Στρατικοποίηση στην εκπαίδευση: συζήτηση στο 32ο κάμπινγκ Antinazizone – YRE 

Τα παρακάτω κείμενα αποτελούν απομαγνητοφώνηση των εισηγήσεων του Γιώργου Φράγκου και του Ζήση Σούρλα στη συζήτηση με θέμα: «Στρατικοποίηση και αυταρχισμός στην εκπαίδευση σε Ελλάδα και Ευρώπη», που πραγματοποιήθηκε στο 32ο κάμπινγκ Antinazizone – YRE στο Γύθειο, το Σάββατο 2 Αυγούστου.  

Γιώργος Φράγκος  

Η εισβολή του στρατού στο σχολείο δεν είναι τυχαία ή αποσπασματική, αλλά οργανωμένη, στρατηγική και βαθιά πολιτική. Στρατιωτικοί θεσμοί, κυβερνήσεις και ευρωπαϊκές ελίτ επενδύουν χρόνο, χρήμα για να κάνουν το σχολείο πεδίο στρατιωτικής προπαγάνδας, κατήχησης και κοινωνικής πειθαρχίας. 

Όχι μόνο για να προετοιμάσουν τα παιδιά ως πιθανούς μελλοντικούς στρατιώτες, αλλά πολύ περισσότερο για να διαμορφώσουν από νωρίς συνειδήσεις που θα αποδέχονται, θα στηρίζουν και θα νομιμοποιούν τις «απαιτήσεις» στη νέα εποχή που διαμορφώνεται, όπου η στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας και η στρατιωτική ισχύς θα παίζουν κεντρικό ρόλο.  

Τι σημαίνει όμως μιλιταρισμός στα σχολεία; 

Μιλιταρισμός, στην πιο απλή του μορφή, είναι η ιδεολογία που προωθεί τη στρατιωτική δύναμη και τα στρατιωτικά ιδανικά ως κεντρικό άξονα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. 

Όταν αυτή η ιδεολογία εισέρχεται στα σχολεία, σημαίνει ότι η εκπαίδευση, που παραδοσιακά θα έπρεπε να καλλιεργεί τη σκέψη, την κριτική ικανότητα, την αλληλεγγύη και την ειρήνη, μετατρέπεται σε εργαλείο προώθησης της στρατιωτικής πειθαρχίας, της εθνικιστικής προπαγάνδας, και της αποδοχής της ένοπλης βίας ως φυσικού μέσου επίλυσης συγκρούσεων. 

Πώς εκδηλώνεται αυτό πρακτικά; 

Σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, και βέβαια και στην Ελλάδα, βλέπουμε: 

  • Υποχρεωτική ή προαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση στα σχολεία. 
  • Εισαγωγή μαθημάτων με θέμα την «πολιτική άμυνα», την «εθνική υπερηφάνεια» και τη στρατιωτική ιστορία με έντονα εθνικιστικά στοιχεία. 
  • Οργάνωση στρατιωτικών κατασκηνώσεων και προγραμμάτων νεολαίας με στρατιωτικό χαρακτήρα.  
  • Παρουσία στρατιωτικών στο σχολικό περιβάλλον, σε εκδηλώσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα. 
  • Προώθηση της στρατιωτικής καριέρας ως ιδανικής επιλογής για τους νέους. 

Ας δούμε μερικά παραδείγματα από την Ευρώπη: 

Στη Γαλλία, το περίφημο «Service National Universel», μια προαιρετική περίοδος υπηρεσίας στον στρατό, απευθύνεται σε εφήβους προκειμένου να τους φέρει σε επαφή με στρατόπεδα, στολές και δραστηριότητες «εθνικής συνοχής». Πάνω από 30.000 μαθητές συμμετείχαν το 2023 στο SNU. 

Στη Γερμανία «αξιωματικοί νεολαίας», οι λεγόμενοι «Jugendoffiziere» πραγματοποιούν κάθε χρόνο πάνω από 7.000 παρουσιάσεις σε σχολεία, προωθώντας τις «ειρηνευτικές αποστολές» και την αναγκαιότητα της στρατιωτικής παρουσίας της χώρας στο εξωτερικό. Πάνω από 150.000 μαθητές ετησίως ακούν παρουσιάσεις για τις αποστολές του ΝΑΤΟ και των γερμ. Ενόπλων δυν. από ένστολους στρατιωτικούς.  

Στην Πολωνία, τα στρατιωτικά λύκεια πολλαπλασιάζονται, ενώ και στα υπόλοιπα σχολεία (όχι μόνο λύκεια, αλλά και γυμνάσια και δημοτικά) ο στρατός διοργανώνει ενημερωτικά προγράμματα για τις δραστηριότητές του, με τη στήριξη της κυβέρνησης. Οι μαθητές των «στρατιωτικών τμημάτων» κερδίζουν μόρια για το πανεπιστήμιο, μειωμένη θητεία, ή και πρόσβαση σε στρατιωτικά κολέγια. 

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Combined Cadet Force εκπαιδεύει μαθητές σε στρατιωτικές τακτικές με στόχο να τους εμφυσήσει την πειθαρχία και να αναδείξει τις αρχηγικές τους ικανότητες, ενώ εκπαιδεύει τους μαθητές και τις μαθήτριες και στη χρήση όπλων. Παράλληλα, σε σχολεία που πηγαίνουν παιδιά των ανώτερων στρωμάτων φαίνεται να υπάρχουν προγράμματα σχετικά με τη στρατηγική σκέψη, διοίκηση και ηγεσία.  

Στην Ουγγαρία υπάρχουν στρατιωτικά λύκεια με τεχνικό προσανατολισμό, όπου στρατιωτική εκπαίδευση συνδέεται με τεχνολογικές δεξιότητες. Παράλληλα σχεδιάζεται να δημιουργηθεί ένα εθνικό δίκτυο 10 λυκείων μέχρι το 2030. 

Σε χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Ελλάδα κ.λπ., η στρατιωτική εκπαίδευση στοχεύει και σε χαμηλά στρώματα που δεν έχουν άλλες προοπτικές και βλέπουν στον στρατό μια «εξασφάλιση». Το κράτος «ανταμείβει» τα παιδιά αν ενταχθούν σε λύκεια στρατιωτικού τύπου, με μόρια ή πρόσβαση σε δουλειά/σπουδές. 

Το ευρωπαϊκό στρατιωτικό πρόγραμμα «Rearm EU» και οι συνέπειές του 

Η στρατιωτικοποίηση των σχολείων δεν είναι μια αποκομμένη, αθώα ή παροδική τάση. Είναι η εκδήλωση μιας βαθύτερης, στροφής που συντελείται στην Ευρώπη και τη Δύση ευρύτερα, η οποία ορίζεται από την ένταση των ανταγωνισμών, την κλιμάκωση των ενόπλων συγκρούσεων, και την αναζωπύρωση διαφόρων μετώπων διεθνώς. Αυτό θα σημαίνει περεταίρω λιτότητα και περικοπές στο κοινωνικό κράτος.  

Αυτό που σήμερα αποκαλούμε «Rearm EU» -δηλαδή την προσπάθεια της ΕΕ να ενισχύσει δραστικά το εξοπλιστικό της πρόγραμμα- δεν είναι μια απλή αλλαγή πολιτικής. Είναι η απόπειρα της ευρωπαϊκής αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων να ανταπεξέλθουν σε μια όλο και πιο πολωμένη κατάσταση.  

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι χώρες μέλη της έχουν προχωρήσει στη δημιουργία στρατιωτικών θεσμών, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Άμυνας, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, κα, που επιδιώκουν την ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας και την από κοινού παραγωγή εξοπλισμών. 

Πρόκειται για ένα τεράστιο επενδυτικό πρόγραμμα που στοχεύει στο να πολλαπλασιάσει τη στρατιωτική ισχύ της ΕΕ, ενόψει των εντεινόμενων ανταγωνισμών με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα. 

Αυτή η στρατιωτική αναδιάρθρωση συνοδεύεται από ιδεολογική προετοιμασία. Η εισαγωγή στρατιωτικών και μιλιταριστικών στοιχείων στα σχολεία είναι μέρος αυτού του σχεδιασμού: να εδραιωθεί ο στρατός ως κάτι κανονικό από μικρή ηλικία στους νέους και να καλλιεργηθεί μια στρατιωτική κουλτούρα.  

Η σημασία της στρατιωτικοποίησης της νεολαίας  

Η στρατιωτικοποίηση δεν είναι μόνο θέμα «εθνικής άμυνας». Είναι μια διαδικασία που συνδέεται στενά με την διαχείριση της κοινωνικών αντιστάσεων. Η άρχουσα τάξη στην Ευρώπη θέλει κοινωνίες πειθαρχημένες, έτοιμες να συμμορφωθούν στη κυρίαρχη πολιτική, ακόμη και με τη βία. 

Η στρατιωτική πειθάρχηση μέσα στα σχολεία αποτελεί έναν τρόπο να «εκπαιδευτεί» η νέα γενιά να αποδεχθεί τις αδικίες, τις πολέμους, και τους εξοπλισμούς ως μια φυσική κατάσταση. 

Παράλληλα, η στρατιωτικοποίηση συνδέεται άρρηκτα με την όξυνση του εθνικισμού (ο οποίος χρησιμοποιείται ως όπλο για να διαιρεί και στο τέλος να αποδυναμώνει την εργατική τάξη). 

Μέσα από τα σχολικά προγράμματα στρατιωτικής εκπαίδευσης προωθούνται εθνικιστικές αφηγήσεις που παρουσιάζουν τους «εχθρούς» της πατρίδας και υποστηρίζουν τη διαρκή ετοιμότητα για πόλεμο. 

Η στρατιωτικοποίηση της εκπαίδευσης δεν περιορίζεται στην Ευρώπη. Στις ΗΠΑ, εδώ και δεκαετίες λειτουργούν τα προγράμματα Junior ROTC και άλλες μορφές στρατιωτικής εκπαίδευσης στα σχολεία λειτουργούν ως «προθάλαμος» για τον στρατό, με σαφή στόχο να διαμορφώσουν το σύνολο της κοινωνίας σύμφωνα με τα συμφέροντα του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. 

Στρατιωτικές Σχολές στην Ελλάδα 

Οι στρατιωτικές σχολές για το κράτος έχουν πολύ μεγάλη βαρύτητα. Πάντα ήταν ιδιαίτερα προσεγμένες, με υψηλές βάσεις και κρατική στήριξη. Στη σύγχρονη εποχή της έξαρσης των πολεμικών συρράξεων στη γειτονιά της Ελλάδας, της έντασης των ελληνοτουρκικών ανταγωνισμών και της κατακόρυφης αύξησης των πολεμικών δαπανών, η αξία τους για το αστικό κράτος, αποκτά πρόσθετη αξία.  

Κι όμως, η «κακιά» και «διεφθαρμένη» νεολαία φαίνεται πως γυρίζει μαζικά την πλάτη στις στρατιωτικές σχολές τα τελευταία χρόνια. Τα στοιχεία το δείχνουν καθαρά.  

Το 2020 το ποσοστό κάλυψης των θέσεων στις Ανώτατες Στρατιωτικές Σχολές της χώρας προσέγγιζε το 99% και το 2024 μειώθηκε σε 64%, ενώ ειδικότερα στη Σχολή Ευελπίδων το ποσοστό κάλυψης ήταν 100% το 2020 και έχει περιοριστεί σε μόλις 34%. Παράλληλα, παρουσιάζεται αυξανόμενη αποχώρηση σπουδαστών κατά το πρώτο έτος φοίτησης. Το 2020 το ποσοστό ήταν 6%, το 2021 ανήλθε σε 20%, το 2022 σε 15%, το 2023 σε 18%, ενώ το 2024 σε 7%. 

Αυτή η αποστροφή της νέας γενιάς μπροστά στην ανάγκη στελέχωσης των ενόπλων δυνάμεων, έχει θορυβήσει σε μεγάλο βαθμό την κυβέρνηση Μητσοτάκη που έχει επενδύσει τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο στα εθνικά ζητήματα. Αυτός είναι και ο λόγος που ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας, από κοινού με τον υπουργό Παιδείας Κυριάκο Πιερρακάκη, παίρνουν μέτρα προκειμένου να προσελκύσουν τη νεολαία στον ελληνικό στρατό. Όπως ανέφερε ο Πιερρακάκης, οι πρώτες παρεμβάσεις, στο πλαίσιο της εκστρατείας προσέλκυσης νέων στις ένοπλες δυνάμεις, αφορούν σε κίνητρα που θα καταστήσουν ελκυστικότερη την εισαγωγή και φοίτηση στις στρατιωτικές σχολές, όπως: Δυνατότητα εισαγωγής από τρία επιστημονικά πεδία και επαγγελματικά λύκεια, αύξηση αποδοχών των σπουδαστών στρατιωτικών σχολών, βελτίωση των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού και νέες δυνατότητες για έρευνα, εξειδίκευση και εξέλιξη και φυσικά το καλοκαιρινό κάμπινγκ της Σχολής Ευελπίδων.  

Είναι πραγματικά προκλητικό το πώς ξαφνικά βρίσκονται λεφτά για τις στρατιωτικές σχολές όταν αυτή τη στιγμή η τριτοβάθμια εκπαίδευση συνολικότερα βουλιάζει στην υποχρηματοδότηση και την υποβάθμιση σε κάθε επίπεδο.  

Η Ελλάδα  και το «κάμπινγκ» της Σχολής Ευελπίδων: το στρατόπεδο νεολαίας 

Στην Ελλάδα, το φαινόμενο αποκτά ιδιαίτερη ένταση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόσφατο κάμπινγκ της σχολής Ευελπίδων που συνδυάζει «ψυχαγωγία» με στρατιωτική εκπαίδευση και ιδεολογική κατήχηση. 

Πρόκειται για μια πρακτική που απευθύνεται σε νέους, τους οποίους επιδιώκει να «δεσμεύσει» ιδεολογικά και οργανωτικά, με στόχο να τους προσανατολίσει στη στρατιωτική καριέρα και να νομιμοποιήσει την στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας συνολικά. 

Η προσομοίωση της στρατιωτικής ζωής, αποσκοπεί στο να εκπαιδεύσει τη νεολαία στην υποταγή, την πειθάρχηση, να την κατηχήσει ιδεολογικά, με την υπογραφή του Γενικού Επιτελείου Στρατού.   

Η συνολική εικόνα και το μέλλον  

Η στρατιωτικοποίηση της εκπαίδευσης είναι μια διαδικασία που δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Η καλλιέργεια της στρατιωτικής κουλτούρας από μικρή ηλικία αποτελεί προάγγελο μιας κοινωνίας που θα λειτουργεί περισσότερο με βάση τον φόβο, την πειθαρχία και την ετοιμότητα για πόλεμο, παρά με βάση την αλληλεγγύη και την κοινωνική δικαιοσύνη. 

Είναι μια επένδυση των ελίτ για να εξασφαλίσουν το μέλλον της εξουσίας τους, σε έναν κόσμο όπου οι πόλεμοι και οι ανταγωνισμοί γίνονται όλο και πιο βίαιοι και πολύπλοκοι. 

Όπως είδαμε, η στρατιωτικοποίηση της εκπαίδευσης είναι μέρος ενός πολύ πιο μεγάλου και βαθύτερου σχεδίου, που ξεδιπλώνεται στην καρδιά της Ευρώπης — το σχέδιο της «Rearm EU». Πρόκειται για τη στρατηγική αναβάθμισης και επανεξοπλισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί μια προσπάθεια για προσαρμογή από μεριάς ΕΕ στη διεθνή όξυνση των ανταγωνισμών μπαίνοντας σε μια εξτρίμ κούρσα εξοπλισμών. 

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, το πρόγραμμα «Rearm EU» περιλαμβάνει επενδύσεις άνω των 800 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα στην επόμενη δεκαετία, κεφάλαια που προορίζονται για την ανάπτυξη προηγμένων οπλικών συστημάτων, την τεχνολογική αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεων των κρατών-μελών και τη δημιουργία ενός πραγματικού «ευρωπαϊκού στρατού» σε βάθος χρόνου. 

Μπροστά σε αυτή την τεχνολογική και οργανωτική αναβάθμιση, η Ευρώπη απαιτεί από τις κοινωνίες της, και κυρίως από τη νεολαία, να είναι έτοιμη να υποστηρίξει και να υπηρετήσει αυτή τη νέα εποχή. 

Γι’ αυτό βλέπουμε την αποφασιστική ώθηση στη στρατιωτικοποίηση της εκπαίδευσης: η ένταξη μαθημάτων στρατιωτικής προπαρασκευής, η επιβολή στρατιωτικής πειθαρχίας στα σχολεία, η ενίσχυση της παρουσίας στρατιωτικών οργανώσεων εντός πανεπιστημίων και τεχνικών σχολών. Δεν πρόκειται απλά για παροχή γνώσεων «για την άμυνα της πατρίδας» ή την «εθνική υπερηφάνεια», αλλά για τη διαμόρφωση ενός πολιτισμού που θα εθίζει τη νέα γενιά στην πειθαρχία, στην υπακοή, στη νομιμοποίηση της βίας και των πολεμικών συγκρούσεων ως μέσο επίλυσης διαφορών. 

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στις 2 Απριλίου 2024, υιοθέτησε την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, η οποία καλεί όλα τα κράτη-μέλη να εφαρμόσουν προγράμματα ευαισθητοποίησης και εκπαίδευσης που θα προετοιμάζουν τους νέους να αποδεχθούν, να στηρίξουν και να συμμετάσχουν ενεργά στις ένοπλες δυνάμεις. 

Η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων στα σχολεία και η στρατιωτική κατήχηση των μαθητών/τριών δεν είναι παρά η προσαρμογή της νεολαίας στην εποχή όπου η τεχνολογική ανάπτυξη και ο έλεγχος συνδυάζονται με τις πολεμικές προετοιμασίες. 

Η στρατιωτική πειθαρχία και η βία είναι εργαλεία όχι μόνο απέναντι στον «εξωτερικό εχθρό», αλλά πρωτίστως για την καταστολή των κοινωνικών και εργατικών αγώνων, της διαμαρτυρίας, της αντίστασης. 

Με άλλα λόγια, το «Rearm EU» και η στρατιωτικοποίηση της εκπαίδευσης συμβάλλουν στην αναπαραγωγή ενός κοινωνικού μοντέλου που θέλει τις κοινωνίες και τους εργαζόμενους φοβισμένους, ελεγχόμενους και διαρκώς προετοιμασμένους να υπηρετήσουν τον πόλεμο και την καταστολή. 

Αυτή η στρατηγική εδραιώνει μια νέα κανονικότητα όπου οι νεολαία όχι μόνο μαθαίνει πώς να χειρίζεται όπλα, αλλά και πώς να αποδέχεται τη βία και την πειθαρχία ως φυσιολογική κατάσταση — δηλαδή, πώς να γίνουν οι μελλοντικοί στρατιώτες, καταστολείς, και κοινωνικοί επιτηρητές του συστήματος. 

Η επένδυση από τη μεριά του συστήματος στη στρατιωτική συνείδηση έχει και πιο «πολιτικούς» στόχους: απονευρώνει την κριτική σκέψη, υπονομεύει τις αντιστάσεις και τις εναλλακτικές που παλεύουν για ειρήνη, αλληλεγγύη και κοινωνική δικαιοσύνη. 

Ζήσης Σούρλας 

Αξίζει να δούμε τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί υπό το πρίσμα του γεωπολιτικού και οικονομικού τοπίου που διαμορφώνεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο.  

ΗΠΑ και ΕΕ έχουν διαχρονικά μια στρατηγική σχέση, οι Ευρωπαίοι στηρίζουν τους Αμερικάνους στις επιδιώξεις τους, και εξαρτώνται στρατιωτικά σε μεγάλο βαθμό από αυτούς μέσω του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εμπλοκή της Ευρώπης στον πόλεμο στην Ουκρανία (ο οποίος στην πραγματικότητα είναι μια σύγκρουση Ρωσίας-ΗΠΑ), παρά το σημαντικό κόστος για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. 

Με την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία, αυτή η στρατηγική σχέση έχει κλονιστεί (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ΕΕ μπορεί να απαγκιστρωθεί από τις ΗΠΑ). Η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ ως εμπορικό και στρατιωτικό σύμμαχο. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλοι παίκτες της ΕΕ (κυρίως η Γαλλία και η Γερμανία) είναι αναγκασμένοι να πάρουν πρωτοβουλίες ώστε να παρουσιάσουν μια ημι-ανεξάρτητη στάση, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν τις υποχωρήσεις απέναντι στις ΗΠΑ προσπαθώντας να διατηρήσουν καλό το επίπεδο των σχέσεων. 

Αυτή η τάση φαίνεται ξεκάθαρα εντός του ΝΑΤΟ, όπου ο Τραμπ απαιτεί αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035 από τις υπόλοιπες χώρες της συμμαχίας. Υπό την απειλή της απώλειας στρατιωτικής στήριξης από τις ΗΠΑ, οι περισσότερες χώρες-μέλη συμφώνησαν σε αυτό το μέτρο στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στα τέλη Ιουνίου. 

Οι απειλές του Τραμπ και η απαίτηση για αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες είναι ο κύριος λόγος που η Ευρώπη μπαίνει σε μια κούρσα εξοπλισμών. Δευτερευόντως, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ελπίζει με αυτόν τον τρόπο, να μην εκτεθεί στις κοινωνίες, συνεχίζοντας την αποστολή όπλων στην Ουκρανία και παρουσιάζοντας μια εικόνα μιας Ευρώπης που κινείται ανεξάρτητα, ενώ ελπίζουν ότι οι στρατιωτικές δαπάνες θα έχουν ένα θετικό οικονομικό αντίκτυπο. 

Σε αυτό το πλαίσιο προκύπτει το πρόγραμμα «Rearm Europe», το οποίο προβλέπει στρατιωτικές δαπάνες 800 δις ευρώ, εντός των επόμενων 4 ετών. Τα χρήματα αυτά προορίζονται για την παραγωγή και αγορά προηγμένων οπλικών συστημάτων, ενώ προβλέπεται το 65% των χρημάτων να κατευθυνθούν στην αγορά οπλικών συστημάτων κατασκευασμένων στην ΕΕ. Πρόκειται για ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία και μεταρρυθμίσεις και το οποίο θα βαρύνει περαιτέρω τις ευρωπαϊκές οικονομίες. 

Η υπάρχουσα κατάσταση των ευρωπαϊκών οικονομιών είναι πολύ κακή. Το δομικό πρόβλημα του υψηλού χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) και των υψηλών ελλειμμάτων παραμένει άλυτο. Η κατάσταση στη Γαλλία είναι ενδεικτική του μεγέθους του προβλήματος. Επιπλέον, η ΕΕ βιώνει τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από το Β’ ΠΠ ενώ η συνεισφορά της στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώνεται χρόνο με τον χρόνο. 

Για να ξαπεράσουν τα οικονομικά τους προβλήματα (που γίνονται εντονότερα λόγω των εξοπλισμών), οι κυβερνήσεις θα φορτώσουν το βάρος της κρίσης στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Ο τρόπος που θα γίνει αυτό είναι να περιοριστούν οι δημόσιες δαπάνες, να συρρικνωθεί το κράτος πρόνοιας, να μειωθούν μισθοί και συντάξεις, κοκ. Όπως ανέφερα νωρίτερα, τα μέτρα που πρότεινε η κυβέρνηση Μπαϊρού στη Γαλλία είναι ενδεικτικά της κατάστασης: κατάργηση αργιών, μείωση δημοσίων υπαλλήλων, πάγωμα μισθών και συντάξεων, μείωση των δαπανών για την υγεία κα συνθέτουν το πακέτο μέτρων που προτείνει η γαλλική κυβέρνηση, μέτρα που στον έναν ή στον άλλον βαθμό θα εφαρμοστούν στην πορεία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία. Οι μόνες δαπάνες που δεν περικόπτονται, είναι φυσικά οι αμυντικές. 

Όπως είναι φυσικό, τέτοιου είδους μέτρα προκαλούν και θα προκαλέσουν αντιδράσεις από τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Συνεπώς, οι ευρωπαϊκές ελίτ έχουν ανάγκη από ένα αφήγημα που θα δικαιολογεί στα μάτια του κόσμου αυτού του είδους τη στροφή. Θέλουν να παρουσιάσουν τους εξοπλισμούς ως αναγκαιότητα σε μια Ευρώπη που απειλείται (από ποιον άραγε) και πάνω σε αυτή την αναγκαιότητα να παρουσιάσουν τη λιτότητα ως κάτι αναπόφευκτο για να στηριχθούν τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Οι πρώτες προσπάθειες να στηθεί αυτό το αφήγημα έχουν ήδη διαφανεί. Ενδεικτικά αναφέρω μερικά παραδείγματα: 

  • Στις σκανδιναβικές χώρες μοιράστηκαν φυλλάδια στον πληθυσμό με οδηγίες για το τι να κάνουν οι πολίτες σε περίπτωση πολέμου, γιατί υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, ποιες προμήθειες πρέπει να υπάρχουν σε κάθε σπίτι (κιτ με φακό, φαρμακείο, βασικά τρόφιμα για 72 ώρες), κοκ. 
  • Η Γαλλία προετοιμάζει ένα αντίστοιχο εγχειρίδιο, στο οποίο θα περιλαμβάνεται και ενότητα που να προτρέπει τους πολίτες να συμμετέχουν σε στρατιωτικές και υγειονομικές εφεδρείες.  
  • Η Κομισιόν καλεί τα κράτη – μέλη να ενημερώσουν τους πολίτες τους για τα απαραίτητα εφόδια 72 ωρών σε περίπτωση πολέμου, κυβερνοεπίθεσης ή χτυπήματος σε κρίσιμες υποδομές. Επιπλέον καλεί σε μεγαλύτερη συνεργασία πολιτών και στρατού. 
  • Η γερμανική κυβέρνηση έχει εκκινήσει ένα σχέδιο που περιλαμβάνει την ανακαίνιση των καταφυγίων του Ψυχρού Πολέμου και την κατασκευή καινούργιων παράλληλα με την κατάλληλη προετοιμασία σταθμών μετρό και υπογείων δημοσίων κτηρίων ώστε να χρησιμοποιηθούν ως καταφύγια. 

Τα παραπάνω μέτρα δεν αφορούν ούτε την ασφάλεια των πολιτών, ούτε αποτελούν γνήσια ανησυχία των κυβερνήσεων. Είναι μια καθαρή προσπάθεια δημιουργίας ενός κλίματος φόβου, μιας υποτιθέμενης κατάστασης έκτακτης ανάγκης, όπου μπορεί να χρειαστεί να ληφθούν μια σειρά έκτακτων μέτρων για να αντιμετωπιστεί, όπου τίποτα δεν είναι εγγυημένο. Επιδίωξή τους είναι ο κόσμος να δεχτεί την επερχόμενη κούρσα εξοπλισμών ως κάτι απαραίτητο για την διασφάλιση της ελευθερίας και της ασφάλειάς του. 

Σε αυτή την προσπάθεια εντάσσεται και η στρατιωτικοποίηση των σχολείων. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι η «Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας» που εγκρίθηκε στις 2 Απριλίου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλεί «την ΕΕ και τα κράτη μέλη της να αναπτύξουν προγράμματα ευαισθητοποίησης και εκπαίδευσης, ιδίως για τους νέους, με στόχο τη βελτίωση των γνώσεων και τη διευκόλυνση της συζήτησης σχετικά με την ασφάλεια, την άμυνα και τη σημασία των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ετοιμότητας των κοινωνιών, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας».  

Η νεολαία δεν είναι τυχαία στόχος των κυβερνήσεων. Πρόκειται για εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που συνήθως αντιδρά εντονότερα στους πολεμικούς ανταγωνισμούς, που εμπνέεται από τα ιδεώδη της ειρήνης, της αλληλεγγύης, του διεθνισμού. Επίσης είναι εκείνο το κομμάτι που θα αποτελέσει κρέας για τα κανόνια σε περίπτωση πολέμου. Είναι οι μελλοντικοί φαντάροι που θα κληθούν να χειριστούν τα οπλικά συστήματα που αγοράζονται. Είναι συνεπώς κομβικό για τις κυβερνήσεις να προσπαθήσουν να κατηχήσουν τη νεολαία, να της ενσταλάξουν τον εθνικισμό και το μιλιταρισμό. 

Ο μιλιταρισμός στα σχολεία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Σε περιόδους πολέμων και όξυνσης των εθνικών ανταγωνισμών, τα σχολεία έχουν χρησιμοποιηθεί διαχρονικά ως κέντρα προπαγάνδας: 

  • Το πρώτο παράδειγμα που έρχεται στο νου όλων είναι η ναζιστική Γερμανία, όπου στα μαθήματα της ιστορίας και της βιολογίας οι μαθητές διδάσκονταν για την ανωτερότητα του γερμανικού έθνους και της Άριας φυλής. 

Ωστόσο υπάρχουν και άλλα λιγότερο γνωστά παραδείγματα: 

  • Το μάθημα της φυσικής αγωγής εισήχθη στα γαλλικά σχολεία κατά τη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου, ως αποτέλεσμα της κακής φυσικής κατάστασης των Γάλλων στρατιωτών. 
  • Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου τα σχολεία στις ΗΠΑ εκτελούσαν ασκήσεις προστασίας απέναντι σε πυρηνική επίθεση («Duck and cover»), ενώ διδάσκονταν αντικομμουνιστική / αντισοβιετική προπαγάνδα. 

Στο Ισραήλ υπάρχει το στρατιωτικό πρόγραμμα Ganda, το οποίο απευθύνεται σε μαθητές, ιδρύθηκε το 1949 και λειτουργεί μέχρι σήμερα. Στις μέρες μας αποτελεί ένα πρόγραμμα διάρκειας μίας εβδομάδας, στο οποίο οι μαθητές εκπαιδεύονται στη στρατιωτική πειθαρχία και λαμβάνουν στρατιωτική εκπαίδευση από εν ενεργεία στρατιωτικούς. Σκοπός του προγράμματος είναι η προετοιμασία των μαθητών για την υποχρεωτική τους θητεία στις DF. 

Συμπερασματικά, η στρατιωτικοποίηση των σχολείων έρχεται διαχρονικά να καλύψει την ανάγκη να στηθεί ένα αφήγημα γύρω από τη συνολικότερη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας. Οι ισχυροί θέλουν να δώσουν μια εξήγηση στο γιατί δαπανούν δισεκατομμύρια σε εξοπλισμούς, ενώ δεν καλύπτουν βασικές κοινωνικές ανάγκες όπως η στέγαση και η υγεία. Την εξήγηση αυτή τη βρίσκουν στον εθνικισμό, τον μιλιταρισμό, στην καλλιέργεια του φόβου και τις διαρκούς απειλής, στην αντίληψη ότι οι ένοπλες δυνάμεις εγγυώνται την ελευθερία και την ασφάλεια. Το έχουν κάνει στο παρελθόν και θα το ξανακάνουν και σήμερα. Θα τους αφήσουμε; 

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,273ΥποστηρικτέςΚάντε Like
990ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
439ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα