Οι πορτογαλικές βουλευτικές εκλογές της 30ης Ιανουαρίου 2022 έδωσαν μια καθαρή νίκη στον απερχόμενο πρωθυπουργό Αντόνιο Κόστα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που κέρδισε την αυτοδυναμία στη νέα Βουλή. Τα δύο κόμματα της Αριστεράς, το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Μπλόκο της Αριστεράς, είχαν τεράστιες απώλειες. Από την άλλη, σημαντική άνοδο είχε και το ακροδεξιό «Τσεγκά» (που σημαίνει «Αρκετά!»), που βγήκε 3ο κόμμα.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα (αντίστοιχο των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων), με 2,2 εκ. ψήφους και 41,7% εκλέγει 117 στους 230 βουλευτές, εξασφαλίζοντας απόλυτη πλειοψηφία. Το «Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα» (συντηρητικό δεξιό κόμμα), που οι δημοσκοπήσεις παρουσίαζαν ότι δίνει μάχη στήθος με στήθος με το Σοσιαλιστικό, τελικά έμεινε στο 27,8%, διατηρώντας τις δυνάμεις του. Σημαντική ενίσχυση είχε και ένα μικρότερο δεξιό κόμμα, η «Φιλελεύθερη Πρωτοβουλία», που με 5% και 8 βουλευτές είναι το 4ο κόμμα στο πορτογαλικό κοινοβούλιο.
Αριστερά: ο μεγάλος ηττημένος
Η Αριστερά είναι αναμφίβολα ο μεγάλος ηττημένος των πορτογαλικών εκλογών. Ο συνδυασμός της πτώσης της Αριστεράς με τη σημαντική άνοδο της ακροδεξιάς, σηματοδοτούν μια οπισθοχώρηση για το κίνημα, που τώρα πρέπει να παλέψει από χειρότερες θέσεις.
Στον παρακάτω πίνακα φαίνεται η πορεία ψήφων, ποσοστών και βουλευτικών εδρών στις 3 τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις του «Μπλόκου της Αριστεράς», που αποτελεί συμμαχία οργανώσεων της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, καθώς και της συνεργασίας Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας και Πρασίνων (που κατεβαίνουν σε κοινό ψηφοδέλτιο).
Από 1 εκατομμύριο ψηφοφόρους που συγκέντρωναν από κοινού μόλις το 2015, πλέον έχουν χάσει τη μισή τους δύναμη, καταλαμβάνοντας την 5η και 6η θέση, ενώ από 36 Βουλευτές έχουν μόλις 11.
Η αιτία για αυτήν την κατρακύλα βρίσκεται στις πολιτικές επιλογές που έκαναν τα δύο αυτά κόμματα και την τακτική τους απέναντι στο Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Η Πορτογαλία μπήκε στην δίνη της κρίσης περίπου την ίδια περίοδο με την Ελλάδα. Στις εκλογές του 2015, πρώτο βγήκε το δεξιό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του τότε πρωθυπουργού Κοέλιο, το οποίο όμως εξέλεξε μόνο 102 στους 230 βουλευτές, χωρίς να μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήρθε 2ο με 86 βουλευτές και μαζί με τους 36 του Μπλόκου και του ΚΚ, θα μπορούσαν να έχουν την πλειοψηφία. Μετά από αρκετά χρόνια μνημονίων, λιτότητας και επιθέσεων, δημιουργήθηκε ένα κλίμα μιας «ευκαιρίας» για να φύγει η μισητή δεξιά και να έρθει μια κυβέρνηση που θα σταματούσε τις πολιτικές λιτότητας.
Σε αυτή τη λογική τα δύο κόμματα της Αριστεράς έδωσαν ψήφο στήριξης/ανοχής στην κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος και στον Α. Κόστα. Η στήριξη αυτή από την πλευρά του Μπλόκου και του ΚΚ υποτίθεται αρχικά θα ήταν μια κίνηση «τακτικής» για να αποτραπεί η επιστροφή της δεξιάς. Στην πράξη όμως αυτό που τελικά συνέβη ήταν ότι η Αριστερά αντί να αποκαλύπτει τα όρια των Σοσιαλιστών και να χτίζει την εναλλακτική πρόταση σε πολιτικό και κινηματικό επίπεδο, εγκλώβισε τον εαυτό της.
Ερχόταν αντιμέτωπη συνεχώς με τον εκβιασμό του Κόστα πως «αν δεν ψηφίσετε τον τάδε νόμο ή τον προϋπολογισμό, θα είστε υπεύθυνοι για την πτώση της κυβέρνησης και την επιστροφή της δεξιάς». Έτσι, Μπλόκο και ΚΚ ψήφιζαν κάθε χρόνο για 7 χρόνια τους προϋπολογισμούς που συνέχισαν να αποπληρώνουν τους δανειστές και να τηρούν τις συμφωνίες με την εκεί Τρόικα, που πλήρωναν τους εξοπλισμούς του ΝΑΤΟ, που έκαναν ακόμα και περικοπές σε δημόσιες δαπάνες. Σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στη δυσμενή αλλαγή της εργατικής νομοθεσίας που τα κόμματα της Αριστεράς είχαν θέσει σαν «κόκκινη γραμμή», ο Κόστα βρήκε πρόθυμους συμμάχους από τη δεξιά. Με αυτόν τον τρόπο και παρέμενε στην κυβέρνηση, με τις ψήφους της Αριστεράς, αλλά και περνούσε ότι νόμο ήθελε, καμιά φορά και με τις ψήφους της δεξιάς.
Έτσι, τα κόμματα της Αριστεράς μπήκαν σε ένα καθοδικό σπιράλ. Έχαναν χρόνο με τον χρόνο την εμπιστοσύνη και τη στήριξη του κόσμου, καθώς δεν είχαν να προτείνουν μια πειστική εναλλακτική όντας απλώς ούρα των Σοσιαλιστών. Και κινηματικά ήταν αναξιόπιστοι, καθώς είχαν να κάνουν με απεργιακούς και εργατικούς αγώνες ενάντια σε μια κυβέρνηση που τα ίδια «κρατούσαν» στην εξουσία. Έτσι κατέληξαν να χάσουν τη μισή εκλογική δύναμή τους και να απογοητεύσουν τα εργατικά, λαϊκά και νεολαιίστικα στρώματα που τα στήριζαν.
Η ακροδεξιά εδραιώνεται
Στον αντίποδα, βασικός κερδισμένος από την παραπάνω απογοήτευση ήταν το ακροδεξιό κόμμα «Τσεγκά», το οποίο από 67.000 ψήφους και 1 βουλευτή που είχε το 2019, πήρε 385.000 και 12 βουλευτές.
Μετά την πορτογαλική επανάσταση του 1974 που ανέτρεψε τη στρατιωτική δικτατορία, η ακροδεξιά δεν είχε καταφέρει να «σηκώσει κεφάλι». Η κρίση δημιούργησε τις συνθήκες για την επάνοδο της, και η Αριστερά με τη στάση της φέρει πολύ βαριές ευθύνες για το γεγονός ότι κατάφερε να μετατραπεί σε καθοριστικό παράγοντα στις εξελίξεις. Η ταύτιση της Αριστεράς με πολιτικές διαχείρισης της κρίσης, με την ουσιαστική απεμπόληση κάθε ριζοσπαστικού περιεχομένου, έκανε την ακροδεξιά να εμφανίζεται ως η μόνη αντιπολίτευση στην κυβέρνηση.
Συμπεράσματα για την Αριστερά διεθνώς
Η αυτοδυναμία του Σοσιαλιστικού Κόμματος έχει ανοίξει μια συζήτηση σχετικά με το εάν η πορτογαλική κοινωνία έκανε μια πιο «κεντρώα» στροφή. Σε αυτό επενδύουν και στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας, όπως πχ. ο Ν. Μπίστης που σε άρθρο του προσπαθεί να εξηγήσει ότι η Αριστερά που κερδίζει είναι αυτή της μετριοπάθειας και όχι αυτή που συγκρούεται με το σύστημα.
Ωστόσο, η επικράτηση του Α. Κόστα και του ΣΚ στις τελευταίες αναμετρήσεις, έχει να κάνει περισσότερο με την καταψήφιση της δεξιάς και την αποφυγή μιας βέβαιης κυβέρνησης λιτότητας, παρά με τη μαχητική υπερψήφιση ενός λιγότερο ριζοσπαστικού σχεδίου.
Αυτό που επικράτησε δηλαδή, δεν ήταν ο ενθουσιασμός για τη μετριοπάθεια, αλλά η λογική του «μικρότερου κακού». Κάτι που αφενός δεν συμβαίνει πρώτη φορά στην ιστορία και αφετέρου έχει να κάνει με την αδυναμία των δυνάμεων της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να προβάλλουν μια άλλη διέξοδο για τους εργαζομένους και την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Οι πολιτικές εξελίξεις στην Πορτογαλία προσφέρουν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για τη στρατηγική της Αριστεράς σε όλο τον κόσμο. Μπλόκο και ΚΚ αντί να βασιστούν στη σημαντική απήχηση που είχαν, να στρέψουν τις δυνάμεις τους στη βάση της κοινωνίας και στους εργατικούς χώρους και να προετοιμάσουν το κίνημα έτσι ώστε μέσα από αγώνες να υπάρξουν νίκες και αποτελέσματα σε πολιτικό επίπεδο, μπήκαν στο παιχνίδι και στήριξαν με τον τρόπο τους τη διάσωση του συστήματος. Αντί να αποκαλύψουν τους Σοσιαλιστές ότι έμειναν στη μέση του δρόμου, εγκλωβίστηκαν οικειοθελώς και τελικά ο Κόστα τους πέταξε, όταν ένιωσε ότι δεν τους χρειαζόταν πια.
Τα εργατικά στρώματα τους γύρισαν την πλάτη, οδηγήθηκαν στη συρρίκνωση, ενίσχυσαν την κεντρώα διαχείριση, ενώ πλέον η δεξιά και η ακροδεξιά καραδοκούν.
Δυστυχώς βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ανάλογη ήταν η περίπτωση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην Ιταλία, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, για να αναφέρουμε μόνο δύο παραδείγματα.
Όσο η Αριστερά δεν προχωράει στην κατεύθυνση των ριζικών ανατροπών, είναι καταδικασμένη να επαναλαμβάνει την ιστορία και να προδίδει τα λαϊκά στρώματα και τον ιστορικό της ρόλο. Χρειάζεται να βγουν τα απαραίτητα συμπεράσματα ώστε να σπάσουμε αυτό τον φαύλο κύκλο.