Δημοσιεύουμε την ομιλία του Θοδωρή Ζδούκου στην εκδήλωση που διοργάνωσε το «Ξεκίνημα» Θεσσαλονίκης στις 7 Μάρτη 2015 στο Εργατικό Κέντρο με τίτλο «Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: Νέα κατάσταση – πώς προχωράμε. Η μάχη με τους δανειστές κι οι εκβιασμοί τους, τα κινήματα κι οι διεκδικήσεις τους, το Ευρώ κι η ανασυγκρότηση της οικονομίας».
Ο Θοδωρής Ζδούκος είναι μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης (ΕΝΙΘ), δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Θερμαϊκού καθώς και μέλος στο Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, έχω και μια άλλη ιδιότητα. Ήμουν υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ στη Β’ Θεσσαλονίκης. Χρησιμοποίησα τις δύο πρώτες ιδιότητες, για να μιλήσω πιο απελευθερωμένα. Διότι, αν μιλούσα και ως ΣΥΡΙΖΑ, θα ήμουν υποχρεωμένος να πω την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, με την οποία δε συμφωνώ κατ’ ανάγκη – θεωρώ ότι δεν δείχνει όλη την εικόνα. Κι επειδή με καλεί το «Ξεκίνημα» σ’ αυτήν την εκδήλωση, μια οντότητα που κάνει σοβαρή κριτική από τα αριστερά στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μιλάω μ’ αυτές τις ιδιότητες.
Η περίοδος μέχρι τις εκλογές
Πρέπει να δούμε όλη την εικόνα και να θυμίσουμε λίγο την ιστορία. Θα προσπαθήσω να ‘μαι σύντομος. Το 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει τις εκλογές για λίγο. Τότε το πρόγραμμά του κι ο δημόσιος λόγος του ήταν πολύ πιο επιθετικός, σε σχέση με τον τωρινό, μιλώντας κυρίως για τις εργατικές ανάγκες. Ένας λόγος που μιλούσε πολύ λιγότερο για τα μεσοστρώματα (μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες κλπ). Δεν ξέρω, αν κέρδιζε τότε τις εκλογές, τι θα γινόταν. Είναι ένα ερώτημα που έμεινε αναπάντητο σε πάρα πολύ κόσμο. Και πόσο έτοιμος ήταν, με τις θέσεις εκείνης της εποχής, να διαχειριστεί εκείνη την κατάσταση, εκείνη την ιστορική στιγμή, που επίσης η Ευρώπη ήταν αυτή που εξακολουθεί να ‘ναι και σήμερα, δηλαδή ακραία νεοφιλελεύθερη κι αποφασισμένη να επιβάλλει το δρόμο της νεοφιλελεύθερης λιτότητας.
Προς το παρόν και γι’ αρκετό διάστημα ακόμα, δεν αλλάζει γραμμή ο πυρήνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί έχει ληγμένο ότι η κρίση συσσώρευσης του κεφαλαίου μπορεί να υπερνικηθεί – για τη μεριά των αφεντικών, δηλαδή του κεφαλαίου – μόνο με υποτίμηση της εργατικής δύναμης και λιτότητα. Δεν έχουν αποφασίσει ότι αυτός ο δρόμος είναι γι’ αυτούς αδιέξοδος, για να συζητήσουν συμβιβασμούς. Μ’ αυτήν την έννοια, έτσι εξηγείται κι η σκληρότητα που δείχνουν στις διαπραγματεύσεις, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις. Η πτώση του ποσοστού κέρδους τους επιβάλλει την υποτίμηση της εργατικής δύναμης, με ακραία λιτότητα και μαζική ανεργία, ως το μόνο τρόπο για να έχουν κερδοφορία. Εγώ έχω πειστεί περί αυτής της άποψης κι ερμηνείας. Είχε κατατεθεί από διάφορους από το 2010-11. Ακόμα και το χρέος είναι απλά ο μηχανισμός με τον οποίο επιβάλλεται αυτή η πολιτική λιτότητας και δεν είναι η αιτία των προβλημάτων.
Μετά την ήττα στις εκλογές του Ιουνίου ’12, ο ΣΥΡΙΖΑ αλλάζει γραμμή. Πάει σε μια πολιτική που προσπαθεί να ενσωματώσει τα μεσοστρώματα στο λόγο του, θεωρώντας ότι η κυρίαρχη αντίθεση στην περίοδο είναι από τη μια το επιχειρηματικό κεφάλαιο με όλες τις εκδοχές και τα στρώματα που το στηρίζουν, κι από την άλλη η αγροτιά, τα μεσαία στρώματα, η εργατική τάξη, οι άνεργοι, η φτωχολογιά, η ακραία φτώχια. Διαμορφώνεται η πολιτική γραμμή, που έβγαλε στο τέλος ότι εντός της Ευρωζώνης επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε ένα ρήγμα σε συμμαχία με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις του Νότου, σε μια διεθνιστική λογική. Μια διεθνιστική λογική που θέλει να προσπαθείς να βρεθείς με τα κινήματα στην Ευρώπη, ακριβώς επειδή έχεις μια άποψη ότι μόνος σου δεν μπορείς.
Όμως, χρειάζεται να τονίσω ότι άλλο πράγμα είναι να λες ότι «δεν μπορώ μόνος μου κι επιδιώκω συμμαχίες», κι άλλο πράγμα να το κάνεις ιδεολογία με τέτοιο τρόπο που να μη σου επιτρέπει να ‘ρθεις σε ρήξεις τις κρίσιμες χρονικές στιγμές. Γιατί αν δεν προχωρήσει το σπάσιμο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας σε μια περιοχή, δεν μπορεί να τροφοδοτηθούν εξελίξεις διεθνιστικής εμβέλειας και διεθνιστικού χαρακτήρα – όπως εξηγούσε κι η παλιά λενινιστική λογική.
Φτάνουμε, λοιπόν, σ’ αυτή τη γραμμή, η οποία κερδίζει τις εκλογές. Η οποία είναι σαφώς πιο λάιτ από τη γραμμή του ’12. Όμως κερδίζει. Η υπόλοιπη Αριστερά, για να λέμε την αλήθεια, δεν είχε γραμμή. Το ΚΚΕ είχε απλώς γκρίνιες. Έριχνε την μπάλα στην κερκίδα. Έκανε μια γενική αναφορά στο σοσιαλισμό. Δε βοηθάει στα κινήματα – πολύ λίγο εν πάση περιπτώσει. Η υπόλοιπη εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, ενώ από τη μια είναι σοβαρή και παίζει έναν ρόλο στα κινήματα, πιέζοντας από τα αριστερά, από την άλλη όταν προσπαθεί να παρέμβει στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, αποτυγχάνει. Αυτό φαίνεται όταν δεν μπορεί να μαζέψει καν ποσοστά που να ξεπερνούν ακραίες ομάδες της πλάκας, τύπου Λεβέντη κι άλλους. Άλλο η κινηματική συνεισφορά κάποιων συντρόφων εξ αριστερών του ΣΥΡΙΖΑ κι άλλο η πραγματική τους δυνατότητα να παίξουν ρόλο στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι. Να τα διαχωρίσουμε, γιατί θέλω να ‘μαι καθαρός.
Η περίοδος των διαπραγματεύσεων
Λέει, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να το παλέψει και να μπει σα σφήνα. Κι ότι εκεί περιμένει τη βοήθεια από τις χώρες του Νότου. Αυτό βέβαια, άλλο πράγμα είναι να το λες κι άλλο πράγμα – όταν κληθείς ως κυβέρνηση – να μπορέσεις να το κάνεις. Δηλαδή, να ‘χεις ένα σχέδιο, εφ’ όσον έχεις την εκτίμηση ότι από την άλλη πλευρά υπάρχει μεν μπετόν, αλλά ότι με πιθανές ρήξεις – ρήξεις που πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να προσδιορίσει – μπορείς να το σπάσεις. Είναι άλλο πράγμα να αντιμετωπίζεις, όταν γίνεσαι κυβέρνηση.
Κατά τη γνώμη μου, εδώ αποδείχθηκε από την πρώτη διαπραγμάτευση ότι δεν υπήρχε από τον ΣΥΡΙΖΑ αποφασιστικό σχέδιο και τρόπος να οδηγήσει σ’ έναν από τη μεριά μας εκβιασμό, με το δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων. Ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων λέει ότι μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει κάποιες βοήθειες, να έχει κάποια κινήματα που τον στηρίζουν, αλλά στο κεντρικό παιχνίδι μέσα στην ΕΕ είναι κατά κανόνα μόνος, ενώ μπορεί κατά φάσεις κάποιες χώρες που θέλουν να χτυπήσουν την κυριαρχία του γερμανικού άξονα μέσα στο σύνολο της ΕΕ, να τον χρησιμοποιήσουν.
Επομένως, αυτό που συνέβη τελικά με τη διαπραγμάτευση δεν είναι καν ένας έντιμος κι επώδυνος συμβιβασμός, όπως λέει η ηγεσία, είναι κάτι παραπάνω. Ειδικά σε κάποιες διατυπώσεις πάνω στα εργασιακά και την ανταγωνιστικότητα, είναι προσχώρηση στο νεοφιλελευθερισμό. Είναι σοβαρή υποχώρηση και προσχώρηση ακόμα και στα ζητήματα του δημόσιου λόγου.
Όμως, πρέπει να ξέρουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη σύγκρουση και τρικλοποδιά και την οικονομική ασφυξία. Μας βάλανε τη θηλιά στο λαιμό και το γεγονός ότι δεν είχαμε το κράτος στα χέρια μας για να προετοιμάσουμε κάποια πράγματα σε επίπεδο τραπεζών κλπ, κάνει ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση. Για να είμαστε ειλικρινείς, άλλο είναι να λες ότι θα ασκήσω μια πολιτική κι άλλο να μπορείς να το κάνεις, έχοντας τους μηχανισμούς στα χέρια σου. Μηχανισμούς – που στο επίπεδο της δομής του Υπουργείου Υγείας, με τις υπονομεύσεις παραγόντων – δεν είναι απλώς ιδεολογικά με την άλλη μεριά, αλλά έχουν και συμφέροντα άλλου τύπου να είναι με την μεριά του παλιού καθεστώτος.
Επομένως, ενώ δεν είναι ένας έντιμος, αλλά υπόδουλος συμβιβασμός, παρόλα αυτά δεν έχει κλείσει οριστικά η πόρτα, ώστε να μην μπορεί να αλλάξει σε μια κατεύθυνση φιλολαϊκή κι υλοποίησης του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης.
Οι παλινωδίες κι η ανάγκη για μια «προωθητική αντιπολίτευση»
Κι εδώ βάζω τη δεύτερη παράμετρο. Το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης δεν ήταν ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Ήταν «πρόγραμμα κοινωνικής σωτηρίας». Στα ζητήματα περίθαλψης, για παράδειγμα, έχει μια διατύπωση για «δωρεάν πρόσβαση σε μακροχρόνια άνεργους», και δεν έλεγε ότι ο κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από την οικονομική κι ασφαλιστική του δυνατότητα – αυτό που λέμε στα Κοινωνικά Ιατρεία ή σαν νοσοκομειακοί ιατροί – θα πρέπει να έχει εντελώς ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση σ’ ένα αναβαθμισμένο δημόσιο σύστημα υγείας.
Όμως, οι προγραμματικές δηλώσεις που κατέθεσε ο Ανδρέας Ξανθός, αφού ανέλαβε κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν πολύ πιο μπροστά σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Ήταν δηλαδή πιο προχωρημένες από το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Όμως, είναι μια μεγάλη οπισθοδρόμηση αυτό που πάει να γίνει τώρα: δεν έχει βγει ακόμα η εγκύκλιος για το 5ευρω κι άρχισαν να ακούγονται απόψεις (βλ Στρατούλη – Αριστερό Ρεύμα) για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με 50 ένσημα, δηλαδή την επανασύνδεση του δικαιώματος περίθαλψης με την εργασιακή κατάσταση.
Πρέπει τα κινήματα να πιέσουν σε μια λογική προωθητικής αντιπολίτευσης, όπως τη λέμε στο Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα. Δηλαδή, να πιέσει πραγματικά ως προς το να υλοποιηθούν τα αιτήματα του κινήματος, αφενός γιατί πρέπει – είναι ζωτικής ανάγκης για τα λαϊκά στρώματα – αφετέρου γιατί υπάρχει ο συσχετισμός δύναμης να επιβληθούν. Είναι πολιτική υποκειμενική ανεπάρκεια να μην επιβληθούν.
Ανοίγω πάλι παρένθεση εδώ. Ο Κουρουμπλής δήλωσε ότι θα δούμε τι θα γίνει με την ΕΣΑΝ ΑΕ, αυτόν τον εντελώς νεοφιλελεύθερο μηχανισμό, που ψήφισε ο Βορίδης, μια ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία, η οποία θα καθορίζει που θα πάει το χρήμα στη δημόσια περίθαλψη, έχοντας μέσα στο Διοικητικό της Συμβούλιο τις ιδιωτικές πολυκλινικές. Ήταν βασική θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα καταργηθεί. Με τις δηλώσεις Κουρουμπλή, γεννιούνται ερωτήματα αν μέσα στη Συμφωνία του 4μήνου είναι κι η υπόσχεση να μην ακυρώσουμε τις δεσμεύσεις της προηγούμενης περιόδου. Αυτό είναι σοβαρό πολιτικό ζήτημα, που επίσης για να ανατραπεί πρέπει να πιέσει το κίνημα: νοσοκομειακό κίνημα γιατρών, κίνημα εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία, κοινωνικά ιατρεία και φυσικά όλο το εργατικό κίνημα.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια κατάσταση, όπου πρέπει να διαβάσουμε σωστά το συσχετισμό δύναμης. Πραγματικά, έχουμε τεράστιες δυσκολίες. Άλλο, όμως, είναι να αναγνωρίζω το συσχετισμό δύναμης, να τον λαμβάνω υπόψη μου και να προσπαθώ να το φτάσω στο όριό του, για να κερδίσω με βάση τις δυνατότητές μου, κι άλλο πράγμα να υποτάσσομαι και να το χρησιμοποιώ ως άλλοθι για το πισωγύρισμά μου.
Η κατάσταση στην ελληνική κοινωνία
Κι εδώ, βέβαια, υπάρχουν κι άλλα πολλά ζητήματα. Υπάρχει και το ζήτημα ποια είναι η κατάσταση στην ελληνική κοινωνία. Εμείς, ως Αριστερά, έχουμε μια ανάγνωση των πραγματικών λαϊκών κοινωνικών αναγκών με έναν τρόπο. Οι ίδιες οι μάζες, δυστυχώς, διαφορετικά αναγνώσκουν την ιστορία τους. Οι οπαδοί, που θα πάνε με τον Ηρακλή, με τον Ολυμπιακό κλπ, που την ταυτότητα του φιλάθλου τη βάζουν πάνω απ’ όλα, δεν τους πειράζει τόσο πολύ το θέμα της περίθαλψης. Στη σφαίρα των κατηγοριών, μπορεί να το αναγάγουν πέμπτο. Εμείς το βάζουμε πρώτο.
Εδώ, λοιπόν, έχουμε ένα ζήτημα: ποια είναι πραγματικά η κατάσταση των μαζών και του κινήματος; Πόσο υπάρχει εκείνη η δυναμική κατάσταση, που να επιβάλλει φιλολαϊκές πολιτικές σε μια κυβέρνηση, η οποία έχει κι αυτή τα προβλήματά της; Προβλήματα με την έννοια της διεξαγωγής της ταξικής πάλης μέσα στο κόμμα. Δεν είναι ενιαίο πράγμα ο ΣΥΡΙΖΑ. Εκφράζονται οι εργατικές απόψεις, εκφράζονται απόψεις μεσοστρωμάτων, εκφράζονται απόψεις της κομματικής γραφειοκρατίας, που έχει μάθει να ζει με τον επαγγελματικό της μισθό – αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στο ΣΥΡΙΖΑ, άλλα και σε κόμματα που είναι θεωρητικά πιο ριζοσπαστικά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα αυτά διαμορφώνουν τον τελικό συσχετισμό δύναμης. Όπως, επίσης, το πόσο έχεις πραγματικές επαφές με τα κινήματα διεθνώς και σε ποια φάση βρίσκονται αυτές. Όσο κι αν μας αρέσει να βλέπουμε να γίνονται κινητοποιήσεις για μας, ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν έχει γίνει μια σοβαρή ρήξη ούτε από τη γερμανική Αριστερά (Die Linke, Αυτόνομοι) στη γερμανική κοινωνία ούτε από τη γαλλική αριστερά ούτε από την ιταλική, στην οποία πιστέψαμε στην εποχή του Φόρουμ και τη ζήσαμε στις μεγαλειώδεις πορείες της Φλωρεντίας. Τα επισημαίνω αυτά για να ξέρουμε όλοι την εικόνα. Επαναλαμβάνω, όχι για να τη χρησιμοποιήσουμε σαν άλλοθι για να μην προχωρήσουμε εμείς, αλλά για να μπορούμε να είμαστε δίκαιοι στην κριτική και να ξέρουμε τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Η ανάγκη της ανασυγκρότησης των κινημάτων και της Αριστεράς
Για πάρα πολλά πράγματα χρειάζεται να ξέρουμε – πέρα από το να το θέλουμε – το πώς θα τα κάνουμε. Δηλαδή, το να πεις ότι αυτή τη στιγμή ετοιμάζω τη χώρα και τον κόσμο σε περίπτωση που όλα αποτύχουν – διότι οδηγούμαστε από τους Ευρωπαίους σε μια πολιτική διολίσθησης με βάση το ότι ξέρουν την αδυναμία μας και δε θέλουν με τίποτα να σπάσουν το νεοφιλελευθερισμό και την πολιτική της λιτότητας – σ’ ένα πραγματικά σχέδιο β’, για να μπορέσουμε να σταθούμε απέναντι σ’ αυτές τις πιέσεις.
Γιατί αν αποφασίσουμε πραγματικά να κάνουμε ρήξη με την Ευρωζώνη, πρέπει να δούμε πώς θα την κάνουμε, τι θα γίνει με το νόμισμα κά. Δεν είναι απλά μερικά πράγματα. Αν πάμε στη δραχμή, ποια θα ‘ναι η σχέση υποτίμησης με το Ευρώ; Εμείς θα την καθορίσουμε; Δηλαδή θα πούμε ότι θέλουμε να γυρίσουμε στην παλιά σχέση 1:340 και θα το δεχθούν; Θα μας πουν 1:1000. Αυτοί θα αποφασίσουν.
Από την άλλη μεριά, έχουμε μια τόσο επαναστατική συνθήκη που να μας επιτρέπει να πάμε με απόλυτο τσαμπουκά, δηλαδή, ανεξάρτητα από το θέμα της ρύθμισης του νομίσματος, να προχωρήσουμε σε δήμευση των περιουσιών του πλούτου και πλήρη εργατικό έλεγχο; Έχει το κίνημα διαμορφωμένες θέσεις; Ψήγματα έχουμε, όπως τη ΒΙΟΜΕ. Το εργατικό κίνημα δεν είχε διαμορφώσει όρους κινηματικούς, που να του επιτρέπουν να πάει πιο αποφασιστικά και να πιέσει αντίστοιχα τις εξελίξεις στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, για πιο αποφασιστικές αλλαγές. Αυτό είναι το σύνολο της εικόνας και πρέπει να το λέμε.
Τι μας απομένει, λοιπόν; Μια προωθητική αντιπολίτευση. Το κίνημα πρέπει να ανασυνταχθεί. Αυτό απαιτεί ανασύνταξη όλων των κομμάτων – και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των υπολοίπων – σε μια γραμμή οργανωμένης συζήτησης, παραγωγή ιδεών και κατάθεσής τους μέσα στις γειτονιές και στις λαϊκές πρωτοβουλίες. Έτσι, θα μπορέσουν να πάνε μπροστά ζητήματα εργασίας , περίθαλψης και δικαιωμάτων συνολικά.
Κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να υποχωρήσουμε από τη θέση ότι πρέπει να επανέλθει το παλιό εργατικό δίκαιο – μάλιστα βελτιωμένο – διότι αυτό θα διαμορφώσει σημαντικούς βαθμούς ελευθερία, για να αναπτυχθεί το κίνημα. Το θεωρώ το πιο στρατηγικό απ’ όλα. Δηλαδή, αν σε κάτι δε θέλω να υπαναχωρήσει αυτή η κυβέρνηση, είναι στο να επιβάλλει πραγματικά όλες τις συλλογικές συμβάσεις, να σπάσει την εργοδοτική τρομοκρατία, να προστατέψει τον εργαζόμενο που θέλει να στήσει σωματείο και να απεργήσει, γιατί εκεί θα κριθεί η δυνατότητα του κόσμου να κάνει πολιτική.
Κι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, ενώ δεν έχει δημοσιονομικό κόστος, οι απ’ έξω επιμένουν να λένε «όχι» σε τέτοιες προτάσεις. Γιατί ξέρουν ότι αυτός είναι ένας όρος του σπασίματος της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Για να ‘χεις συμπιεσμένη κι υποτιμημένη την εργατική δύναμη, δεν πρέπει να ‘χει τη δυνατότητα να οργανωθεί. Δε φτάνουν οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που θα επιβάλλουν πτώση των μισθών.
Κι εδώ να προσθέσω κάτι. Η ιστορία με την επαναφορά του βασικού μισθού στα 751€ – έτσι όπως διατυπώθηκε από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ – ήταν μια συμμαχία κυρίως μεσοαστικών στρωμάτων με την εργατική τάξη. «Σου απελευθερώνω με τα κόκκινα δάνεια όλη τη δυνατότητα να ‘χεις την επιχείρηση, αλλά αυτό που δίνεις σαν αντιστάθμισμα στην εργατιά είναι τα 751€ βασικό μισθό». Είναι φοβερή οπισθοχώρηση να γυρίσεις σε μια λογική ότι «εσείς θα πάρετε τις όποιες απαλλαγές από τα δάνεια», αλλά τα 751€ στις καλένδες. Και θα ‘ναι ακόμα μεγαλύτερη, αν πάει πίσω η ιστορία της επανάκαμψης του εργατικού δικαίου, έστω της περιόδου πριν το μνημόνιο – μιας και τότε δεν ήμασταν στην καλύτερη εποχή, και τότε υπήρχε τρομερή εργοδοτική τρομοκρατία στον ιδιωτικό τομέα.
Κίνδυνοι και προοπτικές
Το κίνημα λοιπόν πρέπει να πιέσει. Πρέπει να ανασυνταχθεί σε μια νέα λογική, επειδή έχει μια φιλική κυβέρνηση (ή τουλάχιστον πιο ευάλωτη στα ζητήματα του κινήματος). Μάλιστα, ακριβώς επειδή δεν έχει μια αντίπαλη κυβέρνηση, έχει νόημα να ανασυνταχθεί κι ο συνδικαλισμός, για να πιέσει και να διεκδικήσει.
Σε περίπτωση που ανατραπεί αυτή η κυβέρνηση θα συντριβεί όλη η Αριστερά. Κι αυτό γιατί, σ’ αυτήν τη φάση, η κυβέρνηση δε θα ανατραπεί από τα αριστερά και κάτω, αλλά θα ανατραπεί από δεξιά και πάνω (ίσως κι από τα κάτω, ανάλογα με το τι θα γίνει με τη Χρυσή Αυγή). Αυτό έγινε και το 1989. Μη νομίζει κανείς δηλαδή ότι με τους σημερινούς όρους, αν πέσει η κυβέρνηση, θα πάμε σε ακόμα πιο αριστερές καταστάσεις.
Αν, όμως, ανασυνταχθεί σοβαρά το κίνημα κι έχει τη λογική της προωθητικής αντιπολίτευσης, τότε υπάρχει η περίπτωση μέσα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης να διαμορφωθούν συνθήκες τέτοιες, που το κίνημα να βγάλει μια άλλη – ή και καθόλου – κυβέρνηση, αν περάσει σ’ άλλες οπτικές. Ή εν πάση περιπτώσει, το κίνημα να πάει τα πράγματα προς εξελίξεις για την ικανοποίηση των αιτημάτων του, που σημαίνει ικανοποίηση των διευρυμένων λαϊκών αναγκών και δικαιωμάτων σ’ όλα τα επίπεδα.
Διαβάστε ρεπορτάζ από την εκδήλωση και δείτε βίντεο με τις εισηγήσεις στο xekinima.org: «Θεσ/νίκη: Μια πολύ πετυχημένη και ουσιαστική εκδήλωση από το «Ξ» (βίντεο)».