Του Στάθη Κουβελάκη. Αναδημοσίευση από το ThePressProject
Ψηφίζοντας ένα νέο Μνημόνιο, η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας του Σύριζα δεν αποχαιρέτησαν απλά την αριστερή πολιτική αλλά και την ίδια την πολιτική. Με αυτήν τους την επιλογή δεν απεμπολούν μόνο το πρόγραμμα του Σύριζα ή τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση απέναντι στο λαό.
Ποδοπατούν το Οχι του ελληνικού λαού που πριν από δώδεκα μόλις απέρριψε κατηγορηματικά, όπως του είχε ζητηθεί από την ίδια την κυβέρνηση, τη λιτότητα και τις μνημονιακές πολιτικές – και μάλιστα σε μια πολύ ηπιότερη μορφή από αυτήν που επιβάλλει η επαίσχυντη συμφωνία της 12ης Ιουλίου. Και έχουν επιπλέον απέναντι τους την πλειοψηφία των μελών της κεντρικής επιτροπής του ίδιου του κόμματός τους, δηλαδή του μοναδικού συλλογικού οργάνου που εκλέγεται από το συνέδριο και εκπροσωπεί τη συλλογική βούληση των μελών του. Υπάρχει όμως και κάτι περισσότερα, που προϋποθέτει όλα τα προηγούμενα και ταυτόχρονα τα υπερβαίνει: ακριβώς τα κάνουν όλα, κυβέρνηση και κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι αναγκασμένοι να παραιτηθούν από την ίδια την ιδέα της πολιτικής, και πρωτ’ απ’ όλα από το θεμέλιο της, που είναι η ιδέα της πολιτικής ευθύνης, της ανάληψης της ευθύνης μιας πολιτικής επιλογής.
Από αυτήν την άποψη γίναμε μάρτυρες πρωτοφανών εξελίξεων στα ελληνικά αλλά και στα διεθνή χρονικά. Ακούσαμε για παράδειγμα τον νέο υπουργό οικονομικών να δηλώνει στη Βουλή ότι η επόμενη μέρα της υπογραφής της συμφωνίας ήταν«η χειρότερη μέρα της ζωής του» και ότι «δεν ξέρω αν κάναμε το σωστό, αλλά δεν είχαμε άλλες επιλογές». Προσέξτε: «δεν ξέρει» αν έπραξε το σωστό, παρ’όλα αυτά όμως το κάνει, αποδέχεται τη συμφωνία και καλεί τους συναδέλφους και συντρόφους του να κάνουν το ίδιο! Και όλα αυτά στο όνομα του «δεν είχαμε άλλες επιλογές», με άλλα λόγια του διαβόητου ΤΙΝΑ της Μάργκαρετ Θάτσερ («δεν υπάρχει εναλλακτική») που δεν αποτελεί μόνο άρνηση κάθε αριστερής ιδέας αλλά κατάλυση της ίδιας της έννοιας πολιτικής που θεμελιώνεται εξ’ όλοκλήρου στο γεγονός ότι πάντα υπάρχουν επιλογές.
Το πιο προχωρημένο παράδειγμα όμως σ’αυτήν την επιχείρηση αποποίησης ευθυνών, που έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας τούτες τις μέρες, το έδωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ηδη στη συνέντευξη του στην ΕΡΤ δήλωσε ότι «διαφωνεί» με τη συμφωνία και ότι «δεν πιστεύει σ’αυτήν». Και αυτός επικαλέστηκε την ανυπαρξία άλλης επιλογής, χωρίς βέβαια να θέσει ούτε μια φορά το ερώτημα πως γίνεται μετά από πεντέμιση μήνες διακυβέρνησης, και με το 62% του λαού να τον έχει στηρίξει στο δημοψήφισμα στο οποίο ο ίδιος προσέφυγε, να βρίσκεται χωρίς άλλες επιλογές από την υποταγή σε ένα νέο, πρωτοφανούς βαρβαρότητας Μνημόνιο.
Παρ’όλο λοιπόν που «δεν την πιστεύει» και «διαφωνεί» μ’αυτήν ζήτησε, και μάλιστα με τον πιο εκβιαστικό τρόπο, από τους βουλευτές του κόμματός του να συνεργήσουν σε αυτήν την κατάφωρη κατάλυση της λαϊκής εντολής και της εθνικής κυριαρχίας, απειλώντας τους ότι αν δεν έχαιρε της στήριξης όλων ανεξαιρέτων θα αποχωρούσε. Κάτι που βεβαίως δεν αρνήθηκε κατόπιν να κάνει αν και εισέπραξε την ηχηρή άρνηση 39 εξ’αυτών.
Με τη χθεσινή του δήλωση έκανε όμως και ένα περαιτέρω βήμα σ’αυτήν την κατεύθυνση. Εφόσον, ισχυρίζεται, κανείς δεν αμφισβητεί ότι όντως υπέστη εκβιασμό, τότε η μη στήριξη του ισοδυναμεί με άρνηση μοιράσματος της ευθύνης και τούτο «έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης και σε μια κρίσιμη ώρα δημιουργεί ένα ανοιχτό τραύμα στο εσωτερικό μας». Με άλλα λόγια, επειδή ο πρωθυπουργός υπέκυψε σε έναν απολύτως πραγματικό εκβιασμό, ζητά από τους βουλευτές του κόμματός του να συνεργήσουν σ’αυτήν την καταστροφική κίνηση. Ωσάν η ισχύ του εκβιασμού να σήμαινε αυτομάτως ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή από αυτήν στην οποία προέβη ο ίδιος. Το υπόρρητο επιχείρημα είναι και πάλι το ΤΙΝΑ που παρουσιάζεται όμως εδώ με όρους ατομικής ψυχολογίας και συναισθήματος, ως άρνηση στήριξης σε κάποιον που «έχει περάσει τόσα σε έξι μήνες» (!) και που κατατρώγεται όσο και οι υπόλοιποι από ένα «δίλημμα συνείδησης έναντι των κοινών μας αρχών, αξιών, θέσεων και ιδεολογικών αναφορών».
Στην πολιτική όμως, και γενικότερα στην κοινωνική δραστηριότητα, σημασία δεν έχουν τα ενδόμυχα διλήμματα, οι προθέσεις (αγαθές ή μη), οι ενδεχόμενες τύψεις και οι κρυφές σκέψεις αλλά οι πράξεις, και το περιεχόμενό τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο αν οι λέξεις «μνημόνιο» ή «συμφωνία» απουσιάζουν εντελώς από την δήλωση του πρωθυπουργού. Σ’αυτήν τη επικοινωνιακή κίνηση, το επιδιωκόμενο δεν είναι η υπεράσπιση μιας πολιτικής επιλογής αλλά αφενός η συναισθηματική ταύτιση με έναν σκληρά δοκιμαζόμενο ηγέτη, αφετέρου, και πρωτίστως, ο στιγματισμός των διαφωνούντων ως κάποιων που υποσκάπτουν την «πρώτη στην ιστορία του τόπου κυβέρνηση της αριστεράς». Και πάλι εδώ αποκρύπτεται η πολιτική ουσία, δηλαδή η διαφωνία με μια επιλογή ουσία της οποίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η υποταγή η όχι στα Μνημόνια, ο σεβασμός ή μη της διπλής λαϊκής εντολής της 25ης Ιανουαρίου και της 5ης Ιουλίου, η τήρηση ή καταπάτηση του προγράμματος και των δεσμεύσεων της ίδιας της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.
Αυτή η κατάλυση της υπόστασης του πολιτικού λόγου αποτελεί προφανή ομολογία αδυναμίας. Η νομιμοποίηση της τρίτης προσφυγής σε Μνημόνιο δεν είναι απλά ακόμη πιό έωλη από τις δύο προηγούμενες, είναι απλά ανύπαρκτη. Και τούτο γιατί σε αντίθεση με το 2010 και το 2012, η κυβερνώσα πολιτική δύναμη έχει ως μοναδικό λόγο ύπαρξης, και ανόδου της σε θέση κυβερνητικής εξουσίας, την ανατροπή των πολιτικών στις οποίες τώρα υποτάσσεται. Για να το πούμε διαφορετικά: η μόνη πραγματική απειλή για την «πρώτη στην ιστορία του τόπου κυβέρνηση της αριστεράς», και φυσικά για τον βασικό της φορέα, τον Σύριζα, δεν είναι κάποιος «εσωτερικός εχθρός», αλλά τα Μνημόνια και η αυτοκτονική υποταγή σ’αυτά.
Τα Μνημόνια δεν καταβροχθίζουν μόνο κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς, αλλά και τα κόμματα που τα εφαρμόζουν. Μαζί μ’αυτά καταλύουν τον ίδιο τον πολιτικό λόγο που καλούνται να υπερασπισθούν όσοι δίνουν αυτοί τη στιγμή τη μάχη για να αποκρουστεί, έστω την ύστατη στιγμή, η τελειωτική εξουθένωση του λαού και η διάλυση του οτιδήποτε έχει μείνει ακόμη όρθιο σ’αυτήν τη χώρα.