Πάνω από 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν έστω και σε μια από τις κινητοποιήσεις των προηγούμενων εβδομάδων για το έγκλημα στα Τέμπη, σύμφωνα με το «πολιτικό βαρόμετρο» της Public Issue για τον Μάρτη του 2023. Κορύφωση του κινήματος ήταν οι εξαιρετικά μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις της 8ης Μάρτη, ενώ η Γενική Απεργία που έγινε στις 16 Μάρτη, αν και είχε και πάλι μεγάλη συμμετοχή, ήταν περίπου η μισή της προηγούμενης.
Η οργή ξεχείλισε
Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να κρύψει τις ευθύνες της για το έγκλημα και να κατευνάσει την οργή. Την ίδια στιγμή προσπάθησε να μετατρέψει τον σταθμάρχη Λάρισας που είχε βάρδια εκείνο το βράδυ σε εξιλαστήριο θύμα. Σε αυτό συνεπικουρούν όλα τα καθεστωτικά ΜΜΕ.
Όσο και να προσπαθούν όμως η αλήθεια δεν κρύβεται και η οργή ξεχειλίζει.
Οι εργαζόμενοι στα τρένα κατάγγελλαν εδώ και δυο δεκαετίες τις περικοπές στη χρηματοδότηση αλλά και τις αναθέσεις έργων σε εργολάβους που είχαν κριτήριο τη μίζα και όχι την σωστή λειτουργία του σιδηρόδρομου. Εξηγούσαν ότι ένα σοβαρό ατύχημα ήταν θέμα χρόνου γιατί είχαν δημιουργηθεί σοβαρά προβλήματα στις υποδομές, ενώ δεν είχαν τοποθετηθεί βασικά ηλεκτρονικά συστήματα ασφαλείας (παρότι είχαν πληρωθεί).
Οι κυβερνήσεις όλων των τελευταίων χρόνων αρνούνταν να κάνουν προσλήψεις, ενώ ταυτόχρονα έδιωχναν με υποχρεωτικές μετατάξεις έμπειρο προσωπικό από τον ΟΣΕ γιατί ήταν δήθεν πλεονάζον. Ο σιδηρόδρομος λειτουργούσε με λιγότερο από το μισό προσωπικό που ήταν απαραίτητο!
Όλοι στη διοίκηση του ΟΣΕ, της Hellenic Train, και φυσικά όλα τα στελέχη και όλες οι ηγεσίες του Υπουργείου Μεταφορών γνώριζαν! Όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα, αλλά συνέχιζαν τις περικοπές. Κόβανε από την ασφάλειά μας για να τσεπώνουν κέρδη οι ιδιώτες που πήραν τον ΟΣΕ, οι εργολάβοι στους οποίους ανέθεταν έργα, και φυσικά οι ίδιοι, καθώς οι «εξυπηρετήσεις» αμείβονται αδρά.
Τα κινήματα χρειάζονται μαχητικούς στόχους και προοπτική
Πλατιά κοινωνικά στρώματα έβγαλαν συμπεράσματα για τον εγκληματικό ρόλο των ιδιωτικοποιήσεων και τη σημασία της ανάγκης για εθνικοποιημένες υπηρεσίες, όπου να παίζει ρόλο η γνώμη των εργαζομένων και να λειτουργούν με βάση την ασφάλεια και την ποιότητα των μετακινήσεων για τις ανάγκες της κοινωνίας και όχι τα κέρδη των καπιταλιστών.
Στις σημερινές συνθήκες θα έπρεπε να μπει μπροστά μαχητικά το αίτημα για επαν-εθνικοποίηση των τρένων σε έναν ενιαίο ΟΣΕ, κάτω από τον δημοκρατικό έλεγχο των εργαζομένων και της κοινωνίας, χωρίς αποζημίωση των εταιρειών που τον εκμεταλλεύονται σήμερα.
Όμως τα επίσημα συνδικάτα δεν υιοθέτησαν το σύνθημα αυτό. Ακόμα και το ΚΚΕ αρνήθηκε να υιοθετήσει αυτό το αίτημα και να το κάνει προμετωπίδα του αγώνα. Σαν αποτέλεσμα η γενική διάθεση που υπήρχε –και εξακολουθεί να υπάρχει– στην κοινωνία για την ανάγκη ο σιδηρόδρομος να ανήκει στο δημόσιο και όχι στους κερδοσκόπους του ιδιωτικού τομέα δεν μπόρεσε να πάρει συγκεκριμένη έκφραση ούτε δυναμική.
Παράλληλα, ένα τέτοιο αίτημα θα έπρεπε να πλαισιωθεί από ένα αγωνιστικό πλάνο δράσεων και κινητοποιήσεων – όχι απλά κάποιες απομονωμένες απεργίες και μετά «κλείσιμο».
Οι απεργίες των σιδηροδρομικών χρειάζονταν ενίσχυση και από τον υπόλοιπο κλάδο των μαζικών επιβατικών μεταφορών, ώστε να μην ξεκινήσει κανένα τρένο πριν να λυθούν τα πολύ σοβαρά προβλήματα ασφαλείας. Άλλωστε οι εργαζόμενοι σε όλα τα μέσα (αεροπλάνα, πλοία, λεωφορεία) καταγγέλλουν αντίστοιχα προβλήματα. Απαιτούνταν συντονισμός και κοινός αγωνιστικός βηματισμός.
Έναν τέτοιο αγώνα θα μπορούσε να τον στηρίξει το σύνολο του εργατικού κινήματος. Διεκδικώντας να ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα των εργαζομένων για ασφάλεια στις μαζικές επιβατικές μεταφορές αλλά και να επιστρέψει στο Δημόσιο το σύνολο του σιδηροδρόμου.
Μετά την πρωτοφανή συμμετοχή στην απεργία της 8ης Μάρτη θα έπρεπε το κίνημα να βγει επιθετικά απέναντι στην κυβέρνηση, προειδοποιώντας την με κλιμακούμενες και επαναλαμβανόμενες γενικές απεργίες ότι δεν θα σταματήσει αν δεν παρθεί πίσω ο ΟΣΕ.
Οι ηγεσίες των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ δεν είχαν καμιά διάθεση να πάρουν κάποια τέτοια πρωτοβουλία. Αλλά και η ηγεσία του ΚΚΕ, παρότι είχε τις δυνάμεις, έδειξε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να λειτουργήσει καταλυτικά για να αναγκάσει τα επίσημα συνδικάτα να κινηθούν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά από την άλλη δεν είχε την κρίσιμη μάζα για να δρομολογήσει τέτοιες διεργασίες στο μαζικό κίνημα και την κοινωνία.
Το κίνημα των Τεμπών μπορεί να «έκλεισε», ωστόσο άνοιξε μια ρωγμή στη συνείδηση – απέδειξε αφ’ ενός ότι ο κόσμος δεν παρακολουθεί «απαθής» τις εξελίξεις απ’ το σπίτι του και αφετέρου ότι οι εργαζόμενοι είναι διατεθειμένοι να κατέβουν μαζικά στον δρόμο και να παλέψουν για μαχητικές διεκδικήσεις. Το μόνο εμπόδιο ήταν για ακόμα μια φορά οι ηγεσίες του κινήματος. Κι από αυτό, προκύπτει το καθήκον του να χτιστεί μια νέα, εναλλακτική, μαζική αντικαπιταλιστική Αριστερά, για να δίνει ώθηση και προοπτική στους αγώνες.