Του Πάρη Μακρίδη
48 χρόνια μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου και ενώ οι πιο ένθερμοι θιασώτες της, οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής, παρότι βρίσκονται αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες, εξακολουθούν να απολαμβάνουν της στήριξης ενός σημαντικού κομματιού της ελληνικής κοινωνίας, η ανάγκη να δούμε τι ακριβώς ήταν το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου είναι πραγματική και επίκαιρη.
Η οικονομική «προκοπή» στη Χούντα
Σε προεκλογική συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής στα Μέγαρα στις 7 Ιούνη του 2012, ο Μιχαλολιάκος περήφανα ανέφερε ότι «ο τόπος είδε προκοπή μόνο επί Γεωργίου Παπαδόπουλου και 21ης Απριλίου»[1].
Η συμπάθεια της νεοναζιστικής συμμορίας για το στρατιωτικό καθεστώς δεν είναι κρυφή. Το Σεπτέμβρη του 1984 ο Νίκος Μιχαλολιάκος διορίστηκε από τον ίδιο τον Παπαδόπουλο ως επικεφαλής της νεολαίας της ΕΠΕΝ, από την οποία αποχώρησε επτά μήνες μετά κατηγορώντας το κόμμα του δικτάτορα ως… φιλοαμερικάνικο, φιλοϊσραηλινό και όχι αρκετά ναζιστικό[2]!
Ας δούμε όμως τα φοβερά «επιτεύγματα» της περιόδου των Συνταγματαρχών. Είναι αλήθεια ότι την περίοδο 1967-1973 οι αριθμοί ως ένα βαθμό ευημερούσαν: η οικονομία γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, η οποία κυμάνθηκε στο 5,7% και πάνω και σε κάποιες χρονιές έφτασε και το 11,6%, η ανεργία μειώθηκε από το 4,4% στο 2% και το ΑΕΠ της χώρας υπερδιπλασιάστηκε[3]. Βέβαια ανάπτυξη, με την έννοια των θετικών ρυθμών, είχαμε και τη δεκαετία του ’90 και του 2000 μέχρι την κρίση του 2008. Και η Κίνα έχει και έχει τεράστιους ρυθμούς ανάπτυξης αλλά οι εργαζόμενοι δουλεύουν σε άθλιες συνθήκες και με μισθούς πείνας. Η ανάπτυξη στον καπιταλισμό είναι ανάπτυξη για το κεφάλαιο. Οι αριθμοί μπορεί να ευημερούν αλλά αυτό δεν μεταφράζεται και σε βελτίωση στο βιοτικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων. «Σκαλίζοντας» την ανάπτυξη αυτή λοιπόν, βλέπουμε την πραγματικότητα, η οποία επιδεινώθηκε από τη διεθνή οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Μια πραγματικότητα όξυνσης των ταξικών ανισοτήτων και τεράστιας κερδοφορίας για τους καπιταλιστές!
Το 1974 το 20% των πλουσιότερων Ελλήνων κατέχει το 47,9% του συνολικού πλούτου ενώ το φτωχότερο 20% το 3,1%! Παράλληλα ο πληθωρισμός ανεβαίνει συνεχώς και φτάνει το 15,55% το 1973. Από την άλλη βέβαια τα επιχειρηματικά κέρδη εκτινάσσονται, καθώς η απουσία ανεξάρτητου συνδικαλισμού οδηγεί σε καταστρατήγηση των εργατικών δικαιωμάτων. Το 1973 το μέσο ποσοστό των ακαθάριστων κερδών φτάνει το 45% του παγίου κεφαλαίου, ποσοστό που έφτανε το 12% πριν την επιβολή της χούντας και δεν ξεπερνούσε το 8% στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες!
Την ίδια στιγμή τα δημόσια οικονομικά χειροτερεύουν διαρκώς. Το δημόσιο χρέος από 31,5 δισ. δραχμές το 1967 φτάνει στα 91 δισ. το 1974 ενώ και η δαπάνη για την εξυπηρέτηση του χρέους αυξήθηκε από 2,5 δισ. δραχμές το 1966 στα 10 δισ. το 1973[4].
Χούντα η… «αδιάφθορη»
Ο κυριότερος μύθος που κυκλοφορεί σχετικά με τη Χούντα είναι ότι αποτέλεσε μια εποχή όπου τα σκάνδαλα και η διαφθορά απουσίαζαν από τον πολιτικό βίο. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ψευδές από αυτό!
Η διαπλοκή και η διαφθορά της σημερινής εποχής μοιάζει με παιδική χαρά μπροστά στις απίστευτες κομπίνες του χουντικού καθεστώτος.
Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε το καθεστώς ήταν η νομοθέτηση της αύξησης του μισθού των Υπουργών και των Υφυπουργών (από 22.000 σε 35.000 δραχμές) και ο διπλασιασμός του μισθού του πρωθυπουργού-δικτάτορα (από 23.600 σε 45.000 δραχμές)!
Παράλληλα φρόντισαν να εξασφαλίσουν και τη μελλοντική τους ασυλία καθώς με το νόμο «Περί ευθύνης Υπουργών» (Ν.Δ 802 στις 30/12/1970) δίωξη σε Υπουργό ή Υφυπουργό μπορούσε να γίνει μόνο με απόφαση των συναδέλφων του ενώ όλα τα εγκλήματα που έγιναν (ή θα γίνονταν) μέχρι τη σύγκληση της επόμενης Βουλής (όποτε κι αν γινόταν αυτή) θεωρούνταν παραγραμμένα!
Αλλά και στο «βόλεμα ημετέρων» οι χουντικοί ήταν αποτελεσματικοί. Ο Νικόλαος Μακαρέζος (εκ των πρωτεργατών του πραξικοπήματος) διόρισε Υπουργό Γεωργίας και αργότερα Βορείου Ελλάδος τον κουνιάδο του Αλέξανδρο Ματθαίου.
- Ο Ιωάννης Λαδάς, διοικητής ΕΑΤ-ΕΣΑ, έκανε τον έναν του ξάδερφο διοικητή της ΑΣΔΕΝ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού και Νήσων) και τον άλλον Γ.Γ. Κοινωνικών Υπηρεσιών.
- Ο γαμπρός του Παττακού Ανδρέας Μεϊντάσης ανέλαβε (εντελώς «αξιοκρατικά») δουλειές για το Δήμο Αθηναίων, συνολικού ύψους 1,109 δισ. δραχμών.
- Αλλά και ο ίδιος ο δικτάτορας φρόντισε να βολέψει τα αδέρφια του, κάνοντας τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο στρατιωτικό ακόλουθο, Γ.Γ. του Υπ. Προεδρίας, Περιφερειακός Διοικητής Αττικής και Υπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ και το Χαράλαμπο Γ.Γ. του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια και γεμάτες τσέπες…
Το δόγμα του στρατιωτικού καθεστώτος ήταν το περίφημο «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια». Είδαμε πως οι δικτάτορες τίμησαν τις οικογένειές τους βολεύοντας αδέρφια, ξαδέρφια και κουνιάδους σε διάφορες θέσεις. Δεν θα μπορούσαν να αφήσουν παραπονεμένη και την Εκκλησία.
Το Δεκέμβρη του 1968 αποφάσισαν να ανεγερθεί ένας μεγαλοπρεπής ναός του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια. Ο ναός όμως δεν χτίστηκε ποτέ καθώς οι τρεις διαγωνισμοί που έγιναν δεν κατέληξαν πουθενά. Αλλά βέβαια η ευκαιρία για διασπάθιση του δημόσιου χρήματος δεν χάθηκε. Το Ειδικό Ταμείο που είχε δημιουργηθεί για το σκοπό αυτό είχε συγκεντρώσει 453,3 εκατ. δραχμές. Από αυτά τα 406 εκατ. έκαναν «φτερά»! Κι έτσι το έργο έμεινε στα χαρτιά, αφού ούτε χώρος υπήρχε, ούτε σχέδια, ούτε (πλέον) χρήματα! Όμως οι τσέπες των δικτατόρων γέμισαν.
Το σκάνδαλο των κρεάτων
Περίφημο είναι επίσης και το «σκάνδαλο των κρεάτων». Ο Υφυπουργός Εμπορίου Μιχαήλ Μπαλόπουλος και ο Ζαφείριος Παπαμιχαλόπουλος (διευθυντής του εν λόγω Υπουργείου) κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν για δωροδοκία με στόχο τη μονοπωλιακή παραχώρηση δικαιωμάτων εισαγωγής κρέατος, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών. Το σκάνδαλο είχε πολλές πτυχές. Σε μία από αυτές ενεπλάκη και ο Παττακός ο οποίος έδωσε διαταγή να καταναλωθούν όσον το δυνατόν γρηγορότερα τα σαπισμένα κρέατα που είχαν εισαχθεί από την Αργεντινή και είχαν μείνει αδιάθετα.
Χαρακτηριστικά για τη διαφθορά του καθεστώτος είναι τα λόγια του εκδότη της ακροδεξιάς και φιλοχουντικής εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος», Σάββα Κωνσταντόπουλο, ο οποίος μετά από μισό χρόνο από το πραξικόπημα μιλούσε (σε επιστολή του προς τον Καραμανλή) για «μία νέο-φαυλοκρατία» και για «ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή και ούτω κάθε εξής».
Διαπλοκή με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και το μεγάλο κεφάλαιο
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου δεν ήταν φιλολαϊκό, που έκανε έργα και δρόμους για το λαό. Αντιθέτως, εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και ήταν με χίλια δυο νήματα δεμένο με αυτό. Είδαμε πιο πάνω ότι η κατάργηση του συνδικαλισμού και το τσάκισμα της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος αύξησε την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η διαπλοκή και η σχέση της χούντας με τους καπιταλιστές όμως δεν σταματά εδώ. Το στρατιωτικό καθεστώς φρόντιζε συνεχώς να υπηρετεί πιστά τα αφεντικά του, τους Έλληνες και ξένους καπιταλιστές δηλαδή.
Ένα μήνα μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους συνταγματάρχες, υπογράφεται σύμβαση με την εταιρεία Litton με σκοπό την προσέλκυση επενδύσεων ύψους 840 εκατ. δολαρίων για 12 χρόνια. Το δημόσιο έδωσε προκαταβολή για το έργο της εταιρίας ύψους 1,2 εκατ. δολαρίων, ενώ ανέλαβε να καλύψει όλα της τα έξοδα, δίνοντάς της παράλληλα 11% ως ποσοστό κέρδους και 2% προμήθεια από κάθε επένδυση που θα έφερνε. Τι έκανε λοιπόν η Litton; Απολύτως τίποτα! Δεν έφερε καμιά επένδυση. Το μόνο που έκανε ήταν να δηλώνει… έξοδα έτσι ώστε να παίρνει λεφτά! Το 1969 η σύμβαση διεκόπη αλλά η Litton πήρε κανονικά τα προβλεπόμενα κέρδη από μια δουλειά που δεν έκανε!!
Το 1969 ο Μακαρέζος υπογράφει με τον Αμερικάνο εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας Οδού. Το κόστος του έργου υπολογίστηκε στα 150 εκατ. δολάρια, εκ των οποίων 45 θα έβαζε το ελληνικό δημόσιο, τα 80 θα καλύπτονταν με ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ενώ παράλληλα εξασφαλίζονταν από το κράτος και τα δάνεια του εργολάβου! Ο Μακντόναλντ πήρε 4,5 εκατ. δολάρια ως προκαταβολή ενώ η αμοιβή του ορίστηκε στο 14% επί των εξόδων. Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι ότι ο Μακντόναλντ ανέλαβε μόνο… τα σχέδια και τις μελέτες του έργου, η υλοποίηση του οποίου ανατέθηκε σε Έλληνες υπεργολάβους. Αν τα 150 εκατ. δεν επαρκούσαν για να φτιαχτεί η Εγνατία θα μπορούσε είτε να βρει επιπλέον χρηματοδότηση είτε να φτιάξει ό,τι φτιάξει και να φύγει. Και επειδή ο Μακντόναλντ δεν ήταν χαζός, με μηδενικά έξοδα και ρίσκο, τσέπωσε τα χρήματα της προκαταβολής και άλλα 33,4 εκατ. δολάρια από τα ελληνικά ομόλογα και έφυγε.
Ιδιαίτερη θέση στις καρδιές των δικτατόρων είχε ο Ελληνοαμερικάνος επιχειρηματίας Τομ Πάππας. Το 1972 η χούντα απάλλαξε τον Πάππας από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις που είχε για την κατασκευή έξι αγροτοβιομηχανικών μονάδων ενώ το 1968 του είχε δοθεί η άδεια για την κατασκευή εργοστασίων της Coca-Cola, αίτημα που είχε απορριφθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ως ανταγωνιστικό προς τις εγχώριες βιομηχανίες αναψυκτικών. Ένας προσωπάρχης του Πάππας μάλιστα, ο Παύλος Τοτόμης, είχε διοριστεί ως Υπουργός Δημόσιας Τάξης. Ο Πάππας, ένθερμος υποστηρικτής του Νίξον, έχοντας διασυνδέσεις με το στρατοκρατικό καθεστώς στην Ελλάδα, κατάφερε να εξασφαλίσει από τα δημόσια ταμεία… 549.000 δολάρια για την εκστρατεία του ρεπουμπλικάνου υποψήφιου!
Ωνάσης, Νιάρχος, Λάτσης, Βαρδινογιάννης….
Η διαπλοκή των συνταγματαρχών υπήρξε μεγάλη και με το ελληνικό κεφάλαιο. Οι σχέσεις τους με τους Έλληνες καπιταλιστές (Ωνάσης, Νιάρχος, Λάτσης, Βαρδινογιάννης κλπ) ήταν στενές, σε σημείο μάλιστα που καθένας από τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος να έχει «υιοθετήσει» και έναν από αυτούς! Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι ο Παπαδόπουλος έμενε σε βίλα στο Λαγονήσι ιδιοκτησίας Αριστοτέλη Ωνάση! Η διαμάχη μεταξύ των ντόπιων καπιταλιστών για το 3ο διυλιστήριο προκάλεσε ρήγματα στην κυβέρνηση, γιατί καθένα από τα μέλη της ήθελε να το δώσει στον «προστατευόμενό» του. Τελικά το 1972 το 3ο διυλιστήριο δόθηκε στον Ανδρεάδη και το Λάτση και το 4ο στο Βαρδινογιάννη. Ανάλογες ύποπτες συμβάσεις υπήρξαν και για την κατασκευή του εργοστασίου της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη και για την εγκατάσταση της Νεστλέ στην Ελλάδα. Για να εξυπηρετήσει καλύτερα και άμεσα τα συμφέροντα του κεφαλαίου, η χούντα είχε νομοθετήσει ήδη από τον Αύγουστο του 1967 ότι οι προσφορές για επενδύσεις πρέπει να κρίνονται εντός 8 ημερών. Αυτό ουσιαστικά έδινε τη δυνατότητα στους δικτάτορες να αποφασίζουν κατά το δοκούν σε ποιους και με ποιους όρους θα παραχωρούν μερίδα της «πίτας»[5].
Οι νεκροί του Πολυτεχνείου: μύθος ή πραγματικότητα;
Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο στην ιδεολογική προπαγάνδα της ακροδεξιάς είναι τα θύματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. «Μύθος», «προπαγάνδα της κόκκινης χούντας», «παραμύθι» είναι μερικές από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούν τα νεοναζιστικά αποβράσματα, αμφισβητώντας με αυτόν τον τρόπο τον ηρωισμό του λαού στην εξέγερση που έφερε τη χούντα μια ανάσα από την πτώση.
Το 2012, λίγες μέρες πριν την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου η τοπική οργάνωση της Χρυσής Αυγής στην Καλαμάτα έβγαλε προκλητικά αφισάκια με τίτλο «Όχι στο παραμύθι του Πολυτεχνείου, όχι στους ψεύτικους νεκρούς» και «Πολυτεχνείο, ζητούνται νεκροί, ο ευρών αμοιφθήσεται»[6]. Αυτό που δεν συγχωρούν στους αγωνιστές του Πολυτεχνείου είναι ότι έβαλαν τις βάσεις για την πτώση ενός καθεστώτος που θαυμάζουν και θέλουν να επιβάλουν στη χώρα.
Όμως αρέσει δεν αρέσει σε μερικούς, οι νεκροί του τριημέρου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (15-17 Νοέμβρη) είναι μια πραγματικότητα. Η πρώτη επίσημη καταγραφή αυτών των νεκρών έγινε τον Οκτώβρη του 1974. Τότε ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς, το πόρισμα του οποίου έκανε λόγο για 18 «πλήρως βεβαιωθέντες» νεκρούς και άλλους 16 «βασίμως προκύπτοντες»[7]. Από τότε πολλοί μίλησαν για το θέμα είτε ανεβάζοντας είτε κατεβάζοντας τον αριθμό των νεκρών.
Το 2002 όμως ξεκίνησε από το Εθνικό ίδρυμα Ερευνών, μια έρευνα που φιλοδοξούσε να ξεκαθαρίσει τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, συγκεντρώνοντας τεκμήρια και μαρτυρίες. Σύμφωνα λοιπόν με την πολυετή αυτή έρευνα (με τίτλο «Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα Νοεμβρίου 1973») προκύπτει ότι οι ταυτοποιημένοι και πλήρως επιβεβαιωμένοι νεκροί της εξέγερσης είναι 24, ενώ ερευνώνται άλλες 30 περιπτώσεις. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι φοιτητές και μαθητές. Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι βεβαιωμένοι τραυματίες του τριημέρου ανέρχονται στους 1.103, στους οποίους όμως πρέπει να προστεθεί και «ανεξακρίβωτον πλήθος ετέρων πολιτών», οι οποίοι «ή ιατρών, ή ενοσηλευοντο οίκει, ή και ουδαμού προς νοσηλεία κατέφυγον, φοβούμενοι προφανώς δυσάρεστους δι’ αυτούς ή τας οικογενείας των εξελίξεις», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τσεβάς στο πόρισμα του 1974[8].
Άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία είναι τα εξής: υπήρξαν 5.000 διαδηλωτές μέσα στο ίδρυμα, 10.000 στην άμεση περίμετρο και 100.000 σε διάσπαρτες διαδηλώσεις. Οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν 24.000 φυσίγγια, η φρουρά του υπουργείου Δημόσιας Τάξης έριξε 2.192 φυσίγγια και οι στρατιώτες 300.000 φυσίγγια[9].
Ποιον εξυπηρετούσε η Χούντα;
Τα παραπάνω μας δίνουν μια ανάγλυφη εικόνα για το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα του τίτλου της ενότητας, πρέπει να εξετάσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες εκδηλώθηκε το πραξικόπημα.
Η περίοδος 1965-1967 ήταν μια διετία κυβερνητικής αστάθειας. Αδύναμες κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη και το Παλάτι παρενέβαινε διαρκώς στις πολιτικές εξελίξεις. Αλλά ο πιο σημαντικός παράγοντας των εξελίξεων από το 1960 και μετά ήταν η αλματώδης άνοδος της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Τον Ιούλη του 1965 οι μαζικές λαϊκές διαδηλώσεις ενάντια στις παρεμβάσεις του βασιλιά τρομοκρατούν το κατεστημένο που βλέπει ότι παρά το τρομοκρατικό καθεστώς που είχε στήσει από τον Εμφύλιο και μετά με διώξεις, φυλακίσεις, εκτελέσεις και εξορίες, το κίνημα δεν τα βάζει κάτω. Η αστάθεια που προκύπτει και η αδυναμία του παραδοσιακού πολιτικού σκηνικού να ανακόψει τη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων και τον αγώνα του για δημοκρατικές ελευθερίες, κάνει την επιβολή μιας χούντας απαραίτητη για το μεγάλο ελληνικό κεφάλαιο και τους ξένους ιμπεριαλιστές προστάτες του. Γι’ αυτό το λόγο η άρχουσα τάξη παίζει το «χαρτί» της δικτατορίας, ως το μέσο με το οποίο θα προωθούσαν πιο άμεσα και αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους και θα συνέτριβαν την εργατική αντίσταση. Ήταν κι αυτή μια διακυβέρνηση των καπιταλιστών, μια διακυβέρνηση που αντανακλούσε την ανάγκη τους για ένα αυταρχικό καθεστώς που θα προωθούσε «σταθερά» και χωρίς «κοινωνικές αναταράξεις» τις δικές τους επιδιώξεις. Η Χούντα λοιπόν ήταν όπλο στα χέρια του συστήματος και όχι ένα καθεστώς που υποτίθεται ότι εναντιώθηκε στο σάπιο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.
Και πως θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο αφού είχε την ανοιχτή στήριξη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού; Είναι γνωστό ακόμα και στις πέτρες ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ μέσω των μυστικών τους υπηρεσιών έπαιξαν εξέχοντα ρόλο στην υποκίνηση και επιτυχία του απριλιανού πραξικοπήματος. Οι ΗΠΑ αναγνώρισαν σχεδόν αμέσως τη νέα διακυβέρνηση και οι σχέσεις μεταξύ Νίξον και Χούντας ήταν εξαιρετικές, πράγμα που αποδεικνύει και η επίσκεψη του ελληνοαμερικάνου αντιπροέδρου Σπύρου Άγκνιου τον Οκτώβρη του 1971.
Κύπρος
Αφήσαμε για τελευταίο την εμπλοκή της χούντας στην πολιτική κατάσταση στην Κύπρο, πράγμα που αποτέλεσε και το «κύκνειο άσμα» της. Η προσπάθεια του δικτατορικού καθεστώτος να ανατρέψει πραξικοπηματικά τον πρόεδρο της κυπριακής δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, έδωσε τη δυνατότητα στο τουρκικό στρατοκρατικό κατεστημένο να βρει την ευκαιρία που έψαχνε για να οργανώσει επέμβαση/εισβολή στο νησί.
Με τη στήριξη ή την ανοχή των Αμερικάνων και Βρετανών ιμπεριαλιστών, τον Ιούλη του 1974 οργανώθηκε η απόβαση στην Κύπρο, με αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα να βρίσκονται στη χώρα τουρκικά στρατεύματα, που αφαιρούν τη δυνατότητα σε ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους να ζήσουν ειρηνικά μαζί.
Αυτή η μαύρη σελίδα στην ιστορία των λαών και των δύο χωρών μας διδάσκει ένα πράγμα: Φορώντας το «μανδύα» του πατριώτη, οι εθνικιστές προωθούν τα πιο βρώμικα και επιθετικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και τελικά προκαλούν τις πιο μεγάλες εθνικές καταστροφές. Για τους λαούς ο εθνικισμός δεν είναι τίποτε άλλο από πηγή δυστυχίας, ξεριζωμών και φτώχειας.