Αποσπάσματα άρθρου του Στιβ Έντουαρτς, ακτιβιστή από τις ΗΠΑ
Ολόκληρο το άρθρο στα αγγλικά στο internationaliststandpoint.org
Η πρώτη πολιτεία που δέχτηκε την αντιμεταναστευτική επίθεση της κυβέρνησης Τραμπ ήταν το Λος Άντζελες, με τον τεράστιο πληθυσμό Λατίνων που διαθέτει, και στη συνέχεια η Ουάσιγκτον. Οι επιδρομές δικαιολογήθηκαν με τον ισχυρισμό ότι οι πόλεις που διοικούνται από τους Δημοκρατικούς και έχουν θεσπίσει νόμους περί ασύλου που περιορίζουν τη συνεργασία των τοπικών αρχών με την «Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων», γνωστή και ως ICE, έχουν κατακλυστεί από «βίαιες εγκληματικές συμμορίες αλλοδαπών», «τους χειρότερους των χειρότερων», από τους οποίους πρέπει να σωθούν οι κάτοικοι αυτών των πόλεων.
Στις 6 Σεπτεμβρίου, ο Ντόναλντ Τραμπ δημοσίευσε μια φωτογραφία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που τον παρουσίαζε ως τον πολεμοχαρή συνταγματάρχη από την ταινία «Αποκάλυψη Τώρα», με τη λεζάντα «Λατρεύω τη μυρωδιά των απελάσεων το πρωί… Το Σικάγο θα μάθει σύντομα γιατί ονομάζεται Υπουργείο ΠΟΛΕΜΟΥ». Στο βάθος φαίνεται ο ορίζοντας του Σικάγου, φλεγόμενος.
Σύντομο ιστορικό
Το Σικάγο έχει δεχτεί μαζικά μεταναστευτικά κύματα από τότε που μετατράπηκε σε συγκοινωνιακό κόμβο στα μέσα του 19ου αιώνα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, γεγονότα όπως οι «βρώμικοι πόλεμοι» που χρηματοδοτήθηκαν από τις ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική, η οικονομική και πολιτική αναταραχή στο Μεξικό, κα, έχουν ωθήσει εκατομμύρια εργαζομένους από αυτές τις χώρες να αναζητήσουν εργασία στις ΗΠΑ. Σήμερα, ο πληθυσμός του Σικάγου αποτελείται από περίπου 30% Λατίνους.
Στη δεκαετία του ’70 και του ’80, ήταν γενικά εφικτό για τους περισσότερους μετανάστες να αποκτήσουν νόμιμη διαμονή και αργότερα υπηκοότητα. Αυτό άλλαξε επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον, ο οποίος ανάμεσα σε άλλα έβαλε τις βάσεις για όσα βλέπουμε σήμερα με τον «Νόμο για τη Μεταρρύθμιση της Παράνομης Μετανάστευσης και την Ευθύνη των Μεταναστών» (IIRAIRA) του 1996, καθιστώντας εκατομμύρια μη πολίτες, υποψήφιους για απέλαση ανεξάρτητα από το νομικό τους καθεστώς, ενώ επέκτεινε και το φάσμα των αδικημάτων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απέλαση.
Σήμερα, βασικά δεν υπάρχει νόμιμος δρόμος μετανάστευσης στις ΗΠΑ για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που το επιχειρούν. Αυτό έχει προσφέρει στην άρχουσα τάξη έναν μεγάλο πληθυσμό εργαζομένων χωρίς δικαιώματα, που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αναλάβουν τις χαμηλότερα αμειβόμενες και τις πιο σκληρές εργασίες, χωρίς εργασιακά δικαιώματα και υγειονομική περίθαλψη.
Η τελευταία επίθεση του Τραμπ στις κοινότητες των μεταναστών ξεκίνησε από την πρώτη μέρα της νέας θητείας του, με ένα εκτελεστικό διάταγμα με τίτλο «Προστασία του αμερικανικού λαού από την εισβολή», το οποίο, μεταξύ άλλων, προωθεί το μέτρο της ταχείας απέλασης που είχε θεσπιστεί από τον Κλίντον το 1996.
Η ICE στο Σικάγο
Κατά τη δεύτερη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, εκατοντάδες ομοσπονδιακοί πράκτορες, φορτωμένοι με βαρύ οπλισμό, μασκοφόροι και χωρίς διακριτικά, κατέφθασαν στο Σικάγο και τα εργατικά του προάστια. Περιπλανήθηκαν στους δρόμους πραγματοποιώντας στοχευμένες επιδρομές σε μεξικάνικα και άλλα λατινοαμερικάνικα εστιατόρια και παντοπωλεία, αλλά και σταματώντας τυχαία οικογένειες που «έμοιαζαν ισπανόφωνες», σε πολλές περιπτώσεις συλλαμβάνοντας τους γονείς και αφήνοντας τα τρομοκρατημένα παιδιά τους στον δρόμο. Εμφανίζονταν νωρίς το πρωί σε αλυσίδες καταστημάτων έξω από τις οποίες συχνά μαζεύονται Λατίνοι εργάτες αναζητώντας μεροκάματο. Έκαναν επιδρομές σε πλυντήρια αυτοκινήτων και άλλα μέρη, όπου συνήθως οι εργαζόμενοι είναι ισπανόφωνοι.
Μέσα σε λίγες μέρες από την άφιξή τους, μασκοφόροι πράκτορες της ICE σκότωσαν έναν εργαζόμενο πατέρα, τον Σ. Γκονζάλες, ο οποίος είχε μόλις αφήσει τα παιδιά του στο σχολείο στο προάστιο Φράνκλιν Παρκ. Οι πράκτορες της ICE ισχυρίστηκαν ψευδώς ότι είχε παρασύρει έναν από αυτούς με το αυτοκίνητό του, αλλά αυτό διαψεύστηκε αργότερα από βίντεο. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι είχε ποινικό μητρώο, κάτι που ήταν ένα ακόμη ψέμα, το συνηθισμένο ψέμα που χρησιμοποιείται για να δικαιολογηθούν οι δολοφονίες από την αστυνομία.
Κινητοποιήσεις
Από τη μέρα που κατέφθασε η ICE στο Σικάγο, γίνονται διαρκώς διαδηλώσεις στον δρόμο έξω από τα προσωρινά κεντρικά γραφεία της, ένα κέντρο κράτησης στο προάστιο της εργατικής τάξης του Μπρόουντβιου. Οι πράκτορες της ICE απαντάνε σε αυτές τις διαδηλώσεις με βροχή δακρυγόνων απέναντι σε ειρηνικούς διαδηλωτές και δημοσιογράφους, αλλά και κατοίκους της περιοχής. Επιπλέον έχτισαν ένα παράνομο φράχτη ύψους 2,5 μέτρων στους δρόμους γύρω από τις εγκαταστάσεις της ICE.
Κάποιοι ακτιβιστές, όταν βλέπουν οχήματα της ICE στους δρόμους να αναζητούν άτομα για να συλλάβουν, τα «κυνηγάνε» με τα αυτοκίνητά τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, η 30χρονη Μ. Μαρτίνες πυροβολήθηκε πέντε φορές από έναν αξιωματικό της ICE. Αν και τραυματίστηκε σοβαρά, κατάφερε να απομακρυνθεί με το αυτοκίνητό της και επέζησε. Η ICE ισχυρίστηκε ότι η Μαρτίνες είχε όπλο και ότι χρησιμοποίησε το όχημά της για να τους χτυπήσει. Αυτοί οι ισχυρισμοί καταρρίπτονται από όσα κατέγραψε η κάμερα της στολής του αξιωματικού που την πυροβόλησε (οι δυνάμεις καταστολής είναι υποχρεωμένες να φέρουν κάμερα που να καταγράφει τη δράση τους).
Σε ένα άλλο περιστατικό στο Μπρόουντβιου, ένας πάστορας μπήκε στο στόχαστρο της ICE η οποία τον έλουσε με σπρέι πιπεριού κατευθείαν στο πρόσωπο (ενώ φορούσε την ιερατική του στολή). Αυτό και παρόμοια περιστατικά οδήγησαν σε δικαστικές διαταγές που απαγορεύουν στην ICE να επιτίθεται σε ειρηνικούς διαδηλωτές και απαιτούν την αφαίρεση του παράνομου φράχτη που αναφέρθηκε παραπάνω. Σε άλλη απόφαση, οι ένστολοι πράκτορες της ICE υποχρεώθηκαν να φέρουν ταυτότητα. Παραμένει να δούμε αν η ICE θα υπακούσει σε αυτές τις διαταγές.
Σε κάθε περίπτωση, το πιο σημαντικό είναι ότι υπάρχει ένα αναπτυσσόμενο, σε μεγάλο βαθμό άτυπο δίκτυο ανθρώπων που παρακολουθούν και καταγράφουν τις κινήσεις της ICE και επιπλέον παρεμβαίνουν όταν βλέπουν κάποιον να συλλαμβάνεται. Οι πράκτορες της ICE κυκλοφορούν με ενοικιαζόμενα οχήματα, συνήθως φορτηγάκια και SUV, αναζητώντας άτομα για σύλληψη. Στις συγκεντρώσεις που διοργανώνονται από την τοπική κοινότητα, οι άνθρωποι ανταλλάσσουν στοιχεία επικοινωνίας και προστίθενται σε ομαδικές συνομιλίες για να επικοινωνούν σχετικά με τα σχολεία και τους χώρους εργασίας που πρέπει να περιφρουρήσουν από τις επιθέσεις της ICE.
Στη δύναμη αυτού του κινήματος συμβάλλει η κληρονομιά άλλων πρόσφατων αγώνων – οι απεργίες των εκπαιδευτικών του Σικάγου το 2010 και το 2019, οι πορείες του 2013 και οι καταλήψεις ενάντια στο κλείσιμο σχολείων στην περιοχή, καθώς και οι μαζικές διαμαρτυρίες που ακολουθούν τις ρατσιστικές δολοφονίες από την αστυνομία. Το 2020, ολόκληρη η χώρα εξερράγη μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από την αστυνομία στη Μινεάπολη. Αν και αυτά τα κινήματα είχαν μόνο κάποιες αποσπασματικές νίκες -μια από τις οποίες είναι οι κάμερες που φορούν οι αστυνομικοί- κατάφεραν να κινητοποιήσουν πλατιά κοινωνικά στρώματα, έτοιμα και σήμερα να υπερασπιστούν τα δικαιώματα και τις κοινότητές τους, να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις καταστολής στους δρόμους και να συμμετέχουν ενεργά σε αυτά τα ημι-αυθόρμητα δίκτυα αντίστασης.
Τι θα ακολουθήσει;
Παρά την αυξανόμενη αντίσταση, η ICE πραγματοποιεί εκατοντάδες συλλήψεις-απαγωγές. Όταν κάποιος/α συλλαμβάνεται από την ICE, οι συνθήκες κράτησής του/της είναι τρομακτικές. Υπάρχουν πολλές αναφορές για άτομα που κρατήθηκαν για μέρες χωρίς φαγητό, νερό ή πρόσβαση σε τουαλέτα, ή επαφή με συγγενείς και δικηγόρους και πολλές αναφορές για άτομα που απελάθηκαν, σε ορισμένες περιπτώσεις σε χώρες με τις οποίες δεν έχουν καμία σχέση, και οι οικογένειές τους το έμαθαν μόνο εκ των υστέρων.
Η αγριότητα των επιδρομών της ICE προκαλεί στροφή στη συνείδηση γύρω από τη μετανάστευση. Είναι πολύ δύσκολο να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών που συλλαμβάνονται σε αυτές τις επιδρομές είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας (οικοδόμοι, εργαζόμενοι σε πλυντήρια, μικροπωλητές, εργαζόμενοι σε εστιατόρια, γονείς που παραλαμβάνουν τα παιδιά τους από το σχολείο).
Σήμερα, αρκετούς μήνες μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του Τραμπ, η πλειονότητα των Αμερικανών πολιτών διαφωνεί με τις πολιτικές του. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι αυτές έχουν πυροδοτήσει ένα διογκούμενο κίνημα το οποίο τουλάχιστον μέχρι στιγμής δεν ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς. Αυτή η κατάσταση θα εντείνεται όσο η οικονομία θα επιδεινώνεται. Οι αγώνες βρίσκονται πλέον στην ημερήσια διάταξη, και οι δυνάμεις της Αριστεράς θα πρέπει να δώσουν μάχη για την ανάπτυξη και τη διεύρυνση τους, αλλά και για να έχουν νικηφόρα αποτελέσματα.