Αναστασία Δημητρίου,
φοιτήτρια στο Πολυτεχνείο Κρήτης
Προπαγάνδα και πραγματικότητα
Από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία βομβαρδιζόμαστε από την προπαγάνδα των μεγάλων ΜΜΕ η οποία έχει ως σκοπό της να παρουσιάσει την πλευρά των Δυτικών (κυβέρνηση Ζελένσκι, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ) ως τους «δημοκράτες-ειρηνιστές» και την πλευρά της Ρωσίας του Πούτιν ως τους «πολεμοχαρείς-επιτιθέμενους».
Σε αυτή την αφήγηση σκόπιμα αποσιωπάται το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της Ουκρανίας είναι Ρώσοι/Ρωσόφωνοι. Επίσης αποσιωπάται το ότι αυτή η μερίδα του πληθυσμού βρίσκεται στο στόχαστρο των ακροδεξιών νεοναζιστικών ταγμάτων και του Ουκρανικού κράτους και στρατού εδώ και αρκετά χρόνια. Το γεγονός αυτό σε τίποτα βέβαια, δεν δικαιολογεί την εισβολή της Ρωσίας.
Τη βία του πολέμου αντιμετωπίζουν και δικοί μου συγγενείς που ζουν στην πόλη Νικολάιεβ.
Πιο συγκεκριμένα, ο παππούς και η γιαγιά μου, οι οποίοι έχουν ρωσική εθνικότητα και ουκρανική υπηκοότητα. Μιλώντας μαζί τους μαθαίνουμε από πρώτο χέρι ότι και μόνο η ρωσική εθνικότητα θέτει την ασφάλεια τους σε κίνδυνο.
Καθημερινά, αποχαιρετούν φίλους και γνωστούς που γίνονται πρόσφυγες. Αντικρίζουν σπίτια γνωστών και φίλων βομβαρδισμένα. Και οι ίδιοι βρίσκονται σε ετοιμότητα έτσι ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορέσουν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους. Ξυπνούν και κοιμούνται με το άκουσμα των σειρήνων του πολέμου και των εκρήξεων.
Θεωρούν, όμως, πως κινδυνεύουν περισσότερο από τους Ουκρανούς νεοναζί, ειδικά τώρα που τους παραχωρήθηκαν μαζικά όπλα, παρά από το ρωσικό στρατό που προσπαθεί να μην προκαλέσει απώλειες στον άμαχο πληθυσμό.
Ωστόσο, επικρατεί διχασμός στην τοπική κοινωνία. Με τη Ρωσία ή με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ; Οι πολίτες δε θρέφουν αυταπάτες, αναγνωρίζουν, δηλαδή, πως ο στόχος της ρώσικης εισβολής είναι η εξυπηρέτηση του ρώσικου καπιταλισμού, των ρωσικών ιμπεριαλιστικών/γεωπολιτικών συμφερόντων.
Η «προστασία των δικαιωμάτων των ρωσόφωνων πληθυσμών» και «η αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας» που προβάλλει ο Πούτιν, αποτελούν προσχήματα. Άλλωστε ο ίδιος ο Πούτιν, παρέχει ασυλία στους νεοναζί της Ρωσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαγόρευσε κάθε αντιπολεμική συγκέντρωση στη Ρωσία αποδεικνύοντας πως το καθεστώς που θα δημιουργήσει στην Ουκρανία κάθε άλλο παρά δημοκρατικό θα είναι.
Αντίστοιχα, πολλοί απλοί άνθρωποι της Ουκρανίας διακρίνουν την υποκρισία της ΕΕ και των ΗΠΑ που στηρίζουν δικτατορικά καθεστώτα σε διάφορες χώρες ενώ ταυτόχρονα εξοπλίζουν τα νεοναζιστικά τάγματα της Ουκρανίας.
Και οι δυο πλευρές έχουν προκαλέσει εγκλήματα και φέρουν κοινή ευθύνη για την κατάσταση των τελευταίων χρόνων και για τα εθνικιστικά μίση που εξαπλώνονται. Ο Ρωσικός και ο Ουκρανικός λαός δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από αυτόν τον πόλεμο. Αντίθετα, είναι οι μόνοι χαμένοι.
Οικονομική κατάσταση
Ο πόλεμος αυτός είναι μια καταστροφική αναμέτρηση και θα αφήσει τεράστια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα και στον ουκρανικό και στον ρώσικο λαό που πλήττονται ήδη από την οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων.
Για να γίνει αντιληπτό το πόσο οικονομικά καταστροφικός θα αποβεί αυτός ο πόλεμος αρκεί να αναλογιστούμε πως ενώ πριν τον πόλεμο 1 δολάριο αντιστοιχούσε περίπου σε 88 ρούβλια, μέσα σε 10 ημέρες πολέμου, 1 δολάριο αντιστοιχεί πλέον σε 134 ρούβλια!
Η οικονομική ιστορία της Ουκρανίας όμως, μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης είναι ένας συνεχής κατήφορος. Για παράδειγμα, το 1990 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της τότε Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας, που ανήκε στην ΕΣΣΔ, ήταν 16.428,5 δολάρια, ενώ το 2020 ήταν μόλις 12.375,9 δολάρια, δηλαδή μειωμένο κατά 25% σε ονομαστικούς όρους, σε πραγματικούς πολύ περισσότερο.
Η πτώση του ΑΕΠ αιτιολογείται και από την υποχώρηση του ουκρανικού πληθυσμού από 51,9 εκατομμύρια σε 44,1 εκατομμύρια – αποτέλεσμα της μαζικής προσφυγοποίησης των τελευταίων δεκαετιών.
Η αμφιταλάντευση της Ουκρανίας μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης έχει και έναν οικονομικό χαρακτήρα: να παραμείνει εντός της ρωσικής σφαίρας επιρροής και να βασιστεί σε έναν πελατειακό καπιταλισμό ή να ξεκινήσει ένα νέο κύμα φιλελευθεροποίησης για να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική οικονομία;
Η κατάληψη της Κριμαίας και οι δύο αυτονομημένες/ανεξαρτητοποιημένες περιοχές του Ντονμπάς (Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ) κόστισαν πολύ στην οικονομική ανάπτυξη της Ουκρανίας όπως αποδεικνύει μια μελέτη του βρετανικού ινστιτούτου CEBR. Οι απώλειες αναφέρεται πως ανέρχονταν σε 40 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, δηλαδή το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της Ουκρανίας. Επιπλέον, μεταξύ 2014 και 2020, οι σωρευτικές απώλειες δείχνουν να ανέρχονται σε 280 δισεκατομμύρια δολάρια.
Συντάξεις πείνας
Για τους απλούς ανθρώπους οι συνθήκες διαβίωσης είναι πολύ δύσκολες.
Από την εμπειρία του οικογενειακού μου περιβάλλοντος η άσχημη οικονομική κατάσταση της Ουκρανίας επιβεβαιώνεται αφού οι δυο συντάξεις που παίρνουν ο παππούς και η γιαγιά μου οι οποίες ανέρχονται συνολικά κοντά στα 210 ευρώ, ενώ οι τιμές στην αγορά να είναι παρόμοιες με εκείνες της Ελλάδας. Έτσι, ο παππούς μου σε ηλικία σχεδόν 70 ετών αναγκάζεται μέχρι και σήμερα να εργάζεται για να μπορούν να ζουν με κάποια αξιοπρέπεια.
Παρόμοιες είναι και οι συντάξεις στη Ρωσία, οι μισθοί εξίσου χαμηλοί και η ζωή εξίσου ακριβή. Χαρακτηριστική είναι η φράση συγγενικού προσώπου: «Ζήσαμε στα περίχωρα της Ρωσίας και έχουμε ακόμη συγγενείς εκεί. Δε θέλουμε να γίνουμε Ρωσία».
Στην καπιταλιστική Ρωσία παρουσιάζεται μια κοινωνία δύο ταχυτήτων και το οικονομικό χάσμα μεταξύ των μεγαλουπόλεων και των επαρχιών. Μεγάλο μέρος του πλούτου διοχετεύεται στους τουριστικούς προορισμούς όταν οι επαρχιακές πόλεις βρίσκονται στη φτώχεια και την εξαθλίωση σα να ανήκουν σε κάποιο μη αναπτυγμένο κράτος ή βρίσκονται σε μεταπολεμική περίοδο.
Για όλους αυτούς τους λόγους δεν πρέπει να είμαστε ούτε με τον Πούτιν, ούτε με τον Ζελένσκι και τους Δυτικούς. Πρέπει να είμαστε με τους απλούς ανθρώπους, Ουκρανούς, Ρώσους και όποιας άλλης εθνικότητας γιατί κοινό συμφέρον τους είναι η ειρήνη και η ευημερία.