Το κείμενο αυτό του συντ. Σεραφείμ Σεφεριάδη, Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης, Πάντειο Πανεπιστήμιο δημοσιεύτηκε στη The Huffington Post, 11/07/2016 9:12
Τις μέρες αυτές το μυαλό στράφηκε και πάλι στο δημοψήφισμα που έγινε πριν ένα χρόνο. Φυσικό ήταν οι συζητήσεις να στραφούν στο συντελεσμένο γεγονός: στην υποταγή και στο τι αυτή επέφερε (μαζί βέβαια και με τα σοφίσματα όσων επιμένουν να την αρνούνται). Ας αναλογιστούμε όμως προς στιγμήν τι θα μπορούσαμε να συζητάμε αν το ΟΧΙ είχε παραμείνει ΟΧΙ. Αποτιμώντας την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας χωρίς το Μνημόνιο, οι συζητήσεις μας θα διερευνούσαν θέματα όπως «η δημοκρατία στην παραγωγή και οικονομική ανασυγκρότηση», ή «διεθνιστική αλληλεγγύη και καθήκοντα», ή «η Ευρώπη μετά την ελληνική ρήξη». Ένα χρόνο μετά το ιστορικό εκείνο ΟΧΙ, οι θεματικές αυτές -ολότελα υλικές και άμεσες το βράδυ της 5ης Ιουλίου- φαντάζουν, και πάλι, ανέφικτα και απρόσιτα «οράματα» -για να βαυκαλίζονται φλυαρώντας όσοι θεωρούν ότι διανόηση είναι η περίτεχνη συσκότιση της πραγματικότητας. Βρισκόμαστε σε περιστάσεις που, με ευθύνη των κυβερνώντων, βιώνουμε έναν παραλογισμό που η φαιδρή σοβαροφάνεια, η ανερυθρίαστη (και τόσο βλαπτική) αντιποίηση αριστερών συμβόλων, και η υποκρισία δίνουν νέες διαστάσεις και περιεχόμενο στον όρο «πολιτικό κιτς» -όταν βέβαια δεν διαστρέφονται (και διαστρέφονται σχεδόν κατά κανόνα) η ίδια η λογική, οι ίδιες οι λέξεις. Και δε χρειάζεται να τονίσει κανείς ότι αυτό συνιστά τεράστιο κίνδυνο: όταν εξοικειωνόμαστε με πρακτικές που βαφτίζουν τη νύχτα μέρα, το μαύρο άσπρο και την ολοκληρωτική υποταγή σε σθεναρή αντίσταση, τότε απειλείται και η ίδια η δυνατότητά μας να σκεπτόμαστε.
Όμως σε πείσμα των καιρών δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση όλα αυτά να μας απογοητεύουν -η ιστορία δεν προχωρά ποτέ σε ευθεία γραμμή∙ έχει πισωγυρίσματα και ήττες που όμως κυοφορούν κρίσιμα συμπεράσματα δείχνοντας το δρόμο για το αύριο -αρκεί, βέβαια, τα συμπεράσματα αυτά πράγματι να εξάγονται. Κι αυτό προϋποθέτει αγώνα, δεν είναι επ’ ουδενί κάτι αυτόματο, πρέπει να διεκδικηθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, το κείμενο που ακολουθεί θέτει τρεις στόχους: ο πρώτος έγκειται στην υπενθύμιση της ιστορικής σημασίας του ΟΧΙ της 5ης Ιουλίου, με κύρια όμως έμφαση την ερμηνεία της εξίσου ιστορικής παραχάραξης του περιεχομένου του από την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ (Ι). Στη συνέχεια, με τρόπο πιο συνοπτικό, διερευνά τις επιπτώσεις αυτής της απίστευτης πολιτικής λαθροχειρίας (ΙΙ) -χρησιμοποιώ τον όρο «επιπτώσεις» (δηλαδή «αρνητικές συνέπειες») εμπρόθετα, όμως δεν είναι απόλυτα ακριβές, διότι, όπως και πριν υπαινίχθηκα, από τις ήττες και τις ανεπάρκειες, όσο χτυπητές και αν είναι αυτές (και στη συγκυρία που βιώνουμε ασφαλώς και είναι), προκύπτουν πολύτιμα συμπεράσματα. Τέλος (και πάλι συνοπτικά), τι προοπτικές ανοίγονται από ‘δω και μπρος και -ίσως το πιο σπουδαίο- τι είδους καθήκοντα και προκλήσεις ανοίγονται μπροστά μας, Τι κάνουμε;
Ι
Εν πρώτοις η μεγάλη, η τεράστια σημασία αυτού του ΟΧΙ και του ακριβούς περιεχομένου της ιστορικότητάς του. Χρήσιμο είναι να αναδειχθούν δυο κυρίως στοιχεία: οι συνθήκες μέσα στις οποίες επήλθε και το τι ακριβώς κατέδειξε.
Συντάσσοντας ένα κείμενο εν θερμώ, το ίδιο το βράδυ του δημοψηφίσματος (το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του ελληνικού Huffington Post στις 7-7-2015), είχα επισημάνει ότι τα λαϊκά στρώματα, σε πλειοψηφίες ακόμα πιο συντριπτικές και από αυτό το 61,3% της επικράτειας (στη β’ Πειραιά, λ.χ., το ΟΧΙ συγκέντρωσε 72,51%), ανέδειξαν την προοπτική της ρήξης κυριολεκτικά «με το πιστόλι στον κρόταφο»: Εναντίον τους είχε συστρατευτεί (α) ολόκληρο το παλαιό πολιτικό προσωπικό (από το Βενιζέλο και το Σαμαρά ως τον Καραμανλή και το Σημίτη -για να μην αναφερθεί κανείς στους νεόκοπους δημοτικούς άρχοντες, τους περισπούδαστους «διανοούμενους» και τους επιδοτούμενους παράγοντες του αθλητισμού και του πενταγράμμου)∙ (β) η ΕΕ των «εταίρων» (με αλλεπάλληλες επίσημες δηλώσεις και απειλές), καθώς βέβαια και (γ) το εγχώριο μιντιακό σύστημα που εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία χειραγώγησης. Ο πιο σοβαρός παράγοντας ήταν βέβαια (δ) ότι το δημοψήφισμα έγινε με τις τράπεζες κλειστές. Συνυπολογίζοντας όλους αυτούς τους παράγοντες, η αποτίμηση και το συμπέρασμα προκύπτουν αβίαστα, ότι ο λαός ψήφισε σε συνθήκες όχι μόνο συμβολικής αλλά και πραγματικής τρομοκρατίας.
Ψήφισε, και είπε ΟΧΙ! -ΟΧΙ άραγε σε τι; Και εδώ έχουμε -και πάλι- ένα ερώτημα που, ένα χρόνο μετά, κανονικά δεν θα έπρεπε να θέτουμε -αλλά υποχρεωνόμαστε να θέτουμε λόγω της πρωτοφανούς θρασύτητας με την οποία επιχειρήθηκε (και εξακολουθεί να επιχειρείται) η παραχάραξή του. Λέγεται συγκεκριμένα ότι το 62% δεν είπε ποτέ ΟΧΙ στην ευρωζώνη και την ΕΕ -σωστά! Δεν το είπε όμως διότι με υποβολιμαίο υπολογισμό και σκεπτικό που το ακριβές του περιεχόμενο έμελλε να φανεί αργότερα, ποτέ δεν ρωτήθηκε, και ποτέ δεν του εξηγήθηκε ρητά αυτό που οι κυβερνώντες ήταν ήδη πια σε θέση να γνωρίζουν όταν προκήρυξαν το δημοψήφισμα: ότι αν δηλαδή υπήρχε κάποιο δίλημμα, αυτό ήταν από τη μια Νεοφιλελεύθερο Μνημόνιο, καταρράκωση εργασιακών δικαιωμάτων και ατέρμονη λιτότητα, και από την άλλη το εγχείρημα της ρήξης με τις πολλές και πολλαπλές του προεκτάσεις.
Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ (πίσω, πρέπει να πούμε, από τις πλάτες των οργάνων του κόμματος -κάτι που επίσης φάνηκε στη συνέχεια: στις μαζικές αποχωρήσεις και την στελεχιακή αποψίλωση που προκλήθηκε) έθεσε το ερώτημα με τρόπο τέτοιο, που να της επιτρέπει τις κουτοπονηριές που -με την άοκνη συμβολή των συστημικών ΜΜΕ- και σήμερα χωρίς αιδώ μας σερβίρονται: ότι το ΟΧΙ ήταν όχι στην πρόταση Γιούνκερ, αλλά ΝΑΙ στον ίδιο τον Γιούνκερ, στον Ντάισελμπλουμ και στον Σουλτς! Ήταν ΟΧΙ στο «κακό» Μνημόνιο, αλλά ΝΑΙ σε ένα -εντός πολλών εισαγωγικών- «καλό» Μνημόνιο με ένα φαντασματικό «παράλληλο πρόγραμμα»!
Πρόκειται, πολύ απλά, για μνημειώδεις ανοησίες και προκλητικά ψέματα (σαν τα «ψιλά γράμματα» που βάζουν στα συμβόλαια οι νομικοί σύμβουλοι των ασφαλιστικών εταιρειών, ή σαν ανέκδοτο με κάποιον σκανδαλιάρη Τοτό) που και να τις συζητά κανείς ακόμα, συνιστά έκπτωση του ορθού λόγου -τον οποίο κάθε εχέφρων άνθρωπος έχει καθήκον να διαφυλάττει.
Όμως την ακριβή περιγραφή του περιεχομένου του ΟΧΙ την είχαν ήδη δώσει, με μεγάλη ακρίβεια (ίσως χωρίς να υποπτεύονται και οι ίδιοι το μέγεθος της μεταλλαγής του ΣΥΡΙΖΑ που η ηγεσία επώαζε) οι ίδιοι οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι που εμπλέκονταν στην εκστρατεία υπέρ του ΝΑΙ: είχαν καταστήσει σαφές πέρα από κάθε αμφιβολία στον ελληνικό λαό, πολύ πριν την 5η Ιούλη, ότι ένα πιθανό ΟΧΙ ενείχε τον κίνδυνο εξόδου από την Ευρωζώνη και την ΕΕ. Ό,τι σόφισμα και να μας σερβίρεται σήμερα, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο! Ο κόσμος ήξερε λοιπόν πολύ καλά πως, λέγοντας ΟΧΙ, έλεγε ΟΧΙ άλλη λιτότητα, ΟΧΙ άλλο νεοφιλελευθερισμό, ξέρουμε τους κινδύνους και τις προκλήσεις, ας τις διερευνήσουμε, είμαστε έτοιμοι και έτοιμες -ή, σύμφωνα με το ξεχασμένο ηρωικό σύνθημα εκείνων των ημερών, ούτε βήμα πίσω!
Όλα όμως αυτά είναι σήμερα, δυστυχώς, ανολοκλήρωτη ιστορία: αυτό που στις κοινωνικές επιστήμες αποκαλούμε «διερεύνηση της ανυλοποίητης εναλλακτικής». Ζούμε αντίθετα με τις επιπτώσεις αυτού που τελικά υλοποιήθηκε: μια μνημειώδη παραχάραξη λαϊκής εντολής ακόμα και με τα μέτρα του αστικού κοινοβουλευτισμού, για την οποία η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ περίγελη θα λογοδοτεί, θέλει δε θέλει, στο ιστορικό διηνεκές. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ότι αυτό αποτελεί σήμερα κοινό τόπο διεθνώς. Σε ένα διεθνές ερευνητικό συνέδριο που συμμετείχα πριν λίγες μέρες διαπίστωσα πως το θεωρητικά ενδιαφέρον ερώτημα δεν είναι αν η ηγεσία Τσίπρα παραχάραξε ή όχι την λαϊκή εντολή (αυτό εκλαμβάνεται ως δεδομένο), αλλά οι μηχανισμοί που εξηγούν τον εκφυλισμό της: αυτό είναι το ερώτημα που διερευνά σήμερα η διεθνής επιστημονική κοινότητα, αυτό είναι το γνωστικό ζητούμενο.
Έχει λοιπόν σημασία να αναρωτηθούμε κι εμείς με τους ίδιους όρους: για τους παράγοντες που εξηγούν αυτό το φαινόμενο. Υπάρχουν κατά τη γνώμη μου τρεις «οικογένειες» ερμηνειών: (α) μια «ηθική» (που διατείνεται ότι οι άνθρωποι της ηγετικής ομάδας κινούνταν με γενικά σωστό πολιτικό προσανατολισμό, αλλά «τους μάγεψε η εξουσία και τα προνόμιά της» και στη πορεία -τρόπον τινά- «αλλαξοπίστησαν»)∙ (β) μια «συμπεριφορική» (που ισχυρίζεται ότι, ενώπια ενωπίω με τις ευθύνες της ρήξης, η ομάδα αυτή κιότεψε -λιποψύχησε- και επέλεξε τον απείρως ευκολότερο δρόμο της υποταγής έστω και με το κόστος του πολιτικού κιτς που έφτασε σήμερα να τη χαρακτηρίζει∙ και τέλος (γ) μια «πολιτική» (που εκτιμά ότι η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε απόρροια πολιτικής ανεπάρκειας).
Χωρίς διόλου να αποκλείεται η αιτιώδης επίδραση παραγόντων που αναδεικνύει η δεύτερη εκδοχή -η δειλία, η έλλειψη πολιτικού θάρρους- θέλω να καταθέσω την άποψη, ότι ούτε αυτή, ούτε όμως και η πρώτη εκδοχή (αυτή της ηθικής φαυλότητας) είναι γνωστικά χρήσιμες για την πράξη της επόμενης μέρας. Εντιμότητα και θάρρος είναι βέβαια κρίσιμες αρετές, όμως σπάνια -αν ποτέ- είναι δυνατόν εκ των προτέρων να εκτιμηθούν και να πιστοποιηθούν. Αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει και στο οποίο πρέπει με επιμονή να μείνουμε είναι η τρίτη εκδοχή, η πολιτική: να αναλογιστούμε δηλαδή ότι, ανεξαρτήτως προθέσεων (και δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητεί κανείς την ύπαρξη κατά βάση καλών προθέσεων) η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έφτασε σε αυτό το σημείο εκφυλισμού για λόγους πολιτικούς: Μέχρι εκεί έβλεπαν (και βλέπουν), αυτό καταλάβαιναν (και καταλαβαίνουν), γι’ αυτό και έπραξαν έτσι όπως έπραξαν οδηγούμενοι στη μετάλλαξη και τον εκφυλισμό. Και το συμπέρασμα αυτό πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθεί από όσους θεωρούν ότι με τα ίδια μυαλά, αλλά κάποιο δήθεν ανώτερο ηθικό σθένος, θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερο αποτέλεσμα. Πρέπει να τονιστεί ότι κάτι τέτοιο αποτελεί πλάνη: για να έχουμε στο μέλλον διαφορετικό αποτέλεσμα χρειάζεται διαφορετική πολιτική.
Ποιο ήταν λοιπόν αυτό το πολιτικό στοιχείο που οδήγησε στην ηθική και συμπεριφορική κατάπτωση; Ήταν κάτι απλό: η συγκαλυμμένη και ανομολόγητη (ίσως και υποσυνείδητη), πλην εγγενής δογματική προσήλωση της ηγετικής ομάδας στο καπιταλιστικό συστημικό πλαίσιο που, ως γνωστόν, στις μέρες μας ενέχει την πρακτική ΤΙΝΑ (του δεν υπάρχει εναλλακτική). Συνίσταται στην αδυναμία τους να δουν, να σκεφτούν, και βέβαια να επιχειρήσουν την υλοποίηση κάποιου εγχειρήματος που
- δεν θα είχε την πιστοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
- δεν θα περιλάμβανε δράσεις για τη διαμόρφωση ενός «ευμενούς επιχειρηματικού κλίματος»∙
και βέβαια,
- δεν θα τηρούσε με δογματική προσήλωση τις προϋποθέσεις παραμονής στην Ευρωζώνη και την ΕΕ.
Οι άνθρωποι αυτοί διατείνονται καθημερινά ότι είναι αριστεροί (συχνά-πυκνά πλέον προκαλώντας πικρό γέλωτα) όμως δεν υποπτεύονται ότι, ακόμα κι αν κάποτε υπήρξαν, αριστεροί πλέον δεν είναι. Ακριβώς λόγω του ανομολόγητου δογματισμού τους δεν μπορούν φυσικά και να σκεφτούν κάτι πέρα από το μικρόκοσμο του λεγόμενου «αριστερού Ευρωπαϊσμού» -ρεύματος που, όπως και η κλασική Σοσιαλδημοκρατία των τελευταίων δυο δεκαετιών, μέρα με τη μέρα γίνεται συνώνυμο, αν όχι ταυτόσημο με το εγχείρημα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού της καταστροφής. Την πορεία αυτή δεν την επιλέγουν βέβαια, ούτε και τους ευχαριστεί. Όμως τους είναι εντελώς αδύνατο να της αντιταχθούν διότι, πολύ απλά, δεν έχουν τα απαραίτητα πολιτικά εργαλεία.
Στην πραγματικότητα, καταστατικές έννοιες της Αριστεράς (χωρίς τις οποίες Αριστερά δεν υφίσταται) όπως η «κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής» ή ο τερματισμός της ατομικής ιδιοποίησης των καρπών της υπερεργασίας τούς είναι απολύτως ανοίκειες, όταν δεν αισθάνονται ότι ευθέως τους απειλούν. Καθηλωμένοι και γνωστικά ράθυμοι στον ιδεολογικό τους μικρόκοσμο (σε μια πλατωνική σκιά της ιδέας της Αριστεράς), μοιραία και αναπόφευκτα έφτασαν λοιπόν εδώ (κι ακόμα δεν είδαμε τίποτα) -σ’ αυτό το γνωστικά νωθρό ΤΙΝΑ: τι να κάναμε; Δεν υπήρχε (και δεν υπάρχει) εναλλακτική. Πρόκειται για σύστημα σκέψης και οπτική άκρως μυωπική που πρέπει πάραυτα να αντιπαλέψουμε. Ποιες είναι όμως οι επιπτώσεις της;
ΙΙ
Δε χρειάζονται πολλά για να περιγράψει κανείς τις αρνητικές συνέπειες της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε είναι ορατές στον καθένα: αποστρατεύσεις, μαζική απογοήτευση, όχι σπάνια βιωματικά κενά και αποκαρδίωση σε αγωνιστές και στελέχη του νεολαιίστικου και λαϊκού κινήματος που το προηγούμενο διάστημα δημιούργησαν τον ΣΥΡΙΖΑ φέρνοντας τους ανθρώπους της ηγετικής του ομάδας στην εξουσία από το περιθώριο της πολιτικής ζωής. Είναι όλα πράγματα που είχαν προβλεφθεί και δυστυχώς επαληθεύτηκαν. Όπως είναι φυσικό, οι επιπτώσεις εκτείνονται και στη δημόσια σφαίρα. Αρκεί κανείς να παρατηρήσει ότι σήμερα και η απλή διερεύνηση της εξόδου από το νεοφιλελεύθερο αδιέξοδο (το λεγόμενο Plan B) αρχίζει να θεωρείται πράξη παράνομη, αρκεί να ακούσει τις θριαμβολογίες μεγαλοδημοσιογράφων και τυχοδιωκτών της πολιτικής ότι αυτοί και όχι άλλοι πέτυχαν να παραχαράξουν τη λαϊκή εντολή κάνοντας το ΟΧΙ ΝΑΙ και με τον τρόπο αυτό να «σώσουν» τη χώρα.
Όπως όμως και πριν επεσήμανα, δεν είναι όλα μαύρα. Κάτω από την καταθλιπτική επιφάνεια έχουμε τα πολύτιμα συμπεράσματα της εμπειρίας που δεν θα υπήρχαν χωρίς την εμπειρία του ΟΧΙ και του τρόπου με τον οποίο παραχαράχτηκε:
- το ότι η ΕΕ δεν μετασχηματίζεται, αλλά ανατρέπεται∙
- το ότι το σύστημα (ο καπιταλισμός) -η προσδοκία της ανάπτυξης μέσα από την όλο και μεγαλύτερη συρρίκνωση του υλικού μεριδίου και των δικαιωμάτων της εργασίας- επίσης δεν μετασχηματίζεται, αλλά ανατρέπεται…
- το ότι ο ελληνικός λαός (και βέβαια όχι μόνο ο ελληνικός) υπήρξε, και με την κατάλληλη πολιτική παρέμβαση είναι και θα είναι έτοιμος γι’ αυτές τις ανατροπές που η πολιτικά ανερμάτιστη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ούτε να διανοηθεί δεν μπορεί. Για του λόγου το αληθές ας αναλογιστούμε επ’ αυτού το διεθνές κύμα υποστήριξης στο ΟΧΙ με τις διαδηλώσεις σε 250 ευρωπαϊκές πόλεις.
Τα συμπεράσματα αυτά έχουν ήδη μνήμη, είναι χειροπιαστά και αναγνωρίσιμα. Πράγματα όπως η ανάγκη για
- άρνηση πληρωμής του χρέους∙
- εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας∙
- εργατικό και κοινωνικό έλεγχο και διαχείριση στην οικονομία, με σχεδιασμό για τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου και όχι για τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου∙
- διεθνιστικό κάλεσμα αλληλεγγύης για μια σοσιαλιστική Ευρώπη, έξω από τα δεσμά της ΕΕ.
Εναπόκειται βέβαια τα συμπεράσματα αυτά να γίνουν πράξη, κι αυτό είναι ένα μείζον πολιτικό καθήκον. Έχουμε μπροστά μας -κι αυτό πρέπει να τονιστεί- ένα πρόβλημα πολιτικό -δεν είναι ούτε κοινωνικό (η μόνιμη καραμέλα του ότι «ο κόσμος δεν τραβάει»), ούτε βέβαια λογικό ή πραγματολογικό. Έχει σημασία να εξετάσουμε αυτόν τον τομέα με τρόπο πιο συγκεκριμένο.
ΙΙΙ
Έχει ήδη επισημανθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να μιλά στο όνομα της Αριστεράς, όμως Αριστερά δεν είναι -κι όσο αυτό δεν καθίσταται σαφές (και είναι ευθύνη όλων των αριστερών να το καταστήσουν σαφές), τόσο
- οι κιτς χυδαιότητες ταξιδιών στην Κίνα…για επενδύσεις (τύπου κάν’ το όπως ο Σαμαράς)∙
- η βαρβαρότητα των φόρων, της επέλασης των hedge funds και των πλειστηριασμών∙
- οι προσχηματικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις του τίποτα ή του σχεδόν τίποτα (που ανταγωνίζονται την καραμανλική «επανεκκίνηση του κράτους»)∙ και η
- ολοένα και πιο κατασταλτική συρρίκνωση των δικαιωμάτων (τα «αριστερά χημικά» και η εργασιακή ζούγκλα που βιώνουν όσοι νέοι καταφέρνουν να βρουν μια δουλειά-λάστιχο)
θα χρεώνονται στην Αριστερά.
Συνάγεται ότι κομβικό καθήκον της Αριστεράς που παραμένει Αριστερά είναι ο ρητός διαχωρισμός της από αυτές τις πρακτικές. Όσο αυτό καθυστερεί (ή παραμένει άτολμο, ασαφές και επαμφοτερίζον), ελλοχεύει ο κίνδυνος της ενίσχυσης της ακροδεξιάς μέσα από διαδικασίες που στη δυτική Ευρώπη έχουν ήδη καταγράψει τα άκρως ανησυχητικά τους αποτελέσματα. Η απλή αντιπολίτευση βέβαια δεν αρκεί: Όσοι -απαλλαγμένοι από το συστημικό δογματισμό- κατανοούν τον εναλλακτικό δρόμο (κι αυτοί είναι πολλοί) πρέπει άμεσα να συναντηθούν, να συνομιλήσουν και να συνεργαστούν στα μικρά και στα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν τα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία. Για λόγους που είναι -και πάλι- πρωτίστως πολιτικοί, το τοπίο στον τομέα αυτό δεν είναι βέβαια ευχάριστο, ίσως ούτε και ευοίωνο. Όμως άλλος δρόμος από τη συνεργασία (ειδικά υπό το φως του γεγονότος ότι στα κεντρικά πολιτικά αιτούμενα των καιρών υπάρχει ευρεία συμφωνία) δεν υπάρχει! Είναι ο μόνος τρόπος για να ανανήψει το σώμα της ελληνικής κοινωνίας από το μετατραυματικό σοκ της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η μεγάλη πρόκληση των καιρών και το στοίχημα με το μέλλον∙ ένα στοίχημα που σίγουρα μπορεί και μεσοπρόθεσμα είναι βέβαιο ότι -όπως λέει και το ωραίο εκείνο σύνθημα- «είναι καταδικασμένο…» να κερδηθεί.