Αναδημοσίευση από το blog του Ποδονίφτη
Το ότι οι τράπεζες πουλήθηκαν «αντί πινακίου φακής» σημαίνει ότι επιλέχτηκε ένα μοντέλο βίαιης και συνολικής ιδιωτικοποίησης τους για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Σε τι όμως εξυπηρετεί ο ακραίος ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και γιατί τον ονομάζουμε ακραίο; Η συμμετοχή του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο κατέρρευσε στη κυριολεξία και από το 56% κατέληξε στο 20%. Ο τόσο απόλυτα ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών δεν μπορεί παρά να είναι ένα σήμα στην οικονομία και στην κοινωνία την ίδια για το ποιος είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Οι τράπεζες με το σχεδόν ολοκληρωτικό τους πέρασμα στον ιδιωτικό τομέα αποσυνδέονται πλήρως από τον «εγχώριο» επιχειρηματικό κύκλο και προσδένονται στο «άρμα» της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης (ΕΤΕ). Οι τράπεζες, πλέον, δεν θα είναι «πρόδρομοι» και πάροχοι χρηματοροών προς την οικονομία και τις επενδύσεις αλλά «επίγονοι» εισπράξεων και απορρόφησης ρευστότητας. Αν οι τράπεζες παρέμεναν δημόσιες ή ημιδημόσιες – ημιδιωτικές θα συνέχιζαν να συγκεντρώνουν «αιτήματα» πιστωτικής επέκτασης από την «ασφυκτιώσα» αγορά. Όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον υπό τις παρούσες συνθήκες που τα «κόκκινα» δάνεια είναι το βασικό πρόβλημα όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δεν θα μπορούσε να επιτρέψει έναν νέο κύκλο μόχλευσης. Στην Ελλάδα, η διαφορά μεταξύ των δανείων που έχουν δοθεί και των υπαρκτών καταθέσεων είναι παραπάνω από 80 δις €. Αν δεν καλυφθεί αυτή η διαφορά δεν πρόκειται να υπάρξει νέα πιστωτική επέκταση και οι τράπεζες δεν θα εκτελούν τις κλασικές τραπεζικές εργασίες, για αρκετό καιρό ακόμα. Αντίθετα, θα λειτουργούν ως «απορροφητήρες» ρευστότητας.
Μόνο ο ακραία ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών μπορεί να εξυπηρετήσει έναν τέτοιο ρόλο απορρόφησης της διαθέσιμης ρευστότητας. Μόνο η εύκολη «είσοδος» και η γρήγορη «έξοδος» ιδιωτικών κεφαλαίων μπορεί να προσδώσει την απαραίτητη ποσότητα ιδιοτέλειας που απαιτείται για την επαναρύθμιση των ευρωπαϊκών χρηματαγορών στη βάση της κεφαλαιακής τους ενίσχυσης από τη διάχυτη ποσότητα χρήματος που κινείται εξωτραπεζικά. Μόνο η «επιστροφή» της ρευστότητας στις τράπεζες θα ξανακάνει «κεφάλαιο» αυτήν την «ελεύθερη» χρηματική ποσότητα.
…η αποσύνδεση των τραπεζών από το δημόσιο χρέος
Εκπεφρασμένος σκοπός της ΕΤΕ είναι η μη επιβάρυνση των Ευρωπαίων φορολογούμενων με το κόστος της σωτηρίας των τραπεζών που έχουν δώσει περισσότερα δάνεια από όσα μπορούν να εισπράξουν. Στην πραγματικότητα όμως η ΕΤΕ προσπαθεί και τις τράπεζες να χρησιμοποιήσει ως μηχανισμό επιβολής της μονομερούς τραπεζικής ηθικής (ευθύνεται μόνο αυτός που πήρε το δάνειο) αλλά και να πειθαρχήσει τα κράτη έτσι ώστε αυτά να επιβάλλουν αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες και καμεραλιστικές μεθόδους. Η ΕΤΕ φαντάζει ως μια "δίκαιη" πρόταση αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους αλλά στην ουσία αποτελεί μια θεσμική τεχνολογία επιβολής πειθαρχίας σε όλο το κοινωνικό σώμα, αν σκεφτεί κανείς ότι το 80% της χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας οφείλεται στον τραπεζικό τομέα. Και εδώ ο ακραία ιδιωτικός χαρακτήρας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος βοηθά, ως νομική μορφή και ως συμβολική πολιτική νοηματοδότηση, στην επίτευξη των στόχων της ΕΚΤ που είναι η απομόνωση της χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους από τις συστημικές τράπεζες.
….η χρηματική στήριξη του 3ου μνημονίου
Και ενώ η ΕΚΤ και η ΕΤΕ εκφράζουν την ταξική λογική του ευρωπαϊκού κεφαλαίου που θεωρητικά λέει ότι "δουλεύει" για το καλό του Ευρωπαίου φορολογούμενου, η φθηνή για το ιδιωτικό κεφάλαιο ανακεφαλαιοποίηση και η καθοριστική για το ελληνικό δημόσιο υποχώρηση των ποσοστών και δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του στο τραπεζικό τομέα έρχεται να δώσει λύση και στο άλλο πρόβλημα που εκκρεμεί εδώ και μήνες. Το πρόβλημα που λέγεται χρηματοδοτική βαρύτητα του τρίτου μνημονίου και που αποτιμήθηκε αρχικά σε 86 δις € λύνεται σημαντικά με τα αποτελέσματα των stress test που κατεβάζουν τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών στο ¼ των αρχικών υπολογισμών. Διότι ποτέ δεν βρέθηκαν και τα 86 δις μια και το ΔΝΤ δεν δήλωσε ποτέ πως και με πόσους πόρους θα συμμετάσχει στο τρίτο πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Θεωρητικά θα μπορούσαν οι υπολειπόμενοι πόροι για τις τράπεζες να κατευθυνθούν στην ανάπτυξη, εφόσον η ανακεφαλαιοποίηση τελικά είναι κατά πολύ μικρότερη. Όμως κάτι τέτοιο είναι απλά μια «επιθυμία» χωρίς κάποιο συγκεκριμένο μηχανισμό υλοποίησης. Προς το παρόν λοιπόν η μικρότερη ανακεφαλαιοποίηση περισσότερο ικανοποίησε την κυβέρνηση του Βερολίνου, για την οικονομία που επιτυγχάνεται με το τρίτο πακέτο διάσωσης, παρά δημιούργησε πραγματικό δημοσιονομικό χώρο ή την αναγκαία ρευστότητα για την πυροδότηση της επανεκκίνησης της οικονομίας.
Γιατί οι τράπεζες, στη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού, πρέπει να λειτουργούν ακόμα και σαν «ζόμπι»
Ας μας επιτραπεί να πούμε πως παρ όλη την κραυγαλέα υποτίμηση των αξιών και της λογικής που επέφερε αυτή η ανακεφαλαιοποίηση, μπορούμε να συνάγουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα στο περιθώριο όλης αυτής της ιστορίας. Χρήσιμα ακόμα και για την υπόθεση της κινηματικής, πολιτικής και προγραμματικής ανασύνταξης της αριστεράς μετά το κάζο του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι τράπεζες λειτουργούν ακόμα, παρά το ότι είναι «ζόμπι», παρά το ότι έχουν ισχνή καταθετική βάση και ενώ δεν έχουν αντιμετωπίσει ούτε τα «κόκκινα» δάνεια, ούτε έχουν απεξαρτηθεί από την στήριξη της ρύθμισης για τους αναβαλλόμενους φόρους. Οι τράπεζες είναι οι πιο αποτυχημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις και παρά το γεγονός αυτό είναι χρήσιμες για το συνολικό κεφάλαιο, όπως καμία άλλη ιδιωτική επιχείρηση. Χωρίς τις τράπεζες «ζόμπι» δεν μπορεί να προχωρήσει η μεγάλη εκκαθάριση των αγορών από τα αντιπαραγωγικά κεφάλαια, από τις επιχειρήσεις εκείνες που δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως «κεφάλαιο» με πραγματική εκμεταλλευτική δύναμη. Η απομόχλευση της οικονομίας που επιβάλλουν καταστρέφει παραγωγικό δυναμικό αλλά ισχυροποιεί το «κεφάλαιο» ως την μοναδική οργανωτική δύναμη της κοινωνίας.
Όμως κάτι τέτοιο μας οδηγεί να σκεφτούμε και την εντελώς αντίθετη κατάσταση. Υπό μια αντεστραμμένη έννοια οι τράπεζες, όσο αποτυχημένες και αν είναι, όσο και αν στερούνται κεφαλαιακής βάσης, όσο και αν υποφέρουν από τη «φυγή» καταθέσεων, με τον κατάλληλο κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο, με λιγοστά κεφάλαια και μέσα σε έναν άλλο προγραμματικό ορίζοντα θα μπορούσαν να αποτελέσουν από τα βασικά εργαλεία του παραγωγικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Η διαπίστωση αυτή δείχνει και την καταστροφή που επέφερε στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης η μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ και η απορρόφηση του από το αστικό πολιτικό σύστημα.