Στις 21/4 η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία δημοσίευσε μια έρευνα που στην πρώτη ανάγνωση έκανε πολλούς να χάσουν το χρώμα τους: «30% του εκλογικού σώματος θεωρεί πως στη δικτατορία τα πράγματα ήταν καλύτερα…».
Ακόμα χειρότερη ναυτία πάθαινε κανείς αν τύχαινε να διαβάσει πρώτα τις αναδημοσιεύσεις στον ηλεκτρονικό τύπο, που «μετέδιδαν» την είδηση ενσωματώνοντας σε αυτή συγκεκριμένες ερμηνείες. Η Ημερησία για παράδειγμα αναμετάδωσε την είδηση με τίτλο: «Νοσταλγοί της χούντας το 30% στην Ελλάδα».
Παρόλο που η δυνατότητα να φτάσει η ακροδεξιά στην Ελλάδα το 30% υπάρχει, δεν βρισκόμαστε ακόμα σ’ αυτό το σημείο.
Στον κόσμο που συμμετείχε στην έρευνα τέθηκε πρώτα το εξής ερώτημα: «ορισμένοι λένε ότι στη δικτατορία ήταν καλύτερα τα πράγματα απ’ ότι σήμερα. Εσείς συμφωνείτε ή διαφωνείτε με την άποψη αυτή;» Σε αυτό το ερώτημα απάντησε θετικά το 30% των συμμετεχόντων στη δημοσκόπηση. Ωστόσο ανάμεσα σ’ αυτό και σε ερωτήματα του είδους «νοσταλγείτε τη Χούντα;» ή «θα επιθυμούσατε ένα καθεστώς σαν την χούντα;» υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση.
Το σκηνικό ξεκαθαρίζει περισσότερο όταν η παραπάνω γενική ερώτηση, αρχίζει και «σπάει» σε ερωτήματα που αφορούν συγκεκριμένες πτυχές της ζωής. Στην ερώτηση αν «τα πράγματα ήταν καλύτερα στη δικτατορία σε θέματα ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης», 88% απαντά ότι δεν ήταν, ενώ θετικά απαντά το 9%. Αυτό το 9% συνάδει περισσότερο με τον αριθμό των οπαδών της ακροδεξιάς στην Ελλάδα σήμερα.
Στην ερώτηση αν «τα πράγματα ήταν καλύτερα στη δικτατορία σε θέματα διαβίωσης» 45% απαντά πως ήταν χειρότερα, ενώ 46% απαντά πως ήταν καλύτερα. Ούτε και αυτό το 46% μπορεί να ερμηνευτεί ως προτίμηση στη Χούντα. Πρόκειται για μια εκτίμηση πάνω στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών σε σχέση με την περίοδο της Χούντας. Και αυτό γίνεται πιο καθαρό αν σκεφτούμε το εξής: Η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας ήταν οικονομικά καλύτερα, για παράδειγμα, επί Σημίτη. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως σήμερα θα επέλεγε για τη διακυβέρνηση της χώρας είτε τον ίδιο τον Σημίτη, είτε το ΠΑΣΟΚ που έχει καταβαραθρωθεί στο 6%.
Στον αγώνα δρόμου, η Αριστερά έχει προβάδισμα
Την ίδια στιγμή που δεν πρέπει να μας πιάνει απελπισία, ή να υπερβάλλουμε τη δύναμη και την απήχηση της ακροδεξιάς σήμερα, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμάμε τις δυνατότητές ανάπτυξής της. Αντίθετα, αυτά τα ποσοστά πρέπει να λειτουργήσουν σαν προειδοποίηση, για να κατανοήσουμε τους τεράστιους κινδύνους με τους οποίους μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι στο πολύ σύντομο μέλλον.
Η ανεργία έχει φτάσει επίσημα στο 27% (ανεπίσημα βέβαια είναι πολύ μεγαλύτερη) και η Ελλάδα είναι πλέον η 3η φτωχότερη χώρα στην Ε.Ε. μετά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία! Ο νομοθετικά κατοχυρωμένος κατώτατος μισθός είναι κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας (η ΕΛΣΤΑΤ ορίζει ως φτωχούς όσους έχουν ατομικό εισόδημα 550 € το μήνα) οι νόμοι αλλάζουν με ταχύτητα που δύσκολα μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει, δικαιώματα δεκαετιών καταργούνται (είτε επίσημα είτε στην πράξη) και ολόκληρες περιοχές όπως οι Σκουριές σήμερα ή η Κερατέα πριν από 2 χρόνια βρίσκονται περικυκλωμένες και πολιορκημένες από τις δυνάμεις καταστολής…
Αυτή είναι η αντικειμενική κατάσταση. Είναι η «κατάσταση» μιας βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης του συστήματος. Μια κατάσταση που επιτρέπει την εκρηχτική ανάπτυξη των «άκρων». Είδαμε το ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε 2,5 χρόνια να εκτινάσσεται από το 4% στο 27%-28%. Αλλά είδαμε και τη Χρυσή Αυγή να φτάνει από το 1% στο 11%-12%.
Στον «αγώνα δρόμου» η Αριστερά έχει το προβάδισμα. ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ μαζί κυμαίνονται στο 32 – 35% περίπου. Είναι ένα ποσοστό πάρα πολύ σημαντικό, την ίδια στιγμή που είναι μικρό σε σχέση με το μέγεθος της κρίσης, σε σχέση τις ανάγκες της κοινωνίας και σε σχέση με το σύνολο του εκλογικού σώματος…
Η πλειοψηφία αρνείται να διαλέξει κόμμα!
Μια πρόσφατη έρευνα της VPRC[1] έδειξε ότι εκλογική προτίμηση δηλώνει μόλις το 46% των ερωτηθέντων.
Το 33,5% δήλωνε ότι η στάση του στις εκλογές θα είναι αποχή/άκυρο/λευκό.
Μεγάλο ήταν επίσης, γύρω στο 12,5% το ποσοστό «δεν ξέρω/δεν απαντώ» καθώς και το 8% «αναποφάσιστων».
Τι σημαίνουν αυτά;
Ότι τα ποσοστά που λαμβάνουν τα πολιτικά κόμματα σήμερα προέρχονται από το μισό περίπου του εκλογικού σώματος. Αυτό το επιβεβαιώνουν όλες περίπου οι δημοσκοπήσεις με μικρές διαφορές μεταξύ τους σε ότι αφορά τα ακριβή ποσοστά. Το συμπέρασμα είναι ένα και μόνο ένα: στις συνθήκες βαθιάς και καταστροφικής κρίσης του καπιταλισμού η μαζική Αριστερά δεν έχει καταφέρει να πείσει –πόσο μάλλον να εμπνεύσει – ούτε τους μισούς των μισών. Το «γιατί» είναι αντικείμενο άλλων άρθρων…
Τελειώνουμε με το εξής: Αν η μαζική Αριστερά δεν καταφέρει να πείσει ένα μεγάλο κομμάτι αυτών που δεν δηλώνουν εκλογική προτίμηση ή του 33,5% που είτε δεν θα ψηφίσει, είτε θα το ρίξει λευκό ή άκυρο, τότε να μην εκπλαγούμε αν σε μια κυριακάτικη ελευθεροτυπία διαβάσουμε ότι το 30% (ή και περισσότερο) απαντήσει θετικά στο ερώτημα «είστε διατεθειμένοι δεχτείτε περιστολή των δημοκρατικών σας ελευθεριών αν αυτό βελτίωνε το επίπεδο διαβίωσής σας;».
______________