Του Χάρη Σαββίδη
Συμπληρώθηκαν 2 χρόνια από το Σαββατοκύριακο που το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα βρέθηκε στο χείλος της αβύσσου. Η ημερομηνία χρεοκοπίας της Lehman Brothers (15/9/08) θα μείνει στην Ιστορία ως η ημέρα έναρξης της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δύο χρόνια μετά, η κρίση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, έχοντας μεταδοθεί από τις αγορές και τις ΗΠΑ στην πραγματική οικονομία κάθε γωνιάς του πλανήτη. Αναλυτές, τραπεζίτες και στελέχη των κυβερνήσεων σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ασία επιμένουν ότι οι δυσκολότερες ημέρες ανήκουν στο παρελθόν και η έξοδος από την κρίση είναι κοντά. Στην πραγματικότητα, όμως, η κατάσταση είναι σήμερα χειρότερη από ποτέ.
Προ διετίας, όταν κάθε τράπεζα έμοιαζε να κινδυνεύει με χρεοκοπία, οι αγορές διακατέχονταν από πανικό. Ήξεραν, όμως, ότι οι κυβερνήσεις θα έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να βοηθήσουν τις τράπεζες. Όντως, το επόμενο εξάμηνο καταστρώθηκε ένα σχέδιο κρατικής διάσωσης, που υιοθετήθηκε επισήμως από τις κυβερνήσεις των G-20 στην Σύνοδο του Λονδίνου (Απρίλιος 2009). Ήδη, οι συνέπειες από την κατάρρευση των τραπεζών είχαν οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία στην χειρότερη μεταπολεμική ύφεση. Γι’ αυτό το λόγο, το σχέδιο διάσωσης εκτός από τις τράπεζες περιλάμβανε μέτρα και για την στήριξη των οικονομιών. Οι αγορές φάνηκαν να πείθονται και στα χρηματιστήρια ξέσπασε αγοραστική φρενίτιδα, πυροδοτώντας ένα «τρελό» ράλι των τιμών (διπλασιάστηκαν μέσα στο επόμενο 12μηνο).
Στην πραγματική οικονομία, όμως, το σχέδιο δεν εξελίχθηκε εξίσου εντυπωσιακά. Αφού εξασφάλισαν ικανοποιητικά επίπεδα ρευστότητας μέσω της κρατικής στήριξης, οι τράπεζες αποφάσισαν να… κάτσουν πάνω σε αυτή, αρνούμενες να δανείσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Μάταια οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες των διάφορων κρατών έκαναν εκκλήσεις για αύξηση των χορηγήσεων. Οι τράπεζες που μέχρι πριν λίγα χρόνια «παρακαλούσαν» να δώσουν δάνεια, πλέον απέρριπταν την συντριπτική πλειοψηφία των αιτημάτων χρηματοδότησης, αρνούμενες να αναλάβουν ρίσκο.
Η στάση τους αυτή αφαίρεσε από την παγκόσμια οικονομία το δεκανίκι που την στήριζε τις δύο τελευταίες δεκαετίες – τον τρόπο με τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός είχε «κουκουλώσει» μια κεντρική αντίφαση της οικονομίας της αγοράς: Ενώ οι καταναλωτές πρέπει να αγοράζουν όλο και περισσότερα αγαθά, για να δικαιολογούν διαρκή αύξηση των επενδύσεων, η αγοραστική τους δύναμη γίνεται όλο και μικρότερη, καθώς το προϊόν της παραγωγής συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια. Όσο υπήρχε το κοινωνικό κράτος η αντίφαση αντιμετωπιζόταν μέσω της αναδιανομής του εισοδήματος. Όταν το «γκρέμισαν» οι νεοφιλελεύθεροι, τον ρόλο της τόνωσης της καταναλωτικής δύναμης ανέλαβαν οι τράπεζες, μέσω του δανεισμού. Τώρα που η «φούσκα» έσκασε, δεν υπάρχει τίποτα να ενισχύσει την διαρκώς μειούμενη αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.
Τα «πακέτα στήριξης» των οικονομιών, που περιείχε το σχέδιο διάσωσης, κατάφεραν να δώσουν μια σύντομη «ανάσα» στις οικονομίες. Σε ΗΠΑ και Ευρώπη η ανάπτυξη επέστρεψε αλλά ήταν φανερό ότι θα εξατμιζόταν μόλις οι κυβερνήσεις έπαυαν να την χρηματοδοτούν. Εντυπωσιακότερη όλων ήταν η «βουτιά» της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ, αμέσως μόλις έληξε το πρόγραμμα επιδότησης αγοράς πρώτης κατοικίας. Στις αρχές του καλοκαιριού η αμερικανική οικονομία έμοιαζε πάλι έτοιμη να εισέλθει στην ύφεση ενώ οι άνεργοι, μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, άρχισαν και πάλι να αυξάνονται.
Η κατάσταση δείχνει ελαφρώς καλύτερη στην Ευρώπη, όπου η Γερμανία αναπτύσσεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Δεν είναι, όμως, καθόλου σίγουρο ότι αυτό θα συνεχίσει αν οι ΗΠΑ επιστρέψουν στην ύφεση και, κυρίως, όταν αρχίσουν να εφαρμόζονται τα σκληρά προγράμματα λιτότητας που έχουν εξαγγείλει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αντιδρώντας στην δημοσιονομική κρίση της περασμένης άνοιξης.
Για να σώσουν τις τράπεζες οι κυβερνήσεις «ρούφηξαν» τους τοξικούς τίτλους που υπήρχαν στους ισολογισμούς τους, και τους «άδειασαν» στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Η τραπεζική κρίση, αφού πρώτα εξελίχθηκε σε κρίση των οικονομιών, στη συνέχεια μετατράπηκε και σε δημοσιονομική. Ως αποτέλεσμα, την στιγμή που η παγκόσμια οικονομία προσπαθεί να ανακάμψει από το χειρότερο μεταπολεμικό πλήγμα, οι κυβερνήσεις ετοιμάζονται να επιβάλλουν μια άνευ προηγουμένου παγκόσμια πολιτική λιτότητας. Αν φανεί ότι δειλιάζουν, οι αγορές θα κυριευτούν από πανικό για τα επίπεδα του δημοσίου χρέους. Αν επιμείνουν, θα οδηγήσουν τις οικονομίες στην βαθύτερη ύφεση. Το σχέδιό τους, δηλαδή, εκτός από φρικτά κοινωνικά άδικο αποδεικνύεται και απολύτως αδιέξοδο.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι έχουν την ατυχία να βιώνουν το αδιέξοδο αυτό από… πρώτο χέρι. Γι’ αυτό άλλωστε, κυβερνήσεις και αγορές ανησυχούν για την αντίδρασή τους. Πρόσφατα, ο επικεφαλής του φημισμένου Γερμανικού ινστιτούτου Ifo υποστήριζε ότι οι πολιτικές του Μνημονίου οδηγούν την Ελλάδα σε εμφύλιο πόλεμο! Ενδεχομένως υπερβάλλει, πλην όμως η υπερβολή αυτή είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί. Προφανώς η διεθνής ανησυχία δεν έχει να κάνει τόσο με το μέλλον της Ελλάδας όσο με το παράδειγμα, που θα μπορούσε αυτή να προσφέρει στους άλλους Ευρωπαίους. Φοβούνται ότι μια Ελληνική «σπίθα» θα ανάψει πανευρωπαϊκή πυρκαγιά, ικανή να καταστρέψει το σχέδιό τους. Αυτό, ίσως είναι το μόνο που έχουν δίκιο: Οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, είναι η μόνη ικανή δύναμη να τους χαλάσει τα σχέδια και να θέσει τέλος στο αδιέξοδο.