Η δολοφονία μελών της Χρυσής Αυγής το βράδυ της 1ης Νοέμβρη στο Νέο Ηράκλειο, όσο κι αν γίνεται, από κάποιους, στο όνομα της αντιφασιστικής πάλης, δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτήν.
Ο κύριος κερδισμένος από αυτή την επίθεση δεν είναι κανένας άλλος από την Χρυσή Αυγή. Η οποία από θύτης και δολοφόνος παρουσιάζεται σαν θύμα. Η Χρυσή Αυγή από μία συμμορία δολοφόνων που ήταν και παραμένει, μπορεί τώρα να ελπίζει και να στοχεύει στη συμπάθεια λαϊκών στρωμάτων και στην άνοδο των ποσοστών της, να μιλά για την ανάγκη της άμυνας απέναντι στις ένοπλες επιθέσεις των αντιπάλων της και για την ανάγκη «προστασίας» των μελών της. Πράγμα που θα σημαίνει νέες δολοφονίες.
Η τρομοκρατία της άκρας δεξιάς και η τρομοκρατία ομάδων όπως αυτές που χτύπησαν το βράδυ της 1ης Νοέμβρη (απ’ όπου και αν προέρχονται «ιδεολογικά») μας οδηγεί σε μια κατάσταση όπου οι πολιτικές διαφορές λύνονται με μαχαίρια και αυτόματα όπλα. Το εργατικό και λαϊκό κίνημα ήταν πάντα και θα συνεχίσει να είναι ο μεγάλος χαμένος απ’ αυτού του είδους την αντιπαράθεση.
Οι ένοπλες συγκρούσεις, ανάμεσα σε ομάδες που κινούνται στο σκοτάδι, δεν πρόκειται λύσει κανένα από τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα. Ούτε το θέμα της οικονομικής κατάρρευσης, ούτε της μαζικής ανεργίας, ούτε της φτώχειας και της εξαθλίωσης, όλων αυτών που οδηγούν στην απελπισία εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτή ακριβώς η απελπισία είναι που αποτελεί την γενεσιουργό κοινωνική αιτία και της ανόδου του φασισμού και της επανεμφάνισης της ατομικής τρομοκρατίας στο όνομα της πάλης ενάντια στο σύστημα και στην εξουσία.
Ο άλλος μεγάλος κερδισμένος απ’ αυτού του είδους τη σύγκρουση είναι το ίδιο το κράτος καταστολής που όλο και περισσότερο ελέγχει κάθε κίνησή μας και μας παρακολουθεί από παντού και διαρκώς. Στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας νομιμοποιείται στη συνείδηση της κοινωνίας η στέρηση βασικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και ο έλεγχος κάθε κίνησης κοινωνικών αγωνιστών.
Παρόλο που το χτύπημα αυτό δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά και τις πρακτικές της, η κυβέρνηση θα το χρησιμοποιήσει για να ενισχύσει την θεωρία των δυο άκρων και για να εντείνει την καταστολή προς την αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα σε όλη την Ελλάδα.
Οι πραγματικοί υπεύθυνοι για την κοινωνική καταστροφή που βιώνουμε θα εμφανιστούν και πάλι σαν «διαιτητές» και «σωτήρες» που θα μας σώσουν από τα φαινόμενα που η δική τους πολιτική δημιουργεί. Θα δούμε πάλι τον πρωθυπουργό να μιλά σε τραγικούς τόνους για την αποφασιστικότητά του να πατάξει τους παρανομούντες, θα δούμε τους ιθύνοντες της ΕΕ και της Τρόικα να απαιτούν αποφασιστικά μέτρα ενάντια στην τρομοκρατία! Αυτοί όμως είναι οι πραγματικοί υπεύθυνοι πίσω απ’ όλα αυτά. Γιατί προκάλεσαν μια τέτοια κοινωνική καταστροφή που αναπόφευκτο αποτέλεσμα της είναι ο νεοφασισμός και η τρομοκρατία στις διάφορες μορφές της, συνοδευόμενη πάντα, όπως έχει αποδείξει η ιστορία από προβοκάτσιες.
Το θέμα είναι τι θα έπρεπε να κάνουν οι φορείς που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων, δηλαδή η Αριστερά, σ’ αυτές τις συνθήκες. Και η απάντηση είναι μόνο μία: να διεκδικήσει την εξουσία και να προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα ριζικών ανατροπών. Κατάργηση των Μνημονίων, διώξιμο της Τρόικα, άρνηση αποπληρωμής του χρέους, πέρασμα των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας στην ιδιοκτησία τον έλεγχο και τη διαχείριση της κοινωνίας και των εργαζομένων, μαζικές δημόσιες επενδύσεις και σχεδιασμός της οικονομίας για τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου (αντί για τα κέρδη μερικών δεκάδων οικογενειών και πολυεθνικών). Μόνο έτσι μπορεί να μπει η οικονομία σε πορεία ανάκαμψης και να υπάρξουν λύσεις στα προβλήματα που διαλύουν κι αποσυνθέτουν την κοινωνία. Μόνο έτσι μπορεί να αφαιρεθεί η κοινωνική βάση που αναπαράγει το φασισμό και την τρομοκρατία όλων των μορφών. Μόνο πάνω σ’ αυτή τη βάση και μόνο μέσα από συνελεύσεις βάσης, κι εκλεγμένες κι ανά πάσα στιγμή ανακλητές επιτροπές βάσης, μπορούν οι εργαζόμενοι να διασφαλίσουν την πραγματική δημοκρατία στην κοινωνία – τον αδιαπραγμάτευτο όρο και προϋπόθεση για να υπάρχει κοινωνική συνοχή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, σαν το κύριο κόμμα της Αριστεράς έχει την κύρια ευθύνη για να προτείνει σε όλη την Αριστερά να προχωρήσει σ’ αυτό το δρόμο. Η υπόλοιπη Αριστερά οφείλει να συμβάλει σ’ αυτό και όσες δυνάμεις επιμένουν να αρνούνται κάθε συνεργασία στο όνομα της «επαναστατικής» τους καθαρότητας να αναγνωρίσουν ότι αυτό δεν οδηγεί πουθενά και να χαράξουν μια διαφορετική πορεία.