 σαν η γη της επαγγελίας για τους απανταχού Κούρδους που πίστεψαν ότι επιτέλους πλησίαζε η ώρα για το δικό τους κράτος. Κάτι παρόμοιο έγινε στη Συρία, μετά το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου το 2012, όταν οι Κούρδοι πήραν κι εδώ τα όπλα ενάντια στον Άσαντ και διεύρυναν τις περιοχές της Ροτζάβα (όπως ονομάζεται το Δυτικό Κουρδιστάν, που βρίσκεται στα συριακά εδάφη).
Η κατάρρευση των αυταπατών
Η εμπιστοσύνη που έδειξαν οι Κούρδοι στη Δύση και ειδικά στις ΗΠΑ ήταν αναπόφευκτο, με την πάροδο του χρόνου, να μετατραπεί στο αντίθετό της, σε τεράστια απογοήτευση. Αυτό είχε και έχει να κάνει, κύρια, με το γεγονός ότι ο βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή ήταν και, παρά τα προβλήματα, παραμένει η Τουρκία. Η οποία είναι η πιο ισχυρή δύναμη στην περιοχή και η πιο σημαντική γεωστρατηγικά, για τον επιπλέον λόγο ότι είναι ένα μουσουλμανικό κράτος.
Η Τουρκία δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποδεχθεί τη δημιουργία ενός Κουρδικού κράτους. Και οι Δυτικοί δεν θα μπορούσαν να συγκρουστούν και να αποσταθεροποιήσουν την Τουρκία για χάρη των Κούρδων. Με άλλα λόγια θα τους χρησιμοποιούσαν ενάντια στον Σαντάμ Χουσεΐν, τον Άσαντ και τον ISIS και μετά θα τους εγκατέλειπαν στην τύχη τους… δηλαδή στα δόντια του τουρκικού στρατού.
Αυτό είναι που συμβαίνει σήμερα. Το δρόμο της υποκρισίας και της εγκατάλειψης των Κούρδων ακολουθεί βέβαια και η Ρωσία, η οποία επίσης θεωρεί τις καλές σχέσεις με την Τουρκία πολύ σημαντικότερες από αυτές με τους Κούρδους.
Η αστάθεια και το αδιέξοδο θα συνεχίζονται
Οι Κούρδοι βέβαια έχουν απειλήσει ότι μετά την πτώση της Αφρίν ο αγώνας τους θα συνεχιστεί με τη μορφή του αντάρτικου. Και η Τουρκία από τη μεριά της έχει απειλήσει πως θα συνεχίσει την προέλαση του στρατού της προς τα Ανατολικά για να κτυπήσει και άλλες περιοχές των Κούρδων. Οι απειλές αυτές μάλιστα δεν περιορίζονται στα συριακά εδάφη, αλλά αφορούν και το Ιράκ που γεωγραφικά βρίσκεται στα ανατολικά της Συρίας[6] και το οποίου το βόρειο τμήμα κατοικείται από Κούρδους.
Το αντάρτικο όμως το έχουν δοκιμάσει και στο παρελθόν οι Κούρδοι – και στην Τουρκία και στο Ιράν και στο Ιράκ και τώρα στη Συρία. Δεν απέδωσε στο παρελθόν και δεν πρόκειται να αποδώσει στο μέλλον.
Αν είναι να πετύχουν την αυτοδιάθεσή τους οι Κούρδοι θα πρέπει να βρουν τον τρόπο της επαφής, της επικοινωνίας και του κοινού μετώπου με τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα στις χώρες όπου ζουν. Αυτό δεν μπορεί να γίνει στη βάση ενός προγράμματος που ξεκινά και τελειώνει με την αυτοδιάθεση των Κούρδων. Μπορεί να γίνει μόνο στη βάση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος στο οποίο να περιλαμβάνεται η αυτοδιάθεση σαν ένα από τα αιτήματα. Οι Τούρκοι, Σύριοι, Ιρακινοί και Ιρανοί εργαζόμενοι και λαϊκά στρώματα στενάζουν κάτω από τις δικτατορίες ή ημι-δικτατορίες της περιοχής, τη μαζική φτώχεια και τους ατελείωτους πολέμους. Αυτά τα προβλήματα μπορούν να λυθούν μόνο αν οι λαοί της περιοχής παλέψουν για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό των χωρών της περιοχής, για το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας πάνω σε μια βάση δημοκρατική, ισότιμη και εθελοντική.
Στα πλαίσια μιας τέτοιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας το θέμα των συνόρων είναι το τελευταίο πρόβλημα που θα απασχολεί τους λαούς. Οι Κούρδοι θα μπορούν να έχουν το δικό τους κράτος και να συμμετέχουν ισότιμα σε μια τέτοια ομοσπονδία, χωρίς αυτό να θίγει τα συμφέροντα οποιουδήποτε άλλου λαού. Στη βάση του καπιταλισμού, οποιαδήποτε αλλαγή των συνόρων περνά κατά κανόνα μέσα από πόλεμο. Στη βάση της συνεργασίας των λαών και του σοσιαλισμού, το πώς οριοθετούνται τα σύνορα δεν έχει ουσιαστική σημασία. Γιατί η βάση της συνύπαρξης είναι η φιλία και η συνεργασία για την αμοιβαία ευημερία κι όχι ο ανταγωνισμός και η πάλη για κυριαρχία που είναι σύμφυτα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού.
Αν το Κουρδικό κίνημα, που έχει υποφέρει όσο λίγοι λαοί στη μακραίωνη ιστορία του, μπορέσει μέσα από την τεράστια αναμπουμπούλα που περνάει σήμερα να καταλήξει σε επαναστατικά σοσιαλιστικά συμπεράσματα, θα έχει κάνει μια τεράστια συμβολή στην ιστορική διαδρομή των λαών της Μέσης Ανατολής συνολικά.