Δημοσιεύουμε την ομιλία του Σεραφείμ Σεφεριάδη στην εκδήλωση που διοργάνωσε το «Ξεκίνημα» Θεσσαλονίκης στις 7 Μάρτη 2015 στο Εργατικό Κέντρο με τίτλο «Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: Νέα κατάσταση – πώς προχωράμε. Η μάχη με τους δανειστές κι οι εκβιασμοί τους, τα κινήματα κι οι διεκδικήσεις τους, το Ευρώ κι η ανασυγκρότηση της οικονομίας».
Ο Σεραφείμ Σεφεριάδης είναι υποστηρικτής της «Πρωτοβουλίας των 1000» και μέλος στο «Ξεκίνημα». Είναι επίσης, αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο τμήμα πολιτικής επιστήμης κι ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, καθώς και Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική συζήτηση, διότι τα ερωτήματα που θέτει, απασχολούν εκατομμύρια λαϊκά στρώματα στην Ελλάδα, πλέον, συνειδητά, και κάποτε λιγότερο συνειδητά – ή ασυνείδητα – σ’ ολόκληρη την Ευρώπη κι ευρύτερα. Αυτές οι θεματικές της συζήτησης: η μάχη με το νεοφιλελεύθερο σκεπτικό των δανειστών, τις επιδιώξεις και τα οράματα των κινημάτων, το πώς ακριβώς σκεπτόμαστε την οικονομία και την παραγωγική ανασυγκρότηση και το τι ακριβώς ρόλο διαδραματίζει το ενιαίο νόμισμα σ’ όλον αυτόν τον προβληματισμό, αποτελούν θεματικές που από την κατάλληλη, τη σωστή, την επαρκή διαχείρισή τους, κυριολεκτικά – και χωρίς καμία υπερβολή – εξαρτάται το μέλλον μας.
Με την τοποθέτησή μου θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος κι επιγραμματικός, ώστε πρωτίστως να συμβάλλω στην πρόθεση διαλόγου. Στο πλαίσιο αυτό θα προσπαθήσω να προσεγγίσω αυτά τα ερωτήματα, αναφερόμενος συνδυαστικά σε τρία ζητήματα, που θεωρώ ότι βρίσκονται στη βάση όλου του προβληματισμού κι αποτελούν τις προϋποθέσεις για να κάνουμε με σοβαρό κι αποτελεσματικό τρόπο τη συζήτηση.
Πρώτο είναι το νόημα της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ και το περιεχόμενο της εντολής που του δόθηκε. Δεύτερο είναι το περιβάλλον που η κυβέρνηση αντιμετώπισε και, χωρίς αμφιβολία, θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει στο πλαίσιο των περίφημων ευρωπαϊκών «Θεσμών». Και, τέλος, το περιεχόμενο κι η λογική του συνθήματος «ούτε βήμα πίσω», που τέθηκε επιτακτικά στις πρόσφατες συγκεντρώσεις των πλατειών. Αυτό, βέβαια, μας φέρνει άμεσα αντιμέτωπους με τον πυρήνα της συζήτησής μας, το «τι να κάνουμε».
Ποιο είναι το νόημα της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ;
Σε μία συγκυρία όπου εύλογα έχουν ήδη αρχίσει να διατυπώνονται επιφυλάξεις για τις δράσεις της νέας κυβέρνησης, είναι σκόπιμο να ξανασκεφτούμε για το περιεχόμενο της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Τι ήταν αυτή η νίκη; Από πού προήλθε; Τι αντανακλούσε; Τι σηματοδοτούσε; Είναι σημαντικό να σκεφτούμε ότι παρά τις επίσημες αμφισημίες περί ταυτόχρονης αλλαγής πορείας και παραμονής στην Ευρωζώνη, η εκλογή αποτύπωσε – με το γενικό τρόπο, που όλες οι εκλογικές εκβάσεις αποτυπώνουν – τη θέληση, την απόφαση της εκλογικής βάσης για ρήξη με το μνημόνιο και, κατ’ επέκταση, με το σκεπτικό που συνέχει το μνημόνιο. Ένα σκεπτικό αφαίμαξης της κοινωνίας, προκειμένου να στηριχθούν χρεωκοπημένοι τραπεζίτες – ούτε καν τράπεζες.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε, ή αντίστοιχα πρέπει να υπενθυμίζουμε πάντοτε στον εαυτό μας, ότι το χρέος – αυτό το χρέος που υπαινίσσονται ότι οδήγησε σε ευμάρεια των λαϊκών στρωμάτων – εκτινάχθηκε επειδή τα κράτη, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς, έσπευσαν να απορροφήσουν τις επιπτώσεις που είχε η τοξική κερδοσκοπία του χρηματιστικού κεφαλαίου, στηρίζοντας το κεφάλαιο αυτό. Αυτό δηλαδή που υποκριτικά οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αποκαλούν «υποχρεώσεις του ελληνικού δημοσίου – του ελληνικού λαού δηλαδή – στους Ευρωπαίους φορολογούμενους», δεν είναι παρά η αυθαίρετη μετακύλιση στις πλάτες αυτών των φορολογουμένων ζημιών, που συσσώρευσε η κερδοσκοπία ιδιωτικών τραπεζών.
Με τρόπο γενικό η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ αποτύπωσε αυτήν την κατανόηση: «όχι άλλες θυσίες για να διασωθούν οι τράπεζες», κι «όχι άλλη λιτότητα». Δηλαδή όχι άλλη ληστεία επί της κοινωνίας, ώστε να μπορεί ανεμπόδιστα να συνεχίζει την τοξική κι αντιπαραγωγική κερδοσκοπία του το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Αυτό ήταν το περιεχόμενο της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ και δε θα πρέπει διόλου να υποτιμούμε την έκβαση αυτή, πρωτίστως ως κινηματική παρακαταθήκη. Δε θα πρέπει δηλαδή σε καμία περίπτωση να τείνουμε να φορτώσουμε στην εκλογική βάση και στο κίνημα τις πιθανές παλινωδίες και τους κυβερνητικούς δισταγμούς του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι η εκλογική νίκη έδειξε την αποφασιστικότητα του κόσμου, μια αποφασιστικότητα που εκφράστηκε στην τεράστια λαϊκή αποδοχή και στήριξη των πρώτων ημερών, στις τεράστιες συγκεντρώσεις του «ούτε βήμα πίσω» που έγιναν σ’ όλη την Ελλάδα, στην ετοιμότητα της βάσης να στηρίξει δράσεις προς μία γνήσια εναλλακτική πορεία. Στο νόημα της εκλογικής νίκης και στο περιεχόμενο της λαϊκής εντολής δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία. Οι ψηφοφόροι κι όλος ο κόσμος μετά τις εκλογές διάκειται θετικά σε ό,τι δείχνει να υλοποιεί την επαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ να θέσει τέλος στις πολιτικές της λιτότητας κι αποζητά, εναγώνια, έξοδο από το κυρίαρχο οικονομικό και πολιτικό σκηνικό με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αυτό πρέπει να το επισημάνουμε διότι στο βαθμό που υιοθετηθεί μια προσέγγιση που λέει να υποστείλουμε την πορεία προς έξοδο από την κρίση για να μείνουμε στο ευρώ, τότε ο λαός πρέπει να ερωτηθεί άμεσα.
Τι θέλουν οι «Θεσμοί»;
Αυτό είναι ένα ζήτημα που με πάει στο δεύτερο κομμάτι της τοποθέτησής μου, στο τι ακριβώς συνεπάγεται αυτή η επαγγελία περί εξόδου της πολιτικής της λιτότητας. Εδώ νομίζω είναι απαραίτητο να μιλήσει κανείς απλά γιατί τα πράγματα είναι κατά βάση απλά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ (οι «Θεσμοί» για να χρησιμοποιήσω τη νέα έκφραση) δεν είναι εταίροι των κοινωνιών, ούτε της ελληνικής κοινωνίας ούτε όλων των άλλων ευρωπαϊκών. Πρόκειται μάλιστα για ανεπίτρεπτη παραχάραξη του περιεχομένου της έννοιας «εταίρος» που πάρα πολύ κακώς συχνά την αφήνουμε να περνά απαρατήρητη. Είναι σα να λέμε τους χρυσαυγίτες «πατριώτες». Δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τις λέξεις έτσι και να τις εκφυλίζουμε. Εταίρος θα πει μερικά πράγματα. Τα μορφώματα αυτά και το σκεπτικό που ενσωματώνουν δεν αποσκοπούν ούτε σε κανενός είδους ανασύνταξης του κράτους πρόνοιας ούτε στην κοινωνική συνοχή, αλλά ούτε καν στην οικονομική ανασύνταξη της Ευρώπης! Δεν είναι ως εκ τούτου εταίροι, είναι εκπρόσωποι ενός ληστρικού οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδου σκεπτικού που καταδυναστεύει τους λαούς και που με κάθε τρόπο πασχίζει – και θα εξακολουθεί να πασχίζει – να κρατήσει τα πράγματα ως έχουν.
Αυτό είναι το περιεχόμενο των αλλεπάλληλων εκκλήσεων κι επικλήσεων περί των περίφημων κανόνων της Ευρωζώνης, που όπως είπε ο Γιούνκερ «δεν μπορούν να αλλάζουν με κάθε εκλογή», και των «Θεσμών» με τους οποίους βομβαρδίστηκαν και στους οποίους σε μεγάλο βαθμό υποχρεώθηκαν να υποκύψουν οι αντιπρόσωποι της νέας ελληνικής κυβέρνησης.
Θέλω να σταθώ σε δύο βασικά κι αλληλένδετα σημεία, που καθώς ενυπάρχουν στο σκεπτικό της ενδιάμεσης Συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου, προδιαγράφουν και το πλαίσιο της συζήτησης της διαπραγμάτευσης, που έκτοτε διεξάγεται, η οποία βέβαια καθορίζει και τον τρόπο της κορύφωσης της μετά το πέρας της 4μηνης διορίας.
Το πρώτο στοιχείο αφορά το χρέος, η εξυπηρέτηση ενός καταφανώς μη βιώσιμου χρέους που, επιπλέον, δεν είναι χρέος της κοινωνίας, αλλά όσων τοξικά κερδοσκοπώντας το δημιούργησαν. Στο βαθμό, λοιπόν, που αυτό το χρέος αναγορεύεται σε ύψιστη υποχρέωσης της χώρας, πιστεύω ότι ο κάθε αριστερός θλίβεται βαθύτατα, μιας κι ακούει τα μέλη της κυβέρνησης, το ένα μετά το άλλο, να παρουσιάζουν την πρόθεση της Ελλάδας να εκπληρώσει στο ακέραιο τις δανειακές της υποχρεώσεις, ως τεκμήριο πολιτικής επάρκειας. Και βέβαια αναρωτιέται κανείς, αν κατανοούν όσοι κάνουν τις παραπάνω δηλώσεις ότι αυτό de facto σημαίνει υπαναχώρηση απ’ το φιλολαϊκό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης ή οποιοδήποτε άλλο. Κι αναρωτιέται, επίσης, τι σήμα στέλνει αυτή η συμπεριφορά διεθνώς. Σε όσους δηλαδή είδαν την κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα ως ελπίδα κι εφαλτήριο ρήξης με το ισχύον σκεπτικό.
Το δεύτερο σημείο, που νομίζω πρέπει να μας απασχολήσει, αφορά την – αναμενόμενη βέβαια, αλλά εντυπωσιακή – επιμονή των περίφημων «εταίρων» να παραμείνει η Ελλάδα προσηλωμένη στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης βέβαια μιλά για γηγενείς μεταρρυθμίσεις, που ασφαλώς χρειάζονται. Όμως, οι μεταρρυθμίσεις που οι «εταίροι» έχουν κατά νου είναι η εξοικονόμηση πόρων ώστε να εξυπηρετείται το χρέος, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Αυτό φάνηκε στην πρόσφατη απόφαση Ντράγκι, ο οποίος δήλωσε ότι παρότι θεωρητικά είμαστε σε πρόγραμμα, πρέπει να ακολουθηθούν μεταρρυθμίσεις προκειμένου να στηριχθεί η ρευστότητα των τραπεζών.
Ακόμα δηλαδή κι αν παταχθεί η φοροδιαφυγή καυσίμων, ποτών, τσιγάρων κλπ, οι πόροι οφείλουν πρωτίστως να εξυπηρετούν το χρέος. Στην κοινωνία θα επιστρέψει μόνο ό,τι απομείνει, στην καλύτερη περίπτωση ψίχουλα, κι ας μείνουμε εμείς να φαντασιωνόμαστε πράγματα όπως την παραγωγική ανασυγκρότηση, τη σοβαρή ανάπτυξη των διαλυμένων κοινωνικών υπηρεσιών και την ικανοποίηση λαϊκών αναγκών.
Και μένω εδώ. Δε χρειάζεται να υπεισέλθει κανείς σε ζητήματα της Συμφωνίας που είναι εξίσου προβληματικά, όπως το λιγάκι φαιδρό παιχνίδι των λέξεων, όπως είπα και προηγουμένως στη χρήση της λέξης «Θεσμοί», αντί τρόικα, στην εξακολούθηση της νεοφιλελεύθερης επιτήρησης και στο ότι σοβαρές φιλολαϊκές δράσεις σε ολόκληρο το φάσμα της πολιτικής οικονομίας βαφτίζονται ήδη μονομερείς ενέργειες κι ως εκ τούτου απαγορεύονται.
Μ’ όλα αυτά τα παραπάνω θέλω να πω ότι δεν επιθυμώ να δημιουργήσω ένα αρνητικό κλίμα. Να πω πράγματα που ακούγονται ως γκρίνια ή να υποτιμήσω τις τεράστιες δυσκολίες που υπάρχουν στο διεθνές περιβάλλον. Ο λόγος για τον οποίο πρέπει κανείς να επισημάνει επιτακτικά τα ζητήματα αυτά δεν είναι η άσκηση μιας εύκολης κριτικής, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Είναι έγνοια, είναι αγωνία για την πορεία του έργου αυτής της κυβέρνησης, που αν αποτύχει, αν εκ των πραγμάτων δηλαδή με πράξεις ή παραλείψεις οδηγηθεί σε υπαναχώρηση ή αθέτηση των βασικών εξαγγελιών της, τότε ολόκληρο το εγχείρημα της Αριστεράς στην Ελλάδα και διεθνώς θα κινδυνέψει. Αυτή είναι άλλωστε κι η επιδίωξη των «εταίρων», η υπαναχώρηση, η ήττα της ελληνικής απόπειρας να διαλυθεί ο νεοφιλελεύθερος κώδικας. Κι η ευθύνη για την αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχομένου πέφτει στις πλάτες όλων μας, πέφτει πρωτίστως στις πλάτες της μαχόμενης Αριστεράς και των κινημάτων.
Η λογική αυτών των διαπιστώσεων με πάνε στο τρίτο και τελευταίο κομμάτι της τοποθέτησής μου. Κι αυτό βέβαια δεν είναι άλλο από τη διερεύνηση της εναλλακτικής.
Ποια είναι η εναλλακτική;
Υπάρχει εναλλακτική; Συνυφαίνεται αυτή με τη ρήξη; Τι σόι πράγμα είναι αυτό που λέμε ρήξη; Και στο τέλος μήπως βιαζόμαστε; Μήπως είμαστε ανυπόμονοι κι αντί για καλό κάνουμε κακό; Όπως έλεγαν παλιά μήπως ρίχνουμε νερό στο μύλο της αντίδρασης; Ας προσπαθήσουμε να δούμε κάποια από αυτά τα ερωτήματα.
Πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε ότι φιλολαϊκή πολιτική με τη θηλιά του χρέους στο λαιμό μας και τις δεσμεύσεις που έγιναν για την πλήρη αποπληρωμή δεν είναι δυνατόν να συμβεί. Τελεία και παύλα. Όσες φορές κι αν ακούσουμε τη φράση «έξυπνες λύσεις», «ευφάνταστες κινήσεις» κλπ, όσες «δημιουργικές ασάφειες» κι αν επινοηθούν, στο βαθμό που θα πρέπει το χρέος – ολόκληρο το χρέος – να αποπληρώνεται, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει προκοπή.
Αν επιχειρηθεί προσαρμογή στις συνθήκες αυτές, είναι ζήτημα χρόνου μέχρι οι προεκλογικές επαγγελίες να ξεχαστούν, να μεταλλαχθούν ή να εξαϋλωθούν. Κι αυτό θα φέρει μεγάλη απογοήτευση, ενδεχομένως θα φέρει και πολιτική κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες.
Μερικοί υποστηρίζουν, στην πλευρά της κυβέρνησης και του σκεπτικού της, ότι με την τετράμηνη παράταση που πήραμε βιώνουμε στην πράξη τα αποτελέσματα μιας μεταβατικής συνθήκης, μιας μεταβατικής κίνησης, ενός υπαινιγμού που κατά τη γνώμη μου λανθασμένα παραπέμπει στο μεταβατικό πρόγραμμα. Με τη λογική «ας μη βιαζόμαστε, λίγα πράγματα σήμερα, λίγα πράγματα αύριο, λίγα πράγματα μεθαύριο, περισσότερα αργότερα».
Όμως, δεν είναι έτσι. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να υποθέσει κανείς ότι αργότερα τα πράγματα θα είναι καλύτερα για προοδευτικές αλλαγές. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Οι αντίπαλοι θα έχουν ανασυνταχθεί, ήδη ανασυντάσσονται. Με τη μετρίαση ή αθέτηση των προεκλογικών υποσχέσεων η λαϊκή βάση θα έχει απογοητευθεί. Είδαμε την αλλαγή από την πρώτη περίοδο στην παγωμάρα που έφερε η εκλογή Παυλόπουλου. Τα προβλήματα θα έχουν απλώς οξυνθεί. Πρέπει λοιπόν με κάθε τρόπο να τονιστεί ότι καμία παραχώρηση δεν πρέπει να γίνει, τουλάχιστον από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.
Αυτό είναι κάτι που λέγεται και το αναγνωρίζουν πολλοί, κι ακούγεται συχνά κι από επίσημα κυβερνητικά χείλη. Αυτό που δε λέγεται είναι ότι ακόμα κι αυτό το ελάχιστο, το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, απαιτεί βήματα μπροστά. Ή για να το πω με όρους πιο κλασικούς, η έννοια του λεγόμενου μεταβατικού προγράμματος, για να καταστεί λογική στις περιστάσεις μας, πρέπει να γονιμοποιηθεί με το σκεπτικό της διαρκούς επανάστασης. Δηλαδή, για να γίνει ένα μικρό βήμα και να μετατραπεί σε εφαλτήριο για κάτι μεγαλύτερο, απαιτείται ήδη στον παρόντα χρόνο η επιδίωξη αυτού του μεγαλύτερου βήματος. Ειδάλλως, και το μικρό θα κινδυνέψει με συρρίκνωση ή ακύρωση. Ή για να το πω πιο παραστατικά, για να μείνει όρθιος ο ποδηλάτης και το ποδήλατο, πρέπει να φροντίζει για τη διάνυση του παραπέρα μέτρου. Πρέπει διαρκώς να κινείται, ειδάλλως θα πέσει. Πρακτικά όλα αυτά σημαίνουν ρήξεις. Δυστυχώς δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ρήξεις με τους «Θεσμούς», ρήξεις με το σκεπτικό τους και ρήξεις με τα κυρίαρχα πολιτικά ισοζύγια.
Δυστυχώς στον τομέα αυτό, όμως, υπάρχει μεγάλη, ασυγχώρητη, καθυστέρηση. Νυχθημερόν, όπως προεκλογικά έτσι και τώρα, ο πολιτικός λόγος που εκπέμπει ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτηρίζεται από αυτό που θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς εμμονικός εφησυχασμός: «μην ανησυχείτε, μη σκοτίζεστε, οι «Θεσμοί» θα μας ακούσουν , η Ευρώπη αλλάζει, θα αποδεχθούν τη λογική των επιχειρημάτων μας», όταν όλα κραυγάζουν για το αντίθετο.
Μια ερμηνεία γι’ αυτήν την πραγματικότητα, είναι ότι η κυβέρνηση η ίδια έχει πέσει θύμα της ιδεολογικής εκστρατείας, που το τραπεζικό κεφάλαιο, οι κυρίαρχοι ευρωπαϊκοί θεσμοί, αλλά και ντόπια συστημικά κέντρα εξαπολύουν με στόχο την απόλυτη δαιμονοποίηση των εναλλακτικών, που ασφαλώς περιλαμβάνουν κι έναν βίο εκτός του ενιαίου νομίσματος. Αν σε κάποιον υπαινιχθεί ότι «υπονοείτε ότι μπορούμε να βγούμε από το Ευρώ», λένε «όχι, εγώ δεν είπα ποτέ τέτοιο πράγμα», λες κι είναι η… Κόλαση.
Μαζί με το κάλεσμα «ούτε βήμα πίσω», είναι απαραίτητο να ανοίξουμε σοβαρά τη συζήτηση για το ποιες είναι οι εναλλακτικές. Αποφεύγοντας μια ρηχή άποψη που έβλαψε το κίνημα την προηγούμενη περίοδο, που βλέπει την έξοδο από το Ευρώ ως τη λύση για όλα τα προβλήματα, το κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες, πρέπει να δούμε συστηματικά τι ακριβώς κάτι τέτοιο θα σήμανε, τι προβλήματα, αλλά και τι ευκαιρίες θα δημιουργούσε. Και στη φάση αυτών των συμπερασμάτων είναι που πρέπει να καθορίσουμε τα επόμενα βήματά μας την επόμενη περίοδο.
Πρέπει, επίσης, να συνειδητοποιήσουμε ότι οι προκλήσεις μιας αριστερής κυβέρνησης δεν περιορίζονται στο ζήτημα της αναδιανομής – τι χρήματα θα εξοικονομήσουμε από εδώ κι από ‘κει – με το ισχύον παραγωγικό πλαίσιο, γιατί θα ‘ναι πολύ λίγα. Αφορούν πρωτίστως το ζήτημα της παραγωγής, πώς θα παράξουμε περισσότερα. Κι εδώ λέει κανείς είναι ποτέ δυνατόν σ’ ένα περιβάλλον όπου θεωρητικά επιδιώκεται η ενδυνάμωση της εργασίας να περιμένουμε πρωτοβουλίες για την παραγωγική ανασυγκρότηση από το ιδιωτικό κεφάλαιο κι από τις ξένες επενδύσεις; Κι αυτό βέβαια είναι ένα ρητορικό ερώτημα με απάντηση ξεκάθαρα αρνητική. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να περιμένουμε – πολύ περισσότερο να βασιζόμαστε – σε μια τέτοια προσδοκία.
Κι αυτό σημαίνει συζήτηση, όχι μόνο για το τι σημαίνει μια ενδεχόμενη έξοδος από την Ευρωζώνη, αλλά κυρίως ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος και ποια η λειτουργία του δημόσιου τομέα. Με ποιους όρους δηλαδή πρέπει να εκδημοκρατίσουμε την παραγωγική διαδικασία. Το λέω αυτό επιτακτικά διότι ο όρος δημόσιος τομέας, μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης απαξίωσης και με την ίδια λειτουργία του να στηρίζει ιδιωτικά συμφέροντα έχει απαξιωθεί. Αυτό που χρειάζεται είναι η κοινωνία να αναλάβει την παραγωγή με δημοκρατικές διαδικασίες. Ο δημόσιος χώρος κι όχι ο κρατικός χώρος, που εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα.
Και τέλος, πρέπει να δούμε ποιες είναι οι περιστάσεις στο περιεχόμενο της έννοιας διεθνισμός. Διότι ο διεθνισμός είναι μια έννοια καταστατική από καταβολής του στο αριστερό σκεπτικό. Διεθνισμός δεν είναι η σύσφιξη σχέσεων με τις κυβερνήσεις των «εταίρων». Δεν είναι να πιούμε έναν καφέ με τον Ντράγκι ή με τον Γιούνκερ. Διεθνισμός είναι η συνεργασία με τα κινήματα βάσης που προσφέρουν στήριξη στην ελληνική αλλαγή πορείας – και να είμαστε σίγουροι θα τη προσφέρουν στο πολλαπλάσιο, αν αυτή κινηθεί σε μια πραγματικά ριζοσπαστική κατεύθυνση.
Στις μέρες μας, που είναι μέρες βαθιάς οργανικής κρίσης του καπιταλισμού, προϋπόθεση για την ευόδωση μικρών μεταρρυθμίσεων είναι η επιδίωξη/ενασχόληση με τη διαχείριση του στρατηγικά μεγάλου. Άρα, είτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναμετρηθεί με τις μεγάλες προκλήσεις, κάτι που προϋποθέτει την άμεση επεξεργασία μιας στρατηγικής πολλαπλών ρήξεων, είτε θα υπαναχωρήσει με δραματικές συνέπειες, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για ολόκληρο το κίνημα. Και βεβαίως εναπόκειται στο κίνημα, σε όλους εμάς που με αγωνία συμμετέχουμε σ’ αυτήν τη συζήτηση να διασφαλίσουμε ότι η πορεία θα είναι πράγματι προωθητική.
Διαβάστε ρεπορτάζ από την εκδήλωση και δείτε βίντεο με τις εισηγήσεις στο xekinima.org: «Θεσ/νίκη: Μια πολύ πετυχημένη και ουσιαστική εκδήλωση από το «Ξ» (βίντεο)».