Από την επομένη της μνημονιακής υποταγής του ΣΥΡΙΖΑ το «Ξ» βγήκε μαχητικά με πρόταση για τη συγκρότηση μιας νέας Αριστεράς που να καλύψει το κενό («Ο Τσίπρας πέρασε το Ρουβίκωνα – η ώρα για μια νέα μαζική επαναστατική Αριστερά είναι τώρα!» – 10/7/2015). Πάνω σ’ αυτή τη βάση καλέστηκε η συνέλευση της 17ης Ιούλη η οποία έθεσε το ζήτημα του νέου φορέα σε πλατύτερα στρώματα και ακροατήρια (Εξαιρετικά πετυχημένη η σύσκεψη της 17ης Ιουλίου!» – 19/7/2015).
Τέσσερις πυλώνες
Τα κριτήρια που απαιτούνται για να μπορέσει ένας νέος φορέας να δώσει απαντήσεις στα αδιέξοδα της κρίσης και της κοινωνίας και να «απαντήσει» στο θέμα της υποταγής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι, όπως εξηγήσαμε σε πολλά άλλα άρθρα μας, τα ακόλουθα.
Ένα πρόγραμμα ρήξης με το κατεστημένο και την Ευρωζώνη που να περιλαμβάνει σαν βασικούς άξονες την άρνηση αποπληρωμής του χρέους, την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, την έξοδο από την Ευρωζώνη και την πορεία προς ένα εθνικό νόμισμα, την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, το σχεδιασμό για την παραγωγική ανασυγκρότηση, τον κοινωνικό και εργατικό ελέγχου κλπ.
Αυτό το πρόγραμμα θα σημαίνει το σαμποτάζ της οικονομίας από το μεγάλο κεφάλαιο –ελληνικό, ξένο και διεθνείς οργανισμούς. Επομένως είναι αδύνατο να εφαρμοστεί μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Γι’ αυτό απαιτείται η προετοιμασία για το πέρασμα σε ένα σοσιαλιστικό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, στηριγμένο στην εργατική εξουσία και την εργατική δημοκρατία.
Η πάλη αυτή αναγκαστικά πρέπει να είναι διεθνιστική. Οι μεγάλοι αγώνες των εργαζομένων στην Ευρώπη και διεθνώς υπέρ του ελληνικού κινήματος (με 250 διαδηλώσεις τις ημέρες του δημοψηφίσματος) έδειξαν τις δυνατότητες. Το ελληνικό κίνημα και η ελληνική Αριστερά μπορούν πραγματικά να γίνουν καταλύτης για όλη την Ευρώπη, αν σταθούν με συνέπεια στις αρχές της ταξικής πάλης και του κοινωνικού μετασχηματισμού και δεν υποταχθούν όπως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος, αλλά καθόλου ασήμαντο, είναι το θέμα της εσωτερικής δημοκρατίας. Το θέμα της δημοκρατίας στην Αριστερά δεν είναι καθόλου τυπικό ζήτημα, είναι θέμα ζωτικής σημασίας. Η εργατική/λαϊκή βάση πρέπει να ελέγχει την ηγεσία, τις αποφάσεις και την πορεία των πολιτικών και άλλων οργανώσεών της ανά πάσα στιγμή. Και πάλι η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ μιλά από μόνη της. Δημοκρατία σημαίνει εκλογή και ανακλητότητα των ηγετικών οργάνων. Σε ένα μετωπικό σχήμα (συνεργασία δηλαδή διάφορων οργανώσεων της Αριστεράς) απαιτείται αντιπροσωπευτικότητα όλων των δυνάμεων, εναλλαγή διαφορετικών δυνάμεων στα συντονιστικά όργανα και ένα σύστημα ποσοστώσεων έτσι ώστε καμία δύναμη από μόνη της να μην ελέγχει όλα τα συντονιστικά και ηγετικά όργανα καθορίζοντας την πορεία του κοινού σχηματισμού.
Για μια Μαζική Επαναστατική Αριστερά
Όλα τα πιο πάνω συνιστούν αυτό που με δυο λέξεις ονομάζουμε Επαναστατική Αριστερά.
Μόνο που η «επαναστατική αριστερά», αν θέλει να είναι αποτελεσματική πρέπει να γίνει μαζική. Δυστυχώς ένας μεγάλος αριθμός οργανώσεων στην Ελλάδα μιλούν στο όνομα της «επαναστατικής Αριστεράς» αλλά με την πολιτική που ακολουθούν βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας ή και σε κρίση.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που στις συνθήκες της πιο βαθιάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος αντί να δυναμώνει εμφανίζει νέα διάσπαση και κρίση με σημαντικό τμήμα των δυνάμεών της να ενσωματώνεται στη Λαϊκή Ενότητα. Αλλά και το ΚΚΕ παραμένει καθηλωμένο σε ποσοστά εξαιρετικά χαμηλά (πράγμα για το οποίο βέβαια κατηγορεί όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό του!).
Στο ερώτημα λοιπόν «τι Αριστερά χρειαζόμαστε» η απάντηση είναι μια Μαζική Επαναστατική Αριστερά.
Η συμβολή της «17ης Ιούλη»
Το Ξεκίνημα πήρε την πρωτοβουλία μαζί με άλλες δυνάμεις να καλέσει τη συνάντηση της 17ης Ιούλη («Παρασκευή 17 Ιούλη: ανοιχτή σύσκεψη-απάντηση στο 3ο Μνημόνιο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ» – 16/7/2015) απ’ όπου πήρε και το όνομά της η πρωτοβουλία αυτή («Συνέλευση 17 Ιούλη»). Οι δυνάμεις αυτές ήταν κατά βάση το Δίκτυο Κοινωνικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, ένα μεγάλο τμήμα της (πρώην) Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και της αριστερής πτέρυγας της τάσης των «53+» του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα συμμετείχαν στη «17 Ιούλη» οργανώσεις όπως η ΟΚΔΕ – Εργατική Πάλη καθώς και τμήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΑΡΑΣ, ΑΡΑΝ κ.α.).
Από τις 17 Ιούλη επομένως, άνοιξε η συζήτηση για την κάλυψη του κενού στην Αριστερά που δημιούργησε η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα από τα βασικά θέματα που απασχόλησαν τις σχετικές συζητήσεις ήταν, ασφαλώς, οι διεργασίες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όπου η προοπτική της διάσπασης ήταν ήδη εμφανής. Κοινός τόπος όλων όμως ήταν η άποψη ότι δεν μπορούσαμε να περιμένουμε τις εξελίξεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για να πάρουμε τις απαραίτητες πρωτοβουλίες.
Στη συνέχεια ο ίδιος ο Τσίπρας επιτάχυνε τις εξελίξεις, ποδοπατώντας το ίδιο το κόμμα του, (ακόμα και την απόφαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ για το κάλεσμα συνεδρίου) και προχώρησε σε εκλογές με βασικό στόχο να ξεφορτωθεί την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του και να εφαρμόσει το Μνημόνιό του χωρίς εμπόδια. Έτσι, λίγες μέρες μετά τα μέσα Αυγούστου εξαγγέλθηκε η ίδρυση της Λαϊκής Ενότητας.
Η ΛΑΕ αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη που δίνει διέξοδο σε πολλούς αγωνιστές της Αριστεράς και ειδικά από την αριστερή βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΛΑΕ όμως δεν μπορεί να καλύψει το κενό που μόνο μια μαζική επαναστατική Αριστερά μπορεί να καλύψει.
Η ΛΑΕ (με βάση και το γεγονός ότι η «ραχοκοκαλιά» της είναι η πρώην «Αριστερή Πλατφόρμα» του ΣΥΡΙΖΑ) εμφανίζει ελλείμματα και στο θέμα της επαρκούς εμπλοκής σε κοινωνικά κινήματα και στο θέμα του διεθνισμού και στο θέμα της εσωτερικής δημοκρατίας. Επίσης, δεν έχουμε δει ακόμα από την «Αριστερή Πλατφόρμα» κάποια προσπάθεια αυτοκριτικής για ελλείμματα ή έστω «αδυναμίες» της προηγούμενης περιόδου.
Τέλος, η ΛΑΕ δεν συνδέει το θέμα του προγράμματος εξόδου από την κρίση με την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτά τα ελλείμματα μπορεί να αποδειχθούν καθοριστικής σημασίας για τη μελλοντική της πορεία.
***
Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω ο ρόλος και η σημασία της «17 Ιούλη» παραμένουν όχι απλά χρήσιμοι αλλά απαραίτητοι. Η «17 Ιούλη» μπορεί να λειτουργήσει σαν «έμβρυο» ή σαν «καταλύτης» για τη συσπείρωση των δυνάμεων που να θέσουν με συνειδητό και επίμονο τρόπο τον στόχο για το χτίσιμο μιας μαζικής επανασταστικής Αριστεράς, όπως την περιγράφουμε πιο πάνω.
Σήμερα, στη συνείδηση πολλών αγωνιστών προέχει, φυσιολογικά, το θέμα των εκλογών. Μετά τις εκλογές θα πρέπει να ανοίξει ξανά η συζήτηση για την πορεία της Αριστεράς, το κενό που υπάρχει και πώς θα καλυφθεί στο μέλλον.