Επιμέλεια άρθρου του σ. Νάιλ Μαλχόλαντ,
από το site της CWI, socialistworld.net
Η απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να εξαπολύσει πυραυλικές επιθέσεις εναντίον της αεροπορικής βάσης Σαϊράτ (Shyrat) στη Συρία, έδωσε νέα διάσταση στη πολύχρονη σύγκρουση στη Συρία και τροφοδότησε επικίνδυνα τις εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ, της Ρωσίας και του Ιράν καθώς επίσης και με τη Βόρεια Κορέα και τη Κίνα. Θα αυξήσει επίσης σημαντικά τις αντιπαλότητες μεταξύ των σουνιτικών και των σιιτικών καθεστώτων στη Μέση Ανατολή.
Ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι η επίθεση με πυραύλους Τόμαχοκ διατάχθηκε να γίνει με στόχο το «αεροδρόμιο στη Συρία από το οποίο ξεκίνησε η χημική επίθεση», αναφερομένος στο Σαν Σεϊχούν, όπου πάνω από 70 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από χημικά αέρια τις προηγούμενες μέρες.
Ο φρικτός θάνατος δεκάδων αμάχων, συμπεριλαμβανομένων και παιδιών, δικαίως οδήγησε στην αποστροφή και την καταδίκη από τους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, αυτό που στην πραγματικότητα έγινε, είναι ότι οι ΗΠΑ υποστηριζόμενες και από άλλες δυτικές δυνάμεις, κυνικά στηρίχτηκαν πάνω στο τρομερό περιστατικό για να προσπαθήσουν να ενισχύσουν τη θέση τους στη συριακή σύγκρουση.
Οι δυτικές δυνάμεις, που θέλουν να δουν την απομάκρυνση του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, έσπευσαν γρήγορα να κατηγορήσουν το συριακό καθεστώς για τους θανάτους.
Η ασταθής κυβέρνηση Τραμπ χρησιμοποιεί επίσης την πυραυλική επίθεση σαν ένα τρόπο για να ενισχύσει την εγχώρια στήριξη της και, ιδιαίτερα, να αποσπάσει την προσοχή από το γεγονός ότι άλλα έλεγε πριν τις εκλογές κι άλλα βλέπουν οι υποστηρικτές του να κάνει τώρα – πάνω απ’ όλα δεν έχει τρόπο να προσφέρει λύσεις στα μεγάλα προβλήματα των Αμερικανών εργαζομένων.
Δεν έχει γίνει καμία έρευνα, πολύ περισσότερο σοβαρή, σχετικά με τους λόγους για τους θανάτους από τα χημικά στο Χαν Σεϊχούν.
Χωρίς μια τέτοια έρευνα, χωρίς να ζητήσει εντολή των Ηνωμένων Εθνών ή ακόμα και μια εντολή από το Κογκρέσο των ΗΠΑ, ο Τραμπ διέταξε τις πυραυλικές επιθέσεις κατά της Συρίας. Οι επιθέσεις των ΗΠΑ καλωσορίστηκαν από μια σειρά ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως της Βρετανίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας, καθώς και της Τουρκίας και του Ισραήλ. Η ισλαμιστική αντιπολιτευτική πολιτοφυλακή στη Συρία Αχράρ αλ-Σαμ εξέφρασε την ικανοποίηση της για τα «χειρουργικά χτυπήματα» των ΗΠΑ.
Ο Άσαντ θα χρησιμοποιήσει τις επιθέσεις των ΗΠΑ για να προσπαθήσει να ενισχύσει τα αντιιμπεριαλιστικά διαπιστευτήρια του στη χώρα. Και βέβαια οι μαρξιστές δεν δίνουν καμία απολύτως υποστήριξη στο καθεστώς Άσαντ, που δεν έχει δείξει κανένα ενδιαφέρον για τις ζωές αθώων αμάχων κατά τη διάρκεια του μακρύ και αιματηρού εμφύλιου πολέμου στη Συρία. Ο Άσαντ είναι ένας βάναυσος δικτάτορας έτοιμος να χρησιμοποιήσει ανελέητα μέσα για να παραμείνει στην εξουσία.
Ωστόσο μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για να πούμε ότι το καθεστώς Άσαντ ήταν υπεύθυνο για τον θάνατο αμάχων από χημικές ουσίες.
Δεδομένου ότι ο Άσαντ, με τη κρίσιμη βοήθεια του Πούτιν, κερδίζει τον πόλεμο, φαντάζει λάθος από τη σκοπιά του να ξεκινήσει μια αδιάκριτη χημική επίθεση, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι αυτό θα ήταν ένα πρόσχημα για πιθανή στρατιωτική επίθεση των ΗΠΑ.
Η Μόσχα επιμένει ότι η συριακή πολεμική αεροπορία χτύπησε μια αποθήκη χημικών όπλων που παράγονται από τους αντάρτες που πολεμούν τις κυβερνητικές δυνάμεις. Ο Γκούνθερ Μέγιερ, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών για τον Αραβικό Κόσμο στο Πανεπιστημίο του Μάινζ, πηγαίνει πιο μακριά:
«…Μόνο ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης θα μπορούσαν να έχουν όφελος από μια επίθεση με χημικά όπλα. Όντας με την πλάτη στο τοίχο, δεν έχουν σχεδόν καμία πιθανότητα να καταφέρουν να αντιμετωπίσουν το καθεστώς στρατιωτικά. Όπως δείχνουν οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου Τραμπ, τέτοια περιστατικά καθιστούν πιθανότερο για τις αντι-Άσαντ ομάδες να λάβουν περαιτέρω υποστήριξη από τις ΗΠΑ…» (Deutche Welle, 6/4/17)
Σε αυτό το στάδιο, το μόνο βέβαιο για τα φοβερά γεγονότα αυτής της εβδομάδας στο Χαν Σεϊχούν είναι ότι είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο δεκάδων αμάχων που προστίθενται στους εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους που σχετίζονται με τον πόλεμο.
Αυτό είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της αντεπανάστασης που εκτυλίχθηκε στη Συρία μετά από μια γνήσια μαζική εξέγερση ενάντια στον Άσαντ το 2011, εμπνευσμένη από τα επαναστατικά κινήματα στη Τυνησία και την Αίγυπτο. Αλλά απόντων ισχυρών οργανώσεων της εργατικής τάξης και μιας σοσιαλιστικής ηγεσίας, σεχταριστικές και ισλαμιστικές δυνάμεις μπόρεσαν να καλύψουν το κένο, με την βοήθεια αντιδραστικών κρατών του Κόλπου, της Τουρκίας και δυτικών δυνάμεων, οδηγώντας στον εκφυλισμό της μαζικής εξέγερσης σε έναν πολύπλευρο εμφύλιο πόλεμο.
Δεν είναι σαφές εάν οι αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ αποτελούν μια επίδειξη δύναμης και περιορισμένης δράσης ή αν προμηνύουν μια ευρύτερη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία. Είναι όμως σίγουρο ότι αποτελούν πλήγμα για τις συριακές και τις ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις καθώς η αεροπορική βάση Σαϊράτ είναι ένας σημαντικός ενδιάμεσος σταθμός για τις επιθέσεις ενάντια στη ισλαμική κατά το μεγαλύτερο μέρος ένοπλη αντιπολίτευση στον Άσσαντ.
Η Ρωσία καταδίκασε τις αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ σαν μια «επιθετική πράξη» και «παραβίαση του διεθνούς δικαίου» και ανέστειλε το κανάλι επικοινωνίας για τη στρατιωτική δράση στη Συρία με την Ουάσινγκτον, που χρησιμοποιείται για την αποφυγή τυχαίας σύγκρουσης.
Η ένταση αυτή ανάμεσα στις αμερικανικές και ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις μπορεί να έχει εκτεταμένες συνέπειες στη περιοχή και διεθνώς. Το Ιράν, το οποίο έχει πολιτοφυλακές που μάχονται μαζί με τα στρατεύματα του Άσαντ, επίσης καταδίκασε έντονα τις δράσεις των ΗΠΑ. Μια επιπρόσθετη επιπλοκή στη περιοχή είναι ότι ιρανικές δυνάμεις βρίσκονται επίσης και στο Ιράκ, όπου πολεμούν μαζί με το υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ καθεστώς της Βαγδάτης ενάντια στον ISIS.
Ο Τραμπ διέταξε τις αεροπορικές επιθέσεις ενώ βρισκόταν σε συνομιλίες με τον Κινέζο πρόεδρο, Ξι Τζινπίνγκ, που επισκεπτόταν τις ΗΠΑ. Αυτό δεν μπορεί παρά να έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση των εντάσεων με το Πεκίνο. Μερικές μέρες νωρίτερα ο Τραμπ είχε αναφέρει ότι ήταν διατεθειμένος να αναλάβει «μονομερή» στρατιωτική δράση ενάντια στη Βόρεια Κορέα και έκανε επίσης απειλητικές αναφορές στο χτίσιμο τεχνητών νησιών από τον κινέζικο στρατό, για στρατιωτικούς σκοπούς, στη θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η Κίνα παρακολουθεί με εξαιρετική καχυποψία τις κινήσεις του Τραμπ. Σύμφωνα με τους Financial Times (7/4/17)
«…Ο Λου Μπιντζί, ο οποίος είναι μέλος της μόνιμης επιτροπής που επιβλέπει το Κοινοβούλιο της Κίνας, προειδοποίησε κατά της μονομερούς δράσης των ΗΠΑ ενάντια στη Βόρεια Κορέα. “Ολόκληρο το κράτος είναι στρατιωτικοποιημένο” είπε. “Αν τους απειλήσεις με τη χρήση στρατιωτικής βίας, μπορεί και να το πληρώσεις ακριβά ”…».
Όπως γράψαμε ξανά, η έλευση της κυβέρνησης Τραμπ σηματοδοτεί μια στροφή σε πιο επικίνδυνες και απρόβλεπτες παγκόσμιες σχέσεις. Σε αυτή τη κατάσταση, η εργατική τάξη και η νεολαία στη Μέση Ανατολή, τις ΗΠΑ και όλο τον κόσμο χρειάζονται ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα και, ταυτόχρονα, την ανάπτυξη ισχυρών κομμάτων της εργατικής τάξης, με σοσιαλιστικές πολιτικές, για να αντιμετωπίσουν τον πόλεμο, την τρομοκρατία και τη φτώχεια που γεννά ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός.