Δημοσιεύουμε την εισήγηση του σ. Σεραφείμ Σεφεριάδη, καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, από την εκδήλωση που διοργανώθηκε την Τετάρτη 5 Απρίλη στο Art Garage για την υπόθεση των κατηγορούμενων του Jobstown.
Είμαστε σήμερα εδώ ‒και με αυτό θέλω να ξεκινήσω‒ ως διεθνιστές -ως πολιτικά ενεργοί πολίτες που κατανοούμε ότι τα προβλήματα που τα λαϊκά στρώματα αντιμετωπίζουν έχουν ρίζες και καταβολές παγκόσμιες, και έτσι μόνο μπορούν να αντιμετωπιστούν. Χρειάζεται αγώνας, χρειάζεται κινηματική εγρήγορση και προγραμματική ευκρίνεια πέρα από τις κανονικότητες του συστήματος (η δική μας, η ελληνική εμπειρία των τελευταίων χρόνων έδειξε περίτρανα ότι λύσεις στα αδιέξοδα δεν υπάρχουν μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο), χρειάζεται όμως και ένας ορίζοντας σκέψης και δράσης πέρα από τα εθνικά σύνορα.
Οι δίκες του Jobstown, οι μεγαλύτερες πολιτικές δίκες στην Ιρλανδία εδώ και δεκαετίες ‒απτό τεκμήριο των προθέσεων του αστικού κράτους (που, ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμο να πετάξει από πάνω του συνταγματικό μανδύα όταν αυτή δείχνει να είναι η πιο πρόσφορη μέθοδος για να επιτελέσει τη βασική του αποστολή, την αναπαραγωγή της κυριαρχίας του 1%), προκάλεσαν ήδη ένα διεθνές κύμα διαμαρτυρίας που το μήνυμά του πρέπει να διευρυνθεί και να δυναμώσει: οι λαοί καταλαβαίνουν τη συμπαιγνία, παρακολουθούν την αλληλουχία κρίσης και καταστολής, αντλούν πολύτιμα συμπεράσματα για το παρόν και προπαντός το μέλλον των αγώνων τους.
Η σημερινή εκδήλωση θέλει κι αυτή να προσθέσει τη φωνή της στο διεθνές κύμα συμπαράστασης στους κατηγορούμενους του Jobstown. Πέρα όμως απ’ αυτό μας δίνει την ευκαιρία να αναλογιστούμε τους σταθμούς αυτής της ιστορίας ‒να εμπεδώσουμε τα διδάγματά της, και να οπλιστούμε για τις μάχες που έρχονται στην Ελλάδα και διεθνώς.
Με τη δική μου τοποθέτησή, θέλω να θίξω τρία σημεία.
- Πρώτον, τις αιτίες του προβλήματος ‒την ιδιωτικοποίηση (ή την προοπτική ιδιωτικοποίησης δημόσιων αγαθών) όπως το νερό.
- Δεύτερο, το ρόλο, τον τεράστιο ρόλο που μπορούν στις περιστάσεις αυτές να διαδραματίσουν τα μαχητικά κινήματα αντίστασης όταν δώσουν τους αγώνες με μαχητικότητα κι όταν τους δώσουν την απαραίτητη πολιτική προοπτική, και
- τέλος αυτό το οποίο το οποίο ήδη υπαινίχθηκα, την πραγματική υπόσταση του αστικού κράτους και τα δικά μας καθήκοντα που απορρέουν από την πραγματικότητα αυτή.
Ι
Βομβαρδιζόμαστε συνέχεια από τα Μέσα Ενημέρωσης, ότι η Ιρλανδία αποτελεί success story. Είναι η χώρα που, όπως ξανά και ξανά λένε, βγήκε απ’ τα Μνημόνια, γύρισε σελίδα, και τώρα αναπτύσσεται.
Όμως την ίδια τη στιγμή που κάποιος προσεκτικά παρατηρήσει την εικόνα, θυμάται αμέσως τα λόγια του Μπρεχτ: ότι η ειρήνη τους είναι σαν το πόλεμό τους ‒έρχεται να αποτελειώσει ότι δεν πρόλαβε να αποτελειώσει ο πόλεμός τους. Έτσι ακριβώς είναι και η περιβόητη «ανάπτυξη» που ευαγγελίζονται οι απανταχού της γης νεοφιλελεύθεροι (τόσο οι συνειδητοί όσο και οι άβουλοι ‒σαν και τους δικούς μας, που ίσως γι’ αυτό είναι και περισσότερο επικίνδυνοι). Μια ανάπτυξη
- με δομικά τεράστια φτώχεια και ανεργία (στην Ιρλανδία περί το 20% ‒ανάλογης αυτής που εξέθρεψε μαζικά κύματα μετανάστευσης στα τέλη του 19ου αιώνα),
- ακόμα πιο τεράστια υποαπασχόληση και καταβαράθρωση του κοινωνικού περιβάλλοντος (με επαπειλούμενη κατάρρευση του συστήματος Υγείας), και
- μόνη οραματική σταθερά την εργασιακή επισφάλεια ‒την απόλυτη κινεζοποίηση.
Αυτή είναι η πραγματική εικόνα της Ιρλανδίας, της χώρας «μοντέλο»: μια εικόνα εξαθλίωσης και ανισότητας, μια εικόνα σκληρής προληπτικής καταστολής και διαρκούς συρρίκνωσης πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων (διότι για τα κοινωνικά ούτε λόγος…).
Στο πλαίσιο αυτό βέβαια επείγει να ιδιωτικοποιηθεί (για να αντληθούν κέρδη κυριολεκτικά ληστρικής υφής) το καθετί. Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες, όλες οι κοινωνικές υποδομές, ακόμα και το νερό ‒πρόκειται για σταθερά του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται την πορεία προς το μέλλον όλοι αυτοί που με την πιστοποιημένα πλέον αδιέξοδη οικονομική οπτική και τις πρακτικές τους προκάλεσαν την κρίση και που, για να την αντιμετωπίσουν, άλλο δεν κάνουν από το να την βαθαίνουν ολοένα και περισσότερο.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον ξεκίνησε και η διαμάχη που σήμερα φέρνει στο εδώλιο του κατηγορουμένου όσους τόλμησαν να αντισταθούν. Ως βήμα προς την κατεύθυνση μιας πλήρους ιδιωτικοποίησης του νερού (κάτι που ανοιχτά προωθεί η Παγκόσμια Τράπεζα, και είδαμε δραματικά να επιχειρείται στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας το 2000 ‒[πρόκειται για ιστορία που αποτυπώθηκε αριστοτεχνικά στην ταινία του 2010 «Ακόμα και η Βροχή» [Tambien la Lluvia]) το σύστημα υδροδότησης επέβαλε φόρο στα λαϊκά στρώματα από 180 ως 500 ευρώ, υποτίθεται ως μέσο για τη συντήρηση του δικτύου. Την ώρα που οι 300 πιο πλούσιοι άνθρωποι στη χώρα είδαν στα χρόνια της κρίσης τις περιουσίες τους να διπλασιάζονται, το Κράτος και η ήδη ημι-ιδιωτική Irish Water επέβαλαν φόρο στο νερό!
Όμως το κίνημα, οι απλοί άνθρωποι, απάντησαν με τρόπο συγκλονιστικό: με μαζικές πορείες και συγκεντρώσεις που παρόμοιές τους δεν είχαν πραγματοποιηθεί για δεκαετίες, και συμμετέχοντας μαζικά σε ποσοστά της τάξης του 75% στην εκστρατεία μη πληρωμής του φόρου που οργανώθηκε το 2014 με πρωτοβουλία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της Συμμαχίας ενάντια στη Λιτότητα στην οποία αυτό συμμετέχει. Οι δράσεις αυτές επέδρασαν καταλυτικά στην κεντρική πολιτική σκηνή, προκαλώντας τις ευρύτατες ανακατατάξεις στα κομματικά ισοζύγια που είδαμε στις εκλογές του 2016.
Σε προηγούμενο χρόνο, προσπαθώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, η κυβέρνηση είχε προχωρήσει σε μείωση του φόρου, όμως αντί αυτό να κάμψει το κίνημα (και με την καθοδήγηση ανθρώπων όπως ο Paul Murphy που σε λίγο θα μας απευθυνθεί), του έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση, με αποτέλεσμα την προσωρινή απόσυρση του φόρου και την ανάθεση της περαιτέρω επεξεργασίας του σε «Επιτροπή Σοφών» (θα ξέρετε, βέβαια, ότι στις μέρες μας έτσι αποκαλούνται επίσημα όσοι προσπαθούν να χρυσώσουν το χάπι της κοινωνικής καταβαράθρωσης ‒αποκαλούνται «σοφοί»)… Χαρακτηριστικό είναι επ’ αυτού ότι ως πρόεδρος ορίστηκε ένας παλιός γραφειοκράτης συνδικαλιστής (ο Τζο Ο’Τουλ) που μάλιστα ευθαρσώς αποκάλυψε και τα κίνητρα του όλου εγχειρήματος ως εξής ‒και παραθέτω αυτολεξεί από δήλωσή του: «Ο κόσμος ψήφισε με ένα συγκεκριμένο τρόπο, η κυβέρνηση όμως δεν είναι διατεθειμένη να το αποδεχτεί, γι’ αυτό πρέπει να βρούμε κάποιο τρόπο να χρυσώσουμε το χάπι για να το καταπιούν εύκολα». Το κίνημα όμως δεν υποχωρεί ‒αντιθέτως γιγαντώνεται. Γι’ αυτό και στο πρόσωπο όσων κατηγορούνται πρέπει να χτυπηθεί! Στο ζήτημα αυτό ‒της απροκάλυπτης επίθεσης σε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα‒ θα επιστρέψω. Όμως πριν απ’ αυτό, έχει σημασία να αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της νίκης του κινήματος και τα διδάγματα που απορρέουν απ’ αυτήν.
ΙΙ
Η μαζική ανυπακοή, η άρνηση πληρωμών και οι μαχητικές διαδηλώσεις αποτελούν αυτό που στη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων αποκαλούμε συγκρουσιακή παρεμπόδιση. Είναι ο τρόπος με τον οποίο, δι-ιστορικά, τα κινήματα επέτυχαν διεύρυνση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων· ο κύριος λόγος για τον οποίο έχουμε σήμερα τις όποιες ελευθερίες έχουμε, τις οποίες δεν θα είχαμε αν τέτοιες δράσεις δεν είχαν αναληφθεί στο παρελθόν, και τις οποίες ασφαλώς θα κινδυνέψουμε να χάσουμε αν δεν συνεχίσουν να αναλαμβάνονται ‒και επ’ αυτού ας μην έχουμε την παραμικρή αμφιβολία.
Η δύναμη αυτών των κινηματικών αγώνων είναι πραγματικά τεράστια. Είναι χωρίς καμιά υπερβολή ο βασικός μοχλός κίνησης της ιστορίας ‒δεν έχει κανείς παρά λίγο να ψάξει και να σκεφτεί τα επιτεύγματά τους. Είναι κάτι αυτό που οι φαύλοι κυρίαρχοι, περισσότερο και καλύτερα ίσως απ’ τον καθένα, το καταλαβαίνουν και καθημερινά τους απασχολεί. Δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη αυτό ‒ζουν καθημερινά μ’ αυτό τον βραχνά, είναι το φάντασμα που στοιχειώνει τον ύπνο τους. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο προσπαθούν με διάφορους τρόπους και ‒κάποτε απολύτως ευτελή‒ προσχήματα να διαβάλουν, να συκοφαντήσουν, εν τέλει να ποινικοποιήσουν τα κινήματα και τις διεκδικητικές συλλογικές τους δράσεις.
Το ίδιο αρχίζει να γίνεται τελευταία και στα καθ’ ημάς σε χώρους που παραδοσιακά έτειναν να θεωρούνται «προοδευτικοί». Περιβάλλονται με διάφορα νεοπαγή ρητορικά μοτίβα, π.χ., το αίτημα για «ελευθερία στο λόγο» (ή «κατά της λογοκρισίας»), που έρχονται να ανανεώσουν την παραδοσιακή φαρέτρα των εργοδοτών που, για ακριβώς να συντρίψουν και να εξαθλιώσουν την εργατική δύναμη, μιλούσαν (και βέβαια εξακολουθούν να μιλούν) για το «δικαίωμα στην εργασία». Ο στόχος είναι στρατηγικός και είναι ξεκάθαρος ‒είναι η αμφισβήτηση του δικαιώματος στη διαμαρτυρία και στη συνέχεια η ευθεία περιστολή του. Πρόκειται για εξαιρετικά κρίσιμο σημείο στο οποίο πρέπει όλες οι συνιστώσες του λαϊκού κινήματος να απαντήσουν με ενιαία και ηχηρή φωνή: ότι δι-ιστορικά το δικαίωμα στη διαμαρτυρία αποτελεί στυλοβάτη της πολιτικής και κοινωνικής προόδου και ότι είναι αδιαπραγμάτευτο.
Στην Ιρλανδία είδαμε καθαρά πόσα πολλά μπορεί να επιτύχει η στρατηγικά εστιασμένη άσκησή του. Για να το πω επιγραμματικά, όπως νομίζω το είπε κάποιος ακτιβιστής, όλα αυτά που επίορκοι δήθεν αντιπρόσωποι ψηφίζουν στα κοινοβούλια μπορούν να νικηθούν στο δρόμο. Και είναι ακριβώς έτσι. Αποτελεί μια τεράστια παρακαταθήκη αυτό, ένα τεράστιο δίδαγμα που δεν πρέπει στιγμή να ξεχνούμε ‒ιδιαίτερα σε χώρες όπως η δική μας, και ιδιαίτερα σε περιόδους πρόσκαιρης κινηματικής ύφεσης όπως αυτή που στις μέρες μας βιώνουμε. Η Ιρλανδική εμπειρία δείχνει όμως παράλληλα ότι απαιτούνται επίσης τολμηρό πολιτικό πρόγραμμα και ηγεσία σαν κι αυτή που έδωσαν ο Paul Murphy και οι σύντροφοί του. Αυτός είναι ο απαραίτητος συνδυασμός, ο συνδυασμός που οι κυρίαρχοι τρέμουν και που την υλοποίησή του προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποτρέψουν.
Το συμπέρασμα αυτό με πάει στο τελευταίο μέρος των παρατηρήσεών μου, που έχει να κάνει με το Κράτος και την πανικόβλητη κατασταλτική συμπεριφορά του.
ΙΙΙ
Οποιοσδήποτε εχέφρων άνθρωπος έβλεπε το κατηγορητήριο με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι οι 18 του Jobstown θα καταλαμβανόταν πρώτα από έκπληξη, ύστερα από θυμηδία και τέλος από οργή: το ότι, δηλαδή, μια κρατική αξιωματούχος ‒έστω η αναπληρώτρια πρωθυπουργός Τζόαν Μπάρτον‒ παρεμποδίστηκε για δυο ώρες από μιαν ειρηνική διαμαρτυρία αποκλήθηκε «απαγωγή»: μια κατηγορία που για βουλευτές όπως ο Paul σημαίνει απώλεια της βουλευτικής έδρας (και που ασφαλώς αποτελεί την κύρια επιδίωξη του Κράτους), αλλά ‒που θεωρούμενη ευρύτερα ως «παράνομη παρακράτηση»‒ θα μπορούσε να οδηγήσει σε ποινές μέχρι και ισόβιας κάθειρξης!
Μέσα από ποιον ρητορικό δρόμο, όμως, και με ποια ακριβώς επιχειρήματα επιχειρείται αυτή η απίστευτη διαστροφή της πραγματικότητας και η ποινικοποίηση της κινηματικής διαμαρτυρίας; Επιχειρείται, πολύ απλά, μέσα από την εξίσωσή της με το κοινό έγκλημα ‒ο αστικός Τύπος στην Ιρλανδία δεν το έκρυψε άλλωστε: πρόβαλε τις μαζικές δράσεις ανυπακοής ως καθαρή τρομοκρατία που προσομοιάζει στις πρακτικές του ISIS! Διαμαρτύρεσαι; Είσαι τρομοκράτης; Παρεμποδίζεις τη συρρίκνωση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων; Είσαι εγκληματίας! Ίσως αναρωτηθεί κανείς: μα είναι ποτέ δυνατόν; Γίνεται να εξισώνεται η φωτιά με το νερό, ο θύτης με το θύμα;
Δυστυχώς είναι, και κάτι παραπάνω. Όποιος μάλιστα παρακολουθεί τη σχετική ακαδημαϊκή βιβλιογραφία εύκολα θα διακρίνει ένα παρόμοιο σκεπτικό σε πλείστες όσες πρόσφατες εκδόσεις ‒όπου ομαδοποιούνται αδιακρίτως
- ο ισλαμικός φονταμενταλισμός με το εργατικό κίνημα,
- οι αριστερές πολιτικές πρωτοβουλίες (που κατά κανόνα χαρακτηρίζονται «λαϊκιστικές») με την ακροδεξιά,
- το κομμουνιστικό κίνημα με το ναζισμό.
Στην ιδεολογικά υποκινούμενη αυτή ανοησία, όλοι οι σοβαροί μελετητές, αλλά και οι πολίτες, οφείλουν βέβαια να αντιδράσουν.
Όμως ο λόγος που το αναφέρω είναι για να αναδείξω ότι μέσα από το δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο οι πρακτικές αυτές
- ‒οι πρακτικές των δικαστικών αρχών,
- των ακαδημαϊκών φερέφωνων, αλλά και
- των κατασταλτικών μηχανισμών‒
αποκαλύπτουν το μείζον: ότι το αστικό Κράτος θα δοκιμάσει και θα επιχειρήσει τα πάντα, πρώτα για να απονευρώσει και να φιμώσει το κίνημα αντίστασης και χειραφέτησης και στη συνέχεια να το καταστείλει. Στις περιστάσεις αυτές αποκτά τεράστια σημασία το πώς απαντάμε;
Θεωρώ επ’ αυτού κρίσιμο να κατανοήσει και να τονίσει κανείς μια διττή πραγματικότητα που όμως ιστορικά υπήρξε προϋπόθεση για την ανάπτυξη των κινηματικών αγώνων που ‒όπως είπα και πριν‒ σε αυτούς οφείλουμε τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που τώρα επιχειρείται να αφαιρεθούν. Και η πραγματικότητα αυτή είναι διττή κατά το ότι
- αφενός αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο και τη λειτουργία της αστικής νομιμότητας που ως αποστολή δεν έχει (όπως διατείνεται) την άριστη διακυβέρνηση και το κοινό καλό, αλλά την εμπέδωση και αναπαραγωγή της κυριαρχίας, και
- αφετέρου κατά το ότι οι μεγάλοι αγώνες δεν είναι ποτέ δυνατόν να τύχουν πλήρους νομικής κάλυψης όπως φαντάζονται οι λογιών-λογιών γραφειοκράτες: πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως οι αγώνες των κινημάτων που τους χρωστάμε τις ελευθερίες μας ήταν τη στιγμή της πρώτης τους ανάληψης σε μεγάλο βαθμό έκνομοι.
Και θέλω να πω εδώ παρενθετικά ότι τις πραγματικότητες αυτές το κίνημα στην Ιρλανδία όλο και περισσότερο τις αντιλαμβάνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις προχθές ξέσπασε μια γενική απεργία στα μέσα μεταφοράς που στην πράξη ανέτρεψε τον ισχύοντα νόμο για τις απεργίες (που επιβολή παρόμοιού του προετοιμάζεται και για την Ελλάδα), όπως τέτοια πράξη ήταν και το μαζικό μποϊκοτάζ πληρωμής του φόρου για το νερό που οδήγησε στην προσωρινή του απόσυρση.
Συνοψίζοντας, με μια λέξη, και όσο πιο απλά γίνεται, οι νόμοι αντανακλούν ταξικά και πολιτικά ισοζύγια, αποτυπώνουν την ισχύ και την ετοιμότητα του κινήματος να διεξάγει μάχες. Χωρίς τέτοιες μάχες, οι νόμοι θα γίνονται όλο και πιο παράλογοι, όλο και πιο άδικοι ‒αυτή είναι η καταστατική τους λειτουργία και η βασική αποστολή.
Όμως το παράδειγμα της Ιρλανδίας δείχνει ότι τις μάχες αυτές το κίνημα μπορεί πράγματι να τις δώσει και να νικήσει, αν εμπνέεται από μεγάλους στόχους πέρα από τα ασφυκτικά και διαρκώς συρρικνούμενα όρια του συστήματος και της κολοβής νομιμότητάς του, και αν κινείται ‒όπως άλλωστε τόσες φορές στην ιστορία‒ αποφασιστικά και συντονισμένα.
Επειδή έδωσαν αυτού του είδους την αποφασιστική ηγεσία στο Ιρλανδικό κίνημα δικάζονται ο Paul Murphy και οι σύντροφοί του. Η αποψινή εκδήλωση έρχεται λοιπόν να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο αυτών που ήδη έγιναν και γίνονται σε δεκάδες πόλεις ανά την υφήλιο, και ενώνει τη φωνή της με αυτήν πολλών σημαντικών αγωνιστών και στελεχών των κινημάτων.
Ζητώντας με αποφασιστικότητα την απαλλαγή των Ιρλανδών συντρόφων αντλούμε τα πολύτιμα συμπεράσματα από την εμπειρία, την αποφασιστικότητα και την πολιτική προοπτική τους για το σήμερα και το αύριο των αγώνων που έρχονται στην Ελλάδα και διεθνώς…