Του Πάνου Κοσμά, μέλους της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ
Το τελευταίο διάστημα κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, εκ των βασικών «εκφωνητών» της γραμμής του κόμματος, προβάλλουν με δημόσιες τοποθετήσεις τους κάποιες «νέες ιδέες» για κεφαλαιώδη ζητήματα του προγράμματος και του πολιτικού σχεδίου του κόμματος, που όχι μόνο είναι εκτός των πρόσφατα ψηφισθέντων θέσεων στο ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι ταυτόχρονα και εξαιρετικά επικίνδυνες.
Σταχυολογώντας από παρεμβάσεις των Γιάννη Δραγασάκη (υπεύθυνος για το Πρόγραμμα), Γιώργου Σταθάκη (επικεφαλής του Τομέα Ανάπτυξης) και Γ. Μηλιού (επικεφαλής του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής), παρατηρούμε συμπτώσεις και μια νέα «αφήγηση» σε βασικά ζητήματα: χρέος, «σχέδιο Μάρσαλ», πρωτογενές πλεόνασμα και ισοσκελισμένος προϋπολογισμός, τράπεζες.
(Οι υπογραμμίσεις στα αποσπάσματα είναι του γράφοντος)
Γ. Δραγασάκης:
«Ασφαλώς οι γενεσιουργές αιτίες της κρίσης είναι ενδογενείς και η αντιμετώπισή τους είναι δική μας ευθύνη. Χρειάζεται λοιπόν να τεθεί σε εφαρμογή ένα συνολικό ανορθωτικό πρόγραμμα με βασικούς στόχους τη διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και του αξιόχρεου του ελληνικού κράτους».
«α) Διαγραφή μέρους του συσσωρευμένου χρέους
β) Μη δανειακή αναπτυξιακή χρηματοδότηση στο αρχικό στάδιο
γ) Ρήτρα ανάπτυξης, δηλαδή εξυπηρέτηση του συμφωνημένου χρέους ανάλογα με την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και όχι ανάλογα με το πλεόνασμα».
(«Καθημερινή», 12/1/2014)
«Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το υφιστάμενο τραπεζικό σύστημα θα αργήσει να ορθοποδήσει. Το αναγνωρίζει εμμέσως και η τράπεζα της Ελλάδας, όταν στην τελευταία Έκθεσή της συζητά το ενδεχόμενο μιας ανάκαμψης που ίσως χρειασθεί να γίνει χωρίς επαρκή τραπεζικό δανεισμό. Πρέπει λοιπόν να προχωρήσουμε άμεσα στη δημιουργία μιας αναπτυξιακής επενδυτικής τράπεζας δημοσίου συμφέροντος, όπως έκανε πρόσφατα και η Γαλλία. Επίσης πρέπει να μελετήσουμε και μη συμβατικά και εναλλακτικά μέσα χρηματοδότησης και δημιουργίας ρευστότητας, και στο κράτος και στην ιδιωτική οικονομία».
(Συνέντευξη στην «Αυγή» 19/1/2014)
Γ. Μηλιός:
«Εμείς, αρχίζουμε από το οικονομικό επιχείρημα, το οποίο είναι το πιο σημαντικό: ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και από τη στιγμή που δεν είναι βιώσιμο, πρέπει να γίνει».
«Θα επιχειρήσουμε (αν γίνουμε κυβέρνηση) να βγούμε πραγματικά στις αγορές, διότι αυτό θέλουμε και για να έχουμε και ένα αξιόπιστο τραπεζικό σύστημα, να λύσουμε το θέμα της χρηματοπιστωτικής αξιοπιστίας. Να έχουμε ένα αξιόχρεο Δημόσιο».
«Λέμε συνέχεια για το πρωτογενές πλεόνασμα και τα στοιχεία του κ. Σταϊκούρα ότι δεν δίνουμε συγχαρητήρια στην κυβέρνηση, ακόμη και αν το πέτυχε, διότι το πέτυχε ματώνοντας την πλειοψηφία της κοινωνίας, ενώ υπήρχαν άλλες μέθοδοι. Είμαστε σίγουροι ότι θα είμαστε κυβέρνηση. Εμείς, αμέσως θα δημιουργήσουμε (πρωτογενές πλεόνασμα). Θα πάρουμε άμεσα μέτρα πάταξης της διαφθοράς και δικαιοσύνης (…)»
(Συνέντευξη στον Μπάμπη Παπαπαναγιώτου και στον Άρη Ραβανό – 22/1/2014)
Γ. Σταθάκης:
«- Να το θέσω αλλιώς: αποτελεί για εσάς και τον ΣΥΡΙΖΑ κορυφαία προτεραιότητα ο πλεονασματικός προϋπολογισμός, προκειμένου μια ενδεχόμενη ‘‘κυβέρνηση της Αριστεράς’’ να έχει ευχέρεια κινήσεων και διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές;
– Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προφανώς θα διατηρήσει ισοσκελισμένο τον προϋπολογισμό με αναδιανομή των φορολογικών εσόδων σε βάρος των πιο ευκατάστατων στρωμάτων και αναδιανομή των δαπανών για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Θα διαπραγματευτεί τη δανειακή σύμβαση προκειμένου να πετύχει ένα βιώσιμο χρέος».
(27/12/2013, συνέντευξη στο www.matrix24.gr)
Για την ιστορία και πριν προχωρήσουμε στην κριτική αξιολόγηση των θέσεων των «τριών», σημειώνουμε ποιες είναι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως καταγράφτηκαν στην Πολιτική Απόφαση του πρόσφατου συνεδρίου του:
«Αποτρέπουμε τη μετατροπή της χώρας μας σε αποικία χρέους. Επαναδιαπραγματευόμαστε τις δανειακές συμβάσεις και ακυρώνουμε τους επαχθείς όρους τους, θέτοντας ως πρώτο θέμα τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, πραγματοποιώντας λογιστικό έλεγχο».
«Προχωρούμε σε μια αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη αντιμετώπιση των ελλειμμάτων, προτάσσοντας την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου και την περιβαλλοντικά ασφαλή ανάπτυξη, με στόχο τη σταδιακή αύξηση των μισθών και των κοινωνικών δαπανών».
«Θέτουμε το τραπεζικό σύστημα υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου, με ριζική τροποποίηση του τρόπου λειτουργίας του και των στόχων που σήμερα υπηρετεί, με αναβάθμιση του ρόλου των εργαζομένων και των καταθετών. Ιδρύουμε δημόσιες τράπεζες ειδικού σκοπού με αντικείμενο την αγροτική πίστη, τη μικρή και μεσαία επιχείρηση και τη λαϊκή στέγη».
Αναδιαπραγμάτευση με αίσιο τέλος;
Κοινή κεντρική θέση των Γ. Δραγασάκη – Γ. Μηλιού – Γ. Σταθάκη είναι η αναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές η οποία θα καταλήξει σε αίσιο τέλος, δηλαδή σε «συμφωνημένη» λύση. Στην πολεμικού χαρακτήρα πίεση των μνημονιακών και των εκπροσώπων του κεφαλαίου «Θα κάνετε μονομερείς ενέργειες;» η απάντηση είναι «μόνο αν χρειαστεί», αλλά το όλο σχέδιο βασίζεται στο ότι «δεν θα χρειαστεί». Η κυβέρνηση της Αριστεράς, λοιπόν, θα υποχρεώσει την Ευρωζώνη και το διεθνές σύστημα σε συμφωνία για «κούρεμα» του χρέους και αναστολή πληρωμής τόκων (ώστε το πρωτογενές πλεόνασμα να μην δαπανάται αντιπαραγωγικά για την εξυπηρέτηση του χρέους), χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και ένα «σχέδιο Μάρσαλ» για την Ελλάδα ή, με μια άλλη διατύπωση, μια «μη δανειοδοτική χρηματοδότηση» που θα στηρίξει την ανάπτυξη (ώστε το -«συμφωνημένο»- υπόλοιπο του χρέους να εξοφληθεί με ρήτρα ανάπτυξης).
Πρέπει καταρχήν να σχολιάσουμε ότι εδώ διαφαίνεται η εκτίμηση ότι δεν αρκεί το «κούρεμα» του χρέους, αλλά χρειάζεται και η αναστολή πληρωμής τόκων – αλλιώς, το πρωτογενές πλεόνασμα θα σπαταλιέται αντιπαραγωγικά για την εξυπηρέτηση του χρέους. Αλλά ούτε και αυτό αρκεί: χρειάζεται και το «σχέδιο Μάρσαλ», για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Πρέπει λοιπόν, μέσα από την αναδιαπραγμάτευση να επιτευχθούν αυτοί οι βασικοί στόχοι. Αλλιώς, συμπεραίνουμε εμείς, η κυβέρνηση της Αριστεράς απλώς θα αναγκαστεί να διαχειριστεί ένα «καθεστώς» λιτότητας που δεν θα διαφέρει ουσιωδώς από το σημερινό.
Στη συνέχεια γίνεται ένα άλμα πάνω από την πολιτική και προσγειωνόμαστε στο αίσιο τέλος της διαπραγμάτευσης: ναι, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα υποχρεώσει τον Σόιμπλε και τη γραφειοκρατία της Ευρωζώνης να αποδεχτούν τους όρους της! Πρέπει κανείς να πιστεύει ότι μπορεί να περπατήσει στο πυκνό ναρκοπέδιο του ευρωπαϊκού και διεθνούς καπιταλισμού και να βγει «απέναντι» σώος σαν να κάνει περίπατο ή έστω τροχάδην με ελιγμούς σε λιβάδι, για να διακρίνεται από τέτοια μεταφυσική «αισιοδοξία». Και πρέπει να αισθάνεται όχι Αριστερά που πάει να συγκρουστεί με τους όρους της ταξικής πάλης με τα «θηρία» του καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού, αλλά μια φωτισμένη αριστερή τεχνοκρατία που θα ξεπεράσει όλα τα εμπόδια με εφόδιο μια «πειστική» λόγω της τεχνοκρατικής της επάρκειας πρόταση.
Ασφαλώς, τα στελέχη που προβάλλουν αυτές τις θέσεις μπορούν να προσθέσουν χωρίς δυσκολία -και το κάνουν- ότι για να επιτευχθούν όλα αυτά θα δοθούν μάχες κ.λπ. κ.λπ. Αλλά εδώ δεν μιλάμε για διαπραγμάτευση και μάχες, μιλάμε για την πρωτότυπη στην ιστορία της Αριστεράς άποψη ότι θα υποχρεωθεί ο διεθνής καπιταλισμός και ιμπεριαλισμός σε συμφωνία στο έδαφος των δικών μας θέσεων!Ακόμη και αν βρισκόμασταν σε συνθήκες διεθνούς επαναστατικής παλίρροιας, πάλι αυτό που θα έπρεπε να υποσχεθούμε στους εαυτούς μας και τον κόσμο είναι μια αμείλικτη σύγκρουση και όχι μια θεαματική συνθηκολόγηση του αντιπάλου! Ακόμη και αν εκτιμούμε ότι μια πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα θα προκαλέσει ένα πανευρωπαϊκό ντόμινο, πάλι δεν προλαβαίνουμε να υποχρεώσουμε τον διεθνή καπιταλισμό – ιμπεριαλισμό σε… νοκ άουτ στο προβλεπτό χρονικό διάστημα.
Αλλά ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, αρχίζοντας από αυτό που αποκαλύπτει τον μεταφυσικό και ουτοπικό χαρακτήρα της αφήγησης που ισχυρίζεται ότι θα υποχρεώσουμε το διεθνή καπιταλισμό να χρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα ανατροπής της λιτότητας στην Ελλάδα και μάλιστα να δώσει και «μη δανειακό» χρηματοδοτικό μπόνους για την ανάπτυξη!
Σχέδιο Μάρσαλ και γερμανική φόρμουλα του 1953
Εδώ προβάλλεται το παράδειγμα της Γερμανίας του 1953: το σχέδιο Μάρσαλ για την οικονομική ανόρθωση της κατεστραμμένης από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο Γερμανίας, που περιλάμβανε σε γενικές γραμμές «κούρεμα» του γερμανικού χρέους και ευνοϊκές ρυθμίσεις για την αποπληρωμή του υπόλοιπου, καθώς και χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Γιατί να μη διεκδικήσει και η κυβέρνηση της Αριστεράς κάτι ανάλογο για την Ελλάδα; είναι το αφοπλιστικό ερώτημα! Φυσικά, μπορεί καθένας να ζητάει ό,τι θέλει. Στην πολιτική όμως, το «συνειρμικά σωστό» ή το επικοινωνιακά εύστοχο δεν είναι και πολιτικά εφικτό. Στη δε αριστερή πολιτική, όλες οι προτάσεις, ιστορικές ή σύγχρονες, έχουν πολιτικό και ταξικό περιεχόμενο και υπόκεινται στο νόμο του ιστορικού και ταξικού συσχετισμού δύναμης.
Για να πάμε όμως στο μακρινό 1953 και το σχέδιο Μάρσαλ:
1. Δεν ήταν μια έκφραση διεθνούς καπιταλιστικής αλληλεγγύης, αλλά σχέδιο ανασυγκρότησης της κατεστραμμένης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καπιταλιστικής Ευρώπης για να λειτουργήσει σαν ανάχωμα απέναντι στον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Ήταν ιμπεριαλιστικό σχέδιο για την «κομμουνιστική ανάσχεση». Όχι, δεν πρόκειται εδώ μόνο για το πολιτικό και ιδεολογικό «πρόσημο» του σχεδίου Μάρσαλ, αλλά για κάτι απείρως ουσιαστικότερο: ότι αυτό που τότε ήταν κομμουνιστικός κίνδυνος σήμερα είναι ο κίνδυνος ανατροπής του πλαισίου διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης με τις συνταγές της ακραίας λιτότητας και με τη μέθοδο του «δόγματος του σοκ». Η κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα με πρόγραμμα ανατροπής της λιτότητας είναι ο σύγχρονος «κομμουνιστικός κίνδυνος» για τον καπιταλισμό – ιμπεριαλισμό. Επομένως, αυτό που ζητούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα του σχεδίου Μάρσαλ και της γερμανικής λύσης του 1953 είναι ένα «σχέδιο Μάρσαλ» υπέρ του σημερινού ανάλογου του τότε «κομμουνιστικού κινδύνου»!
Και ακόμη πιο συγκεκριμένα: Στα 5 περίπου χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου στις δύο όχθες του Ατλαντικού έριξαν τρισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ για να ελέγξουν την τραπεζική κρίση, επέλεξαν ένα μοντέλο διαχείρισης με βάση τη μετατροπή των ιδιωτικών χρεών σε δημόσια, δηλαδή οικοδόμησαν ένα μηχανισμό συντριπτικών απαιτήσεων του κεφαλαίου και του πλασματικού κεφαλαίου πάνω στην εργασία που ισοδυναμεί με διαρκή και κλιμακούμενη λιτότητα. Στη βάση αυτή, έχουν πετύχει μια προσωρινή – σχετική σταθεροποίηση του συστήματος, εγκαθιδρύοντας ένα πλαίσιο διαχείρισης και αποτροπής κρατικών και τραπεζικών χρεοκοπιών. Θα τα θυσιάσουν όλα αυτά επιβραβεύοντας με αδρή χρηματοδότηση (και μάλιστα κατά ένα μέρος της «μη δανειοδοτική») ένα υπόδειγμα ανατροπής του δικού τους παγκόσμιου υποδείγματος διαχείρισης της κρίσης και ανατροπής της λιτότητας στην Ελλάδα;!!
2. Όταν μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αποφασίζουν να προχωρήσουν σε ηγεμονικά σχέδια στο όνομα των συμφερόντων του ιμπεριαλιστικού κόσμου συνολικά, τότε δεν το κάνουν με τη μορφή αγαθοεργίας, αλλά με την προϋπόθεση της δικής τους ηγεμονίας. Το σχέδιο Μάρσαλ δεν θα υπήρχε μεταπολεμικά αν η καταστροφή των μεγάλων ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στον Πόλεμο δεν είχε φέρει τις ΗΠΑ στη θέση της ηγεμονικής ιμπεριαλιστικής δύναμης. Η ΗΠΑ δεν άσκησαν μια πολιτική καπιταλιστικής αλληλεγγύης από μεγαλοψυχία για τον νικημένο γερμανικό ιμπεριαλισμό, αλλά μια πολιτική εδραίωσης της δικής τους ηγεμονίας στον ιμπεριαλιστικό κόσμο. Η ιστορική αναλογία λοιπόν διδάσκει ότι ένα ευρωπαϊκό «σχέδιο Μάρσαλ» για την Ελλάδα θα έπρεπε να εκπονηθεί από την ιμπεριαλιστική Γερμανία. Όμως ο γερμανικός ιμπεριαλισμός δίνει μάχη με όλα τα μέσα για να επιβάλει την ηγεμονία του στην Ευρωζώνη ακριβώς με τη συνταγή της ακραίας λιτότητας. Τι του ζητούμε; Να καταθέσει τα όπλα της μάχης του για την ηγεμονία στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε., τα όπλα της νίκης του;
3. Στην περίπτωση του μεταπολεμικού σχεδίου Μάρσαλ, η μεγάλη και καταστροφική «εκκαθάριση» του Παγκόσμιου Πολέμου είχε βάλει τις βάσεις για το μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα». Ο συνδυασμός πολύ υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και ακόμη υψηλότερων ρυθμών αύξησης της παραγωγικότητας δημιούργησε την πρωτότυπη και μη επαναλαμβανόμενη συνθήκη της ταυτόχρονης αύξησης των κερδών και των μισθών, ενώ και η πολιτική πίεση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» λειτουργούσε στην κατεύθυνση του μεταπολεμικού «κοινωνικού συμβολαίου». Τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει σήμερα! Τώρα, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βολοδέρνει σε μια ιστορικών διαστάσεων κρίση, οι δε απαντήσεις που έδωσε έφεραν μόνο μια προσωρινή – σχετική σταθεροποίηση, αλλά με τίμημα τη συσσώρευση προϋποθέσεων για μια νέα έξαρση της κρίσης.
Έξοδος στις αγορές, «αξιόχρεο» του ελληνικού Δημοσίου και «βιώσιμο χρέος»
Είναι σχεδόν σοκαριστικό να ακούει κανείς από στελέχη της Αριστεράς που θεωρούν τον εαυτό τους μαρξιστή ή έστω αναφέρονται στον Μαρξ να μιλούν για έξοδο της Ελλάδας στις αγορές και αποκατάσταση του «αξιόχρεου» του ελληνικού Δημοσίου! Έχουν μήπως κατά νου κάποιους… αντικαπιταλιστικούς οίκους αξιολόγησης του ελληνικού χρέους που συντάσσουν τις εκθέσεις τους και προβαίνουν στις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των χωρών με θετικό δείκτη τα μέτρα ανατροπής της λιτότητας; (1) Ξέρουν κάποιες καπιταλιστικές αγορές που θα χαιρετίσουν με ομοβροντίες μείωσης των spread των ελληνικών ομολόγων την εκλογική νίκη της Αριστεράς στην Ελλάδα και θα προβούν σε μαζικές αγορές ελληνικών ομολόγων… μόλις ανακοινωθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού στα προ του μνημονίου επίπεδα και η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των εργασιακών σχέσεων; Ή μήπως δεν θα κάνουμε τελικά τίποτε απ’ όλα αυτά και θα δελεάσουμε τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης με το δέλεαρ που γνωρίζουν πολύ καλά και επιβραβεύουν, δηλαδή με σκληρές πολιτικές λιτότητας; Ρητορικό το ερώτημα, αλλά τι άλλο να σκεφτεί κανείς μπροστά σε τέτοιες απίστευτες δηλώσεις;
Πέρα απ’ όλα αυτά όμως, το σημαντικό εδώ είναι ότι στη «συλλογή» των απαντήσεων στο γνωστό ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά;» τα κεντρικά αυτά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ απαντούν πλέον -μεταξύ άλλων- και ότι «θα βγούμε στις αγορές».
Απομένει να μάθουμε αν η κυβέρνηση της Αριστεράς θα υποσχεθεί κιόλας ότι θα βγάλει την Ελλάδα στις αγορές πριν από το 2015… Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει να διευκρινιστεί γιατί ο δανεισμός από τις αγορές με επιτόκια πολύ μεγαλύτερα από αυτά της τρόικας συμφέρει τον κόσμο της εργασίας – θεωρούμε ότι οι αγορές σαν μηχανισμός προσαρμογής στη λιτότητα είναι πιο ήπιες σε σχέση με την τρόικα;
Κυρίως όμως πρέπει να διευκρινιστεί ποια θέση έχει η έξοδος στις αγορές στο συνολικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Για τους Σαμαρά, Βενιζέλο και Στουρνάρα είναι σαφές: θέλουν να «πουλήσουν» την έξοδο από το μνημόνιο μήπως και διασωθούν πολιτικά, ακόμη και αν ο δανεισμός από τις αγορές σημαίνει επίσης σκληρή λιτότητα και ακριβότερο δανεισμό, δηλαδή υψηλότερους τόκους, άρα επιβάρυνση των δαπανών, του ελλείμματος και του χρέους. Για τον Γ. Μηλιό (που το λέει ευθέως) και τον Γ. Σταθάκη (που το λέει εμμέσως, μέσω του «αξιόχρεου») τι σημαίνει;
Πέρα από αυτό, στις δημόσιες τοποθετήσεις των κεντρικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ έχουν πλέον εγκατασταθεί για τα καλά έννοιες που είναι δάνεια από τη μνημονιακή αργκό: «κούρεμα» του χρέους και «βιωσιμότητα» του χρέους. Όταν όμως μιλούν για αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους (με «κούρεμα» ή κάποιου είδους αναδιάρθρωση), τι εννοούν; Ποιο όριο βιωσιμότητας έχουν στο μυαλό τους; Το 60% του ΑΕΠ που εγκαθιδρύθηκε με το Μάαστριχτ; Το 120% του ΑΕΠ που θέτει στόχο για το 2020 το δεύτερο χρηματοδοτικό πρόγραμμα; Αν πρόκειται για το πρώτο, τότε «περισσεύει» ένα 115% του ΑΕΠ, αφού το ελληνικό χρέος βρίσκεται στο 174% του ΑΕΠ! Με άλλα λόγια, πρέπει να «κουρευτούν» 207 από τα 317 δισ. ευρώ του ελληνικού χρέους (στοιχεία τρίτου τριμήνου του 2013). Αν ως όριο βιωσιμότητας τεθεί το 120% του ΑΕΠ, τότε πρέπει να «κουρευτούν» 100 δισ. ευρώ κρατικού χρέους. Έτσι, για να έχουμε ένα μέτρο σε τι θα καλέσουμε τον Σόιμπλε να συμφωνήσει ώστε να μας χρηματοδοτήσει κι από πάνω… Το σημαντικότερο εν προκειμένω όμως είναι ότι αν θέλουμε μια συμφωνημένη λύση για το χρέος, τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε και στον ορισμό της «βιωσιμότητας». Και ξέρουμε ήδη ότι το ΔΝΤ απαιτεί «κούρεμα» ώστε να μειωθεί το χρέος στο 120% του ΑΕΠ το 2020, ενώ η Γερμανία τελευταία δεν συζητάει καν μια νέα ήπια αναδιάρθρωση με επιμήκυνση και μείωση επιτοκίου.
Αν τώρα τα συνδυάσουμε όλα (αποκατάσταση του αξιόχρεου και έξοδος στις αγορές, «κούρεμα» και αποκατάσταση της «βιωσιμότητας» του χρέους, και ύστερα απ’ όλα αυτά «συμφωνημένη λύση»), τότε το συμπέρασμα είναι σαφές και συντριπτικό…
Ας συνειδητοποιήσουμε όμως τι συζητάμε: είμαστε πολύ μακριά από τη συνεδριακή θέση για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και έχει αρχίσει η προσαρμογή στο «αξιόχρεο», τη «βιωσιμότητα» και την «έξοδο στις αγορές»!!!
Πρωτογενή πλεονάσματα και ισοσκελισμένος προϋπολογισμός
Η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα υστερήσει επίσης της κυβέρνησης Σαμαρά στη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος – δηλώνουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, θα πετύχει και ισοσκελισμένο προϋπολογισμό – στόχος πολύ πιο προωθημένος από το πρωτογενές πλεόνασμα, αφού σημαίνει ότι ο προϋπολογισμός της Γενικής Κυβέρνησης (δηλαδή περιλαμβανομένου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των ΔΕΚΟ, των ΟΤΑ κ.λπ.) θα πληρώνει όχι μόνο τις κρατικές δαπάνες στο σύνολό τους αλλά και τους τόκους του κρατικού χρέους! (2)
Όσον αφορά ώρα το πρωτογενές πλεόνασμα και τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, πρέπει να διακρίνουμε τις εξής περιπτώσεις:
α. Είναι στόχοι που στηρίζονται στο προαπαιτούμενο της αναδιαπραγμάτευσης με αίσιο τέλος, δηλαδή υπό τον όρο ότι θα συνεχιστεί η εξωτερική χρηματοδότηση από την τρόικα ή κάποιο άλλο όργανο των δανειστών. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για πρωτογενές πλεόνασμα και ισοσκελισμένο προϋπολογισμό υπό τον όρο ότι η Ευρωζώνη και οι δανειστές θα δεχτούν «κούρεμα» ή αναδιάρθρωση του χρέους και αναστολή πληρωμής τόκων ή μείωση της δαπάνης για τόκους.
Εν προκειμένω όμως, οι δανειστές θα ζητήσουν ανταλλάγματα λιτότητας και μακροχρόνιου διεθνούς οικονομικού ελέγχου, που δεν μπορούν να είναι ούτε καν συζητήσιμα από την κυβέρνηση της Αριστεράς.
β. Αφορούν στο ενδεχόμενο να μην υπάρξει αίσιο τέλος στη διαπραγμάτευση και άρα να αναγκαστεί η κυβέρνηση της Αριστεράς να διαχειριστεί την έκτακτη συνθήκη της έλλειψης εξωτερικής χρηματοδότησης. Σε αυτή την περίπτωση, τίθεται ένα πρώτο ζήτημα: θα συνεχίσει η κυβέρνηση της Αριστεράς να πληρώνει τόκους του κρατικού χρέους ενώ έχει επέλθει ρήξη με τους δανειστές και έχει διακοπεί η εξωτερική χρηματοδότηση; Αν αυτό το ερώτημα απαντηθεί με το μόνο συμβατό με το στόχο ανατροπής της λιτότητας και αυτονόητο τρόπο, δηλαδή με παύση πληρωμών στους τόκους (και ακόμη περισσότερο στα χρεολύσια) του κρατικού χρέους, τότε το πρωτογενές ισοζύγιο δεν έχει νόημα, αφού είναι το ισοζύγιο χωρίς τους τόκους. Τότε, θα υπάρξει αναγκαστική ισοσκέλιση του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης, τουλάχιστον για τον πρώτο χρόνο, ας πούμε για τον πρώτο προϋπολογισμό που θα καταρτίσει και θα εκτελέσει η κυβέρνηση της Αριστεράς – με την αφαίρεση του τεράστιου κονδυλίου για τόκους του κρατικού χρέους (6,15 δισ. ευρώ το 2014 σε καθαρή ταμειακή βάση). (3)
Ο αναγκαστικά ισοσκελισμένος προϋπολογισμός σε συνθήκες διακοπής της εξωτερικής χρηματοδότησης είναι μια πολύ δύσκολη «άσκηση» και είναι κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα: σε αυτή την περίπτωση, είτε θα υπάρξει μια γρήγορη διαδικασία «κουρέματος» της ελληνικής αστικής τάξης και περάσματος του διαθέσιμου πλούτου στη δημόσια ιδιοκτησία ώστε να τεθεί στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών είτε θα έχουμε μια άλλη, ίσως και πιο δυσβάστακτη, εκδοχή πολιτικών σκληρής λιτότητας.
Σε κάθε περίπτωση, από τα συμφραζόμενα των δηλώσεων, συνεντεύξεων κ.λπ. των τριών κεντρικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που εξετάζουμε εδώ, προκύπτει ότι δεν μιλούν σε καμία περίπτωση για το δεύτερο ενδεχόμενο. Οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα και ισοσκελισμένο προϋπολογισμό τίθενται στο πλαίσιο της γραμμής για «αναδιαπραγμάτευση με αίσιο τέλος». Μιλάμε λοιπόν για πρωτογενές πλεόνασμα και ισοσκελισμένο προϋπολογισμό στη βάση ενός προγράμματος συμφωνημένου με την τρόικα. Εδώ τα ερωτήματα είναι αμείλικτα:
– Το παρόν μνημονιακό πρόγραμμα και οι δημοσιονομικοί στόχοι που ενσωματώνει δεν προβλέπουν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό μέχρι και το 2016. Όταν τα κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ «υπόσχονται» ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, σε ποια ανάγκη απαντάνε, σε ποιον απευθύνονται και σε ποιο χρονικό ορίζοντα θέτουν αυτό το στόχο;
– Το πρωτογενές πλεόνασμα του Σαμαρά έχει ενσωματώσει την κοινωνική καταστροφή, με τη μορφή της κατακρεούργησης των κοινωνικών δαπανών (συντάξεις και μισθοί στο δημόσιο τομέα, υγεία παιδεία, κοινωνικά επιδόματα) και μιας σκληρής ταξικής φοροεπιδρομής. Όταν ο Γ. Μηλιός λέει ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς θα πετύχει αμέσως πρωτογενές πλεόνασμα, πώς φαντάζεται ότι θα γίνει αυτό; Πατώντας πάνω στα τετελεσμένα των μνημονιακών πολιτικών; Ασφαλώς όχι. Επομένως, τι; Η πάταξη της φοροδιαφυγής και η μεταρρύθμιση του φορολογικού (εισοδηματικές κλίμακες, φορολογικοί συντελεστές κ.λπ.) ώστε να μοιραστούν διαφορετικά, υπέρ της εργασίας και εις βάρος του κεφαλαίου, τα φορολογικά βάρη μόνο με ένα τρόπο θα αυξήσει ουσιωδώς τα φορολογικά έσοδα: αν η φορολογική επιβάρυνση του κεφαλαίου (κέρδη, υψηλά εισοδήματα και μεγάλη ακίνητη περιουσία) είναι υψηλή και ταυτόχρονα όμως διατηρηθεί το μεγαλύτερο μέρος των μνημονιακών «κεκτημένων» της φοροεπιδρομής κατά των κατώτερων λαϊκών τάξεων. (4) Τέλος, το χτύπημα της φοροδιαφυγής των υψηλών εισοδημάτων και των κερδών θέλει χρόνο, είναι μεσοπρόθεσμης απόδοσης και δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα του πρώτου -τουλάχιστον- προϋπολογισμού της κυβέρνησης της Αριστεράς.
Σε κάθε περίπτωση το υποτιθέμενο «πλεόνασμα» στο ισοζύγιο φοροεπιβαρύνσεων – φοροελαφρύνσεων δεν πρόκειται να είναι τέτοιου ύψους ώστε να πετύχει το θαύμα της εξασφάλισης άμεσα (που σημαίνει από τον πρώτο προϋπολογισμό της κυβέρνησης της Αριστεράς) πρωτογενούς πλεονάσματος χωρίς συνέχιση των πολιτικών λιτότητας στο μεγαλύτερο εύρος τους.
– Το κυριότερο: αφού δεν μιλάμε για ρήξη με τους δανειστές και άρα αναγκαστικά ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, γιατί χρειάζονται οι υποσχέσεις για άμεσο πρωτογενές πλεόνασμα κ.λπ.; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δηλώνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του Σαμαρά είναι «πέτσινο» και στηρίχτηκε σε κοινωνικά ερείπια;Γιατί αυτός ο ζήλος να διαβεβαιώσουμε ότι «εμείς θα τα καταφέρουμε καλύτερα από τον Σαμαρά και στο πρωτογενές πλεόνασμα;» Τόση… αποφασιστικότητα πια στη διαπραγμάτευση;..
Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει νόημα σήμερα να μιλάμε για οτιδήποτε άλλο παρά για τα χαρακτηριστικά του πρώτου προϋπολογισμού της κυβέρνησης – στη διάρκεια αυτού του πρώτου χρόνου θα ξεκαθαριστούν όλα, και μόνο έτσι θα μπορούμε να μιλάμε για μεσοπρόθεσμα πλάνα. Όσοι τάζουν πρωτογενή πλεονάσματα και ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και υποτίθεται ότι έχουν ασκηθεί ιδιαιτέρως στις ποσοτικοποιήσεις και τα συναφή, δεν κάνουν μια περιγραφή των βασικών κατηγοριών δαπανών και εσόδων του προϋπολογισμού απ’ όπου θα προκύπτει πρωτογενές πλεόνασμα, για να μας πείσουν «πώς είναι» ένας προϋπολογισμός που ανατρέπει τη λιτότητα και ταυτόχρονα ανταποκρίνεται και στην απαίτηση για «συμφωνημένη λύση» με τους δανειστές; Και ας κάνουμε αυτή την «άσκηση» αρχίζοντας από τον προϋπολογισμό του 2015. Άλλωστε, είναι πολύ πιθανό να γίνουν εθνικές εκλογές μέχρι το φθινόπωρο, οπότε τον προϋπολογισμό του 2015 θα τον συντάξει η κυβέρνηση που πιθανότατα θα προκύψει ύστερα από εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ…
«Αξιοπιστία» του τραπεζικού συστήματος
Τι συμπέρασμα βγαίνει από τη δήλωση Δραγασάκη
«Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το υφιστάμενο τραπεζικό σύστημα θα αργήσει να ορθοποδήσει. Το αναγνωρίζει εμμέσως και η τράπεζα της Ελλάδας, όταν στην τελευταία Έκθεσή της συζητά το ενδεχόμενο μιας ανάκαμψης που ίσως χρειασθεί να γίνει χωρίς επαρκή τραπεζικό δανεισμό. Πρέπει λοιπόν να προχωρήσουμε άμεσα στη δημιουργία μιας αναπτυξιακής επενδυτικής τράπεζας δημοσίου συμφέροντος, όπως έκανε πρόσφατα και η Γαλλία. Επίσης πρέπει να μελετήσουμε και μη συμβατικά και εναλλακτικά μέσα χρηματοδότησης και δημιουργίας ρευστότητας, και στο κράτος και στην ιδιωτική οικονομία».
Ότι (με επιχείρημα μάλιστα ότι αυτό αναγνωρίζεται από την ΤτΕ, δηλαδή τον Προβόπουλο!) για τη χρηματοδότηση της οικονομίας θα πρέπει να φτιάξουμε άλλη δημόσια επενδυτική τράπεζα και να σκεφτούμε και «μη συμβατικά» μέσα χρηματοδότησης, γιατί… το υφιστάμενο τραπεζικό σύστημα θα αργήσει να ορθοποδήσει! Κι εμείς οι αφελείς που πιστεύαμε ότι θα εθνικοποιήσουμε με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο τις τράπεζες, για να λύσει ο ούτω εθνικοποιημένος τραπεζικός τομέας το πρόβλημα της χρηματοδότησης… Όσο για την επενδυτική τράπεζα δημοσίου συμφέροντος κατά το γαλλικό πρότυπο, ας γνωρίζουν οι αναγνώστες ότι πρόκειται για τη νεοφιλελεύθερη ιδέα κατ’ ουσίαν της δημιουργίας χρηματοδοτικών funds με τη συμμετοχή δημόσιων και ιδιωτικών κεφαλαίων, που στη συνέχεια μοχλεύονται με διάφορα χρηματοδοτικά «κόλπα»…
Αν πάντως η ιδέα είναι ότι οι τράπεζες θα περάσουν μεν υπό δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο (έτσι τουλάχιστον λέει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ…), αλλά παρ’ όλα αυτά δεν θα είναι χρήσιμες για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε τα εξής:
Πρώτο, γιατί αν είναι έτσι να θέσουμε υπό δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο τις τράπεζες; Μήπως για το λόγο που ο ίδιος ο Γ. Δραγασάκης έχει πει σε παλαιότερη συνέντευξή του;
«Τα 50 δισ. ευρώ που προβλέπεται να καταβληθούν για την ανακεφαλαιοποίηση και διάσωση του τραπεζικού συστήματος, με το έναν ή τον άλλον τρόπο, θα επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος και εξ αντικειμένου τίθεται θέμα για δημόσιο έλεγχο των τραπεζών. Πρέπει να συζητήσουμε τον τρόπο που θα γίνει ο δημόσιος έλεγχος, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα του παρελθόντος. Εμείς προκρίνουμε κάτι κοντά στο σουηδικό μοντέλο, όταν η χώρα κρατικοποίησε τις τράπεζες, τις τροφοδότησε με κεφάλαια, τις εξυγίανε, τις κατέστησε κερδοφόρες και τις πούλησε σε ιδιώτες». (5)
Αν υπάρχουν τέτοιες σκέψεις, τότε ναι, «δένουν» όλα: Εξηγείται το μυστήριο γιατί αφού θα θέσουμε υπό δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο τις τράπεζες, χρειαζόμαστε παρ’ όλα αυτά νέες τράπεζες για τη χρηματοδότηση της οικονομίας. (6) «Κολλάει» επίσης μια χαρά με την υπόθεση της «συμφωνημένης λύσης» με τους δανειστές…
Συμπέρασμα
Οι 4 αυτές θέσεις (1. Αναδιαπραγμάτευση με αίσιο τέλος και ευρωπαϊκό «σχέδιο Μάρσαλ» για την Ελλάδα, 2. Πρωτογενή πλεονάσματα και ισοσκελισμένος προϋπολογισμός, 3. Αποκατάσταση του αξιόχρεου του ελληνικού Δημοσίου και έξοδος στις αγορές, 4. «Αξιόπιστο» τραπεζικό σύστημα), που καθεμιά έχει θέση προαπαιτούμενου για την επόμενη, συγκροτούν μια συνεκτική αντίληψη ιστορικού συμβιβασμού με την Ευρωζώνη και το διεθνές σύστημα που είναι και ουτοπική και επικίνδυνη ταυτόχρονα. Το λιγότερο είναι ότι καταστρατηγούν τις αποφάσεις του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Το μείζον είναι ότι σκιαγραφούν μια γραμμή που οδηγεί κατευθείαν σε μια οδυνηρή ήττα. Πρέπει να δοθεί αποφασιστική μάχη ενάντια στις επικίνδυνες αυτές νέες ιδέες» και τη «μεγάλη αφήγηση» που συνθέτουν!