Το τροπικό δάσος του ποταμού Κονγκό είναι το δεύτερο μεγαλύτερο του πλανήτη μετά το δάσος του Αμαζονίου. Σύμφωνα με το National Geographic φιλοξενεί το 10% των ειδών πανίδας της γης. Συνολικά στο τροπικό δάσος του Κονγκό βρίσκονται πάνω από 600 είδη δέντρων και πάνω από 10.000 είδη ζώων, ενώ χάρη στο δάσος και τον ποταμό, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (μια από τις δύο χώρες που έχουν το ίδιο όνομα με το ποτάμι) είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα στην Αφρική. Η λεκάνη απορροής του ποταμού Κονγκό βέβαια, καλύπτει σημαντικές εκτάσεις περισσότερων χωρών, ανάμεσα στις οποίες το Κονγκό, η Ρουάντα, το Μπουρούντι, το Νότιο Σουδάν, το Καμερούν, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, η Ζάμπια, η Ανγκόλα κ.α.
Το δάσος έχει συνολική έκταση 1,2 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, ωστόσο σύμφωνα με μελέτη του 2018, με τους σημερινούς ρυθμούς καταστροφής ο κεντρικός του πυρήνας μπορεί να έχει εξαφανιστεί μέχρι το τέλος του αιώνα που διανύουμε. Ανάμεσα στους κινδύνους που το απειλούν είναι οι εξορυκτικές δραστηριότητες, οι καλλιέργειες για την παραγωγή φοινικέλαιου, αλλά και η μαζική υλοτομία.
Σύμφωνα με δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό στο ειδησεογραφικό δίκτυο Al Jazeera το 2018, η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να πουλήσει τα πάντα, από ορυκτά και ξυλεία, μέχρι οποιοδήποτε άλλο προϊόν μπορεί να παραχθεί στο δάσος, προκειμένου υποτίθεται να εξασφαλιστεί η ευημερία του πληθυσμού της χώρας. Στην πραγματικότητα βέβαια το δάσος καταστρέφεται, οι μεγάλες πολυεθνικές πλουτίζουν και οι φτωχοί και πεινασμένοι παραμένουν φτωχοί και πεινασμένοι.
Την ίδια ώρα, πολλά από τα είδη που φιλοξενεί το τροπικό δάσος του Κονγκό απειλούνται με εξαφάνιση, ανάμεσα στα οποία μεγάλα θηλαστικά όπως γορίλες, ελέφαντες, χιμπατζήδες, μπονόμπο και άλλα. Πέρα όμως από τη συρρίκνωση των δασών, η οποία αποτελεί τον βασικότερο κοινό κίνδυνο για όλα τα είδη φυτών και ζώων που ζουν σε αυτά σε ολόκληρο τον κόσμο, ένας επιπλέον σημαντικός κίνδυνος που αντιμετωπίζει η άγρια πανίδα του τροπικού δάσους του Κονγκό είναι το παράνομο κυνήγι ζώων για την κατανάλωση του κρέατος τους.
Ένοπλες συμμορίες και εξορυκτικές εταιρείες
Στα σύνορα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό με την Ουγκάντα βρίσκεται το Εθνικό πάρκο Virunga. Πρόκειται για το παλιότερο και ένα από τα σημαντικότερα πάρκα προστασίας της άγριας ζωής στην Αφρική.
Στη συγκεκριμένη περιοχή, στη μάχη για τον έλεγχο του δάσους και των πλουτοπαραγωγικών πηγών του εμπλέκονται ένοπλες συμμορίες. Συχνά η σύγκρουση παίρνει τη μορφή βίαιων επιθέσεων ενάντια σε εργαζόμενους σε πάρκα προστασίας άγριας ζωής και δασοφύλακες, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη δολοφονία έξι δασοφυλάκων στις αρχές του Γενάρη, ένα από τα πολλά παρόμοια περιστατικά που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια.
Ανάμεσα σε άλλα, στην περιοχή δραστηριοποιούνται εταιρείες παραγωγής ξυλάνθρακα που στρατολογούν εργάτες υλοτομίας και μεταφοράς της παράνομης ξυλείας. Οι δασοφύλακες συλλαμβάνουν συχνά τους υλοτόμους και τους μεταφορείς αλλά όπως εξηγούν, οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων που είναι οι πραγματικοί υπαίτιοι της καταστροφής, δεν είναι δυνατό να εντοπιστούν και να συλληφθούν.
Η περιοχή όμως είναι γνωστή και για το πλούσιο σε πετρέλαιο υπέδαφός της. Στο ντοκιμαντέρ «Virunga», περιγράφεται η προσπάθεια της βρετανικής πετρελαϊκής εταιρείας Soco να προχωρήσει σε εξορύξεις μέσα στα όρια του πάρκου μερικά χρόνια πριν. Πέρα από τους δασοφύλακες και τους υπερασπιστές του πάρκου, κεντρικό πρόσωπο του ντοκιμαντέρ είναι η Γαλλίδα δημοσιογράφος Melanie Gouby, που καταφέρνει να αποσπάσει πληροφορίες από στελέχη της εταιρείας, τα οποία παραδέχονται ότι δωροδοκούν τους επικεφαλής των ένοπλων συμμοριών, εξασφαλίζοντας ελεύθερη πρόσβαση στο πάρκο.
Χωρίς να ξέρουν ότι η συνομιλία καταγράφεται, σχολιάζουν τα τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου, ονειρεύονται την επιστροφή της αποικιοκρατίας, και αποκαλούν τους Κονγκολέζους «πρωτόγονους». Η εταιρεία εγκατέλειψε το σχέδιο το 2014. Είχε όμως προλάβει να παίξει κεντρικό ρόλο στην ένταση των ένοπλων συγκρούσεων στην περιοχή, συγκρούσεις που οδήγησαν σε σημαντική περιβαλλοντική υποβάθμιση και ανθρώπινες απώλειες.
Η «ασθένεια Χ»
Ο καθηγητής μικροβιολογίας Jean-Jacques Muyembe Tamfum συμμετείχε στην επιστημονική ομάδα που ανακάλυψε τον ιό Έμπολα το 1976. Από τότε μέχρι σήμερα συμμετέχει ενεργά στις έρευνες γύρω από νέα παθογόνα (ιοί, βακτήρια, κλπ) που μεταδίδονται από τα άγρια ζώα στον άνθρωπο. Στις αρχές του Γενάρη, σε δηλώσεις του στο CNN εξήγησε πως σήμερα βρισκόμαστε σε μια εποχή κατά την οποία είναι πολύ πιθανό να εμφανιστούν νέα παθογόνα και αυτό αποτελεί μια μόνιμη απειλή για την ανθρωπότητα.
Γιατροί και επιστήμονες στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και ιδιαίτερα στις περιοχές γύρω από τον ποταμό, περιμένουν ότι κάτι τέτοιο ενδέχεται να συμβεί ανά πάσα στιγμή, ιδιαίτερα όσο το δάσος αποψιλώνεται. Σε κάθε περιστατικό με ύποπτα συμπτώματα, χτυπάει «συναγερμός» για το ενδεχόμενο να πρόκειται για την εμφάνιση της «ασθένειας Χ», όπως αποκαλούν την επόμενη νέα ασθένεια που θα προκύψει από κάποιο άγνωστο μέχρι σήμερα ιό, ή άλλο παθογόνο.
Ο ιός Έμπολα εξάλλου ήρθε σε επαφή με τον άνθρωπο με παρόμοιο τρόπο και στην ίδια περιοχή.
Σύμφωνα με έρευνα του 2017, 25 από τα 27 ξεσπάσματα επιδημιών Έμπολα στην κεντρική και δυτική Αφρική μεταξύ 2001 και 2004, εμφανίστηκαν σε περιοχές στις οποίες είχαν προηγηθεί καταστροφές τμημάτων του δάσους περίπου δύο χρόνια νωρίτερα.
Χρόνο με το χρόνο η καταστροφή μεγαλώνει
Τα τροπικά δάση του πλανήτη παίζουν τεράστιο ρόλο στη διατήρηση της περιβαλλοντικής ισορροπίας και της ζωής στη γη όπως την ξέρουμε. Εκτός από τη διατήρηση της ανυπολόγιστης σημασίας βιοποικιλότητας, τα δάση ρυθμίζουν τη θερμοκρασία και δεσμεύουν μεγάλες ποσότητες αέριων ρύπων.
Παρόλα αυτά, τα τροπικά δάση εξακολουθούν να βρίσκονται στο έλεος των μεγάλων εταιρειών αγροτικής παραγωγής και τροφίμων, εξορύξεων και ενέργειας, ξυλείας, κ.α. Τα μέχρι στιγμής στοιχεία για το 2020 (που ακόμη βρίσκονται σε φάση επεξεργασίας) δείχνουν πως ούτε καν η πανδημία του κορονοϊού ανέκοψε το ρυθμό καταστροφής τους!
Την καταστροφή των τροπικών δασών δεν πρόκειται να τη σταματήσουν ούτε οι εκπρόσωποι των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων ούτε και οι κυβερνήσεις που στην ουσία λειτουργούν σαν «υπάλληλοι» αυτών των εταιρειών. Η ευθύνη για να τους σταματήσουμε ανήκει στις κοινωνίες, τους εργαζόμενους, τους φτωχούς, τη νεολαία όλου του κόσμου, αυτούς δηλαδή που πληρώνουν τις επιπτώσεις της καταστροφής, πολλές φορές με τη ζωή τους.