Προκήρυξη του “Ξ” που θα μοιραστεί στην αυριανή κινητοποίηση των Συμβασιούχων στον Άρειο Πάγο στην Αθήνα
«Οκταμηνίτες», «τετραμηνίτες», «διμηνίτες», «μπλοκάκια», «παιδιά των stages» ή κοινώς… Συμβασιούχοι! οι οποίοι εδώ και χρόνια καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των Δήμων και του Δημοσίου σε καθεστώς ομηρίας και εργασιακής ανασφάλειας.
Η σημερινή κυβέρνηση ψηφίζοντας το νόμο Ραγκούση ανακοίνωνε με υπερηφάνεια ότι επιτέλους δίνει τέλος στο καθεστώς των Συμβασιούχων και ότι σταματά μια για πάντα τις ελαστικές σχέσεις εργασίας. Δεν είπε όμως ποτέ δημόσια ότι ο συγκεκριμένος νόμος «δίνει τέλος» σ’ αυτό το καθεστώς, πετώντας τη μεγάλη πλειοψηφία των Συμβασιούχων στο δρόμο.
Τέρμα πια στις αυταπάτες!
«Διάλογοι», «διαβουλεύσεις», «άσκηση στοχευμένων πιέσεων» σε υπουργούς, βουλευτές, και δημάρχους… όλα έχουν δοκιμαστεί, όλα τα περιθώρια «συνεννόησης» έχουν εδώ και πολύ καιρό εξαντληθεί. Το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο: «κατανόηση» και χαμόγελα στα γραφεία, αλλά πισώπλατο μαχαίρωμα μόλις κλείσει η πόρτα.
Πιο πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης αποτελεί η στάση του Δημάρχου Αθηναίων Γ. Καμίνη. Στις 6/4 ο Δήμαρχος Αθηναίων δήλωνε σε εκπροσώπους των Συμβασιούχων του Δήμου ότι τους στηρίζει. Διαμετρικά αντίθετη ήταν όμως η δήλωσή του στα ΜΜΕ:” Η ανοχή και η καλή διάθεση δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως αδυναμία… δεν είναι ανεκτή η βία, οι απειλές, οι εκβιασμοί και η ταλαιπωρία των δημοτών μας…”
Όσο για τις πιθανότητες δικαίωσης του συνόλου των συμβασιούχων μέσω της δικαστικής οδού… αυτές είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτες. Από το 2001, όταν το άρθρο 103 του Συντάγματος αναθεωρήθηκε, μέχρι τον πρόσφατο νόμο Ραγκούση, όλο το νομικό οπλοστάσιο της χώρας έχει στηθεί από τις κυβερνήσεις του δικομματισμού μ’ έναν στόχο: οι συμβασιούχοι να μπορούν να πεταχτούν στο δρόμο ανά πάσα στιγμή.
«…μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος και ενόψει της διατύπωσης του άρθρου 103 του Συ-ντάγματος, απαγορεύεται η μετατροπή των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου, όπως και η μετατροπή των απασχολουμένων με σύμβαση έργου.»Α. Δουλγεράκης, Δικαστής Αρείου Πάγου
Το ζήτημα των συμβασιούχων δεν είναι νομικό. Είναι ζήτημα πολιτικό. Αφορά τη βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης να συνεχίσει ή όχι, να καλύπτει οργανικές θέσεις με φτηνό εργατικό δυναμικό χωρίς κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα.
Γι’ αυτό η πίεση που πρέπει να ασκηθεί είναι πρώτα και κύρια πολιτική – όχι όμως στα γραφεία και τους διαδρόμους… αλλά με ο οποίος να περιλαμβάνει παραστάσεις και πορείες διαμαρτυρίας, καταλήψεις δημοτικών και κυβερνητικών κτιρίων, απεργίες κοκ.
Η κατάληψη του δημαρχείου της Πλατείας Κοτζιά από τους 2500 συμβασιούχους του Δήμου Αθηναίων πρέπει να είναι μόνο η αρχή!
Καταλήψεις Διαρκείας – επέκταση & συντονισμός
Αυτό τον αγώνα κανείς δεν μπορεί να τον κερδίσει μόνος του. Απαιτείται η των Συμβασιούχων – ανεξάρτητα από το χώρο δουλειάς. Οι Συμβασιούχοι άλλων Δήμων και κλάδων του Δημοσίου πρέπει να προχωρήσουν σε αντίστοιχες καταλήψεις, και στη συνέχεια στην εκλογή συντονιστικών επιτροπών οι οποίες να αναπτύξουν μεταξύ τους επικοινωνία και συντονισμό.
Μία κατάληψη είναι πολύ δύσκολο να νικήσει αν μείνει απομονωμένη. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο οι καταλήψεις να επεκταθούν.
Η κυβέρνηση δεν πρόκειται να υποχωρήσει εύκολα γιατί τότε θα ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου, σε σχέση με το υπόλοιπο εργατικό κίνημα. Επομένως οι καταλήψεις πρέπει να είναι προετοιμασμένες να κρατήσουν βδομάδες και όχι απλά λίγες μέρες.
Δημοκρατικές διαδικασίες
Καμία κατάληψη, κανένα κίνημα δεν μπορεί να νικήσει αν δεν λειτουργεί δημοκρατικά – αν δηλαδή οι εργαζόμενοι δεν παίρνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις για την πορεία του αγώνα τους!
Όλο το προηγούμενο διάστημα, μια σειρά κλάδοι έδωσαν σημαντικούς αγώνες – με πιο πρόσφατο τον αγώνα των εργαζομένων στις αστικές συγκοινωνίες. Οι αγώνες αυτοί δεν μπόρεσαν να νικήσουν. Όχι γιατί οι εργαζόμενοι κουράστηκαν. Όχι γιατί δεν ήθελαν να φτάσουν μέχρι το τέλος. Αλλά γιατί οι αγώνες τους πουλήθηκαν “από τα μέσα”. Από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία – και τα παπαγαλάκια της μέσα στις γραμμές των εργαζομένων.
Για να μην πουληθούν οι καταλήψεις και οι αγώνες των Συμβασιούχων χρειάζεται:
- να εκλεγούν σε κάθε χώρο (είτε εργασιακό, είτε κατάληψη) επιτροπές αγώνα από τη βάση, μέσα από γενικές συνελεύσεις. Επιτροπές αγώνα, χωρίς κομματικά και παραταξιακά “καπέλα”, οι οποίες να είναι υπόλογες στις γενικές συνελεύσεις και τα μέλη τους να είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητά σε περίπτωση που δεν ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους ή αυθαιρετούν.
- να γίνονται ταχτικές γενικές συνελευσείς (ανά χώρο ή ανά κατάληψη), στις οποίες όλοι οι συμβασιούχοι να μπορούν να συζητούν, να ελέγχουν και να συνδιαμορφώνουν την εξέλιξη του αγώνα τους. Οι γενικές συνελεύσεις πρέπει να είναι το ανώτατο όργανο κάθε αγώνα και εκεί να παίρνονται με ψηφοφορία οι αποφάσεις.
Συντονισμός με τους μόνιμους & τους αορίστου
Οι μόνιμοι εργαζόμενοι και οι αορίστου, θα πληρώσουν πολύ βαρύ κόστος αν χάσουν τη μάχη οι συμβασιούχοι. Αν οι συμβασιούχοι απολυθούν, η δουλειά των μόνιμων εργαζόμενων θα διπλασιαστεί ή και θα τριπλασιαστεί, ενώ στη συνέχεια, όταν οι υπηρεσίες και οι κλάδοι που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε συμβασιούχους, αρχίσουν να υπολειτουργούν και οδηγηθούν είτε σε κλείσιμο είτε σε ιδιωτικοποίηση, η κυβέρνηση και οι Δήμοι δεν θα διστάσουν να απολύσουν και τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Πέρα λοιπόν από την αλληλεγγύη, οι μόνιμοι και οι αορίστου έχουν συμφέρον να σταθούν δίπλα από τους συμβασιούχους και να πιέσουν τα σωματεία τους να οργανώσουν τακτικές στάσεις εργασίας σαν συμπαράσταση στους συμβασιούχους, προσφέροντας ταυτόχρονα έμπρακτη στήριξη με μέτρα όπως δημιουργία απεργιακού ταμείου, περιφρούρηση από πιθανές αστυνομικές επιθέσεις, οργάνωση κινητοποιήσεων, κοκ. Και οι συμβασιούχοι έχουν χίλιους και ένα λόγους να θέλουν τους μόνιμους να είναι δίπλα τους σ’ αυτό τον αγώνα.
Πίεση σε ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ
Στην ίδια κατεύθυνση χρειάζεται να ασκηθούν οι μεγαλύτερες δυνατές πιέσεις στις ομοσπονδίες, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, για να καλέσουν κινητοποιήσεις συμπαράστασης. Αυτό δεν πρέπει να συνοδεύεται με καμία αυταπάτη ότι αυτές οι ηγεσίες των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ θα κάνουν τη δουλειά που θέλουν οι εργαζόμενοι να γίνει. Μόνο κάτω από την πίεση της βάσης θα κάνουν τα βήματα που οι εργαζόμενοι ζητούν από αυτούς και θα πρέπει βέβαια να διασφαλίζουμε ανά πάσα στιγμή το δημοκρατικό έλεγχο των συνελεύσεων και των αγώνων μας έτσι ώστε τις τελικές αποφάσεις να τις παίρνουμε εμείς, οι εργαζόμενοι και όχι οι εκπρόσωποι του κυβερνητικού συνδικαλισμού.