Πέτρου Παπακωνσταντίνου: Η Μεγάλη Πρόκληση – Η Κρίση, η Αριστερά, η Εξουσία

Εισαγωγή από το νέο βιβλίο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου, «Η Μεγάλη Πρόκληση – Η Κρίση, η Αριστερά, η Εξουσία». 

 

Η 23η Απριλίου του 2010 έχει καταγραφεί ως αποφράδα ημέρα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ανήμερα της ονομαστικής του εορτής, ο Γιώργος Παπανδρέου, με φόντο τη γαλανόλευκη και το ακριτικό Καστελόριζο, ανακοίνωσε την περήφανη απόφασή του να εναποθέσει τις τύχες της πατρίδας του στη «βοήθεια» της Μέρκελ και στην τεχνογνωσία» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τρία χρόνια αργότερα, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται ακόμη βυθισμένη σ’ ένα σκοτεινό τούνελ, καταδικασμένη σ’ έναν ατέλειωτο εφιάλτη, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσε ποτέ να γίνει πραγματικότητα, ούτε και στα πιο ζοφερά του όνειρα.

 

Ένας στους τέσσερις μισθωτούς κι ένας στους δύο νέους έμεινε χωρίς δουλειά. Όποιος δουλεύει ακόμη, αισθάνεται απολυμένος με αναστολή. Πρωθυπουργοί υπόσχονται, χωρίς ντροπή, χωρίς ενοχές, ότι θα κάνουν ό,τι μπορούν για να υπάρχει τουλάχιστον… ένας εργαζόμενος σε κάθε νοικοκυριό! Το μέσο πραγματικό εισόδημα των μισθωτών έπεσε κατά 40% μέσα σε δυόμισι χρόνια. Μοιάζει σαν να ‘ταν χθες ακόμη που μιλούσαμε για τον κίνδυνο να γίνει η νεολαία «γενιά των 700 ευρώ». Τώρα τη γενιά των 700 ευρώ την αποτελούν σαραντάρηδες και πενηντάρηδες. Κεντρικοί εμπορικοί δρόμοι μετατρέπονται σε κοιμητήρια χρεοκοπημένων επιχειρήσεων. Μια πραγματική κοινωνική τραγωδία, ξαφνική σαν σεισμός και καταστροφική σαν πόλεμος, μαίνεται στα αστικά κέντρα και απλώνεται σε ολόκληρη την επικράτεια.

 

Το φετινό χειμώνα, τον πιο σκληρό που γνώρισε αυτός ο τόπος από τον εμφύλιο, το οικονομικό μας πρόβλημα πήρε διαστάσεις πραγματικής ανθρωπιστικής κρίσης. Από τη Ρωσία του Γέλτσιν είχαμε να δούμε αναπτυγμένη χώρα να κατρακυλάει τόσο γρήγορα, τόσο χαμηλά στην κλίμακα του πολιτισμού. Για πρώτη φορά μετά από μισό αιώνα, σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού εξοστρακίζεται όχι απλώς στη φτώχεια, αλλά στην απόλυτη εξαθλίωση. Άνθρωποι που έχουν δουλέψει σκληρά μια ολόκληρη ζωή, δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τροφή και φάρμακα, να πληρώσουν το ηλεκτρικό και το πετρέλαιο. Μορφωμένα νέα παιδιά, που θα ‘πρεπε να στύβουν την πέτρα και να ανοίγουν φτερά για να ζήσουν τα όνειρά τους, καθηλώνονται στο σπίτι των γονιών τους ή αναγκάζονται να φύγουν για τα πανεπιστήμια του εξωτερικού για να διεκδικήσουν, στη συνέχεια, όχι μια θέση στον ήλιο, αλλά ένα καλύτερο πλασάρισμα στην ουρά της ανεργίας. Ηλικιωμένοι αυτοκτονούν, μέσα στην απελπισμένη αξιοπρέπειά τους, για να μην επιβαρύνουν τα παιδιά τους. Φτάσαμε στο σημείο να ανησυχούμε για τους ρύπους που απελευθερώνονται όχι από τα εργοστάσια και τα Ι.Χ., αλλά από τα καυσόξυλα, που έχουν αντικαταστήσει το απλησίαστο για πολλούς πετρέλαιο.

 

Στον κοινωνικό ζόφο που μας περιτριγυρίζει έρχεται να προστεθεί η βαριά σκιά της εθνικής κατάπτωσης. Η «ισχυρή Ελλάδα» του Σημίτη και του Καραμανλή, του ευρώ και της Ολυμπιάδας, αποδείχθηκε πύργος από τραπουλόχαρτα. Στο πρώτο φύσημα του αέρα, η αυταπάτη κατέρρευσε κι οι πολιτικοί παπατζήδες που την καλλιεργούσαν γρήγορα προσαρμόστηκαν στον καινούριο τους ρόλο. Από τη μια μέρα στην άλλη, μετέτρεψαν μια χώρα με τεράστιο ιστορικό και συμβολικό βάρος στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, σε μισοαποικία χρέους της Γερμανίας. Μνημόνια, δανειακές συμβάσεις, τρόικα, επίτροποι, εκποίηση του εθνικού πλούτου αντί πινακίου φακής εκμηδένισαν κάθε ίχνος λαϊκής κυριαρχίας και εθνικής αξιοπρέπειας.

 

Στις Συμπληγάδες της λιτότητας και της υποτέλειας συνθλίβονται και οι δημοκρατικές ελευθερίες. Στις ειρηνικές διαδηλώσεις απαντούν με χημικό πόλεμο. Τα δικαστήρια μετατρέπονται σε έκτακτα, διαρκή απεργοδικεία. Η εσωτερική τρόικα Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ εξευτελίζει ακόμη και το κοινοβούλιο, υποχρεώνοντας τους βουλευτές να ψηφίσουν μέσα σε δύο ημέρες Μνημόνιο 700 σελίδων, που πηγαίνει τα εργασιακά δικαιώματα πιο πίσω κι από την εποχή του Μεταξά. Ένα απολυταρχικό κράτος εκτάκτου ανάγκης κυβερνά με διατάγματα και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ακυρώνοντας κάθε ημέρα το σύνταγμα της αστικής δημοκρατίας, σαν χούντα με κοινοβουλευτικό μανδύα.

 

Το σοκ από αυτή την καταιγιστική επέλαση των βαρβάρων ήταν μεγάλο. Ωστόσο, ο ελληνικός λαός δεν παρέλυσε, δεν παραδόθηκε αμαχητί σε μια ιστορικών διαστάσεων οπισθοδρόμηση. Επί τρία χρόνια, η λαϊκή αντίδραση αναπτύσσεται κατά παλιρροϊκά κύματα, με την πλημμυρίδα να διαδέχεται την άμπωτη, την εξεγερτική διάθεση να χορεύει ταγκό με την απελπισία. Πάνω από τριάντα γενικές απεργίες, συλλαλητήρια που είχε να ζήσει η Αθήνα από τη μεταπολίτευση, αν όχι κι από την απελευθέρωση, κινήματα κοινωνικής ανυπακοής, εκδίωξη από τον εορτασμό εθνικής επετείου των σύγχρονων Κουίσλινγκ. Σύμφωνα με έρευνα της Public Issue, στους πιο καυτούς μήνες της κοινωνικής αντίστασης, πήραν μέρος σε απεργίες και διαδηλώσεις από ένα έως 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι. Επί τρία χρόνια, ολόκληρη η προοδευτική ανθρωπότητα έχει καρφωμένα τα μάτια της στην Ελλάδα, με αισθήματα συμπάθειας, θαυμασμού και αλληλεγγύης. Και με την ελπίδα ότι το πείραμα της Μέρκελ θα αποτύχει, το πειραματόζωο θα σπάσει τα δεσμά του και πυροδοτήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση λαϊκών, δημοκρατικών ανατροπών στη Μεσόγειο, στην Ευρώπη, στον κόσμο.

 

Αυτοί οι αγώνες, που σε ορισμένες στιγμές έφτασαν στα πρόθυρα πραγματικής εξέγερσης, οδήγησαν δύο κυβερνήσεις σε κατάρρευση και το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης σε ανοιχτή κρίση. Το ένα από τα δύο μεγάλα, αστικά κόμματα, το ΠΑΣΟΚ, είναι πλέον κλινικά νεκρό, με μοναδική αξία χρήσης τη δωρεά οργάνων προς άλλους πολιτικούς σχηματισμούς. Η Νέα Δημοκρατία δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί, παρά τη στήριξη όλων των μεγάλων συμφερόντων στην Ελλάδα και των αφεντικών της στο εξωτερικό. Από το περιθώριο του πολιτικού συστήματος, η Αριστερά έφτασε στο κατώφλι της κυβέρνησης. Για πρώτη φορά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας, ριζοσπαστική Αριστερά έχει πραγματικές ελπίδες να αναλάβει τα ηνία όχι μιας περιφερειακής χώρας της Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής, αλλά μιας αναπτυγμένης χώρας, στην καρδιά του δυτικού κόσμου.

 

Δε θα είναι εύκολο, δε θα είναι γρήγορο και δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτό θα γίνει. Πολύ περισσότερο που ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έφτασε να διεκδικεί με αξιώσεις την εκλογική νίκη δεν φαίνεται να έχει συναίσθηση των δυσκολιών και των προκλήσεων. Ο πετεινός λαλεί την αυγή, αλλά δεν είναι εκείνος που ανυψώνει τον ήλιο. Δεν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που δημιούργησε το κίνημα της λαϊκής, δημοκρατικής ανατροπής, αλλά το κίνημα που εκτόξευσε το ΣΥΡΙΖΑ σε ύψη που ουδέποτε θα μπορούσε να φανταστεί. Ωστόσο ότι κερδίζεται εύκολα, μπορεί εξίσου εύκολα να χαθεί. Το σύστημα έχει πολλές ζώνες άμυνας, πολλές εφεδρείες, νόμιμες και βρόμικες, και δεν πρόκειται να πέσει σαν ώριμο φρούτο, αν δε βρεθεί κάποιος να το ανατρέψει. Χωρίς μεγάλες πολιτικές και αγωνιστικές πρωτοβουλίες, μπορεί η ορμή του λαϊκού ριζοσπαστισμού να εκμηδενιστεί ή και να πάρει αντίθετη κατεύθυνση, ενδεχομένως και προς το νεοφασιστικό ρεύμα της Χρυσής Αυγής.

 

Στις εκλογές του Μαΐου του 2012, τα αστικά επιτελεία πιάστηκαν στον ύπνο. Είχαν υποτιμήσει την έκταση της λαϊκής οργής και δεν περίμεναν ότι το εκλογικό λιντσάρισμα του ΠΑΣΟΚ θα έπαιρνε τέτοιες διαστάσεις ώστε να δώσει τη δυνατότητα στο ΣΥΡΙΖΑ να θέσει ζήτημα αριστερής κυβέρνησης. Το χρονικό διάστημα μόλις ενός μήνα μέχρι τις επόμενες εκλογές ήταν πολύ μικρό για την ανασύνταξη των αστικών δυνάμεων. Παρόλα αυτά, γίναμε μάρτυρες μιας εκστρατείας ιδεολογικής τρομοκρατίας, στην οποία πήραν μέρος όχι μόνο όλα σχεδόν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης μαζικής εμβέλειας, αλλά και η Μέρκελ, ο Ολάντ, ακόμη και ο Ομπάμα.

 

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, κατάφεραν να πετύχουν μια κρίσιμη, έστω και ασταθή, εκλογική νίκη, ακυρώνοντας μια ευκαιρία της Αριστεράς που δεν είναι βέβαιο ότι θα ξανάρθει, χωρίς σοβαρές πρωτοβουλίες από την πλευρά της. Την επόμενη φορά που θα αντιμετωπίσουν (αν αντιμετωπίσουν) κυβερνητική κρίση και θα συρθούν (αν συρθούν) σε εκλογές, η αντίδρασή τους θα είναι πολύ πιο προγραμματισμένη και αδυσώπητη. Ο «Ευρωπαϊκός Συναγερμός» του Σαμαρά δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει, στην ανάγκη, μεθόδους «Ελληνικού Συναγερμού» του Παπάγου για να εκφοβίσει τα λαϊκά στρώματα, προσφεύγοντας στην κρατική και παρακρατική βία, την πολιτική προβοκάτσια και τη δημιουργία ατμόσφαιρας εκτροπής. Η πρόσφατη, ένοπλη επίθεση εναντίον των κεντρικών γραφείων της Νέας Δημοκρατίας και η εξαιρετικά επικίνδυνη, όσο και ύποπτη, τρομοκρατική ενέργεια στο εμπορικό κέντρο (Mall) του Αμαρουσίου, στις 20 Ιανουαρίου 2013, προκαλούν εύλογους συνειρμούς με παρακρατικές μεθοδεύσεις του παρελθόντος. Δημιουργείται η βάσιμη υποψία ότι βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη μια μεγάλη επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου με στόχο την Αριστερά, βγαλμένη θα έλεγε κανείς από τα εγχειρίδια της Gladio, μυστικής οργάνωσης του ΝΑΤΟ για την αποτροπή της πιθανότητας ανόδου των Ευρωπαίων κομμουνιστών στην εξουσία, κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.

 

Ακόμη όμως κι αν η εσωτερική τρόικα καταρρεύσει, δίνοντας τη θέση της σε μια αριστερή κυβέρνηση, τα πιο δύσκολα δεν θα είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας. Ασφαλώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν εννοεί να δρομολογήσει μια καθεστωτική αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Ωστόσο, αν επιμείνει έστω και στο ελάχιστο των διακηρύξεών της, καταργώντας το Μνημόνιο και τους εφαρμοστικούς νόμους με διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, θα προκαλέσει μια μεγάλη ρήξη. Φαντάζεται κανείς ότι η Γερμανία και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα καταπιούν αδιαμαρτύρητα μια τέτοια επιλογή, που θα δώσει το «κακό παράδειγμα» σε όλα τα καταχρεωμένα έθνη της Ευρώπης και του κόσμου; Την επόμενη κιόλας ημέρα θα κόψουν τη δανειοδότηση, όπως και όλες τις κοινοτικές επιδοτήσεις, ενώ η ελληνική ολιγαρχία θα διώχνει τα κεφάλαιά της στο εξωτερικό. Θέλει δε θέλει, μια αριστερή κυβέρνηση που θα βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση, θα αναγκαστεί μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα να φύγει από το ευρώ, να κόψει δραχμές, να εφαρμόσει ελέγχους στο συνάλλαγμα και να εθνικοποιήσει τις τράπεζες.

 

Με άλλα λόγια, η αριστερή κυβέρνηση θα έχει μπροστά της μόνο δύο επιλογές. Είτε να αναδιπλωθεί άτακτα κάτω από την πίεση αβυσσαλέων δυνάμεων της εσωτερικής και διεθνούς αντίδρασης, προδίδοντας τις λαϊκές ελπίδες, για να καταρρεύσει πολύ γρήγορα. Είτε να δρομολογήσει βαθύτατες ριζοσπαστικές αλλαγές, που θα τη θέσουν σε τροχιά ιστορικής σύγκρουσης με την ελληνική ολιγαρχία και τον ιμπεριαλισμό. Μια σύγκρουση, που δε θα λυθεί ήρεμα και παστρικά, με μια ψηφοφορία στο κοινοβούλιο, αλλά θα κριθεί κυρίως στους δρόμους, τις επιχειρήσεις και τους στρατώνες, σ’ έναν αγώνα ζωής ή θανάτου για την πραγματική και όχι μόνο την κοινοβουλευτική εξουσία.

 

Η νίκη σ’ αυτή τη μεγάλη σύγκρουση προϋποθέτει όχι μόνο μια εύθραυστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά ένα ισχυρότατο μέτωπο των μαχόμενων λαϊκών δυνάμεων, ικανό να πυροδοτήσει αλυσιδωτή αντίδραση προοδευτικών ανατροπών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τίποτα δε δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει το δεύτερο δρόμο και προετοιμάζει το λαό ανάλογα. Το αντίθετο υπονοούν οι τοποθετήσεις ηγετικών στελεχών του, που λένε ότι πρέπει πάση θυσία να μείνουμε στο ευρώ και διαβεβαιώνουν ότι δε θα καταργήσουν «μονομερώς» το Μνημόνιο. Λες και μπορούν ο λύκος και το πρόβατο να συμφωνήσουν «διμερώς» τι θα φάνε το βράδυ ή λες κι ο σοσιαλισμός θα έρθει μια μέρα με «πολυμερείς» αποφάσεις, υπογεγραμμένες από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στον οποίο έσπευσε να δώσει διαπιστευτήρια «υπευθυνότητας» ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Μια κίνηση που θα ήταν μνημειώδης γκάφα αν δεν πρόδιδε διάθεση για συμβιβασμούς χωρίς όρους με το Βερολίνο, από το οποίο πρέπει να πάρει το χρίσμα του «πρωθυπουργήσιμου» κάθε πολιτικός που προσανατολίζεται στη διαχείριση και όχι στην ανατροπή.

 

Δυστυχώς, ούτε το ΚΚΕ συμβάλλει με τη στάση του στη συγκρότηση του ενιαίου μετώπου που έχει ανάγκη ο κόσμος της εργασίας σ’ αυτή την τόσο κρίσιμη συγκυρία. Αντίθετα, δε χάνει ευκαιρία να απογοητεύει τον κόσμο της Αριστεράς. Η τοποθέτησή του εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιώθηκε με δραματικό τρόπο από τις εξελίξεις. Η κληρονομιά της ΕΑΜικής επανάστασης και η αντιιμπεριαλιστική του συνέπεια, σε αντιδιαστολή με τον κοσμοπολιτισμό της ευρώπληκτης Αριστεράς, θα μπορούσε να το αναδείξει προνομιακό εκφραστή του πληγωμένου εθνικού αισθήματος, από προοδευτική σκοπιά. Ωστόσο η ηγεσία του επιδεικνύει μια εκπληκτική ικανότητα να ακυρώνει τα ίδια τα πλεονεκτήματά της και να πυροβολεί το πόδι της. Διακηρύσσει ότι καμία ριζοσπαστική αλλαγή, ούτε καν η διαγραφή του χρέους και η έξοδος από το ευρώ, δεν έχει νόημα αν δε συνοδεύεται από τη… δικτατορία του προλεταριάτου και το σοσιαλισμό! Αντιμετωπίζει τις άλλες αριστερές δυνάμεις όχι απλά σαν ιδεολογικούς αντιπάλους, κάτι που θα ήταν απόλυτα θεμιτό, αλλά σαν ταξικό εχθρό, και μάλιστα σαν το χειρότερο ταξικό εχθρό της συγκυρίας. Εμποδίζει έτσι οποιαδήποτε κοινή δράση απέναντι στον κοινό εχθρό και χάνει κάθε επαφή με την αγωνία των λαϊκών στρωμάτων για μια λυτρωτική απαλλαγή από τα μνημονιακά δεσμά, όχι στη Δευτέρα Παρουσία, αλλά στο ορατό μέλλον.

 

Πρέπει να είναι κανείς πολιτικά τυφλός για να μην καταλαβαίνει ότι το ελληνικό εργατικό κίνημα βρίσκεται αντιμέτωπο με την απειλή όχι απλώς μιας τακτικής ήττας, αλλά μιας ιστορικής συντριβής. Αυτό που κινδυνεύουμε να χάσουμε δεν είναι μόνο μισθοί, συντάξεις, θέσεις εργασίας και κοινωνικές παροχές, πράγματα που θα μπορούσαν ίσως να αποκατασταθούν αργότερα, όταν η κρίση ξεπεραστεί – φυσικά, με τεράστιο ανθρώπινο κόστος. Αυτό που επιχειρεί ο επελαύνων, «ολοκληρωτικός» καπιταλισμός της εποχής μας είναι να ανατινάξει εκ θεμελίων κάθε μορφή οργάνωσης, αλληλεγγύης και αγώνα που κατάφερε να οικοδομήσει το εργατικό κίνημα μέσα σε έναν αιώνα – από το συνδικάτο μέχρι τη συλλογική σύμβαση και την κοινωνική ασφάλιση. Ένας κοινωνικός φασισμός χωρίς τανκς, που απειλεί να μετατρέψει την εργατική τάξη σε ασπόνδυλη μάζα μοναχικών ατόμων, ριγμένη σε έναν αγώνα αλληλοεξόντωσης όλων εναντίον όλων –άνεργοι εναντίον απασχολούμενων, εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα εναντίον εργαζομένων στον δημόσιο, Έλληνες εναντίον μεταναστών, καταναλωτές εναντίον απεργών– με έπαθλο την απλή επιβίωση. Μια εφιαλτική μετάλλαξη της κοινωνίας, που απειλεί να αποσαθρώσει την ίδια τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί οποιαδήποτε αριστερή πολιτική και να απομακρύνει από τη γραμμή του ορίζοντα τη σοσιαλιστική προοπτική για πολλές δεκαετίες.

 

Ήδη το 1848, όταν ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραφαν στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, προειδοποιούσαν ότι αυτή η πάλη δεν είχε πάντα αίσιο τέλος. Πρόκειται, έλεγαν, για έναν αδιάκοπο αγώνα που «τέλειωνε κάθε φορά είτε με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας, είτε με την από κοινού καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν». Στη δεύτερη περίπτωση, ακολουθούσε μια περίοδος κοινωνικής σήψης, κρίσης του ίδιου του πολιτισμού, σαν εκείνη που ήρθε μετά την κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους βαρβάρους, στους Σκοτεινούς Χρόνους του Μεσαίωνα. Μήπως η ενδημική, μαζική ανεργία, η περιθωριοποίηση σημαντικού μέρους του πληθυσμού, η άνοδος του ρατσισμού και του νεοφασισμού, η μορφωτική και πολιτισμική υποβάθμιση, η περιβαλλοντική καταστροφή δεν είναι ανησυχητικοί οιωνοί «σαπίσματος» στην εποχή μας;

 

Απέναντι σε παρομοίων διαστάσεων απειλές, η Αριστερά οφείλει όχι να αναδιπλωθεί σε αμυντικούς αγώνες, επιδιώκοντας να διασώσει ότι μπορεί ακόμη να διασωθεί, αλλά να θέσει με τους δικούς της όρους ζήτημα όχι μόνο κυβερνητικής, αλλά και πραγματικής εξουσίας. Πολλοί νιώθουν να λυγίζουν τα πόδια τους μπροστά στο μέγεθος της ιστορικής ευθύνης και των δυσκολιών. Θα προτιμούσαν να το αφήσουν για αργότερα, όταν θα έχουν «ωριμάσει» περισσότερο οι συνθήκες, αρκούμενοι μέχρι τότε στους γνώριμους συνδυασμούς αμυντικών συνδικαλιστικών αγώνων, ιδεολογικής ζύμωσης και εκλογικών μαχών.

 

Το πρόβλημα με αυτή τη γραμμή σκέψης είναι ότι μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες, θα έχει σαπίσει η Ελλάδα. Η Αριστερά δεν έχει δικαίωμα να ελεεινολογεί τις δύσκολες συνθήκες της οικονομικής κρίσης και της εξωτερικής επέμβασης, γιατί είναι αυτές που την εκτόξευσαν εκλογικά και πολιτικά. Χωρίς αυτές τις «εξαιρετικές» συνθήκες, η βαθιά Ελλάδα δε θα στρεφόταν προς την Αριστερά, αλλά θα συνέχιζε να παίζει στο χρηματιστήριο, να φεσώνεται με καταναλωτικά δάνεια και να ψηφίζει ΠΑΣΟΚ. Αντί να εξορκίζει τις πάντα κακές, στραβές και ανάποδες «αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες», η Αριστερά οφείλει να προετοιμαστεί σοβαρά για να τις αντιμετωπίσει, πράγμα που προϋποθέτει μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση στο εσωτερικό της.

 

Μετά τη στρατηγική υποχώρηση του διεθνούς εργατικού κινήματος που ακολούθησε τη διάλυση των κατ’ όνομα «σοσιαλιστικών» χωρών, στα 1989-1990, οι συρρικνωμένες δυνάμεις της Αριστεράς διχάστηκαν ανάμεσα σε δύο δρόμους. Άλλοι πήραν το δρόμο της σοσιαλδημοκρατίας, της παραίτησης από τη σοσιαλιστική προοπτική, της μετατροπής τους σε κόμματα-συμπληρώματα της αστικής εξουσίας. Κι άλλοι, που αρνήθηκαν να πουλήσουν την ψυχή τους στο διάβολο, εξοστράκισαν τον αγώνα για μια άλλη, εργατική, λαϊκή εξουσία στο απώτερο μέλλον ή στο πιο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης τους. Η πρακτική πολιτική τους περιορίστηκε σε αμυντικούς αγώνες, με διάφορες παραλλαγές του «αντί». Αντιπαγκοσμιοποίηση, αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο, αντιπολεμικό κίνημα, αντιρατσισμός, αντιεξουσιαστικός αγώνας ή ακόμη και αντικαπιταλισμός.

 

Ωστόσο, δεν υπάρχει σοβαρή άρνηση χωρίς σταθερή θέση, ιδίως σε εποχές ιστορικών κρίσεων, σαν τη σημερινή, όπου τα λαϊκά στρώματα αξιώνουν χειροπιαστές απαντήσεις στα πιεστικά τους προβλήματα. Ιδού τι έγραφε σε μια ανάλογη συγκυρία, το 1916, ο Λένιν στο άρθρο του «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού», αναφορικά με τα πολιτικά καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας, όπως ονομαζόταν η επαναστατική Αριστερά της εποχής του:

 

«Η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει και δεν μπορεί να έχει ούτε ένα «αρνητικό» σύνθημαπου να χρησιμεύει μόνο στην «όξυνση της συνείδησης του προλεταριάτου ενάντια στον ιμπεριαλισμό», χωρίς να δίνει ταυτόχρονα θετική απάντηση στο πως η σοσιαλδημοκρατία θα λύσει το αντίστοιχο ζήτημα, όταν θα έρθει η ίδια στην εξουσία. Το «αρνητικό» σύνθημα, που δεν συνδέεται με μια συγκεκριμένη θετική λύση, δεν «οξύνει», αλλά αμβλύνει τη συνείδηση, γιατί ένα τέτοιο σύνθημα είναι κενολογία, απλή κραυγή, κούφια ρητορεία».

 

Αν λοιπόν η Αριστερά φιλοδοξεί στ’ αλήθεια σήμερα να μετατραπεί από την παράταξη της έντιμης ήττας, στο μέτωπο του αγώνα και της νίκης, οφείλει να απαντήσει με μεγάλη σοβαρότητα στο βασικό ερώτημα που της θέτουν τα λαϊκά στρώματα και η ίδια η συγκυρία: τι θα έκανε η ίδια για να αντιμετωπίσει την οικονομική καταστροφή και την κοινωνική διάλυση, όχι στο μακρινό μέλλον των ιδανικών, σοσιαλιστικών συνθηκών, αλλά στο σκληρό παρόν των τρομακτικών δυσκολιών και της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης; Η απάντηση, το μεταβατικό πρόγραμμα της Αριστεράς, δεν μπορεί να νοείται ως κατεβατό μέτρων και αναπτυξιακών σχεδίων, που ελάχιστοι διαβάζουν και δεν έχουν και ιδιαίτερο νόημα. Αλλά ως Οδικός Χάρτης –με τους βασικούς σταθμούς, την ιεράρχηση των στόχων, την περιγραφή των μορφών, τον καθορισμό των εχθρών και των συμμάχων– που θα συγκροτήσει μια πειστική αριστερή «αφήγηση» για τη μετάβαση από την κοινωνική ζούγκλα του σήμερα στη σοσιαλιστική κοινωνία του αύριο.

 

Η έκδοση αυτή δεν έχει άλλη φιλοδοξία από το να συμβάλει στη συζήτηση που έχει ήδη ανοίξει για τον αναγκαίο προγραμματικό επανεξοπλισμό της Αριστεράς προς την κατεύθυνση που περιγράψαμε. Πεποίθησή μας είναι ότι τίποτα πραγματικά κρίσιμο δεν έχει ακόμη χαθεί. Ότι το παράθυρο της ιστορικής ευκαιρίας που άνοιξε στην Αριστερά η μεγάλη κρίση παραμένει ακόμη ανοιχτό. Κι ότι, σε πείσμα των προφανών δυσκολιών, η τρομερή εποχή που ζούμε κάνει επίκαιρη την αποστροφή του Σεφέρη: «Στο βάθος κάθε ανθρακωρυχείου, υπάρχει ένα άσπρο άλογο». Μόνο που δε θα μας περιμένει επ’ άπειρον…

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,245ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,004ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
425ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα