Δημοσιεύουμε το κείμενο της εισήγησης του σ. Σεραφείμ Σεφεριάδη με τίτλο «Παγκόσμια κρίση: πέρα απ’ το “ακραίο κέντρο” και την εθνικιστική αναδίπλωση σε Ευρώπη και ΗΠΑ» που έγινε στα πλαίσια του 20όυ Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ της Αθήνας. Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο K-lab
Θέλω καταρχάς να ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την πρόσκληση, αλλά και για το εξαιρετικά σημαντικό θέμα: το ─εντός εισαγωγικών─ «ακραίο κέντρο», αλλά και το τι ακριβώς κάνουμε όσοι κατανοούμε την απολύτως αντιδραστική υφή του ─μια τεράστια, μια ιστορικών διαστάσεων πρόκληση που, από την επιτυχή αντιμετώπισή της θα εξαρτηθεί τόσο ο ρυθμός ανάνηψης από το μετατραυματικό σοκ της εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ, όσο και οι άμεσες προοπτικές των κοινωνιών για την επόμενη περίοδο. Σε πρώτο άκουσμα αυτό μπορεί και να ακούγεται λίγο υπερβολικό, όμως δεν είναι. Διότι πολύ σωστά στον τίτλο επισημαίνονται, μαζί με τον παγκόσμιο χαρακτήρα της κρίσης, και ο κίνδυνος της εθνικής αναδίπλωσης που, όπως όλοι ξέρουμε, κυοφορεί και τον κίνδυνο του φασισμού.
Στην τοποθέτησή μου ─που οφείλει, αλλά και πιστεύω μπορεί, να είναι σύντομη─ θα επιχειρήσω τρία πράγματα. Πρώτα τον ορισμό: τι είναι τέλος πάντων αυτό το πολιτικό φαινόμενο που σκωπτικά (αλλά, όπως θα υποστηρίξω, και πολύ εύλογα) αποκαλούμε «ακραίο κέντρο»; Υπάρχει εδώ ─προφανώς─ ένα καθαρά πολιτικό στίγμα (θα έλεγα ένα πολιτικό λογισμικό) ή, όπως συχνά λέω, ένα περιεχόμενο πολιτικής, υπάρχει όμως και ένα ειδικό μοτίβο εκφοράς, μια επικοινωνιακή φόρμα (που, καθώς δείχνει να είναι επιτυχημένη, αποκτά διάδοση και τείνει να αναπαράγεται). Αλλά στο ζήτημα αυτό αμέσως θα επανέλθω.
Δεύτερος στόχος μου είναι η επισήμανση πλευρών της δημόσιας σφαίρας τις οποίες καταδυναστεύει αυτή η λογική, η λογική του «ακραίου κέντρου». Να πω μάλιστα εδώ ότι αυτές δεν είναι μια και δυο· με προφανείς ευθύνες (κάποιες εκ των οποίων και δικές μας), αυτές είναι αρκετές: ανάμεσά τους δεσπόζει βέβαια η πραγματικότητα των μέσων «ενημέρωσης» (και τα εισαγωγικά στο «ενημέρωσης» πρέπει εδώ ιδιαίτερα να τονιστούν), αλλά είναι και η πραγματικότητα των πάσης φύσεως και υφής «διανοουμένων» (πάλι σε εισαγωγικά): μιας ακαδημαϊκής ορθοδοξίας του μεθοδολογικά ανεπίγνωστου που, ως όμοιος ομοίω, αεί πελάζει (δηλαδή συμπαραστέκεται και αναπαράγει) την τιποτολογία του κυρίαρχου μιντιακού λόγου. Θέλω εντελώς συνοπτικά να αναφερθώ και σε αυτό το φαινόμενο.
Κι αυτά όλα θα με οδηγήσουν στο τρίτο και πιο κρίσιμο κομμάτι της τοποθέτησης, το κομμάτι των καθηκόντων που απορρέουν. Δε θέλω αυτό να ακουστεί πρακτικίστικα, αλλά γι’ αυτό είναι που γίνονται όλα: για να βρούμε όπλα ώστε να ηττηθεί ο ζόφος της αντιδραστικής κοινοτοπίας που τόσο βάναυσα και απροκάλυπτα απειλεί τόσο το παρόν όσο και το μέλλον μας.
Ι
Τι είναι λοιπόν το «ακραίο κέντρο», και γιατί είναι εύλογος αυτός ο σκωπτικός όρος;
Έλεγα προηγουμένως ότι πρόκειται ταυτόχρονα για περιεχόμενο πολιτικής και για φόρμα εκφοράς. Έχει ενδιαφέρον αλλά και σημασία να ξεκινήσει κανείς απ’ το δεύτερο: το γεγονός δηλαδή ότι η πολιτική αυτή εκφέρεται ως ─και επίμονα διατείνεται ότι─ είναι αυτό που λέμε κανονικότητα: ότι αποτελεί τεκμήριο σωφροσύνης και μετριοπάθειας, ότι είναι η μέση οδός, η χρυσή τομή (το «Μέτωπο της Λογικής» όπως αυτοαποκαλούνταν και μια τάση υπέρ της κατάργησης του Άρθρου 16 πριν μια δεκαετία ή αυτό που καθημερινά ακούμε: «να γίνει η Ελλάδα μια κανονική χώρα»). Ειδικά για μαζικά ακροατήρια, η αποτελεσματικότητα αυτής της συνταγής είναι δεδομένη: ποιος δε θέλει να είναι με το «μέτρο» ─μέτρον άριστον που λέει και το ρητό. Είναι όμως έτσι; Είναι πράγματι το περιεχόμενο αυτού του «κέντρου» αυτό που διατείνεται πως είναι;
Προτού όμως πάω σ’ αυτό το άκρως αποκαλυπτικό ερώτημα, επιτρέψτε να επικαλεστώ την ιδιότητα του πολιτικού επιστήμονα με την οποία και σας απευθύνομαι (χωρίς βέβαια αυτό να ανταγωνίζεται την ενεργό πολιτική μου) για να αναφέρω ότι σύμφωνα με τους κλασικούς ακαδημαϊκούς μελετητές του κομματικού φαινομένου, τον Maurice Duverger (αλλά, με κάποιες διαφοροποιήσεις ─ίσως και παρά τα φαινόμενα─, και τον Giovanni Sartori), το «κέντρο» ─αυτή η κοινότοπη αναλυτική κατηγορία─ στην πραγματικότητα δεν υφίσταται ως ιδιαίτερη πολιτική θέση. Ο Duverger το έθεσε με τρόπο δραματικό, και θα ήθελα για του λόγου το αληθές να παραθέσω αυτολεξεί από το έργο του. Έγραψε λοιπόν, ότι οποτεδήποτε η κοινή γνώμη βρίσκεται αντιμέτωπη με μεγάλα, με θεμελιώδη προβλήματα τείνει να συσπειρώνεται γύρω από δυο αντιτιθέμενους πόλους.
Ακόμα και σε περιστάσεις όπου δεν κυριαρχεί ο δικομματισμός, υπάρχει σχεδόν πάντα ένας δυισμός τάσεων. Κάθε πολιτική ενέχει την επιλογή μεταξύ δυο πάντα επιλογών: οι λεγόμενες συμβιβαστικές λύσεις πάντοτε τείνουν είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι κέντρο δεν υπάρχει στην πολιτική· μπορεί να υπάρχει ένα Κεντρώο κόμμα, αλλά δεν υπάρχει κεντρώα τάση, δεν υπάρχει κεντρώα πολιτική ιδεολογία.[1]
Δεν παρέλκει λοιπόν να τονίσει κανείς ότι αυτό που προφανώς ισχύει στην καθημερινότητα των ανθρώπων ως ύφος συμπεριφοράς (το «μέτρον άριστον»), στην πολιτική δεν στοιχειοθετεί μια λογική «κέντρου», μια λογική του τύπου και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ. Μετριοπάθεια μπορεί ─και πρέπει─ να υπάρχει ως ύφος και τρόπος εκφοράς, αλλά σε κρίσιμα ζητήματα που εκ των πραγμάτων διαμορφώνουν και ενέχουν διλήμματα, κάποιος είναι είτε με τη μια άποψη είτε με την άλλη ─σε ό,τι κυρίως μας αφορά, είτε με το κεφάλαιο είτε με την εργασία: δεν μπορεί να είναι και με τα δυο.
Και εδώ έρχεται η άλλη ─η ουσιαστική─ πλευρά του προβλήματος, η πλευρά του περιεχομένου: τι ακριβώς υποστηρίζει αυτή η αυτοαποκαλούμενη «κανονικότητα»; Ανεξαρτήτως του αν το ύφος της είναι μειλίχιο ή όχι (και κατά κανόνα δεν είναι ─καθώς οι θιασώτες της επιλέγουν να καταλαμβάνονται από το ιερό μένος του δήθεν αυτονόητου), πολύ απλά, υποστηρίζει ότι για να προοδεύσει η κοινωνία πρέπει να ενισχυθεί το κεφάλαιο και να περιοριστούν τα δικαιώματα της εργασίας: αυτή είναι η προοπτική που ευαγγελίζονται και προωθούν ως μετριοπαθή κανονικότητα. Είναι τόσο απλό! Υποστηρίζουν δηλαδή ότι
- χρειάζονται επενδυτικά κίνητρα (έτσι το αποκαλούν), που στην πράξη θα πει καταρράκωση και κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων, θα πει χαμηλοί μισθοί για να υπάρχουν εγγυημένα μεγάλες κερδοφορίες ─που, καθώς, και έτσι δεν επιτυγχάνονται (μια και οι κοινωνίες όλο και περισσότερο αδυνατούν να καταναλώσουν), θα χρειαστεί
- να ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα: παιδεία, υγεία, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας ─όλα εν γένει τα φιλέτα της οικονομίας·
…και που, καθώς αυτό αναπόφευκτα θα προκαλέσει μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις (ασχέτως αν αυτό τώρα, στις μετα-ΣΥΡΙΖΙΚΕΣ μας συνθήκες φαντάζει απώτερο ─οι διανοητές του «ακραίου κέντρου» ξέρουν καλά ότι, αργά ή γρήγορα, η στιγμή αυτή θα έρθει),
- θα χρειαστεί, ως εκ τούτου, και μια…περισσότερο συνταγματικά κατοχυρωμένη θεσμοθέτηση του κράτους εξαίρεσης, δηλαδή η κανονικοποίηση της προληπτικής καταστολής σε όλες της τις εκδοχές.
Πρόκειται βέβαια, όπως ο καθένας καταλαβαίνει, όχι για ─εντός ή εκτός εισαγωγικών─ «κεντρώα» μετριοπάθεια, αλλά για ό,τι πιο ακραίο, ό,τι πιο απάνθρωπο έχει να επιδείξει ο καπιταλισμός ─μια κόλαση όμως που έχει και το επιπλέον χαρακτηριστικό ότι είναι και απολύτως αναποτελεσματική (ακόμα και με όρους στεγνών οικονομικών δεικτών). Και το σημείο αυτό ─σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ΤΙΝΑ (του ότι δεν υπάρχει εναλλακτικά, που στα καθ’ ημάς έχει δυστυχώς ενταθεί από την υπαναχώρηση και ─κυρίως─ την πολιτική ανεπάρκεια του ΣΥΡΙΖΑ)─ πρέπει ιδιαίτερα να τονιστεί: ότι το «ακραίο κέντρο» όχι μόνο δεν αποτελεί εύλογη και αναπόδραστη κανονικότητα, αλλά ─το ακριβώς αντίθετο─ αποτελεί την επιτομή του παραλογισμού! Το να ισχυρίζεται κάποιος το αντίθετο αποτελεί ταυτόχρονα θράσος και ύβρι (με την κλασική σημασία): Διότι οι λογικές της απορρύθμισης και της ιδιωτικοποίησης όχι μόνο καινούργιες δεν είναι, αλλά έχουν δοκιμαστεί σε βάθος δεκαετιών και έχουν δραματικά αποτύχει (είναι κάτι σαν την ιδιωτική διαχείριση του πύργου Γκρένφελ) . Αν είναι κάτι στο οποίο πράγματι δεν υπάρχει εναλλακτική, λοιπόν, αυτό είναι η υπέρβαση αυτής της εφιαλτικής και αδιέξοδης λογικής, αυτού του κακόβουλου πολιτικού λογισμικού.
Πρόκειται για πραγματικότητα που είναι ήδη ορατή σε διεθνές επίπεδο (δείτε την εμπειρία της Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, ακόμα και της Γαλλίας), αλλά στο σημείο αυτό θα επιστρέψω. Πριν πάω εκεί, επιτρέψτε μου να αναρωτηθώ για τη μηχανική εξάπλωσης αυτών των πράγματι παρανοϊκής ακρότητας απόψεων..
ΙΙ
Αναφέρθηκα ήδη στα ΜΜΕ και δε νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ: η χειραγώγηση της κοινής γνώμης από τα μέσα, ο κυριολεκτικός βομβαρδισμός της με το κακόβουλο λογισμικό του «ακραίου κέντρου» είναι πράγματι εντυπωσιακός, και πρέπει οπωσδήποτε να αποτελέσει αντικείμενο διεξοδικής μελέτης και ανασκευής. Έχει όμως εξίσου μεγάλη σημασία να επισημάνει κανείς ότι η μεγάλη εμβέλεια επιρροής του «ακραίου κέντρου» και της λογικής ΤΙΝΑ δεν θα ήταν τόσο μεγάλη αν δεν επρόκειτο για τη σιωπηλή συνέργεια μεγάλου αριθμού δήθεν προοδευτικών συνοδοιπόρων στο χώρο της διανόησης.
Δεν προτίθεμαι βέβαια ─ενδεχομένως ούτε και αξίζει τον κόπο─ να αναφερθώ σε περιπτώσεις όπως αυτές που είδαμε και πάλι τελευταία ─προσπάθειες ξεπλύματος της δικτατορίας, όπως παλιότερα των ταγματασφαλιτών, ή δαιμονοποιήσεις τη ίδιας της έννοιας «δημόσιο»─ αλλά αντίθετα στην πολύ διαδεδομένη τάση να μην επιχειρείται η ανασκευή των προϋποθέσεων αυτής της επιχειρηματολογίας, αλλά να περιοριζόμαστε στην επιφάνεια: σε μια κριτική των συμπτωμάτων και όχι της αιτίας. Κι αυτό είναι βέβαια μια στάση με προφανείς πολιτικές προεκτάσεις και αντιστοιχίσεις. Εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί εδώ η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε ─και, ως ένα βαθμό εξακολουθεί να ασκεί─ κριτική στο νεοφιλελευθερισμό, όμως ποτέ του δεν άσκησε σοβαρή κριτική σ’ αυτό που κατ’ ουσίαν είναι και εκβάλλει στο νεοφιλελευθερισμό: δηλαδή τον καπιταλισμό. Στο μείζον ερώτημα του πώς τελικά θα αντιμετωπιστεί η κρίση και πώς τέλος πάντων θα προκύψει ανάπτυξη υιοθέτησε την έωλη ─θα μπορούσαμε να πούμε την «κεντρώα»─ λογική ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς σύγκρουση: μια λογική που, όπως πριν έλεγα, κλασικοί όχι του μαρξισμού, αλλά της πολιτικής επιστήμης έχουν αποφανθεί ότι είναι ανέφικτη: Ότι δηλαδή, διέξοδος από την κρίση θα προέλθει πείθοντας τους αδιαφανείς θεσμούς της ΕΕ και μέσα από ξένες και εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις. Πρέπει όμως κανείς να εθελοτυφλεί για να μην καταλαβαίνει ότι, ειδικά στις σημερινές συνθήκες, προϋπόθεση για να γίνουν ιδιωτικές επενδύσεις είναι η εργασιακή γαλέρα, και προϋπόθεση για την παραμονή στην ευρωζώνη και την ΕΕ η πλήρης αποδοχή του νεοφιλελευθερισμού.
Τι γίνεται λοιπόν εδώ υπό το βάρος της ίδιας της πραγματικότητας; Τι άλλο από την εξ αντικειμένου απορρόφηση (για να μην πω τον εξανδραποδισμό) μιας θεωρητικά «κεντρώας» θέσης ─μιας θέσης που διατείνεται ότι είναι και με την εργασία αλλά και με το κεφάλαιο─ από την πιο ακραία και αποτρόπαια μορφή του καπιταλισμού, αυτή που βιώνουμε: τη χωρίς τέλος λιτότητα, τη μόνιμη ανεργία και την επισφάλεια, την καταστολή. Έχει κατά τη γνώμη μου τεράστια σημασία να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό γίνεται ακριβώς διότι δεν έχουν ανασκευαστεί οι βασικές παραδοχές του κακόβουλου λογισμικού που προηγουμένως ανέφερα. Στις περιστάσεις μας, και ανεξαρτήτως προθέσεων, η μη ανασκευή αυτού του λογισμικού οδηγεί μαθηματικά στο ακραίο κέντρο ─στην άλλη όχθη.
Για να αντιδράσουμε, πρέπει όμως να αποτιμήσουμε την πραγματικότητα. Πόσο ισχυρό είναι σήμερα αυτό το «ακραίο κέντρο» και τι κάνουμε εμείς; Αυτό με πάει στο τρίτο και τελευταίο μέρος της τοποθέτησής μου.
ΙΙΙ
Θα μπορούσα να συμπυκνώσω την πραγματικότητα που θέλω να περιγράψω σε μια μόνο φράση: ότι ο «ακραία κεντρώος» βασιλιάς είναι γυμνός! Αν και αυτό, επίμονα και μεθοδικά, αποκρύπτεται από την ελληνική δημόσια σφαίρα, η κανονικοποίηση του νεοφιλελευθερισμού βρίσκεται σε πρωτοφανή κρίση. Δείτε τι έγινε στη Βρετανία (όπου η βεβαιότητα Μέι για εύκολη επικράτηση ─μια βεβαιότητα που φάνηκαν να συμμερίζονται κάποιοι και στην εδώ Αριστερά─ μετατράπηκε σε εφιάλτη)· δείτε την ιστορική έκρηξη του διεκδικητικού κινήματος στις ΗΠΑ· δείτε ακόμα και τη Γαλλία με την αποχή ρεκόρ του 56,5% (κι αξίζει να επισημάνει κανείς εδώ ότι ο δήθεν θριαμβευτής Μακρόν ─αυτός ο ζεν πρεμιέ του «ακραίου κέντρου»─ εκλέχτηκε με 4 εκ. ψήφους λιγότερους απ’ όσους είχε συγκεντρώσει κι αυτός ο ίδιος ο Ολάντ ─ενώ από την άλλη στη Βρετανία, όπου εκφράστηκε φιλολαϊκό πρόγραμμα,[2] είχαμε ρεκόρ συμμετοχής). Τι δείχνουν όλα αυτά άλλο από το ότι η προσπάθεια του «ακραίου κέντρου» να κανονικοποιήσει τον καπιταλιστικό εφιάλτη είναι τελικά μια μάταιη προσπάθεια; Τι άλλο από τις αστείρευτες δυνάμεις των απλών ανθρώπων των κινημάτων;
Φτάνει αυτό; Αρκούν αυτές οι διαπιστώσεις για να εφησυχάσει κανείς ή να περιμένει παθητικά τη δικαίωση των λαϊκών προσδοκιών; Ασφαλώς όχι! Και αν έβγαζε κάποιος αυτό το συμπέρασμα, θα επρόκειτο για πολύ μεγάλο λάθος: ηγέτες και προγράμματα όπως αυτά του Μελανσόν και του Κόρμπιν ασφαλώς και δεν αρκούν για τη νίκη των «από κάτω». Όμως το γεγονός ότι, παρά την τεράστια προβολή του, το «ακραίο κέντρο» δεν μπορεί να παγιωθεί, δείχνει πως οι ευθύνες για την όποια ─πρόσκαιρη ή και πιο μακροχρόνια─ ισχύ του δε βρίσκονται ούτε στην αρτιότητά του ως λογικής, ούτε βέβαια στην κοινωνία που δήθεν «δεν καταλαβαίνει».
Στη Γαλλία, λ.χ., ο ακραία κεντρώος» Μακρόν νίκησε όχι γιατί έπεισε, αλλά γιατί ο κόσμος (που, ας θυμηθούμε, μόλις πέρσι, στις κινητοποιήσεις του Nuit Debout, είχε βρεθεί μαζικά στους δρόμους υποχρεώνοντας τον Ολάντ να καταφύγει σε μέτρα «έκτακτης ανάγκης») γύρισε την πλάτη του στις εκλογές. Και ο λόγος γι’ αυτό ήταν η στάση τμήματος της Αριστεράς που, αρνήθηκε να κινηθεί ενωτικά: αν είχαμε σύμπραξη Ανυπότακτης Γαλλίας ─7.060.885─, LO και NPA ─συνολικά: 627.010─ (Σύνολο: 7.687.895), στο δεύτερο γύρω θα ήταν όχι η Λεπέν (που συγκέντρωσε 7.679.493) αλλά ο Μελανσόν.[3] Είναι φανερό πως έχουμε εδώ ένα πρόβλημα σεχταρισμού: την αδυναμία που χαρακτηρίζει τμήμα της Αριστεράς που παραμένει Αριστερά να διαχωρίσει το κοινωνικό φαινόμενο και τις δυναμικές που κυοφορεί από το πρόσωπο και το πρόγραμμα του εκάστοτε μαζικού φορέα που δείχνει να κινείται προς την κάλυψη του πολιτικού κενού που χαρακτηρίζει την εποχή μας.
Όπως όμως είπα και πριν, το να υποστηρίζει κάποιος την άποψη αυτή ασφαλώς δε σημαίνει ─το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει μάλιστα─ ότι έχει ή δημιουργεί αυταπάτες στον Μελανσόν, ή στον Κόρμπιν (ή, σε προηγούμενο χρόνο, στον Σάντερς στις ΗΠΑ, ή στον Τσίπρα στην Ελλάδα). Όμως η Αριστερά δε μπορεί να κωφεύει στις λαϊκές δυναμικές, να απουσιάζει από αυτές και πολύ περισσότερο, να τις διασπά: οφείλει, αντίθετα, να βρίσκεται σε επαφή με τις διεργασίες που συντελούνται στην κοινωνία, ασκώντας κριτική, εξηγώντας, δίνοντας το παράδειγμά της και παρουσιάζοντας τις δικές της απαντήσεις και το δικό της πρόγραμμα. Μόνο σε ένα τέτοιο περιβάλλον μπορεί να ηττηθεί το «ακραίο κέντρο» ─που, να το επαναλάβω─ δεν επικρατεί λόγω της ισχύος του, αλλά λόγω της απογοήτευσης και της πολυδιάσπασης των αριστερών δυνάμεων.
Έχει τεράστια σημασία να τονίσουμε αυτό το πολύτιμο συμπέρασμα ειδικά φέτος, που συμπληρώνεται ένας αιώνας από την Οκτωβριανή επανάσταση: Οι επαναστάτες δεν αποσύρονται από τις λαϊκές δυναμικές σε ένα γυάλινο πύργο για εκπέμψουν τη σοφία τους: δε γίνεται έτσι η δουλειά (επ’ αυτού υπάρχει τεράστια γραμματεία ─αρχής γενομένης από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο):[4] Οι επαναστάτες δεν περιμένουν τις μάζες επικαλούμενοι την επαναστατική τους καθαρότητα, πηγαίνουν σε αυτές! Βρίσκονται πάντα μέσα στις κοινωνικές δυναμικές για να εξηγούν, και έμπρακτα να δείχνουν την υπεροχή των ιδεών και των δράσεών τους.
Όμως αυτή η κακοδαιμονία-εμπόδιο για να διαρραγεί δια παντός το κακόβουλο λογισμικό του «ακραίου κέντρου», η κακοδαιμονία του σεχταρισμού δεν είναι η μόνη. Στον ακριβή αντίποδά της υπάρχει και μια άλλη: η κακοδαιμονία της ελλιπούς κριτικής ματιάς, της τάσης οι αριστερές δυνάμεις να απορροφούνται από τους εκάστοτε κυρίαρχους φορείς, διστάζοντας να προβάλλουν με τολμηρό και οργανωμένο τρόπο την κριτική τους στο όνομα μιας φαντασματικής και πλασματικής ενότητας ─μη τυχόν δήθεν και χαθεί η συγκυριακή δυναμική. Όταν όμως γίνεται αυτό (και στην Ελλάδα έγινε κατά κόρον στα χρόνια της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ) αφενός η όποια μετασχηματιστική δυναμική της λαϊκής κίνησης υπονομεύεται (άραγε δε βλέπαμε όλοι οι αριστεροί για πού τραβούσε ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη πριν το Γενάρη του ’15;) και αφετέρου αποψιλώνονται οι δυνάμεις της κοινωνικής αλλαγής καθώς τείνουν να χρεώνονται αυτές τα αδιέξοδα πολιτικών για τις οποίες δεν ευθύνονται. Δε χρειάζεται καν να επισημάνει κανείς ότι από την προβληματική αυτή κατάσταση επέρχεται βαθιά απογοήτευση (αυτή που σήμερα δραματικά βιώνουμε) που με τη σειρά της είναι ακριβώς η συγκυρία που ευνοεί το «ακραίο κέντρο»: την κανονικοποίηση του δεν υπάρχει εναλλακτική.
Γνωρίζω ότι το θέμα έχει πολλές όψεις και είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει συζήτηση (αυτό όμως είναι καλό). Δε θέλω να μακρηγορήσω, γι’ αυτό θα τελειώσω επανερχόμενος σε αυτό το τελευταίο, το «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Το τόσο κρίσιμο αυτό θέμα, που ίσως είναι και το κορυφαίο είναι ταυτόχρονα και το πιο απλό: εναλλακτική υπάρχει, μας εναπόκειται να το κραυγάσουμε, αλλά αυτή δε βρίσκεται σε μια οπτική του τύπου και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ. Για να ηττηθεί οριστικά το «ακραίο κέντρο» ─δηλαδή ο καπιταλισμός της καταστροφής που επίμονα όσο και αδιέξοδα καταδυναστεύει τον πλανήτη─ χρειάζεται πάραυτα να συγκεκριμενοποιηθεί το σοσιαλιστικό όραμα, ούτε ως ιερό δόγμα και τυφλοσούρτης, ούτε ως «προοπτική» για τη Δευτέρα παρουσία, αλλά
- ως ζωντανή πρακτική κοντά, μέσα στις λαϊκές διεργασίες (που δεν είναι ποτέ κάτι τέλειο ή οριστικό, αλλά αποτελούν μια πυκνή σχεσιακή διαδικασία),
- με όρους που συνδέουν τους αγώνες του σήμερα (αυτούς που ξεσπούν και όσους αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν στο μέλλον) με τις δυνατότητες του αύριο,
- με υπομονή ─«υπομονετική εξήγηση» και σπάσιμο αυταπατών έλεγε ο Λένιν…
Αυτήν την συγκεκριμενοποίηση την τρέμει το «ακραίο κέντρο». Με ειλικρινή αναγνώριση των λαθών που όλοι έχουμε κάνει στο παρελθόν και πολιτική ειλικρίνεια και εντιμότητα (μακριά από τις δυο κακοδαιμονίες στις οποίες αναφέρθηκα), μας εναπόκειται, είμαστε ιστορικά καταδικασμένοι (αλλά, κατά τούτο, θα πρόσθετα, και προνομιούχοι), να πραγματοποιήσουμε αυτόν του το φόβο ─στην Ελλάδα και διεθνώς…