Μια από τις πιο μεγάλες πολιτικές ανατροπές των τελευταίων τριών δεκαετιών βρίσκεται προ των πυλών. Η εκτίναξη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ ξεπερνά κάθε προσδοκία και κάθε πρόβλεψη. Ο δικομματισμός, οι ηγεσίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, βρίσκονται σε κατάσταση πανικού. Το ερώτημα που απασχολεί όλους, εχθρούς και φίλους, είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει τελικά να σπάσει τον δικομματισμό μια για πάντα, ή αν η άνοδος του είναι κάτι το οποίο θα ξεφουσκώσει την επόμενη περίοδο. Αυτό τελικά θα κριθεί όλους όσους από μας συμμετέχουν ή στηρίζουν τις προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ (1)
Δεν έπεσε από τον ουρανό
Η εκρηκτική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεσε από τον ουρανό. Ήταν ένας συνδυασμός, από τη μια της αντικειμενικής κατάστασης στην κοινωνία και από την άλλη της ανταπόκρισης του ΣΥΡΙΖΑ στις απαιτήσεις της εποχής.
Αντικειμενικά, το έδαφος ήταν ώριμο για μια μεγάλη ανατροπή στην πολιτική σκηνή. Η κοινωνία έφτασε στα όρια της αγανάκτησής της, μέσα από τις πολιτικές που εφάρμοζε για δεκαετίες το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και στη συνέχεια η Ν.Δ. Όλα τα «οράματα» και οι υποσχέσεις που αυτά τα κόμματα είχαν δώσει αποδείχτηκαν ψεύτικα. Η ένταξη στην Ε.Ε. και στο ευρώ όχι μόνο δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα αλλά η κατάσταση γίνεται χειρότερη κάθε χρόνο. Το μοναδικό χειροπιαστό αποτέλεσμα των τελευταίων 23 χρόνων είναι η διαρκής λιτότητα.
Η εμπειρία της τελευταίας διακυβέρνησης της Ν.Δ. ήταν καταλυτική. Από τη μια απέδειξε ότι η Ν.Δ. δεν είχε τίποτα να προσφέρει απέναντι στην αντιλαϊκή, αδιέξοδη, διεφθαρμένη και σάπια πολιτική του ΠΑ.ΣΟ.Κ., παρά μόνο να τα κάνει ακόμη χειρότερα. Και από την άλλη έδειξε ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ., σαν αντιπολίτευση, ήταν άφωνο, ανύπαρκτο, ανίκανο να δώσει οποιαδήποτε προοπτική.
Ενότητα και αριστερή στροφή ΣΥΝ
Όμως αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να αξιοποιήσει αυτές τις δυνατότητες αυτό οφείλεται στην μετακίνηση του προς τα αριστερά την τελευταία περίοδο.
Παράλληλα, ένα από τα πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ενότητα στη δράση και η συνεργασία τόσων πολλών αριστερών οργανώσεων – κάτι που σπάει τον κατακερματισμό που μαστίζει την Αριστερά.
Πάνω απ’ όλα όμως, χωρίς την αριστερή στροφή του ΣΥΝ στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων, από το 4ο συνέδριο του 2004, η εκρηκτική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν αδύνατη.
Ήταν η μαχητική εμπλοκή του ΣΥΝ στα κινήματα της τελευταίας περιόδου, ιδιαίτερα στο κίνημα της νεολαίας. Ήταν η μαχητική αντιπολίτευση του ΣΥΝ στη βουλή και οι σκληρές καταγγελίες με «λαϊκές εκφράσεις» του Αλέκου Αλαβάνου της πολιτικής της κυβέρνησης. Ήταν οι αρκετά σαφείς διαχωριστικές γραμμές από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η άρνηση της συγκυβέρνησης μαζί του (κυβέρνηση κεντροαριστεράς), ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο. Ήταν η εδραίωση της αριστερής στροφής του ΣΥΝ στο τελευταίο, 5ο συνέδριο του. Και τέλος βέβαια, η εκλογή του Αλέξη Τσίπρα στην προεδρία του ΣΥΝ συμπλήρωσε στην εικόνα της δυναμικής, ριζοσπαστικής, ανοιχτής και ενωτικής αριστεράς, που η ελληνική κοινωνία αναζητούσε, τα στοιχεία της ανανέωσης και της φρεσκάδας.
Και τώρα τι;
Όσο περισσότερο ενισχύεται ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο αυξάνονται τα ιστορικά του καθήκοντα. Γιατί, πραγματικά, αυτή η στιγμή διαφαίνεται η δυνατότητα μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης του τόπου. Όσο αυτό γίνεται συνείδηση στην κοινωνία άλλο τόσο θα ενισχύεται η δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως αυτόματα προκύπτουν δύο ερωτήματα. Πρώτον, πώς θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει αυτή την δυναμική; Και δεύτερον, πώς θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να αποφύγει το παράδειγμα της αριστεράς, ιστορικά και διεθνώς, η οποία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της, δεν μπόρεσε να έχει συνέπεια λόγων και έργων και τελικά οδηγήθηκε είτε σε ήττες είτε σε προδοσίες του κινήματος;
Με αυτά καταπιανόμαστε στη συνέχεια. Αυτά τα ερωτήματα έχουν πάνω απ’ όλα να κάνουν με τον ΣΥΝ ο οποίος αποτελεί την κύρια δύναμη στον ΣΥΡΙΖΑ. Από την πορεία του ΣΥΝ θα καθοριστεί κατά κύριο λόγο η συνολική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την ιστορία της ελληνικής Αριστεράς
Όσο ενθουσιασμό και αν προκαλεί η εκρηκτική άνοδος του ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ άλλο τόσο προβληματισμό πρέπει να δημιουργεί η ανάγκη να αποφευχθούν λάθη του παρελθόντος.
Το ελληνικό κίνημα έχει υποφέρει πολλά και έχει πληρώσει πάρα πολύ ακριβά τα λάθη της ελληνικής αριστεράς στο παρελθόν. Βγάζοντας συμπεράσματα από τα «λάθη» του ΚΚΕ σε μια προηγούμενη ιστορική εποχή, επιχείρησε να εναποθέσει τις ελπίδες του στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. στη δεκαετία του ’70. Από τις αριστερές θέσεις που αρχικά είχε, όμως, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετακινήθηκε προς τα δεξιά σε βαθμό που σήμερα να μην έχει καμία σχέση με την αριστερά και να είναι απλά ένα δεύτερο κόμμα στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Οι εργαζόμενοι και η νεολαία πλήρωσαν ακριβά την εμπιστοσύνη που δώσανε στο ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Τέτοιου είδους λάθη, τέτοιου είδους ασυνέπεια λόγων και έργων, ψεύτικων οραμάτων και εξαπάτησης, δεν πρέπει να επαναληφθούν ξανά. Πώς όμως θα αποφευχθούν;
Από τη διεθνή εμπειρία
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά, είτε διαλύθηκαν είτε εκφυλίστηκαν είτε συμβιβάστηκαν και αστικοποίηθηκαν – με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αυτό δημιούργησε ένα κενό το οποίο οδήγησε στη δημιουργία νέων αριστερών σχηματισμών σε πανευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Κόμματα όπως την Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Σκοτίας (SSP), το Κόμμα για τον Σοσιαλισμό και την Ελευθερία στη Βραζιλία (P-SOL), το Κόμμα «Σεβασμός» (Respect) στην Βρετανία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ολλανδίας, το Αριστερό Κόμμα στην Γερμανία, κοκ, είναι κόμματα τα οποία δημιουργήθηκαν στη διάρκεια των τελευταίων 10 – 15 χρόνων. Τι διδάσκει η εμπειρία από αυτή τη νέα Αριστερά στη διάρκεια των τελευταίων 10 – 15 χρόνων;
Δυστυχώς η εικόνα είναι θλιβερή. Η κύρια τάση που εμφανίζεται είναι η μετακίνηση όλων των νέων σχηματισμών προς τα δεξιά. Σαν αποτέλεσμα κάποιοι υποτάσσονται ξεπουλώντας για μια ακόμη φορά τις αριστερές ιδέες. Και κάποιοι οδηγούνται στον εκφυλισμό και τη διάλυση.
Πιο πρόσφατα παραδείγματα, στη διάρκεια του προηγούμενου χρόνου, το 2007, είχαμε τη διάσπαση του Respect στη Βρετανία και τη διάλυση του Σκοτσέζικου Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Σκοτία (που για ένα διάστημα λειτούργησε σαν πρότυπο για τους νέους σχηματισμούς στην Ευρώπη).
Στην Ολλανδία, το ΣΚ, το οποίο ξεκίνησε σαν ένας πολύ ριζοσπαστικός σχηματισμός, σήμερα δηλώνει έτοιμο να συμμετέχει στην ίδια κυβέρνηση με τους ξεπουλημένους Ολλανδούς «Σοσιαλιστές».
Στη Γερμανία το Αριστερό Κόμμα συμμετέχει στις τοπικές κυβερνήσεις, στο Βερολίνο και αλλού, μαζί με τους Σοσιαλδημοκράτες, εφαρμόζοντας νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Με επικεφαλής επιφανείς προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, πρώην πρόεδρος της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας και ο Μπίσκι, νυν πρόεδρος του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, το κόμμα αυτό δεν αρνείται συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλδημοκράτες και σε επίπεδο ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας. Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στο μέλλον, αυτό το κόμμα, όντας στην κεντρική κυβέρνηση, θα εφαρμόζει τις ίδιες αντιλαϊκές, νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ακολουθεί σήμερα σε επίπεδο κρατιδίων;
Τα πιο πάνω παραδείγματα είναι ενδεικτικά. Στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερα.
Η «οδυνηρή» περίπτωση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης.
Η πιο «οδυνηρή» εικόνα αυτή την εποχή όμως, εμφανίζεται στην Ιταλία.
Η Κομμουνιστική Επανίδρυση, το κόμμα που στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ήταν επικεφαλής όλων των μεγάλων κινημάτων στην Ευρώπη, του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και του αντιπολεμικού κινήματος, δεν άντεξε στο δέλεαρ των υπουργικών θέσεων και σαν αποτέλεσμα συμμετείχε στην κυβέρνηση του Πρόντι εφαρμόζοντας νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Υπόσκαψε έτσι το ίδιο το κίνημα αλλά υπόσκαψε και τη δική της υπόσταση. Σήμερα είναι συνυπεύθυνη για την απειλούμενη επιστροφή του Μπερλουσκόνι, 20 μόνο μήνες μετά την πτώση του. Η ηγεσία της προχωρά στην αλλαγή ονόματος και αριστερών συμβόλων για να φτιάξει το «ουράνιο τόξο» αυτό που μεγάλα κομμάτια της βάσης ονομάζουν με αγανάκτηση και απογοήτευση «ροζ πράμα». Η εκλογική απήχηση της κομμουνιστικής επανίδρυσης βρίσκεται σε κάθετη πτώση.
Η Κομμουνιστική Επανίδρυση επανέλαβε το ίδιο ιστορικό λάθος δύο φορές. Είχε συμμετάσχει ξανά σε κεντροαριστερή κυβέρνηση στα μέσα της δεκαετίας του 90, αναγκάστηκε να αποχωρήσει και πλήρωσε αυτό το «λάθος» με διάσπαση. Και όμως μια δεκαετία μετά επανέλαβε το ίδιο «λάθος».
Βάθεμα της αριστερής στροφής
Με άλλα λόγια, όχι μόνο τα παλιά αριστερά κόμματα, κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά, εγκατέλειψαν ιδέες και αρχές, αλλά φαίνεται πως και τα νέα κόμματα της αριστεράς ακολουθούν παρόμοιες διαδρομές. Είναι δυνατό μ’ αυτά τα δεδομένα (και πολλά άλλα που δεν υπάρχει ο χώρος για να αναφερθούν) να είναι κανείς «χαλαρός», να εφησυχάζει για το τι επιφυλάσσει η επόμενη μέρα για τον ΣΥΡΙΖΑ; Κατά τη γνώμη μας αυτό θα ήταν καταστροφικό.
Έτσι, ξεκινάμε υποστηρίζοντας πως, αν προκύπτει ένα κεντρικό συμπέρασμα από όλη την αρνητική εμπειρία της αριστεράς ιστορικά και διεθνώς είναι ότι, το νέρωμα των αριστερών πολιτικών στο όνομα μιας «ρεαλιστικής πολιτικής» οδηγεί στην καταστροφή της αριστεράς.
Και από αυτό, για τον ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ, προκύπτουν σαν αναγκαιότητα:
1. Συνέχιση και βάθεμα της αριστερής στροφής που έχουμε δει να συντελείται στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων.
2. Σταθερότητα και συνέπεια στην άρνηση εμπλοκής σε οποιοδήποτε κεντροαριστερό σενάριο – με τον πιο εμφατικό και ξεκάθαρο τρόπο.
3. Ξεκαθάρισμα της πρότασης για μια εναλλακτική αριστερή διακυβέρνηση. Από τη στιγμή που αποκλείεται η συγκυβέρνηση με κόμματα που υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου (όπως το ΠΑΣΟΚ), πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένη και πρακτική πρόταση εξουσίας από την ριζοσπαστική αριστερά.
Ενώ για τις μικρότερες συνιστώσες που συμμετέχουν στον ΣΥΡΙΖΑ(3) τα πιο πάνω σημεία θα μπορούσε να είναι εύκολα αποδεκτά, για τη μεγάλη συνιστώσα, από την οποία το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται, δηλαδή τον ΣΥΝ, αυτό δεν είναι. Και εξηγούμαστε.
Τι έδειξε το πέμπτο συνέδριο του ΣΥΝ
Στο 5ο συνέδριο του ΣΥΝ κυριάρχησε η αριστερή πτέρυγα. Ο Αλέξης Τσίπρας εκλέχτηκε με πάνω από 70% των συνέδρων μέσα σ’ ένα κλίμα ενθουσιασμού, υποστηριζόμενος, βασικά, από την αριστερή βάση του κόμματος. Η μετριοπαθής ή “δεξιά” πτέρυγα του κόμματος, γνωστή σαν “Ανανεωτική”, υποστήριξε στη μεγάλη της πλειοψηφία (εξαιρέσεις υπήρξαν εκατέρωθεν) τον Φώτη Κουβέλη.
Η διαμάχη ανάμεσα στις δύο πτέρυγες δεν πήρε ανοιχτά πολιτικά ή ιδεολογικά χαρακτηριστικά όπως είχε γίνει στο 4ο συνέδριο, το 2004. Σαν αποτέλεσμα αυτής της επιφανειακής ομοψυχίας διάφοροι σύντροφοι στον ΣΥΝ ένοιωσαν (και δήλωσαν) ότι οι τάσεις στο εσωτερικό του ΣΥΝ είχαν πάψει πια να έχουν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, είχαν μπει, στην ουσία, σε μια διαδικασία αυτοκατάργησης.
Κατά τη γνώμη μας αυτή είναι μια λάθος εκτίμηση. Η «δεξιά» πτέρυγα δεν έχει υποχωρήσει από την πραγματική της άποψη που είναι η συγκυβέρνηση με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. (θέτοντας βέβαια τον όρο στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. να μετακινηθεί ελαφρώς προς τα “αριστερά”). Και αυτό ήταν πολύ εμφανές στο συνέδριο.
Η Ανανεωτική τάση (“δεξιά” πτέρυγα) του ΣΥΝ δεν έκανε καμία αυτοκριτική στο 5ο συνέδριο. Ενώ στο προηγούμενο συνέδριο το 2004, είχε παλέψει με νύχια και δόντια ενάντια στην αριστερή στροφή του ΣΥΝ, όταν αυτή η αριστερή στροφή έφερε αποτελέσματα, οδήγησε στη μαζικοποίηση του κόμματος, προκάλεσε ένα τόσο μεγάλο ρήγμα στον δικομματισμό, μετά από όλη αυτή την «κοσμογονία», η δεξιά πτέρυγα δεν είχε την τόλμη σε κανένα σημείο του συνεδρίου να αναγνωρίσει πως έκανε λάθος!
Ακόμα και όταν προκλήθηκε δημόσια από στελέχη της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, και πάλι αρνήθηκε να αναγνωρίσει οποιοδήποτε λάθος. Αντίθετα, μάλιστα, πολλά στελέχη της «δεξιάς» πτέρυγας μπήκαν στην αντεπίθεση. Ανέφεραν χαρακτηριστικά πως το γεγονός ότι μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτέμβρη ο Αλέκος Αλαβάνος, άρχισε να μιλά ανοιχτά για την ανάγκη συμμετοχής της αριστεράς στη διακυβέρνηση της χώρας αποτελούσε δική τους δικαίωση.
Τι σημαίνει συμμετοχή της Αριστεράς στη διακυβέρνηση;
Στην πραγματικότητα η αριστερή και δεξιά πτέρυγα του ΣΥΝ ερμηνεύουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο τη συμμετοχή της αριστεράς στη διακυβέρνηση.
Και ο λόγος βέβαια είναι ότι η τοποθέτηση του Αλέκου Αλαβάνου για «μια νέα κυβερνητική πλειοψηφία με πυρήνα την ριζοσπαστική Αριστερά» μπορεί να ερμηνευτεί όχι απλά με διαφορετικούς τρόπους, αλλά, μάλιστα, με διαμετρικά αντίθετους τρόπους. Η πραγματικότητα δηλαδή είναι ότι ο ΣΥΝ δεν έχει καθαρή θέση πάνω στο ζήτημα κι αυτό φυσιολογικά ενθαρρύνει αποκλίνουσες απόψεις.
Η μεν αριστερή πτέρυγα, σύμφωνα με τις δηλώσεις των ίδιων των στελεχών της, βλέπει την συμμετοχή της ριζοσπαστικής αριστεράς στη διακυβέρνηση σαν κάτι που ανήκει στο μακροπρόθεσμο μέλλον, στη βάση μιας αριστερής πολιτικής και ενός αριστερού προγράμματος, με κάλεσμα στην υπόλοιπη Αριστερά και ιδιαίτερα στο Κ.Κ.Ε. για συμμετοχή, αποκλείοντας το επίσημο ΠΑ.ΣΟ.Κ. αλλά με την παρουσία κομματιών της βάσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Η «δεξιά» πτέρυγα εμφανίζεται πιο «ρεαλιστική»: Δηλώνει πως δεν είναι δυνατό να περιμένει κανείς συνεργασία με το ΚΚΕ – αφού το ΚΚΕ δεν θέλει – και τονίζει πως ο ρόλος της αριστεράς δεν είναι να αυτοεξαιρείται από την διακυβέρνηση και να αυτοπεριθωριοποιείται… Τι σημαίνουν αυτά τα «ωραία»; Σημαίνουν πως αφού με το ΚΚΕ δεν μπορεί να γίνει τίποτα, κι αφού δεν πρέπει να αυτοπεριθωριοποιούμαστε, πρέπει να «τολμήσουμε» τις κυβερνητικές ευθύνες, κι αφού δεν υπάρχει άλλος υποψήφιος συνεργάτης, πρέπει να συγκυβερνήσουμε με το ΠΑΣΟΚ. Η δεξιά πτέρυγα του κόμματος δεν το λέει άμεσα, το λέει έμμεσα όμως ξεκάθαρα: να πιεστεί το ΠΑΣΟΚ να μετακινηθεί λίγο προς τα αριστερά και να προχωρήσουμε σε κοινή κυβέρνηση.
Αν κάποιοι σύντροφοι/σες στο χώρο του ΣΥΝ έχουν αμφιβολίες για το αν αυτή η ανάλυση είναι ορθή, τους παραπέμπουμε στις ομιλίες δύο ιστορικών ηγετών του συνασπισμού, του Λεωνίδα Κύρκου και του Νίκου Κωνσταντόπουλου(4). Και οι δύο μίλησαν δημόσια, στις μέρες που προηγήθηκαν του 5ου συνεδρίου, υπέρ της συνεργασίας με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Βέβαια το βάρος και των δύο στις εσωτερικές διεργασίες του ΣΥΝ είναι σήμερα πολύ περιορισμένο. Όμως θα ήταν τεράστιο λάθος να νομίσει κανείς πως ο Κύρκος και ο Κωνσταντόπουλος εκπροσωπούν απλά τον εαυτό τους και πως ήταν εντελώς τυχαία η αναφορά τους λίγο πριν το συνέδριο του ΣΥΝ.
Ο Κύρκος, ο Κωνσταντόπουλος, ο Κουβέλης και πολλοί άλλοι μέσα στο ΣΥΝ διαφωνούν και μάλιστα ισχυρά με την αριστερή πορεία του κόμματος της τελευταίας περιόδου. Πριν 3 χρόνια η δεξιά πτέρυγα έδωσε πολύ σκληρή μάχη ενάντια στην αριστερή μετακίνηση του ΣΥΝ. Είναι λάθος να νομίζει κανείς πως «αυτοί οι σ. κατανόησαν το λάθος τους». Γιατί δεν είναι θέμα «λάθους». Είναι θέμα διαφορετικής ιδεολογικής τοποθέτησης. Και ασφαλώς η φάση της δυναμικής ανάπτυξης και μαζικής απήχησης στην οποία βρίσκεται σήμερα ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ κάθε άλλο παρά επιτρέπουν στην “ανανεωτική” πτέρυγα να μπει στην αντεπίθεση. Όμως, ας μην υπάρχει καμιά αμφιβολία, οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του ΣΥΝ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ξαναβγούν στην επιφάνεια. Αν η «δεξιά» πτέρυγα του ΣΥΝ μπορέσει να βρει μια σοβαρή ευκαιρία για να τερματίσει ή να ανατρέψει την αριστερή πορεία του ΣΥΝ, θα το κάνει. Και μ’ αυτή την έννοια το θέμα της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα δεν έχει λήξει. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα επανέλθει. Και το ποια θα είναι η εξέλιξη θα εξαρτηθεί από την εσωτερική πάλη και τα ισοζύγια στο εσωτερικό του ΣΥΝ και κατ’ επέκταση και του ΣΥΡΙΖΑ.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αλλού …
Αν όμως το πρόβλημα του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μόνο η «Ανανεωτική» πτέρυγα του ΣΥΝ το πρόβλημα θα ήταν μικρό.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, κατά τη δική μας άποψη, είναι ότι η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΝ δεν έχει μια καθαρή πρόταση/αντίληψη για το τι είδους διακυβέρνηση θέλει να έχει, για το τι σημαίνει δηλαδή η πρόταση της για «μια νέα κυβερνητική πλειοψηφία με πυρήνα την ριζοσπαστική αριστερά».
Ας δούμε τι λέει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, σε μια αντιπροσωπευτική γι’ αυτόν συνέντευξη, γι’ αυτό ακριβώς το θέμα (Συνέντευξη στην Καθημερινή, 3/2/2008):
«Το καθήκον μας είναι να προσπαθήσουμε να αναδείξουμε συγκεκριμένα ένα εναλλακτικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο. Νομίζω ότι στο αμέσως επόμενο διάστημα πρέπει να επιδιώξουμε μια ανοιχτή πλατιά συζήτηση με την κοινωνία, με πυρήνα αυτού του εγχειρήματος τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην κατεύθυνση του να συναντηθεί και με άλλες δυνάμεις, με δυνάμεις από τον σοσιαλιστικό χώρο, προκειμένου να είμαστε έτοιμοι σε σύντομο χρονικό διάστημα να μπορούμε να εκπονήσουμε ένα, όχι απλά εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης απ’ τα αριστερά αλλά ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για την Αριστερά σήμερα».
… “μεταρρύθμιση” ή ανατροπή;
Πρέπει να πούμε ότι όσο “νεανικό” και “φρέσκο” και αν είναι το πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα, οι πιο πάνω ιδέες δεν είναι ούτε νέες ούτε φρέσκιες – και δεν είναι καθόλου ριζοσπαστικές.
Πιο αναλυτικά.
Ο στόχος των φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων που θέτει ο ΣΥΝ και η νέα ηγεσία του, είναι ασφαλώς ένας πολύ ευγενής στόχος. Με την πιο πάνω δήλωση ο νέος πρόεδρος του ΣΥΝ εννοεί ότι πρέπει να προστατέψουμε το εισόδημα των εργαζομένων, τις συντάξεις των συνταξιούχων, την δημόσια παιδεία, τη δημόσια υγεία, τον δημόσιο τομέα γενικά ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και τις μετοχοποιήσεις, την προστασία από τις απολύσεις, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και ελευθερίες που οι εργαζόμενοι κατάκτησαν στις προηγούμενες δεκαετίες, να προστατευτεί το μέλλον της νέας γενιάς, να τερματιστεί η επίθεση στις εργασιακές σχέσεις, να σταματήσουν οι συμβάσεις επισφαλούς απασχόλησης, οι απλήρωτες υπερωρίες, να προστατευτεί το περιβάλλον, να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα των προσφύγων και των μεταναστών, κοκ.
Όλα αυτά είναι πολύ καλά και πολύ σωστά. Όμως πώς θα γίνουν;
Καθένα από τα παραπάνω μέτρα φέρνει, αντικειμενικά, την όποια κυβέρνηση τα επιχειρήσει, σε αντιπαράθεση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Η εφαρμογή αυτών των μέτρων θα σημαίνει αναπόφευκτα ότι το ελληνικό κεφάλαιο (το οποίο χάνει συνέχεια έδαφος στον ευρωπαϊκό και διεθνή ανταγωνισμό παρά τις σκληρές πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται) θα δεχτεί ένα ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα του να αντιμετωπίσει τους ανταγωνιστές του στη διεθνή αγορά. Και θα προσεγγίσει την όποια κυβέρνηση «με πυρήνα την ριζοσπαστική Αριστερά» με το αίτημα να τερματιστούν αυτές οι πολιτικές, «γιατί υποσκάπτουν την ελληνική οικονομία».
Σε περίπτωση που η κυβέρνηση αρνηθεί να εφαρμόσει την πολιτική που ζητά το κεφάλαιο ας μην υπάρχει οποιαδήποτε αυταπάτη ότι το κεφάλαιο θα καθίσει με χέρια σταυρωμένα να βλέπει τα κέρδη του να εξατμίζονται. Θα πιέσει και στο βαθμό που η κυβέρνηση της αριστεράς επιμένει στις φιλολαϊκές πολιτικές της, τότε το κεφάλαιο θα καταφύγει στο πιο σημαντικό όπλο το οποίο έχει, την επενδυτική αποχή. Δηλαδή, θα σταματήσει να επενδύει προκαλώντας ύφεση στην οικονομία, θα αποσύρει τα κεφάλαια του από το χρηματιστήριο προκαλώντας κατάρρευση των αξιών, θα μεταφέρει τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό, όπου θα του προσφέρονται πιο επικερδείς όροι. Αυτό το σενάριο δεν είναι υποθετικό(5). Είναι νόμος της λειτουργίας του κεφαλαίου. Δεν έχει να κάνει με τον καλό ή τον κακό καπιταλιστή – είναι η απλή λογική του καπιταλιστή. Τι θα κάνει σε αυτή την περίπτωση μια κυβέρνηση “με πυρήνα την ριζοσπαστική αριστερά”; Έχει στην πραγματικότητα δύο επιλογές. Ή θα υποταχθεί στους όρους του κεφαλαίου, ή θα αφαιρέσει από το κεφάλαιο τη δύναμη που έχει στην οικονομία.
Μέση λύση, καλώς ή κακώς, δεν υπάρχει.
Με άλλα λόγια ακόμα και οι πιο μικρές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες του εξοντωτικού ανταγωνισμού στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης προϋποθέτουν/απαιτούν την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Τότε όμως δεν μιλάμε για μεταρρυθμίσεις. Μιλάμε για μετωπική σύγκρουση με το κεφάλαιο. Μιλάμε για ρήξη και ανατροπή. Είναι διατεθειμένη η νέα ηγεσία του ΣΥΝ να προχωρήσει σε μια τέτοια ρήξη και ανατροπή;
“Κοινωνικό συμβόλαιο” ή ταξική πάλη και διεθνισμός;
Η έννοια του “κοινωνικού συμβολαίου” στο οποίο αναφέρεται ο Αλέξης Τσίπρας, δείχνει ακριβώς το αντίθετο.
Κοινωνικό συμβόλαιο σημαίνει συμβόλαιο ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις – οι βασικές κοινωνικές τάξεις είναι το κεφάλαιο από τη μια και οι εργαζόμενοι από την άλλη και ανάμεσά τους υπάρχουν διάφορα ενδιάμεσα στρώματα. Μπορεί κανείς αλήθεια να δει στις σημερινές συνθήκες μια τέτοια συναίνεση από τη μεριά του κεφαλαίου; Για να υπάρξει κοινωνικό συμβόλαιο χρειάζεται να υπάρχουν κοινά συμφέροντα. Ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία όμως δεν μπορούν να υπάρξουν κοινά συμφέροντα. Αυτό πια, δεν πρέπει να χρειάζεται ανάλυση και εξήγηση – η καθημερινή εμπειρία εκατομμυρίων εργαζομένων, νέων και παλιών, μιλά από μόνη της.
Κοινωνικό συμβόλαιο είναι αδύνατο να υπάρξει – είτε στην Ελλάδα είτε αλλού! Και αυτή η ασάφεια, αυτό το θολό σημείο, αυτή η αδυναμία στο πρόγραμμα της ηγεσίας του ΣΥΝ αποκαλύπτουν μια αχίλλειο πτέρνα: όταν έρθει η ώρα της κρίσης, δηλαδή της διακυβέρνησης, ο ΣΥΝ και κατά συνέπεια ο ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθήσει τον δρόμο που ακολούθησαν τα κόμματα της αριστεράς που αναφέραμε πιο πάνω: που ενώ ξεκίνησαν με τις πιο αγαθές προθέσεις τελικά εγκατέλειψαν το πρόγραμμά τους και υποχώρησαν στις πιέσεις του κεφαλαίου.
Πολύ περισσότερο που οι πιέσεις του κεφαλαίου δεν θα είναι μόνο εγχώριες. Είναι αφελές να περιμένει κανείς ότι το διεθνές κεφάλαιο και η ΕΕ θα παρακολουθούν είτε αδιάφορα, είτε «σεβόμενοι τη θέληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού» να επηρεάζονται αρνητικά και τα δικά τους συμφέροντα. Θα χρησιμοποιήσουν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να μπλοκάρουν την όποια ριζοσπαστική κυβέρνηση, να την υποτάξουν, να την ρίξουν.
Τι μπορεί να κάνει τότε μια αριστερή ριζοσπαστική κυβέρνηση; Είτε θα έχει χτίσει από την προηγούμενη περίοδο δεσμούς με αντίστοιχες οργανώσεις και κόμματα της αριστεράς σε πανευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, έτσι ώστε να έχει συμμάχους και στήριξη, την ίδια στιγμή που αντίστοιχες μάχες θα αναπτύσσονται και σε άλλες χώρες, κι όπου δυνατό σε επίπεδα ηπειρωτικά, είτε θα οδηγείται στους συμβιβασμούς και στην υποταγή – και τελικά στην εγκατάλειψη των αρχών της.
Έτσι εξηγείται η υποταγή της αριστεράς ιστορικά: από την έλλειψη ενός συνεπούς, ολοκληρωμένου σοσιαλιστικού προγράμματος από τη μια και από την έλλειψη του διεθνισμού από την άλλη.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ
Τα θολά σημεία στην πολιτική και το πρόγραμμα του ΣΥΝ αντανακλούνται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (το οποίο αποτελεί συμβιβασμό ανάμεσα στις συνιστώσες του).
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δίνει την έμφαση στην ανάγκη να δώσουμε τη μάχη ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Παραθέτει όλα τα σημεία των αντιλαϊκών πολιτικών που σήμερα εφαρμόζονται και ζητά να αντισταθούμε σ’ αυτά να τα αντιπαλέψουμε και να τα ανατρέψουμε. Συμφωνούμε απόλυτα!
Ταυτόχρονα το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται στο σοσιαλισμό. Και το κάνει όχι μία αλλά πολλές φορές. Και εδώ συμφωνούμε απόλυτα!
Όμως κάτι λείπει.
Λείπει καταρχήν η απάντηση στο ακόλουθο ερώτημα: είναι δυνατόν να ανατραπεί ο νεοφιλελευθερισμός χωρίς να ανατραπεί ο καπιταλισμός; Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν καταπιάνεται με αυτό το πολύ μεγάλο, πολύ ουσιαστικό, κεντρικό ερώτημα. Και φυσικά δεν το απαντάει.
Πρόκειται όμως για ένα κρίσιμο ερώτημα. Στο οποίο η απάντηση είναι αρνητική: αν δεν ανατραπεί η εξουσία του κεφαλαίου, δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα, είναι αδύνατο να ανατραπούν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που δεν είναι τίποτε άλλο από τις πολιτικές του κεφαλαίου.
Λείπει ακόμα κάτι: δεν εξηγείται τι σημαίνει σοσιαλισμός, δεν περιγράφεται πουθενά.
Και παρότι είναι εξαιρετικά σημαντικό ακόμα και απλά να αναφέρεται ο σοσιαλισμός, γιατί βοηθάει στην ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής συνείδησης μέσα στην κοινωνία, έστω γενικά και κάπως αφηρημένα, εντούτοις είναι απαραίτητο να εξηγείται και να περιγράφεται αναλυτικά.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει έτσι ένα είδος «άλματος», το οποίο από την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού «πηδάει» στον σοσιαλισμό χωρίς όμως να εξηγεί ούτε τη φάση της ανατροπής του καπιταλισμού και χωρίς να περιγράφει τι σημαίνει σοσιαλισμός. Αυτές είναι δύο εξαιρετικά προβληματικές ελλείψεις.
Για να φτάσεις στο τέλος του δρόμου, που είναι σοσιαλισμός, πρέπει να έχεις προδιαγράψει με αρκετή ακρίβεια τι είναι αυτό στο οποίο θες να φτάσεις. Διαφορετικά θα χαθείς. Και τότε δεν θα μπορέσεις, όχι σοσιαλισμό να φτιάξεις, αλλά ούτε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές να ανατρέψεις. Και αυτό, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, είναι ένα σημείο κλειδί για να ερμηνεύσουμε την αδυναμία της παραδοσιακής αριστεράς αλλά και των νέων σχηματισμών της αριστεράς στην Ευρώπη και διεθνώς να αποφύγουν τις παγίδες, να μην πέσουν στα χέρια «του εχθρού»…
Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;
Η συνηθισμένη απάντηση όσων διαφωνούν με την άποψη που έχουμε μόλις εκφράσει είναι ότι αυτά ισοδυναμούν με επανάσταση και η επανάσταση είναι μια παρωχημένη ιδέα, μια ιδέα που έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει.
Χρειάζεται και εδώ να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Καταρχήν, επανάσταση δεν σημαίνει μικρούς συνωμοτικούς κύκλους, ένοπλες εξεγέρσεις μειοψηφιών, αντάρτικα πόλεων ή βουνών, πραξικοπήματα, κλπ. Επανάσταση δεν σημαίνει «βία και αίμα». Επανάσταση, για τους συνεπείς σοσιαλιστές και κομμουνιστές, για τον μαρξισμό, σημαίνει την κινητοποίηση των μεγάλων μαζών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων σε τέτοια έκταση και τέτοιο όγκο που να προκαλούν μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές. Επανάσταση δεν είναι μια στιγμιαία έκρηξη – που έρχεται από το πουθενά. Είναι μια διαδικασία η οποία μπορεί να είναι και αρκετά μακρά σε διάρκεια, με κορυφώσεις και υποχωρήσεις, η οποία κάποια στιγμή θέτει το ζήτημα «ποιος είναι ο αφέντης εδώ πέρα». Αυτή την επανάσταση οι λαϊκές μάζες, φυσιολογικά, λογικά, θέλουν και επιδιώκουν να είναι όσο γίνεται πιο ειρηνική. Αν χρειαστεί να καταφύγουν σε βία θα το κάνουν γιατί η άρχουσα τάξη δεν επιτρέπει με ειρηνικό και δημοκρατικό τρόπο να υιοθετηθεί η βούληση των λαϊκών στρωμάτων. Αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την “λατρεία” της βίας και του αίματος από τις “τυφλές” αναρχικές ή αναρχίζουσες ομάδες.
Δεύτερον, με δεδομένη αυτή την ερμηνεία της “επανάστασης” ας μας πει κάποιος πότε σταμάτησε η επανάσταση να χαρακτηρίζει διαφορετικά τμήματα του πλανήτη, διαφορετικές χώρες και ηπείρους. Ακόμα και την εποχή της μεγάλης άνθισης και ευημερίας του καπιταλισμού, από τη δεκαετία του 50 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο πλανήτης σειόταν από επαναστάσεις – είτε στο λεγόμενο τρίτο κόσμο, είτε στον ανεπτυγμένο βιομηχανικό κόσμο: Κίνα, Κούβα, Βιετνάμ, Αγκόλα, Μάης του ’68 στη Γαλλία, Πορτογαλία το ’74, είναι μόνο μερικά από τα πολλά παραδείγματα.
Τρίτον, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, αναπτύσσονται διεργασίες στην ήπειρο της Λατινικής Αμερικής οι οποίες δεν μπορούν να περιγραφούν με καμία άλλη λέξη παρά μόνο σαν “επαναστατικές”. Πώς αλλιώς μπορεί να περιγραφεί η κατάσταση στην Βενεζουέλα, όπου τρεις φορές, το ντόπιο κεφάλαιο με τη συνεργασία των ΗΠΑ επιχείρησε να ανατρέψει τον Τσάβεζ, αλλά ηττήθηκε από την μαζική κινητοποίηση της κοινωνίας; Πώς αλλιώς να περιγραφούν οι απανωτές κοινωνικές εκρήξεις στη Βολιβία, που οδήγησαν τελικά στην εκλογή του πρώτου αυτόχθονα προέδρου στην ιστορία της ηπείρου – του Έβο Μοράλες; Πώς αλλιώς να περιγραφούν οι εκρήξεις στον Ισημερινό που οδήγησαν στην κατάληψη του τοπικού κοινοβουλίου από τα λαϊκά στρώματα; Και πώς διαφορετικά να περιγραφεί η εξέγερση των μαζών της Αργεντινής που την περίοδο 2001 – 2002 ανέτρέψαν πέντε προέδρους μέσα σε δύο μήνες;!
Η Λατινική Αμερική όμως δεν αποτελεί κάποιο «κεραυνό εν αιθρία» σε έναν κόσμο ο οποίος γενικά «σφυρίζει αδιάφορα». Η Λατινική Αμερική αποτελεί μεν εξαίρεση σήμερα, αλλά μόνο με την έννοια ότι είναι το πιο «προχωρημένο φυλάκιο» σ’ ένα κόσμο τον οποίο διαπερνά μαζικά η αμφισβήτηση, η ριζοσπαστική αναζήτηση και οι μεγάλοι ταξικοί και κοινωνικοί αγώνες. Το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, το κίνημα ενάντια στον πόλεμο, οι τεράστιες κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης, οι τεράστιες κινητοποιήσεις ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, οι μαζικές οι γενικές απεργίες, οι οποίες κάθε λίγο παραλύουν χώρες της Ευρώπης όπως τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, και βέβαια την Ελλάδα, η διάλυση δεκαετιών κοινωνικής συναίνεσης σε χώρες όπως τη Γερμανία, όλα αυτά είναι σαφή δείγματα ότι «κάτι μεγάλο κινείται». Και κινείται παντού – απ’ άκρη σ’ άκρη στον πλανήτη.
Πρέπει να είμαστε ακριβείς: Το ερώτημα δεν είναι αν θα έχουμε επαναστατικές διεργασίες στις διάφορες χώρες και ηπείρους. Αυτό το διασφαλίζει ο καπιταλισμός ο οποίος μέσα από την ίδια την εσωτερική λογική και λειτουργία του οδηγεί τα εργατικά και φτωχά λαϊκά στρώματα σε εκρήξεις. Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσουν να νικήσουν αυτές οι επαναστατικές διεργασίες, όταν εμφανιστούν.
Για να μπορέσει ένα τέτοιο μαζικό κίνημα, μια τέτοια έκρηξη των λαϊκών στρωμάτων να δικαιωθεί, δηλαδή να νικήσει, θα πρέπει μπροστά σ’ αυτό το κίνημα να υπάρχει μια Αριστερά η οποία να θέλει αυτήν την νίκη και η οποία να έχει ένα αρκετά καθαρό σχέδιο στο μυαλό της για το πώς θα την φέρει σε πέρας.
Το ερώτημα της εξουσίας
Και το ερώτημα κλειδί εδώ, είναι τι μορφή εξουσίας προτείνει η αριστερά. Όλα τα άλλα μπορούν να είναι λίγο γενικά. Μπορούν να είναι κάπως ελαστικά. Ακόμα και η περιγραφή του σοσιαλισμού μπορεί να είναι λίγο ευέλιχτη με την έννοια ότι δεν είναι δυνατό να προβλεφτούν οι λεπτομέρειες μιας μελλοντικής κοινωνίας. Αλλά το ζήτημα της εξουσίας δεν μπορεί να είναι γενικό, δεν μπορεί να είναι ελαστικό, δεν μπορεί να είναι ασαφές.
Ποιος θα έχει την εξουσία, στην μελλοντική κοινωνία; Το κεφάλαιο ή οι εργαζόμενοι; Αν η αριστερά σ’ αυτή την απάντηση δεν πει με καθαρότητα ότι η εξουσία θα περάσει στους εργαζόμενους, μέσα από συγκεκριμένες δομές και θεσμούς, τότε η εξουσία δεν θα φύγει ποτέ απ’ το κεφάλαιο.
Σ’ αυτό το σημείο το πρόγραμμα του ΣΥΝ δεν δίνει καμία απάντηση. Κι αυτό βέβαια αντανακλάται και στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουμε, επομένως, κάθε λόγο να μην εφησυχάζουμε.
Σταλινισμός
Και εκεί που νίκησε η επανάσταση ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Θα ανταπαντήσουν οι διαφωνούντες.
Αυτό, πραγματικά, είναι ένα πολύ πιο σοβαρό ερώτημα. Γιατί πραγματικά, η εμπειρία από την Σοβιετική Ένωση, το Ανατολικό Μπλοκ, την Κίνα, κοκ, είναι αρνητική. Γιατί εδώ είχαμε μονοκομματικές δικτατορίες, μια προσωπολατρεία η οποία έφτανε στην θεοποίηση του δικτάτορα (Στάλιν, Μάο), είχαμε τη μαζική εξόντωση με δολοφονίες και εκτελέσεις των (αριστερών διαφωνούντων) πολιτικών αντιπάλων – όλα αυτά στο όνομα της σοσιαλιστικής επανάστασης! Όλες οι κατακτήσεις της πρώτης φάσης της επανάστασης, τα θετικά της εθνικοποίησης των μέσων παραγωγής και του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας, η δωρεάν παιδεία, υγεία και κατοικία, η εξάλειψη της ανεργίας κοκ, θάφτηκαν στην ουσία κάτω από την κατάργηση κάθε ελευθερίας οργάνωσης, δράσης και σκέψης. Στο όνομα δήθεν της εξουσίας της εργατικής τάξης είχαμε τη δικτατορία της κομματικής γραφειοκρατίας (ή νομεκλατούρας) η οποία ζούσε μέσα στη χλιδή τον προκλητικό πλούτο τα ειδικά μαγαζιά και τα ειδικά νοσοκομεία. Αυτοί οι ασύδοτοι γραφειοκράτες δεν ήταν οι «συνεχιστές της επανάστασης», όπως προσποιούνταν, ήταν οι νεκροθάφτες της. Αυτό το σύστημα κατέρρευσε και οι χτεσινοί «κομμουνιστές» έγιναν οι σημερινοί καπιταλιστές που κυριαρχούν σήμερα σ’ αυτές τις χώρες.
Ναι. Αυτό, μάλιστα. Η μελέτη του σταλινικού φαινόμενου είναι ένα από τα πιο ουσιώδη καθήκοντα της σημερινής αριστεράς. Η καταδίκη του σταλινισμού είναι από τα πιο σημαντικά, πρωτεύοντα καθήκοντα.
Η διαπαιδαγώγηση της κομματικής βάσης, του συνόλου της αριστεράς και της κοινωνίας,
– στην εσωκομματική δημοκρατία,
– στο δικαίωμα των διαφορετικών απόψεων και των τάσεων μέσα στο κόμμα,
– στην έννοια της «εργατικής δημοκρατίας» δηλαδή της δημοκρατίας στις συνθήκες του σοσιαλισμού,
– που σημαίνει ελευθερία έκφρασης και οργάνωσης (συνδικαλιστικής, πολιτικής),
– δημοκρατικά λαϊκά και εργατικά συμβούλια,
– με εκλεγμένους και ανακλητούς ανά πάσα στιγμή εκπρόσωπους των εργαζομένων,
– ελεύθερη αντιπαράθεση υποψήφιων για τα «εργατικά κοινοβούλια» και πάλι με εκπροσώπους που να είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί,
– πολυκομματισμός,
– εργατικός έλεγχος και εργατική διαχείριση,
όλα αυτά πρέπει να αποτελούν πυλώνα της σημερινής αριστεράς αυτής που θέλει να αλλάξει την κοινωνία.
Αυτά όμως! Όχι το αν η επανάσταση είναι επίκαιρη ή όχι – μια συζήτηση που αποτελεί στην πραγματικότητα υπεκφυγή από την ουσία. Αλλά το πώς θα νικήσει το κίνημα που θα βρίσκεται στους δρόμους και το πώς θα χτιστεί μια δημοκρατική σοσιαλιστική κοινωνία. Δεν φτάνει να λέμε ότι θέλουμε «σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία». Πρέπει να τον περιγράφουμε και πρέπει να προτείνουμε ένα πρόγραμμα το οποίο να διασφαλίζει ότι ο σοσιαλισμός μας δεν θα εκφυλιστεί, που να διασφαλίζει πρακτικά και συγκεκριμένα τη δημοκρατία και την ελευθερία.
Συμπέρασμα
Η ελληνική Αριστερά, με τον ΣΥΡΙΖΑ μπροστά, βρίσκεται ξανά, μετά από δεκαετίες, αντιμέτωπη με μια ιστορική ευκαιρία: να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό. Να ανατρέψει ό,τι ήταν μέχρι σήμερα δεδομένο. Να δώσει προοπτική και όραμα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στην Ελλάδα. Να φρενάρει την επίθεση του κεφαλαίου. Να ξαναθέσει το όραμα της σοσιαλιστικής κοινωνίας και να το κάνει κτήμα των μαζών. Η ευκαιρία είναι τεράστια. Η πρόκληση είναι τεράστια. Τα καθήκοντά είναι τεράστια.
Στον δρόμο αυτής της «νέας» αριστεράς υπάρχουν κίνδυνοι. Λίγο να υποτιμηθούν μπορούν να οδηγήσουν στην καταστροφή. Έχουμε όλοι γνώση, από την ιστορία, του πώς «αγνοί αριστεροί» μετατρέπονται σε διεφθαρμένους γραφειοκράτες. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ.
Ο καταλύτης σε όλες αυτές τις εξελίξεις είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Η εκρηκτική άνοδος του προκαλεί δέος. Ο πρώτος κίνδυνος είναι να ξεφουσκώσει. Ο δεύτερος είναι τα λαϊκά στρώματα να δώσουν στον ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα να αλλάξει τις ζωές τους και αυτός να αποτύχει.
Στον διάλογο για το πως θα πάμε μπροστά, πως θα αποφύγουμε τα «λάθη» του παρελθόντος, ένας διάλογος ο οποίος αναπόδραστα θα αναπτυχθεί μέσα στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και γενικά της αριστεράς στην Ελλάδα καταθέτουμε τις πιο πάνω απόψεις και τις συνοψίζουμε σ’ ένα πολιτικό πρόγραμμα το οποίο στα βασικά του στοιχεία προτείνει:
1. Αντίσταση στην επίθεση του κεφαλαίου. Υπεράσπιση του δικαιώματος της εργασίας, ενός ικανοποιητικού βιοτικού επιπέδου, της μονιμότητας στην εργασία, των συντάξεων, της δημόσιας υγείας και παιδείας, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, ενάντια στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, για 35ωρο – 5μερο – 7ωρο.
2. Ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και τον πόλεμο, ενάντια στους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και της Ε.Ε., ενάντια τις στρατιωτικές οικονομικές και πολιτικές τους επεμβάσεις, την πολιτική του διαίρει και βασίλευε, ενάντια στους διεθνούς οργανισμούς τους οποίους ελέγχουν απόλυτα και έχουν θέσει στην υπηρεσία των δικών τους συμφερόντων. Ταυτόχρονα, ενάντια στους τοπικούς εθνικισμούς και τοπικούς ιμπεριαλισμούς, σεβασμό των δικαιωμάτων των εθνοτήτων και μειονοτήτων, υπεράσπιση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για καταπιεσμένες μειονότητες και εθνότητες.
3. Υπεράσπιση του περιβάλλοντος, υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων, ενάντια στον εθνικισμό, τον ρατσισμό και τον σκοταδισμό της εκκλησίας, υπέρ της ισότητας των φύλων, σεβασμό και κατοχύρωση της διαφορετικότητας στο χρώμα, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, τη θρησκεία και τη γλώσσα.
4. Συνέχιση των ενωτικών πρωτοβουλιών προς το σύνολο της αριστεράς και ιδιαίτερα των ενωτικών καλεσμάτων προς το Κ.Κ.Ε., στη βάση συγκεκριμένων ζητημάτων κοινής δράσης, τα οποία να αγγίζουν την ευαισθησία των εργαζομένων γενικά και της κομματικής βάσης κατ’ επέκταση. Ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η κομματική βάση του Κ.Κ.Ε. παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η κομματική βάση μπορεί να αναγκάσει την ηγεσία του κόμματος, σε μετέπειτα φάση, ή να ανταποκριθεί θετικά στα ενωτικά καλέσματα ή να περάσει από νέα καταστροφική κρίση.
5. Καθαρή πρόταση για την μελλοντική διακυβέρνηση του τόπου από την Αριστερά. Η πρόταση πρέπει να γίνει στη βάση συγκεκριμένου προγράμματος που να απαντά στα καθημερινά προβλήματα των εργαζομένων (όπως τα πιο πάνω – για την ανεργία, το εισόδημα, τις συντάξεις, το κοινωνικό κράτος, κ.λπ.) και να απευθύνεται κατά προτεραιότητα στο Κ.Κ.Ε. θέτοντας το απέναντι στις ευθύνες του.
6. Απόρριψη της Κεντροαριστεράς από θέση αρχής. Γιατί τυχόν ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος σε συνεργασία με ένα ΠΑ.ΣΟ.Κ. το οποίο έχει στα λόγια κάνει μερικά αριστερά κλικ, κάτω από την πίεση της κοινωνίας, θα οδηγήσει σε μια νέα μεγάλη προδοσία της εμπιστοσύνης των λαϊκών στρωμάτων στην Αριστερά. Το σημερινό ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι ανίκανο να εφαρμόσει μια αριστερή πολιτική. Η πρόταση για μελλοντική διακυβέρνηση πρέπει να είναι στη βάση ενός ξεκάθαρα αριστερού προγράμματος – χωρίς παζάρια. Πάνω σε αυτή τη βάση η ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα προτιμήσει να συνεργαστεί με τη Ν.Δ. παρά με μια κυβέρνηση της αριστεράς. Και πάνω σε τέτοιου είδους διεργασίες είναι που μπορούν να αποσπαστούν μεγάλα κομμάτια της κοινωνικής βάσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
7. Επιστροφή στο δημόσιο – επανεθνικοποίηση – όλων των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν ιδιωτικοποιηθεί, όποιες και αν είναι οι αντιδράσεις της Ε.Ε..
8. Για να μπορέσει να εφαρμόσει ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα μια αριστερή κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή από το να προχωρήσει στην κοινωνικοποίηση όλων των μεγάλων επιχειρήσεων της οικονομίας. Η ελληνική οικονομία ελέγχεται από όχι περισσότερες από 50 οικογένειες (τις οποίες μέχρι πρόσφατα ο πρωθυπουργός ονόμαζε νταβατζήδες) οι οποίες ελέγχουν τη βιομηχανία, το εμπόριο, τις τράπεζες, τον εφοπλιστικό στόλο, τα ΜΜΕ. Αυτή η παραγωγική δύναμη πρέπει να περάσει στα χέρια της κοινωνίας, για να μπορέσει να προγραμματιστεί η οικονομία με βάση τις ανάγκες του συνόλου και όχι τα κέρδη των 50 οικογενειών.
9. Οι δημόσιες επιχειρήσεις πρέπει να ανήκουν πραγματικά στην κοινωνία, και να λειτουργούν κάτω από συνθήκες πλήρους διαφάνειας, κοινωνικού και εργατικού ελέγχου και διαχείρισης, από συμβούλια στα οποία η πλειοψηφία θα ανήκει στους εργαζόμενους, χωρίς προνόμια, χωρίς υψηλότερους μισθούς και χωρίς προμήθειες στα υψηλόβαθμα κλιμάκια. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων σε κάθε είδους συμβούλιο, πρέπει να είναι εκλεγμένοι και ανακλητοί ανά πάσα στιγμή, με βάση τους απολογισμούς που θα έχουν υποχρέωση να παρέχουν σε τακτικά χρονικά διαστήματα στους εργαζόμενους. Μόνο έτσι μπορεί να αποφευχθεί η διαφθορά στον δημόσιο τομέα. Και μόνο έτσι μπορεί ο δημόσιος τομέας να λειτουργεί για την κοινωνία και όχι για τις οικονομικές ελίτ.
10. Τέλος, η Αριστερά που θέλει να αλλάξει δραστικά και ποιοτικά τις ζωές των εργαζομένων στην Ελλάδα δεν μπορεί να μην είναι βαθιά διεθνιστική. «Εθνικοί δρόμοι» προς τον σοσιαλισμό δεν υπάρχουν – και δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτό σημαίνει ότι χτίζουμε από σήμερα στενούς δεσμούς συντροφικών σχέσεων με κόμματα και οργανώσεις της ευρωπαϊκής και διεθνούς αριστεράς, που είναι διατεθειμένα να σταθούν με συνέπεια στις αριστερές ιδέες, να συμφωνήσουν με τις προτάσεις για ένα πρόγραμμα μαχητικής αντίστασης στην επίθεση τους κεφαλαίου και για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η απάντησή μας στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της καπιταλιστικής Ε.Ε. δεν μπορεί παρά να είναι μόνο μία: η Σοσιαλιστική Ενωμένη Ευρώπη στην υπηρεσία των εργαζομένων της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων.
_____________
1 Το Ξεκίνημα υποστήριξε ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές και συνεργάζεται στενά με τις δυνάμεις που συμμετέχουν σ’ αυτόν. Αυτή την περίοδο διεξάγεται στο εσωτερικό του Ξ συζήτηση για την περαιτέρω εμπλοκή και ενεργητική συμμετοχή του στον ΣΥΡΙΖΑ.
2 ΚΕΑ. Το ΚΕΑ αποτελείται από κόμματα της αριστεράς στην Ευρώπη, όπως το Γαλλικό Κομμουνιστικό, το ΑΚΕΛ, την Κομμουνιστική Επανίδρυση, την Ενωμένη Αριστερά στην Ιταλία κλπ. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των κομμάτων είναι η εμπλοκή τους σε κοινές κυβερνήσεις με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ο ΣΥΝ συμμετέχει στο ΚΕΑ.
3 Αυτές είναι : ΑΚΟΑ, ΚΟΕ, ΚΕΔΑ, ΔΕΑ, Κόκκινο, Ενεργοί Πολίτες, ανένταχτοι αριστεροί
4 Δηλώσεις Κωνσταντόπουλου, 14 Γενάρη 2008, στην παρουσίαση βιβλίου του Κώστα Λαλιώτη και δηλώσεις Κύρκου λίγες μέρες μετά (https://xekinima.org/news/display.php?tbl=news&id=547).
5 Υπάρχουν πάμπολλα διεθνή παραδείγματα που πιστοποιούν αυτή την αλήθεια και η Ελλάδα της περιόδου 81-83, του «αριστερού ΠΑΣΟΚ» είναι ένα από αυτά. Ο Παπανδρέου ξεκίνησε με σημαντικές παροχές στα λαϊκά στρώματα αλλά το ελληνικό κεφάλαιο προχώρησε σε σαμποτάζ της οικονομίας και τον υποχρέωσε σε στροφή 180ο. Το πιο χαρακτηριστικό όμως παράδειγμα είναι αυτό της Γαλλίας του Μιτεράν, την ίδια περίοδο, ο οποίος μέσα σε ένα χρόνο εγκατέλειψε την πολιτική των παροχών (και την οικονομική πολιτική στηριγμένη στον Κεϋνσιανισμό) και προσαρμόστηκε στους όρους του κεφαλαίου.