Στις 12 Φλεβάρη 1945, υπογράφηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας. Με αφορμή αυτή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε σχετικό άρθρο – ιστορικό αφιέρωμα.
Η συμφωνία της Βάρκιζας, που υπογράφηκε στις 12 Φλεβάρη του 1945, αποτέλεσε την ταφόπλακα του μεγαλειώδους κινήματος αντίστασης του ελληνικού λαού, που, ξεκινώντας απ’ το μηδέν, μέσα σε λιγότερο από 4 χρόνια κατάφερε όχι μόνο να στριμώξει τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής και να απελευθερώσει περισσότερα από τα 3/5 του ελληνικού εδάφους, αλλά και να βάλει τις βάσεις για μια σοσιαλιστική κοινωνία αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου.
Αλλά για μια τέτοια δραματική εξέλιξη είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι αρκούσαν μερικές υπογραφές σ’ ένα κομμάτι χαρτί.
Στην πραγματικότητα, η Βάρκιζα δεν ήταν παρά το επιστέγασμα μιας μακράς πορείας λαθών και συνειδητών στρατηγικών επιλογών της ηγεσίας του ΚΚΕ αλλά και της -υπό τον πλήρη έλεγχο του Στάλιν πλέον- 3ης Διεθνούς σαν σύνολο, τόσο πριν από τον πόλεμο όσο και κατά τη διάρκειά του.
Όταν λοιπόν το ΚΚΕ σήμερα χαρακτηρίζει τη συμφωνία της Βάρκιζας «απαράδεκτη», δεν κάνει αυτοκριτική – όπως αυτάρεσκα ισχυρίζεται. Κάνει ακριβώς το αντίθετο: βρίσκοντας κάποιο εξιλαστήριο θύμα, αυτούς δηλαδή που την υπέγραψαν, προσπαθεί να κουκουλώσει γι’ άλλη μια φορά τα σφάλματά του. Και βέβαια η εμπειρία του ΚΚΕ σ’ αυτή την τακτική είναι τεράστια…
Το φάντασμα της «εθνικής ενότητας»
Η απόφαση για την ίδρυση του ΕΑΜ πάρθηκε στην 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, τον Ιούλη του 1941. Ας θεωρήσουμε τυχαίο το γεγονός ότι η απόφαση αυτή πάρθηκε μόνο μετά την επίθεση των Ναζί στη Σ. Ένωση, λίγες μέρες νωρίτερα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή το ΚΚΕ, πιστό στην τακτική των «Λαϊκών Μετώπων» με τους αστούς, προσπάθησε ν’ απευθυνθεί στους ηγέτες όλων των προπολεμικών αστικών κομμάτων, τα οποία βέβαια είχαν ήδη διαλυθεί. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να προτείνει για αρχηγό του ΕΑΜ τον μελλοντικό του σφαγέα, τον Γ. Παπανδρέου. Συνάντησε παντού αρνήσεις και εχθρότητα. Οι αστοί πολιτικοί, χώρια που δεν υπήρχε περίπτωση να δεχθούν να συμμετάσχουν σ’ ένα κίνημα που έβαζε σαν στόχο του μεταξύ των άλλων
«..την κατοχύρωση του κυριαρχικού δικαιώματος του ελληνικού λαού, όπως αποφανθεί περί του τρόπου της διακυβερνήσεώς του…»
εκείνη την περίοδο είτε ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους για το εξωτερικό είτε είχαν ήδη φύγει είτε είχαν αρχίσει να συνεργάζονται με τους κατακτητές. Μόνο τρία μικρά σοσιαλιστικά κόμματα αποδέχτηκαν την πρόσκληση.
Το ΕΑΜ και το στρατιωτικό του σκέλος, ο ΕΛΑΣ, ανδρώθηκαν γρήγορα, παρά και ενάντια στις διαθέσεις του αστικού πολιτικού συστήματος. Ποτέ όμως δεν σταμάτησαν ν’ αναζητούν συμμάχους, «νομιμότητα» και «ενότητα», ακριβώς με τους ίδιους αστούς που τους είχαν απ’ την αρχή γυρίσει την πλάτη. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στο στρατιωτικό επίπεδο. Από το 1942 ήταν προφανές ότι ο ΕΛΑΣ αποτελούσε με διαφορά την μεγαλύτερη και πιο αποτελεσματική αντιστασιακή οργάνωση. Τα πλήγματα που κατάφερνε στους Γερμανούς ήταν τεράστια. Και όμως, αυτό δεν εμπόδιζε τους Άγγλους να του βάζουν συνεχώς εμπόδια και να προσπαθούν να αποκρύψουν ή να μειώσουν τα κατορθώματα του ενώ την ίδια στιγμή βοηθούσαν απλόχερα και αβαντάριζαν απροκάλυπτα το «αντίπαλο δέος», τον ΕΔΕΣ του στρατηγού Ζέρβα. Παρ’ όλα αυτά, τον Ιούλη του 1943 το ΕΑΜ συμφώνησε να υπαχθεί ο ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, δηλαδή στους Άγγλους. Ο Ριζοσπάστης της 4/12/2011 μας πληροφορεί με λεπτομέρεια ότι την απόφαση υπέγραψαν οι Σαμαρινιώτης (Τζήμας), Σαράφης και Άρης Βελουχιώτης, λες και υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να υπογραφεί μια τέτοια συμφωνία χωρίς τη ρητή εντολή της ηγεσίας του ΚΚΕ…
Λίβανος και Καζέρτα
Η συνέχεια ήταν ακόμη χειρότερη. Μπαίνοντας το 1944 ήταν πλέον ολοφάνερο ότι ο πόλεμος θα τέλειωνε με την απόλυτη ήττα της Γερμανίας. Η Ελλάδα απελευθερωνόταν με γρήγορους ρυθμούς από το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ που αποχτούσε πια μια σχεδόν καθολική αποδοχή, αφού στις περιοχές που έλεγχε όχι μόνο είχε εκδιώξει τους Γερμανούς αλλά είχε αρχίσει και να τις οργανώνει πάνω σε νέες κοινωνικές βάσεις. Έφτασε μάλιστα να καταφέρει να οργανώσει ελεύθερες εκλογές μέσα σε μια κατεχόμενη χώρα, γεγονός μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία, στις οποίες ψήφισαν 1,8 εκατομμύρια άνθρωποι. (Μετά την απελευθέρωση οι εκλογείς μόλις που ξεπερνούσαν τα 2 εκατομμύρια). Δημιουργήθηκε έτσι στη Βίνιανη της Ευρυτανίας στις 10/3/1944 η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), η «κυβέρνηση του βουνού», η μόνη πραγματική εξουσία στη χώρα.
Κάθε λογικός άνθρωπος θα περίμενε ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, οι όποιες αποφάσεις για το μεταπολεμικό μέλλον της Ελλάδας θα παίρνονταν στο βουνό. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ήταν χρήσιμο να επιτευχθεί μια γενικότερη συμφωνία, το φυσιολογικό θα ήταν να καλεστούν τα άλλα πολιτικά κόμματα – δηλαδή τα φαντάσματά τους – να έρθουν στην ελεύθερη Ελλάδα για συζητήσεις. Έγινε ακριβώς το αντίθετο. Αντιπρόσωποι του ΕΑΜ δέχονται να ταξιδέψουν στη Μ. Ανατολή, όπου έχουν πια μαζευτεί όλοι οι προπολεμικοί αστοί πολιτικοί, κάτω βέβαια απ’ τον απόλυτο έλεγχο των Άγγλων. Πηγαίνουν στο στόμα του λύκου.
Το πώς εννοούσαν οι αστοί και οι «σύμμαχοι» Άγγλοι την εθνική ενότητα ήταν ήδη πεντακάθαρο στη Μ. Ανατολή που έλεγχαν. Ολόκληρη την άνοιξη του 1944 προχωρούν στο ξεκαθάρισμα των απλών στρατιωτών και ναυτών που βρίσκονται στην περιοχή και που ανήκουν σχεδόν στο σύνολό τους στην ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση). Ενώ ο πόλεμος ακόμα μαίνεται, χιλιάδες στρατιώτες και ναύτες που ζητούν να πολεμήσουν τον εχθρό περικυκλώνονται και συλλαμβάνονται. Ακολουθούν βασανιστήρια, εκτελέσεις και εκτοπίσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λιβύη και την Ερυθραία. Οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ τους ζητάνε να κάνουν υπομονή και να «μην διαταράξουν το αντιφασιστικό μέτωπο»! Για κάποιο λόγο αυτό το καθήκον είχε ανατεθεί κατ’ αποκλειστικότητα στους Άγγλους…
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα λοιπόν ξεκινάει, τέλη του Μάη, το Συνέδριο του Λιβάνου. Ακόμη κι αν υπήρχαν κάποιες ελάχιστες αμφιβολίες για το ρόλο των εταίρων του ΕΑΜ στην περιβόητη «εθνική ενότητα», ο Γ. Παπανδρέου σπεύδει να τις διαλύσει. Στον εναρκτήριο λόγο του κατακεραυνώνει την αντίσταση:
«Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της Πατρίδος μας… Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται. Σφάζουν και καίουν…»
Οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ ακούν σαν υπνωτισμένοι και τελικά υπογράφουν συμφωνία με τους κατηγόρους τους: Δέχονται να υπαχθούν στην κυβέρνηση που θα σχηματιστεί στη Μ. Ανατολή, δέχονται να τιμωρηθούν οι εξεγερμένοι στρατιώτες και ναύτες –αρκεί να μην εκτελεστούν οι πρωταίτιοι(!!) και να ενταχθούν στον κυβερνητικό στρατό που θα δημιουργηθεί. Στην κυβέρνηση που ορκίζεται αμέσως μετά αρκούνται σε 5 δευτερεύοντα υπουργεία. Πλήρης υποχώρηση απέναντι σ’ έναν ανύπαρκτο αντίπαλο! Όταν τα νέα φτάνουν στην Ελλάδα κανείς δεν αποδέχεται τη συμφωνία. Ούτε το Κόμμα ούτε η ΠΕΕΑ ούτε βέβαια οι καπετάνιοι στο βουνό. Τελικά όμως το ΚΚΕ υποχωρεί και πάλι και στις 3 Αυγούστου η ΚΕ αποδέχεται τους όρους της, ζητώντας μόνο, πιθανότατα σα φύλλο συκής, την αντικατάσταση του Γ. Παπανδρέου που είχε αναλάβει Πρωθυπουργός. Θα δούμε παρακάτω τους λόγους αυτής της αλλαγής.
Η πολιτική υποταγή του αντάρτικου που συντελέστηκε στον Λίβανο, βρίσκει την στρατιωτική της ολοκλήρωση στη συμφωνία της Καζέρτας, που υπογράφεται τον Σεπτέμβρη. Σύμφωνα μ’ αυτή, όλες οι ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν στην Ελλάδα θα υπάγονταν στις διαταγές της ελληνικής κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, η οποία στη συνέχεια θα τις έθετε υπό τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπυ. Οι στρατιωτικοί ηγέτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ αναλάμβαναν την υποχρέωση να απαγορεύσουν στις ανταρτικές μονάδες οποιαδήποτε δράση που θα απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας. Συγκεκριμένα για την Αθήνα, αναφερόταν ότι
«ουδεμία ενέργεια θα αναληφθεί εκτός υπό τας αμέσους διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ».
Με την ίδια συμφωνία, τα ιδρυμένα από τις κατοχικές κυβερνήσεις Τάγματα Ασφαλείας θεωρήθηκαν όργανα του εχθρού. Ανάλογες ρυθμίσεις συμφωνήθηκαν για τη Θεσσαλονίκη. Βέβαια, οι πρόνοιες της συμφωνίας για τα Τάγματα Ασφαλείας μένουν στα χαρτιά. Οι ταγματασφαλίτες όχι μόνο δεν θα θεωρηθούν προδότες – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων – αλλά αντίθετα θα αποτελέσουν το πρώτο ανάχωμα ενάντια στο λαό της Αθήνας στις μάχες που θα ξεσπούσαν το Δεκέμβρη.
Ο εχθρός επιτίθεται
Με την αποχώρηση των Γερμανών απ’ την Αθήνα, τον Οκτώβρη του 44, καμιά «εθνική ενότητα» δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Υπάρχουν δυο αντίπαλα στρατόπεδα: Από τη μια ο ελληνικός λαός, που στη συντριπτική του πλειοψηφία είναι οργανωμένος ή συμπαθεί ενεργά το ΕΑΜ και από την άλλη ο αγγλικός ιμπεριαλισμός και οι Έλληνες σύμμαχοί του – οι οποίοι βέβαια παίζουν έναν εντελώς δευτερεύοντα ρόλο. Το δυστύχημα είναι ότι αυτή την αλήθεια την κατανοεί μόνο το ένα από τα δύο στρατόπεδα. Και φυσικά προετοιμάζεται κατάλληλα. Ο Τσόρτσιλ είχε από νωρίς καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος για να εγκαθιδρύσει την απόλυτη κυριαρχία του στην Ελλάδα ήταν να εξοντώσει στρατιωτικά τον ΕΛΑΣ. Γράφει σχετικά ο Τσόρτσιλ, από το καλοκαίρι του 1943:
«ήμασταν υποχρεωμένοι να επέμβουμε στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας τη στιγμή της απελευθέρωσης».
Λίγο μετά, με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 1943, γράφει πως
«είναι απαραίτητο να σταλούν 5.000 Βρετανοί στρατιώτες, με τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και πυροβόλα…».
Σε τηλεγράφημά του προς τον υπουργό Εξωτερικών, Άντονι Ήντεν, το Νοέμβρη του 1943 σημειώνει:
«Θα πρέπει το χτύπημα, για να είναι αποφασιστικό, να καταφερθεί κατά του ΕΛΑΣ την κατάλληλη στιγμή».
Λίγο μετά, ο Τσόρτσιλ δε δίστασε να έρθει σε συμφωνία με τον Χίτλερ (Αύγουστος 1944), όπως αποκάλυψε πολλά χρόνια αργότερα ο Άλμπερτ Σπέερ, υπουργός της πολεμικής και βιομηχανικής παραγωγής του Χίτλερ. Η συμφωνία
«ήταν να παραχωρήσουν οι Γερμανοί τη Θεσσαλονίκη στους Άγγλους αμαχητί και μ’ αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα να περιέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Και βέβαια ο Χίτλερ θα διατηρούσε ανέπαφες τις δικές του δυνάμεις που κατείχαν τον ελληνικό χώρο»
(Βάσου Π. Μαθιόπουλου, Ο Δεκέμβρης του 1944, σελ. 33, εκδ. «Νέα Σύνορα»).
Φυσικά, η συμφωνία τηρήθηκε. Οι Γερμανοί αποχώρησαν απ’ την Ελλάδα χωρίς την παραμικρή ενόχληση απ’ τη βρετανική αεροπορία. Όλα αυτά τα αναφέρουμε για να δείξουμε με ποιον ακριβώς προσπαθούσε το ΕΑΜ και η ηγεσία του ΚΚΕ να κάνει «αντιφασιστικό μέτωπο»…
Ενώ οι αντάρτες εξακολουθούν να βρίσκονται στα βουνά γύρω απ’ την Αθήνα, τους απαγορεύεται ρητά να μπουν μέσα στην πόλη. Ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, υπό τον Άρη Βελουχιώτη, στέλνεται στην Ήπειρο, εναντίον του ΕΔΕΣ του Ζέρβα, που είναι μεν ενοχλητικός, αλλά δεν αντιπροσωπεύει καμιά σοβαρή απειλή. Έτσι, οι Άγγλοι και τα κυβερνητικά στρατεύματα (η Ορεινή Ταξιαρχία, που βρισκόταν στην Ιταλία) αποβιβάζονται ανενόχλητοι στον Πειραιά. Ο στόχος τους είναι μόνο να ελέγξουν την Αθήνα. Άλλωστε, ο διοικητής των συμμαχικών στρατευμάτων της Μεσογείου, στρατηγός Αλεξάντερ, έχει ξεκαθαρίσει στον Τσόρτσιλ πως ούτε λόγος δεν μπορεί να γίνει για κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας, στην οποία οι Γερμανοί διατηρούσαν 13 μεραρχίες στη διάρκεια του πολέμου, χωρίς να καταφέρουν ποτέ να την θέσουν πλήρως υπό την κυριαρχία τους.
Το σκηνικό έχει πια στηθεί. Το μόνο που χρειάζονταν πλέον οι Άγγλοι, ήταν μια αφορμή για να χτυπήσουν. Στις 1 του Δεκέμβρη ο Σκόμπυ απευθύνει τελεσίγραφο στον ΕΛΑΣ να παραδώσει τον οπλισμό του μέχρι τις 10 του μηνός ενώ την επομένη μια άοπλη διαδήλωση χτυπιέται από τους ταγματασφαλίτες. Έτσι ξεκινούν τα «Δεκεμβριανά».
Δε θ’ αναφερθούμε εδώ με λεπτομέρειες στα γεγονότα του Δεκέμβρη. Η ουσία όμως είναι ότι το ΕΑΜ και η ηγεσία του ΚΚΕ σέρνονται πίσω από τις εξελίξεις και ακολουθούν πιστά τα σχέδια των Άγγλων. Δίνουν τη μάχη της Αθήνας με ελλιπέστατες δυνάμεις και οδηγούνται αναπόφευκτα στην ήττα. Όμως δεν είναι μια ήττα αποφασιστική. Ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ παραμένει άθικτος και εξακολουθεί να ελέγχει σχεδόν το σύνολο της χώρας. Ωστόσο, ένα μήνα μετά, συνεχίζοντας την πολιτική του Λίβανου και της Καζέρτας, υπογράφεται στη Βάρκιζα η οριστική του παράδοση.
Ο ΕΛΑΣ αφοπλίζεται, ενώ δεν του παραχωρείται ούτε καν αμνηστία! Για το ζήτημα της αμνηστίας η συμφωνία προέβλεπε στο άρθρο 3 ότι αμνηστεύονται μόνο
«τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα, κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία δια την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος».
Έδινε έτσι τη δυνατότητα στην αντίδραση να εξαπολύσει άγριο διωγμό εναντίον των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, με χαλκευμένες κατηγορίες για διάπραξη δήθεν κοινών αδικημάτων στην περίοδο της κατοχής.
Γιατί;
Πληροφορούμαστε από τον Ριζοσπάστη της 5/12/2010 πως
«Στην ένοπλη πάλη είναι αναγκαία η μεγάλη υπεροχή με συγκέντρωση δυνάμεων στο αποφασιστικό σημείο, π.χ. Αθήνα, και σε μεγάλες πόλεις, και την κατάλληλη στιγμή και με πανστρατιά, όπως λέγεται. Όμως, το Δεκέμβρη βασικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ βρέθηκαν μακριά από την Αθήνα σε δευτερεύουσα αποστολή, πολεμώντας τον ΕΔΕΣ στην Ήπειρο.
Η ένοπλη πάλη από τη στιγμή που αρχίζει πρέπει να τραβήξει αποφασιστικά έως το τέλος. Να εξασφαλίζεται αιφνιδιασμός του εχθρού τη στιγμή που τα στρατεύματά του είναι σκόρπια, να διατηρείται η ηθική υπεροχή και με συνεχείς μικρές νίκες. Χρειάζεται αποφασιστικότητα, πέρασμα στην επίθεση και όχι μόνο άμυνα.
Το Κόμμα το Δεκέμβρη και το λαϊκό κίνημα δεν εξασφάλισαν τέτοιες προϋποθέσεις και σχέδιο. Η ένοπλη σύγκρουση δεν πήρε δηλαδή χαρακτηριστικά πάλης για την εξουσία. Ακόμα και στη διάρκειά της παρέμενε η θέση για κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ομαλή δημοκρατική εξέλιξη».
Πολύ σωστά! Γιατί όμως συνέβηκαν όλα αυτά; Γιατί ο Τσόρτσιλ, παρά την στρατιωτική του αδυναμία στη δεδομένη στιγμή, ωθούσε τα πράγματα στη σύγκρουση; Γιατί ένα μήνα μετά οδηγούμαστε στη Βάρκιζα, παρά το γεγονός ότι στρατιωτικά το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ εξακολουθεί να υπερτερεί έναντι των αντιπάλων του;
Η εξήγηση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ν’ αναζητηθεί στην ανικανότητα της τότε ηγεσίας. Πρώτα πρώτα, αν η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν όντως κατώτερη των περιστάσεων, που ήταν, υπήρχε πολύς χρόνος για να αντικατασταθεί από άλλες, πιο υγιείς προσωπικότητες. Σ’ ένα κόμμα με παραδόσεις και ιστορία, που είχε βγει πανίσχυρο από τα χρόνια της κατοχής, δεν υπήρχε άραγε κανείς που να μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο; Άτομα σίγουρα υπήρχαν.
Υπήρχε όμως τρόπος, για ένα κόμμα που είχε εκπαιδεύσει τα μέλη του για 20 χρόνια πως είναι αλάθητο, ν’ αλλάξει δημοκρατικά την πορεία του; Και μήπως ο Ζαχαριάδης, που επέστρεψε αμέσως μετά στην Ελλάδα δεν τάχθηκε μ’ όλες του τις δυνάμεις υπέρ της συμφωνίας της Βάρκιζας; Δεν αποκήρυξε τον Βελουχιώτη που αντιτάχθηκε σ’ αυτή, σπρώχνοντάς τον στην αυτοκτονία;
Η πραγματικότητα είναι πως πολύ πριν από τα γεγονότα της κατοχής, το ΚΚΕ είχε κυριολεκτικά προδιαγράψει την πορεία του. Για την ηγεσία του, ο αγώνας για σοσιαλισμό στην Ελλάδα ήταν εντελώς εκτός πραγματικότητας, χάρη στην περιβόητη «θεωρία των σταδίων», που επέμενε πως έπρεπε πρώτα να περάσουμε από μια γνήσια καπιταλιστική κοινωνία, πριν αρχίσουμε να μιλάμε για σοσιαλισμό. Έκφραση της παραπάνω γραμμής ήταν και η τοποθέτηση του Γ. Σιάντου στη 44η Συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), στις 27 Ιούλη 1944, σε συζήτηση σχετική με τις διαπραγματεύσεις στο Λίβανο και το ενδεχόμενο συμμετοχής της ΠΕΕΑ στην κυβέρνηση Παπανδρέου:
«…Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό κι αν ακόμα όλος ο κόσμος μας πει πάρτε την και κάνετε σοσιαλισμό (…). Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί σε αστικοδημοκρατικές λύσεις, αλλαγές της κατάστασης (…). Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε προς το σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη»
(Αρχείο της ΠΕΕΑ, Πρακτικά Συνεδριάσεων, εκδ.
«Σύγχρονη Εποχή», 1990, σελ. 156 – 157).
Και φυσικά δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως αυτές ήταν προσωπικές απόψεις του Σιάντου, αφού αν ήταν εκτός γραμμής θα τον έπαιρναν όλοι με τις πέτρες… Γι’ αυτό άλλωστε, αυτή τη θέση έρχεται να την επιβεβαιώσει το 7ο συνέδριο του ΚΚΕ, παρόλο που γίνεται το 1945, έχοντας την εμπειρία όλης της προηγούμενης περιόδου:
«…η συμφωνία του Λιβάνου δεν ήταν λάθος, γιατί ήταν μέσα στην πολιτική μας της εθνικής ενότητας και της ομαλής δημοκρατικής λύσης των εσωτερικών ζητημάτων. Το ίδιο επιδιώξαμε και με τη συμφωνία της Καζέρτας»
(Το ΚΚΕ – Επίσημα Κείμενα, τ. 6ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 411 – 412).
Βέβαια όλα τα παραπάνω μικρή σημασία θα είχαν, αν τα συμφέροντα της Σ. Ένωσης και του Στάλιν απαιτούσαν εκείνη την εποχή μια πιο δυναμική τακτική από το ΚΚΕ. Αλλά αυτό δεν συνέβαινε. Αντίθετα, μέχρι το 1945 Στάλιν, Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ μοίραζαν σε αγαστή συνεργασία τον κόσμο και αφού η Ελλάδα βρέθηκε στην αγγλική πλευρά, όχι μόνο αφέθηκε στην τύχη της αλλά και με κάθε τρόπο το ΚΚΕ δεχόταν «συμβουλές» προς την κατεύθυνση που τελικά ακολούθησε. Γι’ αυτό υπήρξαν «παραινέσεις» προς το κόμμα να αποδεχτεί τη συμφωνία του Λιβάνου, γι’ αυτό ο Τσόρτσιλ καλούσε τις δυνάμεις του να φερθούν στην Αθήνα «σαν να βρίσκονται σε κατεχόμενη πόλη», με τον Κόκκινο Στρατό να έχει φτάσει στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, γι’ αυτό η Σ. Ένωση προσφέρθηκε να στείλει πρεσβευτή στην Αθήνα ενώ ακόμη μαίνονταν οι μάχες του Δεκέμβρη. Και γι’ αυτό όταν η συμμαχία του Στάλιν με τους Αγγλοαμερικάνους έσπασε, μετά το 1946, το ΚΚΕ αποφάσισε να κινηθεί για την κατάληψη της εξουσίας, χωρίς καμιά πιθανότητα πλέον να την πετύχει. Φαίνεται πως αρκούσε ένας χρόνος για να λυθούν τα «αστικοδημοκρατικά καθήκοντα» για την Ελλάδα…
Φυσικά για όλα αυτά δεν υπάρχει ούτε ίχνος αναφοράς στα κείμενα «αυτοκριτικής» του ΚΚΕ. Ελπίζουμε οι σύντροφοι να μην χρειαστούν άλλα 60 χρόνια για κάτι τέτοιο!